19 Απρ 2012

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Πάσχα Ῥωμαίϊκο

ναψεν σιγαρέττον κ’ κάπνιζεν δονικς. κε κούει πισθέν του λαφρόν θρον καί, πρίν προφθάση νά στραφ νά δη, κούει δεύτερον κρότον λαφρότερον. O δεύτερος οτος κρότος το κάστηκε τι τον ς νυψουμένης σκανδάλης φονικο πλου.
Τό «Πάσχα ρωμέικο» εναι τό τρίτο θηναϊκό πασχαλινό διήγημα το λέξανδρου Παπαδιαμάντη, δημοσιευμένο τό 1891
O μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, εχεν πτά κτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων καί μεγεθν, λα κ παλαιού χρονου καί λα κατακαίνουργα, τά ποα φόρει κ περιτροπς μετά το επρεπος μαύρου ματίου το κατά τάς μεγάλας ορτς το νιαυτο, πόταν καμνε δύο τρες περιπάτους πό τς μίας πλατείας ες τήν λλην διά τς δο Σταδίου. σάκις φόρει τόν καθημερινόν κοκον του, μέ τό σάλι το διπλωμένον ες κτώ δεκαέξ δίπλας πί το μου, συνήθιζε νά κάθηται πί τίνας ρας ες τό γειτονικόν παντοπωλεον, ποπίνων συνήθως μετά τν φίλων, καί το στωμύλος καί διηγετο πολλά κ’ μειδία πρός ατούς.
ταν μειδία μπάρμπα-Πύπης, δέν μειδίων μόνον α γωνίαι τν χειλέων, α παρειαί καί τά ολα τν δόντων του, λλ’ μειδίων...
ο λαροί καί μεροι φθαλμοί του, μειδία στίλβουσα σιμή καί πεπλατυσμένη ρίς του, μύσταξ το εθυσμένος μέ λεβάνταν καί ς διά κολλητο κηρο λελεπτυσμένος, καί τό πογένειόν του τό λευκόν καί πιμελς διατηρούμενον, καί σχεδόν κοκος το στακτερός, λοξός κ’ πικληνής πρός τό ος, λα παρ’ ατ μειδίων.
Εχε γνωρίσει πρόσωπα καί πράγματα ν Κερκύρα. λα τά περιέγραφε μετά χάριτος ες τούς φίλους του. Δέν παυσε ποτέ νά σεμνύνεται διά τήν προτίμησιν τήν ποίαν εχε δείξει είποτε διά τήν Κέρκυραν βασιλεύς, καί ζησεν ρκετά διά νά περηφανευθ πί τή κλογή, ν καμε τς ατς νήσου πρός διατριβήν φτακρατόρισσα τς ούστριας. νθυμετο μυδρς τόν Μουστοξύδιν, μά δότο, δοτίσσιμο κέ ταλέντο! Εχε γνωρίσει καλς τόν Μάντζαρον, μά γαλαντουόμο! τόν Κερκύρας θανάσιον, μά μπράβο! τόν Σιορπιέρρο, κέ γκρν φιλοζόφο! Τό τελευταον νομα διδεν ες τόν οίδιμον Βράϊλαν, διά τόν τίτλον ν το εχαν πονείμει, φαίνεται ο γγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter). Εχε γνωρίσει πίσης τόν Σόλωμο (κέ ποέτα!), το ποίου πεμνημόνευε καί στίχους τινάς, παγγέλλων ατούς κατά τό ξς πόδειγμα:
σάν τή σπίθα κρουμμένη στή στάχτη πο κρουβόταν γιά μς λευτεριά;
Εσέ πάσα μέρη πετιέται κι’ νάφτει καί σκορπιέται σέ κάθε μεριά.

O μπάρμπα-Πύπης λειπεν πέρ τά εκοσιν τη κ το τόπου τς γεννήσεώς του. Εχε γυρίσει κόσμον κ’ καμεν ργασίας πολλς. στειλε πότε καί ες τήν Παγκόσμιον κτεσι, διότι το σχεδόν ρχιτέκτων, καί εχε μάλιστα καί μίαν νβεντσιόνε. μίσει τούς πονηρούς καί τούς διοτελες, ξετίμα τόν νθρωπισμόν καί τή τιμιότητα. πετροπιάζετο τούς φαύλους. «λ τραδιτόρε νόν κομπασσιόν» - πατεώνας δέν χει λύπησι. νίοτε πάλι μαλάττετο κ’ δείκνυε συγκατάβασιν ες τάς νθρωπίνας τελείας. «Οδ’ γής ναμάρτητος -γκε λά τέρρα νόν μπεκάμπιλε.» Καί στερον, φ’ ο γ δέν εναι, πς θά εναι Πάπας; ταν το παρετήρει τίς τι Πάπας δέν ψηφίσθη μπεκάμπιλε, λλά νφαλίμπιλε, δέν θελε ν’ ναγνωρίσει τήν διαφοράν.
Δέν το μοιρος καί θρησκευτικν συναισθημάτων. Τάς δύο τρες προσευχς, ς εξευρεν τάς εξευρεν λληνιστί. «Τά πατερμά το εξευρε ρωμέϊκα». λεγεν: «γιος, γιος, γιος κύριος Σαβαώθ... ς νάντιος ψίστοις» ταν μέ ρώτησε δίς τρίς τί σημαίνει τοτο, τό ς νάντιος, προσεπάθησα νά διορθώσω καί ξηγήσω τό πράγμα. λλά μετά δύο τρες μέρας ποτροπιάζων πάλιν λεγεν: «γιος, γιος, γιος... ς νάντιος ψίστοις!»
ν μόνον εχεν λάττωμα, τι μίσει διαλλάκτως πν ,τι κ προκαταλήψεως μίσει καί χωρίς ν’ νέχηται ντίθετον γνώμην πιχείρημα. Πολιτικς κατεφέρετο πολύ κατά τν γγλων, θρησκευτικς δέ κατά τν Δυτικν. Δέν θελε ν’ κούση τό νομα το Πάπα, καί το μείλικτος κατήγορος το ρωμαϊκο κλήρου...
Τήν σπέραν το Μεγάλου Σαββάτου το τους 188... περί ραν νάτην, γερόντιον τί επρεπς νδεδυμένον, καθόσον δύνατο νά διακρίνη τίς ες τό σκότος, κατήρχετο τήν π’ θηνν ες Πειραιά γουσαν, τήν μαξιτήν. Δέν εχεν νατείλει κόμη σελήνη, καί δοιπόρος δίσταζε ν’ ναβ ψηλότερον, ζητν δρόμον μεταξύ τν χωραφίων. φαίνετο μή γνωρίζων καλς τόν τόπον. O γέρων θά το σως πτωχός, δέν θά εχε 50 λεπτά διά νά πληρώση τό εσιτήριον το σιδηροδρόμου θά τά εχε κ’ καμνεν οκονομίαν.
λλ’ χι δέν το πτωχός, δέν το οτε πλούσιος, εχε διά νά ζήση. το ελαβής καί εχε τάξιμο νά καταβαίνη κατ’ τος τό Πάσχα πεζός ες τόν Πειραιά, ν’ κούη τήν νάστασιν ες τόν γιον Σπυρίδωνα καί χι ες λλην κκλησίαν, νά λειτουργται κε, καί μετά τήν πόλυσιν ν’ ναβαίνη πάλιν πεζός ες τάς θήνας. το μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, καί κατέβαινεν ες τόν Πειραιά διά ν’ κούση τό Χριστός νέστη ες τόν ναόν το το μωνύμου καί προστάτου του, διά νά κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ’ εφρανθ ψυχή του. Καί μως το... δυτικός!
 O μπάρμπα-Πύπης, ταλοκερκυραος, πλοϊκός, λληνίδος μητρός. λλην τήν καρδίαν, καί φίστατο κων σως, ς καί τόσοι λλοι, τό πειρον μεγαλεον καί τήν φατον γλυκύτητα τς κκλησίας τς λληνικς. καυχάτο τι πατήρ του, στις το στρατιώτης το Ναπολέοντος A’ «εχε μεταλάβει ρωμέϊκα» ταν κινδύνευσε ν’ ποθάνη, κβιάσας μάλιστα πρός τοτο, διά τινν συστρατιωτν του, τόν ερέα τόν γαθόν. Καί μως ταν, κατόπιν τούτων, φυσικς, το λεγε τίς: «Διατί δέν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;» πάντησίς του το τι παξ βαπτίσθη καί τι ερέθη κε. Φαίνεται τι ο Πάπαι τς Ρώμης μέ τήν συνήθη πιτηδείαν πολιτικήν τν, εχον ναγνωρίσει ες τούς Ρωμαιοκαθολικούς τν ονίων νήσων τινά τν ες τούς Ονίτας πονεμομένων προνομίων, πιτρέψαντες ατος νά συνεορτάζωσι μετά τν ρθοδόξων λας τάς ορτς. ρκε νά προσκυνήση τίς τήν βδομάδα το ΠοντίφηκοςΖ τά λοιπά εναι διάφορα.
O μπάρμπα-Πύπης τρεφε μεγίστην ελάβειαν πρός τόν πολιοχον ΄γιόν της πατρίδος του καί πρός τό σεπτόν ατο λείψανον. πιστευεν ες τό θαμα τό γενόμενον κατά τν Βενετν, τολμησάντων ποτέ νά δρύσωσιν διον θυσιαστήριον ν ατ τ ρθοδόξω να, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), τε γιος πιφανες νύκτωρ ν σχήματι μοναχο, κρατν δαυλόν ναμμένον, καυσεν νώπιον τν πολιθωθέντων κ το τρόμου φρουρν τό ρτιπαγές λτάρε. φο ερίσκετο μακράν της Κερκύρας, μπάρμπα-Πύπης ποτέ δέν θά στεργε νά ορτάση τό Πάσχα μαζί μέ τσού φράγκους. Τήν σπέραν λοιπόν κείνην το Μεγάλου Σαββάτου τε κατέβαινεν ες Πειραιά πεζός, κρατν ες τήν χείρα τή λαμπάδα του, ν μελλε ν’ νάψη κατά τήν νάστασιν, μικρόν πρίν φθάση ες τά παραπήγματα τς μέσης δο, κουράσθη καί θέλησε νά καθίση π’ λίγον ν’ ναπαυθ. Ερεν πήνεμον τόπον ξωθεν μίας μάνδρας, χούσης καί οκίσκον παρά τήν μεσημβρινήν γωνίαν, κ’ κε κάθησεν πί τν χόρτων, φο πέστρωσε τό ες πολλς δίπλας γυρισμένο σάλι του. βγαλεν πό τήν τσέπην τήν σιγαροθήκην του, ναψεν σιγαρέττον κ’ κάπνιζεν δονικς.
κε κούει πισθέν του λαφρόν θρον ς βημάτων πί παχείας χλόης καί, πρίν προφθάση νά στραφ νά δη, κούει δεύτερον κρότον λαφρότερον. O δεύτερος οτος κρότος το κάστηκε τι τον ς νυψουμένης σκανδάλης φονικο πλου. κείνην τήν στιγμήν εχε λαμπρυνθ πρός νατολς ρίζων, καί το Αγάλεω α κορυφαί φάνησαν πρός μεσημβρίαν λευκάζουσαι. H σελήνη, τετάρτην μέραν γουσα πό τς πανσελήνου, θ’ νέτελλε μετ’ λίγα λεπτά. κε που στρεψε τήν κεφαλήν πρός τά δεξιά, γγύς της βορειανατολικς γωνίας το γροτικο περιβόλου, που κάθητο, το κάστηκε, ς διηγετο ργότερα διος, τι εδε νθρωπίνην σκιάν, ες προβολήν τρόπον τινά σταμένην καί τείνουσαν γκαρσίως μακρόν τί ς ρόπαλον κοντάριον πρός τό μέρος ατο. Πρέπει δέ νά το τουφέκιον.
 O μπάρμπα-Πύπης νόησεν μέσως τόν κίνδυνον. Χωρίς νά κινηθ λλως πό τήν θέσιν του, τεινε τήν χείρα πρός τόν γνωστον κ’ κραξεν ναγωνίως.
-Φίλος! Καλός! μή ρίχνεις...
O νθρωπος καμε μικρόν κίνημα πισθοδρομήσεως, λλα δέν πανέφερεν τό πλον ες ερηνικήν θέσιν.οδέ καταβίβασε τήν σκανδάλην.
-Φίλος! καί τί θέλεις δ; ρώτησε μέ πειλητικήν φωνήν.
-Τί θέλω; πανέλαβεν μπάρμπα-Πύπης. Κάθουμαι νά φουμάρο τό τσιγάρο μου.
-Καί δέν πς λλο νά τό φουμάρης, ρέ; πήντησεν αθαδς γνωστος. Ηρες τόν τόπο, ρέ, νά φουμάρης τό τσιγάρο σου!
-Καί γιατί; πανέλαβεν μπάρμπα-Πύπης. Τί σς βλαψα;
-Δέν ξέρω ‘γ π’ ατά, επεν ργίλως γρότηςΖ δ εναι ποθήκη, χει χόρτα, χει κι’ λλα πράμματα μέσα. Μόνον κόττες δέν χει, προσέθηκε μετά σκληρο σαρκασμο. γελάστηκες.
το πρόδηλον τι εχεν κλάβει τόν γηραιόν φίλον μου ς ρνιθοκλόπον, καί διά νά τόν κδικηθ το λεγεν τι τάχα δέν εχεν ρνιθας, ν κυρίως γρονόμος διά τάς ρνιθάς του θά φοβήθη καί πλίσθη μέ τήν καραβίναν του. O μπάρμπα-Πύπης γέλασε πικρς πρός τόν βριστικόν παινιγμόν.
-Σύ γελάστηκες, πήντησεν γώ κόττες δέν κλέφτω, οτε λωποδύτης εμαι γώ πηγαίνω στόν Πειραιά ν’ κούσω νάσταση στόν γιο Σπυρίδωνα.
O χωρικός κάγχασε.
-Στόν Πειραιά; στόν ϊ-Σπυρίδωνα; κι’ πό πο ρχεσαι;
-π’ τήν θήνα.
-π’ τήν θήνα; καί δέν χει κε κκλησίαις, ν’ κούσης νάσταση;
-χει κκλησίαις, μά γώ τώχω τάξιμο, πήντησεν μπάρμπα-Πύπης
O χωρικός σιώπησε πρός στιγμήν, ετα πανέλαβε.
-Νά φχαριστς, καϋμένε...
Καί τότε μόνον κατεβίβασε τήν σκανδάλην καί ρθωσε τό πλον πρός τόν μον του.
-Νά φχαριστς καϋμένε, τήν μέρα πού ξημερώνει αριον, ε δέ μή, δέν τώχα γιά τίποτες νά σέ ξαπλώσω δ χάμου. Τράβα τώρα!
O γέρων Κερκυραος εχεν γερθ καί τοιμάζετο νά πέλθη, λλά δέν δυνήθη νά μή δώση τελευταίαν πάντησιν.
-Κάνεις δικα καί συχωρεμένος νσαι πού μέ προσβάλλεις, επε. Σ’ εχαριστ ς τόσο πού δέ μ’ τουφέκισες, λλά νόν βά μπένε... δέν κάνεις καλά νά μέ παίρνεις γιά κλέφτη. γώ εμαι διαβάτης, κ’ πήγαινα, σού λέω στόν Πειραιά.
 -λα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρέ...
Καί χωρικός στρέψας τήν ράχιν εσλθεν νατολικς διά τς θύρας το περιβολίου, κ’ γινεν φαντος. O γέρων φίλος μου ξηκολούθησε τόν δρόμον του. Τό συμβεβηκός τοτο δέν μπόδισε τόν μπάρμπα-Πύπην νά ξακολουθ κατ’ τος τήν εσεβ του συνήθειαν, νά καταβαίνει πεζός ες τόν Πειραιά, νά προσέρχηται ες τόν γιον Σπυρίδωνα καί νά κάμει Πάσχα ρωμέϊκο. φέτος τό μισοσαράκοστον μοί πρότεινεν, ν θελα νά τόν συνοδεύσω ες τήν προσκύνησίν του ταύτην. Θά προσεχώρουν δέ ες τήν πιθυμίαν του, ν πό πολλν τν δέν εχα τήν συνήθειαν νά ορτάζω κτός του στεως τό γιον Πάσχα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.