Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ὅσων δὲν κοπιάσαν
γιὰ ν’ ἀκουμπήσουν τὰ ξαναμμένα κεφάλια τους
στὰ γόνατά σου τὰ μητρικά, ποὺ καταλύουν τὸ μαῦρο πάθος.
Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ὅσων δὲν διακρίναν, πὼς
συντρίβεις μὲ τὸ πόδι σου καὶ συνθλᾶς τὴν κεφαλὴ
τοῦ πανάρχαιου δράκοντα, ποὺ κέρδισε παίζοντας
κι’ ὕστερα τόχασε τὸ μῆλο. Ἄλαλα τὰ χείλη
τῶν ὅσων δὲν ποθῆσαν τὸ ξαπόσταμα τῆς ἁρμογῆς
καὶ τὴν ἀσφάλεια, τὸ ἀπάγγειασμα τῆς νηνεμίας.
Εἶσαι ἕνα λιμανάκι ἑλληνικοῦ νησιοῦ ὅλο...
κατάρτιαπερήφανα ὑψωμένα• φτωχὰ καΐκια ἀραγμένα,
φτωχά, ἀλλὰ ποὺ γνωρίσαν τὴν ἀντάρα καὶ τὴν τρομάρα,
ποῦ φορτωθῆκαν μόχθο καὶ μεταφέραν πλοῦτος.
Εἶσαι ἄσπρο ἑλληνικὸ ἐρημοκκλήσι δαρμένο
ἀπὸ τὴν ἀντηλιά. Γύρω-γύρω ἀμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιὲς καὶ κάπου κάπου μοναχικὴ
καὶ κάποια ἐλιά. Χρυσοφρυγανισμένα τὰ χορτάρια
ἀχνίζουνε, ἄχυρο πια• κι’ ἀντὶς γι’ ἀγγέλους, τὰ τζιτζίκια,
σοὺ κανοναρχοῦνε τὸ κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργὰ
μὲ τὸ δικό τους τρόπο τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα.
Ἀναστραμμένο σου θρονί, ὅλο αὐτὸ τὸ γαλάζιο
ἑνὸς ἁπλοῦ οὐρανοῦ, ποὺ πάλαι γίνηκε τὸ Μέτρο τῶν Δωριέων
καὶ ποὺ ἀναπαύεται στεριωμένος στὰ χρυσάφια
τοῦ εὐλογημένου μᾶς πελάγους.
Ἄλαλα τὰ χείλη τους – καὶ τί μποροῦν ν’ ἀρθρώσουν,
ποῦ τὴ φωνὴ τοὺς κουκουλώνει ἡ τύρβη μερονυχτίς,
ἐνῶ σειέται ἀπ’ τὶς βουὲς ὁ Μέγιστος Ἱππόδρομος
καὶ πλημμυράει ἀπ’ τὰ αἵματα τῶν Μαρτύρων
κι’ ἂπ’ τὴ μανία τῶν Μονομάχων.
Αὐτὸ τὸ αἷμα εἶναι ποὺ βοᾶ, αὐτὸ εἶναι ποὺ ρυπαίνει.
Ἐδῶ χρειάζεται ἡ βακτηρία τοῦ γίγαντα Ἀσκητῆ
τοῦ λευκοπώγωνα νὰ ἐπιβληθεῖ νὰ τοὺς σκορπίσει,
ὅλους τους ἵππους καὶ τοὺς ἀναβάτες τους.
Ἐδῶ χρειάζεται κοντύλι τοῦ Ζωγράφου, στὴ μοναξιά,
στὴν προσευχὴ καὶ στὴν προσήλωση, μὲ τὰ ζωογόνα
τὰ χρώματα τὰ πρῶτα νὰ ξαναγαλουχήσει
τὸ βρέφος-Θεό, νὰ ξαναγράψει τὶς πληγὲς τῆς Ἀγάπης,
νὰ ξαναδροσίσει τὴ ρίζα τὴ συμπονετική,
ν’ ἀποδείξει τί ἀπέραντη εἶναι ἡ ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας,
νὰ συναθροίσει πάλι ἐκ περάτων ὅλους ἐκείνους,
ποῦ μὲ σέβας πολὺ θὰ σταυρώσουν τὰ χέρια τῆς Κόρης
μὲ συνοδεία τῶν ἀγγέλων, μὲ ἠχητικὲς ἁρμονίες
καὶ θὰ ἐνεργήσουν ὅπως ἀξίζει τὴν ταφή της,
ἀνοίγοντας τὸ δρόμο γιὰ τὴν καθέδρα τ’ οὐρανοῦ,
ὅπου ἡ ἀδιάκοπη Παράκληση. Ἐνῶ τὰ δέντρα
τὰ εὐσκιόφυλλα στὴ λιτάνευση, καθὼς τὸ Σῶμα
περνάει τῆς Βασίλισσας, ριγοῦντα καὶ φρίττοντα,
θὰ συγκλίνουν γιὰ προσκύνηση σκορπώντας
τὴ δροσιά τους μὲ τὸ ἀνέμισμα, ριπίδια τῆς λατρείας,
ἀναστυλώνοντας ὅσους μαραίνονται κι’ ἀσθμαίνουν
στὶς τροπικὲς τὶς λαῦρες τοῦ καλοκαιριοῦ μας,
μισοκαμένες θημωνιὲς κοντὰ στὸ ἁλώνι,
καπνοί, ποὺ διαλύουν
τὶς αὐγουστιάτικες τὶς ἁμαρτίες μας.
Τότε μονάχα τ’ ἄλαλα τὰ χείλη,
ἴσως ἐρθεῖ στιγμὴ
καὶ λαλήσουν.
Παπατσώνης Τάκης, 1962, Ἐκλογὴ Β, Ἀθήνα, Ἴκαρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου