Προχωρώντας τόν λόγο Περί Ἐνανθρωπήσεως καί ἀφοῦ ἀπέδειξε ὅτι ὁ Χριστός κατήργησε τόν θάνατο, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος προσκομίζει ἀπόδειξη περί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
«Ἐάν δέ εἰς κάποιον δέν εἶναι ἀρκετή αὐτή ἡ ἀπόδειξις περί τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ, ἄς βεβαιωθῆ ἀπό αὐτά πού συμβαίνουν ἐμπρός εἰς τά μάτια μας.
Ὅταν ἕνας εἶνε νεκρός, δέν δύναται νά ἐνεργήση? ἡ ἱκανότης τοῦ ὑφίσταται μέχρι τό μνῆμα, πέραν δέ αὐτοῦ παύει. Αἵ πράξεις καί αἵ ἐνέργειαι πρός τούς ἀνθρώπους εἶνε ἰδιότητες μόνον τῶν ζωντανῶν. Ἄς προσέξη λοιπόν αὐτός πού θέλει, καί ἄς κρίνη ἀπό ὅσα βλέπει, διά νά ὁμολογήσει τήν ἀλήθειαν.
Ὅταν βεβαίως ὁ Σωτήρ ἐνεργή εἰς τούς ἀνθρώπους τόσον μεγάλα, καί καθημερινῶς πείθει ἀοράτως νά προσέλθουν εἰς τήν πίστιν του καί νά ὑπακούουν ὅλοι εἰς τήν δικήν του διδασκαλίαν, τόσον...
μέγα πλῆθος ἀπό ὅλα τά μέρη καί ἀπό ἐκείνους που κατοικοῦν εἰς τήν Ἑλλάδα καί ἀπό ἐκείνους πού κατοικοῦν εἰς βαρβαρικᾶς χώρας, ἄραγε ἀμφιβάλλει ἀκόμη κανείς, ὅτι ἀνεστήθη ὁ Σωτήρ καί ζῆ ὁ Χριστός, ἤ μᾶλλον ὅτι αὐτός εἶναι ἡ ζωή;Μήπως εἶνε ἴδιον νεκροῦ νά συγκινῆ βαθύτατα τάς διανοίας τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά ἀρνοῦνται τήν θρησκείαν τῶν προγόνων καί νά προσκυνοῦν ὡς διδάσκαλον τόν Χριστόν;
Ή, ἄν δέν ἐνεργή, ἔφ΄ ὅσον εἶνε νεκρός, πώς αὐτός σταματᾶ τάς ἐνέργειας ἐκείνων πού ζοῦν καί ἐνεργοῦν, ὥστε ὁ μοιχός νά μή μοιχεύη πλέον, ὁ φονεύς νά μή φονεύη, ὁ ἄδικος νά μή πλεονεκτῆ, καί ὁ ἀσεβής εἰς τό ἑξῆς νά εἶνε εὐσεβής;
Ἐάν πάλι δέν ἀνεστήθη, ἀλλ’ εἶνε νεκρός, πώς ἐκδιώκει καί καταδιώκει καί καταβάλλει τούς ψευδοθεούς καί λατρευομένους δαίμονας, διά τούς ὁποίους οἱ ἄπιστοι λέγουν ὅτι ζοῦν;
Διότι ὅπου προφέρεται τό ὄνομα Χριστός καί ἡ πίστις του, ἐκκαθαρίζεται ἀπ’ ἐκεῖ κάθε εἰδωλολατρία, ξεσκεπάζεται κάθε ἀπάτη τῶν δαιμόνων, καί κάθε δαίμων οὔτε τό ὄνομα δέν ὑποφέρει, ἀλλά καί μόνον ἐάν τό ἀκούση, ἀμέσως τρέπεται εἰς φυγήν.
Αὐτό, βεβαίως δέν εἶναι ἔργον νεκροῦ, ἀλλά ζῶντος καί μάλιστα Θεοῦ. Εξ ἄλλου θά ἦτο γελοῖον νά λέγωμεν ὅτι εἶνε μέν ζωντανοί οἱ δαίμονες οἱ ὁποῖοι ἐκδιώκονται ὑπ’ αὐτοῦ καί τά εἴδωλα τά ὁποῖα καταργοῦνται, εἶνε δέ νεκρός αὐτός ὁ ὁποῖος τούς ἐκδιώκει καί μέ τήν δύναμίν του δέν τούς ἀφήνει νά φανοῦν, αὐτός, τόν ὁποῖον ὅλοι ὁμολογοῦν ὅτι εἶνε Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Κέφ. 31. Όσοι ἀπιστοῦν εἰς τήν ἀνάστασιν προκαλοῦν σφοδρόν ἔλεγχον ἐναντίον τῶν, ἀφοῦ ὅλοι οἱ δαίμονες καί οἱ θεοί τούς ὁποίους προσκυνοῦν δέν ἐκδιώκουν τόν Χριστόν, ἀλλ’ ὁ Χριστός τούς ἀποδεικνύει ὅλους νεκρούς.
Διότι ἐάν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ νεκρός δέν ἐνεργεῖ καμμίαν ἐνέργειαν, ἐνῶ ὁ Σωτήρ καθημερινῶς κάνει τόσα πολλά, ἤτοι ἑλκύει εἰς εὐσέβειαν, πείθει εἰς ἀρετήν, διδάσκει περί ἀθανασίας, ὠθεῖ εἰς τόν πόθον τῶν οὐρανίων, ἀποκαλύπτει τήν γνῶσιν περί τοῦ Πατρός, ἐμπνέει τήν δύναμιν κατά τοῦ θανάτου, φανερώνει εἰς τόν καθένα τόν ἑαυτόν του, καί κρημνίζει τήν ἀθεΐαν τῶν εἰδώλων.
Ἀπό αὐτά τίποτα δέν δύνανται νά πράξουν οἱ θεοί καί δαίμονες τῶν ἀπίστων, ἀλλά μᾶλλον νεκρώνονται μέ τήν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ ἐμφάνισις τῶν εἶναι ἄνευ ἔργου καί κούφια.
Δία τοῦ σημείου ὅμως τοῦ σταυροῦ παύεται κάθε μαγεία, καταργεῖται κάθε μαγγανεία, καί ὅλα τά εἴδωλα ἐρημώνονται καί ἐγκαταλείπονται? παύει κάθε ἀνόητη ἡδονή, καί ὁ καθένας στρέφει τό βλέμμα ἀπό τήν γῆν πρός τόν οὐρανόν.
Ποιόν θά ὀνομάση κανείς νεκρόν; Τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ τόσον μεγάλα; Ἀλλά δέν εἶνε ἴδιον του νεκροῦ νά ἐργάζεται. Ἤ αὐτόν πού δέν ἐνεργεῖ καθόλου, ἀλλά μένει ἄψυχος, πράγμα τό ὁποῖον εἶνε ἰδιότης τῶν δαιμόνων καί τῶν εἰδώλων, ἀφοῦ εἶναι νεκρά;
Διότι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶνε ζωντανός καί δραστήριος καί καθημερινῶς ἐργάζεται καί ἐνεργεῖ τήν σωτηρίαν ὅλων? ἐνῶ καθημερινῶς ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ θάνατος ἔχει ἀδυνατήσει καί ὅτι τά εἴδωλα καί οἱ δαίμονες εἶνε νεκροί? διά τοῦτο κανείς πλέον δέν ἀμφιβάλλει περί τῆς ἀναστάσεως τοῦ σώματος αὐτοῦ» .
(μέτ. Στέργιου Σάκκου, Μεγάλου Ἀθανασίου Ἔργα, ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1973, τόμ. 1 σέλ. 303-307)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Πέραν τῆς ἀπολογητικῆς ἀξίας τοῦ κειμένου, μποροῦμε νά βγάλουμε κι ἕνα ἱστορικό συμπέρασμα. Ἀνακαλύπτουμε μέ ἔκπληξη καί ἀντίθετα στίς ψευδολογίες τῶν νεοπαγανιστῶν, ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀποκαλεῖ τήν Ἑλλάδα … Ἑλλάδα καί ὄχι Ρωμανία. Ἴσως, ἀπαιτοῦν οἱ νεοπαγανιστές, σέ ἕνα κρεσέντο ἐθνικισμοῦ, ν’ ἀποκαλεῖται ὁλόκληρη ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία Ἑλλάδα, δήλ. καί ἡ Αἴγυπτος καί ἡ Ἱσπανία καί ὅλες οἱ ἄλλες χῶρες πού ἀποτελοῦσαν τό οἰκουμενικῶν διαστάσεων κράτος. Αὐτό οὔτε στέκει ἱστορικά, οὔτε καί μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτό. Ἡ κάθε χώρα, ὡς ἐπαρχία τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας διατήρησε τήν ὀνομασία της, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ αὐτοκρατορία εἶχε ὄνομα καί αὐτό ἦταν Ρωμανία. Τό ὄνομα δέν τό ἔδωσε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Θά ἦταν ἀνόητο νά ποῦμε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἐπέβαλε τήν ὀνομασία «Ρωμιός» σέ ἑκατομμύρια πολίτες ἀνά μέσω τῶν αἰώνων. Οἱ ἴδιοι οἱ πολίτες, ὡς Ρωμαῖοι πολίτες ἀπό τό 212 μ.Χ καί μετά ὀνόμασαν ἑαυτούς Ρωμιούς καί διατήρησαν τήν ὀνομασία γιά τούς ἑπόμενους 18 αἰῶνες, μέχρι πού ὁ Κοραής διέταξε νά ξαναγίνουν Γραικοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου