Τοῦ μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου
Δέν θά’ θελα νά μείνω στά γνωστά ψυχρά βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ Γέροντος. Οὔτε νά ἐπεκταθῶ σέ ὑψηλές, βαθυστόχαστες καί μακρές ἀναλύσεις κι ἐκτιμήσεις τοῦ βίου καί τοῦ ἔργου του. Θά μιλήσω ἁπλά, λιτά κι ἐγκάρδια. Τόν Γέροντα τόν γνώρισα πρίν 35 ἔτη στό κονάκι-ἀντιπροσωπεῖο τῆς Μονῆς Διονυσίου, τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, πρίν τή σημερινή του ἀνακαίνιση, στίς Καρυές τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἦταν στό πλάι του ναοῦ τό κελλί του, δίπλα στό μπαλκόνι, σ’ ἕνα χῶρο γεμάτο βιβλία, περιοδικά κι ἐφημερίδες, κάπως ἀκατάστατο. Μέ δέχθηκε φιλόφρονα κι εὐχάριστα, ψάχνοντας κάτι νά μέ κεράσει. Μετά λίγες κουβέντες γενικές, περί τοῦ πόθεν ἔρχομαι καί προέρχομαι καί πού ὑπάγω καί τί σκοπεύω, ἄρχισε ἕναν μακρύ κι ὡραῖο λόγο περί πνευματικῆς ζωῆς, πνευματικῆς...
μελέτης, προσευχῆς, μοναστικῆς ζωῆς, τῶν πονηρῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, τῆς σοφίας καί τῆς χάριτος τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ πιό συχνές ἀναφορές τοῦ ἦταν στόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, στόν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά καί τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη. Καί σέ ἄλλους, ἀλλά κυρίως σέ αὐτούς. Μπορῶ νά πῶ ὅτι σέ αὐτά τά θέματα πιό πολύ περιστρέφονταν οἱ συζητήσεις μας οἱ πολλές κατοπινές. Πάντοτε μιλώντας ἐγώ λίγο κι ἀκούγοντας προσεκτικά.
Θυμᾶμαι πολύ καλά τήν πρώτη ἐκείνη συνάντησή μας, πού σημάδεψε τήν κατοπινή πολύχρονη γνωριμία μας. Εἶχα ἕναν ἀπέραντο σεβασμό ἀπέναντί του. Νέος ἐγώ, λαϊκός, εἶχα διαβάσει ἔργα του στήν Ἀθήνα, Γέρων ἐκεῖνος, εἶχε τότε τριάντα χρόνια στό Ὅρος, εἶχε γνώση, ἐμπειρία, σοφία, λογιότητα, ἄνεση λόγου, μνήμη δυνατή. Τόν θαύμαζα. Οἱ λόγοι τοῦ ἦταν ἐκ βαθέων, εἶχαν ἕνα πάθος, τούς ζοῦσε, σάν νά ἔβγαιναν καυτοί ἀπό τήν καρδιά του. Ἔπασχε νά μεταδώσει τήν ἀγάπη στόν Θεό. Ἀγαποῦσε ὑπέρμετρα τόν Θεό, τήν Παναγία, τούς ἁγίους. Μιλοῦσε καί ὑποτιμητικά γιά τόν ἑαυτό του. Δόξαζε τόν Θεό. Εὐχαριστοῦσε τήν Παναγία. Ἀλησμόνητη ἐκείνη ἡ συνάντηση. Μέ κατευόδωσε μέχρι ἔξω. Χάρηκε πού σκεφτόμουν τόν μοναχισμό. Μοῦ’ πέ νά προσέξω πού θά μονάσω. Ἦταν πατέρας κι ἕνας δάσκαλος. Ἀγαποῦσε τήν μελέτη, τήν συγγραφή, τήν πνευματική συζήτηση.
Ὁ Γέροντας συνήθιζε νά λέει πώς στό Περιβόλι τῆς Παναγίας ἦλθε μέ τή βοήθεια Ἐκείνης, πού τόν θεράπευσε καί τόν ἔσωσε, ὅπως μετά δακρύων διηγεῖτο ἕνα ἀποκαλυπτικό ὄνειρο. Εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στήν Παναγία τοῦ Ἀκαθίστου της μονῆς του. Ἔγραψε πολλά θερμά λόγια περί Αὐτῆς σέ ἀρκετά ἄρθρα καί βιβλία του. Ἰδού μικρό ἀπόσπασμα, πού γράφτηκε πρίν 45 ἔτη: «Ἡ λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀρχίζει καί τελειώνει μέ τήν ἐπίκλησιν τῆς «τιμιωτέρας τῶν Χερουβείμ..» καί πάντες οἱ ἅγιοί της Ἐκκλησίας θεωροῦν τήν Θεοτόκον Μαρίαν ὡς «μετά Θεόν, τά δευτερεία τῆς Τριάδος ἔχουσαν..». Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: «ἐμνήσθην τῆς Θεοτόκου καί ἐσώθη ἡ ψυχή μου». Ὁ Γεώργιος Νικομηδείας λέγει ὅτι ὁ Χριστός λογίζεται δόξαν ἰδικήν τοῦ τήν δόξαν τῆς Μητρός αὐτοῦ». «Τήν Σήν γάρ δόξαν ὁ Κτίστης, ἰδίαν οἰόμενος, ἐκπληροί τάς αἰτήσεις». «Ἐλπίδα μου, καταφυγή μου, μητέρα μου, γράφει ὁ Μηνιάτης, ἕνα νεῦμα νά κάνεις δί’ ἐμέ ἐγώ εἶμαι σεσωσμένος. Μαρία, ὅποιος εἰς σέ ἐλπίζει εἶναι ἀδύνατον νά χαθεῖ». Ἠμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀπονέμομεν λατρευτικήν προσκύνησιν μόνω τῷ Θεῶ. Τιμητικήν δέ πάσι τοῖς ἁγίοις καί δουλικήν μόνη καί μόνη τή Μητρί τοῦ Θεοῦ, μέ συναισθήματα καθαρῶς υἱϊκά πρός τήν γλυκυτάτην καί ἠμῶν μητέρα κατά χάριν. Ώ, τί ζημιοῦνται ὅσοι δέν προστρέχουν διαρκῶς εἰς τήν Θεοτόκον, δέν λέγουν μίαν φοράν τουλάχιστον τούς Χαιρετισμούς της καί δέν ἀναγινώσκουν ἕναν κανόνα ἀπό τό «Θεοτοκάριον» καθ’ ἑκάστην! «Πρώτην φοράν, μοί ἔγραφεν εὐσεβής θεολόγος, ἀκούω ὅτι πρέπει νά ἀγαπῶ τήν Παρθένον Μαρίαν». Καί ἀπήντησα: «Οὐδέποτε ἀνέγνωσας ὅτι ὁ Θεός παρά πάσαν τήν παντοδυναμίαν τοῦ τρία δέν ἠδυνήθη νά δημιουργήση τελειότερα; Τήν Σάρκωσιν, τήν Παρθένον καί τήν μακαριότητα τῶν δικαίων ἐν τή μελλούση ζωή»
Δέν θά ἦταν ὑπερβολικό καί παράτολμο νά ποῦμε πώς αὐτά πού γράφει ὁ Γέρων Θεοκλητός γιά τόν Ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη ὡς «ὑμνητή τῆς Κυρίας Θεοτόκου», ἰσχύουν κατά πολύ καί γιά τόν ἴδιο: «Ὁ θερμοτατος τῆς ψυχῆς ἔρως του πρός τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον εἶναι ἐφάμιλλος πρός τήν ἀγάπην καί τήν βαθείαν εὐλάβειαν, τήν ὁποίαν ἠσθάνοντο πάντες οἱ Ἅγιοι Πατέρες πρός τό σεπτόν πρόσωπον τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου. Εἰς ὅλα του τά πνευματικά ἔργα εὑρίσκει πάντοτε τρόπον ὅπως ὑμνήση τήν Παναγίαν, γινόμενος κυριολεκτικῶς ἔξω ἑαυτοῦ…Αἰσθανόμενος ἄπειρον εὐγνωμοσύνην πρός τήν Παναγίαν Παρθένον ὡς Ἁγιορείτης, ὡς ἔχων ἐχέγγυον τῆς σωτηρίας τοῦ τήν πολλά ἰσχύουσαν πρός τόν Υἱόν Τῆς πρεσβείαν Της, συμφώνως πρός τάς ὑποσχέσεις Αὐτῆς εἰς Πέτρον τόν Ἀθωνίτην, ἔπλεξε κανόνας δί’ ἀλλαλαγμῶν τῆς ψυχῆς ἐνθεαστικῶν… Ἡ περί τῆς Θεοτόκου θεολογία τοῦ ἁγίου Πατρός δέν εἶναι σχολαστική τίς καί αὐθάδης κριτική ψηλάφησις, ἀλλά καρπός βαθείας εὐλαβείας καί ὀφειλομένης ἀγάπης πρός τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, θεολογία διαρκῶς ὑψουμένη, πλατυνομένη καί κινουμένη εἰς ἀπείρους διαστάσεις, μηδέποτε δέ τελευτώσα ἐκ τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος ἐν τή καρδία τοῦ σεπτῶς θεολογοῦντος καί ὑπερυψοῦντος αὐτήν εἰς τούς αἰώνας».
Δέν ὑπάρχει πράγματι Ἁγιορείτης μοναχός πού νά μήν εὐλαβεῖται ὑπερβολικά τήν Θεοτόκο. Στό Ἅγιον Ὅρος ἡ τιμή τῆς Παναγίας ἀγγίζει τά ὅρια τῆς λατρείας. Ταπεινά φρονοῦμε πώς αὐτό πού γράφει ὁ Γέρων Θεοκλητός γιά τόν φίλο του ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Ἰβηρίτη (+1973), τόν ὁποῖο ὡραία βιογράφησε, ἰσχύει καί γιά τόν ἴδιο: «Σέ ὅποια μονή ὑπάρχει θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας, αὐτός ὁ σεβασμός καί ἡ ἀγάπη γίνεται πιό ἔμμονη συναισθηματική σχέση, μία σχέση τρυφερῆς οἰκειότητος μεταξύ Αὐτῆς καί τῶν ἐπιμελουμένων τήν ψυχήν τούς μοναχῶν. Αὐτό συμβαίνει καί στή μονή τῶν Ἰβήρων μέ τήν σεβασμία καί ἀρχαία εἰκόνα τῆς «Πορταϊτίσσης». Ὁ Ἀθανάσιος ὡς εὐλαβής ἱερομόναχος καί μέ τόν νοῦ καθαρό, ἰσχυρό καί εὐρύ, ἱκανό νά συλλαμβάνει μεγάλες ἀλήθειες, εἶχε κατανοήσει ἀπό νέος τήν ἀξία τῆς Θεοτόκου Μαρίας καί τή θέση τῆς μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί μέ τήν ἐπιστροφή του ἀπό τήν σύγχυση τοῦ κόσμου στό γαλήνιο λιμάνι τῆς μετανοίας του, «τήν πάσαν ἐλπίδα τοῦ» ἀνέθετε στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν μελετοῦσε νύκτα καί ἡμέρα, στήν Παναγία προσευχόταν καί παρακαλοῦσε, τήν Παναγία συλλογιζόταν…»
Ὁ π. Ἀθανάσιος τοῦ ἀναθέρμανε τήν ἔντονη Θεομητροφιλία του. Ὁ Γέρων Θεοκλητός ἐκτός τῶν, ὅπως εἴπαμε, πολλῶν ἄρθρων καί ἀναφορῶν τοῦ ἔγραψε καί τέσσερα εἰδικά βιβλία γιά τήν Παναγία, τή Λημνιά, τήν Γοργοεπήκοο τῶν Τσιπιανῶν, τή Σουμελά καί τή Μαρία Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού ὅπως ἀναφέρεται, «προσφέρει στόν λαό τοῦ Θεοῦ ἕνα πολυχυμό ἐντρύφημα ὀρθόδοξης πνευματικότητος ἀναφερόμενο στήν Κυρία Θεοτόκο, τή σκέπη τῆς Ρωμιοσύνης καί προστάτιδα τοῦ λαοῦ μας. Μεταφέροντας στήν ἁπλή γλώσσα κείμενα καί ὕμνους τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη γιά τή Γέννηση, τόν Εὐαγγελισμό καί τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας μας, προσφέρει στόν κάθε πιστό ἕνα πολύτιμο πνευματικό βοήθημα. Μέ τό βιβλίο αὐτό ὁ π. Θεοκλητός δέν πραγματοποιεῖ μόνο ὅσα τόν συμβούλευε ὁ μακαριστός φίλος του Γέρων Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης, ἀλλά προσφέρει στόν σύγχρονο ψυχικά ταλαιπωρημένο ἀναγνώστη τοῦ καιροῦ μᾶς μία δροσερότατη ἀναψυχή».
Μιλώντας κανείς γιά τήν Παναγία εἶναι σάν νά μιλᾶ γιά τόν Χριστό. Ἀγαπώντας τήν Παναγία ἀγαπᾶ καί τόν Χριστό. Ἀγαπώντας τόν Χριστό ἀγαπᾶ καί τήν Παναγία. Κέντρο τῆς ζωῆς καί τῶν λόγων τοῦ ἦταν ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία. Ἡ Θεομητρολογία συνδυασμένη διακριτικά, ἰσόρροπα καί ἀγαστά μέ τήν Χριστολογία. Στό βραβευμένο καί πρῶτο βιβλίο του, πού πρωτοεκδόθηκε πρίν 50 ἀκριβῶς ἔτη, τό «Μεταξύ οὐρανοῦ καί γής» γράφει: «Πῶς νά κατορθώσωμεν νά ἐνοικήση εἰς τάς καρδίας ἠμῶν ὁ Χριστός; Πῶς ἄλλως, ἀδελφέ, εἰμή δί’ ἀγάπης; Καί πῶς θά ἐλκύσωμεν τόν Χριστόν νά σκηνώση ἐν ἠμίν, ἄν ὄχι διά τῆς καθαρότητος τῆς καρδίας; Καί πῶς χωρίς δακρύων καί προσευχῶν καί μόχθων θά κάμωμεν τάς ἐντολᾶς;» Καί καταλήγει πώς ὁ ὀρθόδοξος ἁγιορειτικός μοναχισμός ἀποτελεῖ γιά «τόν ἄνθρωπον ἐν τή ἀνυπαρξία καί ἀνεστιότητι καί ὀρφανία του, τόν ἄνθρωπον χωρίς Χριστόν καί χωρίς τό φῶς καί τό πλήρωμα τῆς πίστεως, λυτρωτική ἀκτινοβολία. Πρός δέ τούς πιστούς τό μήνυμά του εἶναι ὁ θεοκεντρικός καί χριστοκεντρικός μυστικισμός του, ὅστις ἀποτελεῖ τό κατακόρυφόν της μετ’ ἐπιστήμης ὀδυνηρῆς πρακτικῆς του ἀγωγῆς, μίας ἀγωγῆς βεβαιωθείσης διά τῶν αἰώνων, ἡ ὁποία πρῶτον καθαίρει, ὕστερον φωτίζει καί τελευταῖον ἁγιάζει…».
Ἕνα ἀγαπητό θέμα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος ἦταν ἡ προσευχή καί μάλιστα ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ περί τῆς ὁποίας ἔγραφε κι ἔλεγε πολλά: «Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, βεβαίως, δέν παύει εὐαγγελιζομένη, διδάσκουσα καί χορηγοῦσα τήν χάριν διά τῶν ἀκηράτων Μυστηρίων. Ἀλλά χρειάζεται νά συνεργήση καί ὁ ἄνθρωπος. Καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά βοηθηθῆ. Ἕνα δέ ἀπό τά πλέον ἐνδεικνυόμενα μέσα τόσον πρός ἄμυναν ἔναντι τῶν πυκνῶν καί ἀλλεπαλλήλων προσβολῶν τοῦ κακοῦ ὅσον καί πρός ἐνοποίησιν τῶν διακεχυμένων εἰς τόν κόσμον δυνάμεων τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ μονολόγιστος λεγομένη προσευχή. Ἡ ἀξία τῆς προσευχῆς αὐτῆς συνίσταται ἀφ’ ἑνός εἰς τό εὔκολον καί ἀφ’ ἑτέρου εἰς τήν δύναμίν της, ὡς ἀγάπης, γλυκύτητος καί συντριβῆς καρδίας. Ἀλλ’ ἐάν διά τούς ἐν κόσμω ἀδελφούς ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἐπιτυγχάνη τούς δύο ἀνωτέρους στόχους, διά τούς μοναχούς ὅμως ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρίαν ἑνός θειοτάτου ἀγῶνος καί τήν προϋπόθεσιν μίας ἀτέρμονος ἐν ἔρωτι βιώσεως καί θεολογίας. Δία τοῦτο προσευχή μᾶς εἶναι καί πόθος ἐν Κυρίω, ὅπως ὁ ὀρθόδοξος λαός μᾶς ἐπανεύρη τήν προσευχήν τῆς καρδίας, ὑπέρ τῆς ὁποίας ἠγωνίσθησαν μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες, ἐν οἶς ὁ μέγας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «ὁ κῆρυξ τῆς Χάριτος».
Ἐκεῖ ὅμως πού ἐκφράζει ὅλον τόν πόθο, τόν ἔρωτα καί τόν ἀλάλητο στεναγμό τῆς καρδίας τοῦ εἶναι τό βιβλίο τοῦ «Χριστοκεντρικές ἐμπειρίες ἑνός ἐρημίτου», ὅπου βάζει στό στόμα του νά πῆ πρός τόν Κύριο : «Γλυκύτατε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τί νά σού ἀνταποδώσω γιά τίς ἀνέκφραστες δωρεές Σου; Σήμερα πού πάλιν εἶχα βυθισθῆ στή μελέτη τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου Σου καί τό Ἅγιόν Σου Πνεῦμα ἔφλεγεν ἄκαυστα τήν ἁμαρτωλή καρδιά μου, ἐθαύμαζα τήν θεϊκήν ἀγάπην Σου σέ μᾶς τά «κατ’ εἰκόνα» Σου πλάσματά Σου. Βροχή οὐράνια οἱ καθαροί λογισμοί μου γιά τήν ἄπειρη δόξα Σου, στίς ἑωθινές γλυκύτατες καί κρινόλευκες ὧρες, ὕστερα ἀπό τήν ὀρθρινή προσευχή μου μέσα στό ἀπέριττο ἀσκητικό καλύβι μου, πού μου χάρισε, Χριστέ μου, ἡ πατρική Σου ἀγάπη».
Ἡ πρός τήν Παναγία καί τόν Χριστό θερμή ἀγάπη του δέν ἦταν δυνατόν νά μήν ὑπάρχη καί πρός τούς θεοφόρους, θεόπνευστους καί θεοκίνητους ἁγίους Πατέρες, τούς ὁποίους μελετοῦσε ἐπισταμένα, ἑρμήνευε, ἀνέλυε, σχολίαζε καί μετέφραζε. Ἔτσι ἔχουμε τά θαυμάσια 153 Κεφάλαια περί προσευχῆς τοῦ σοφοῦ καί ἀσκητικοῦ Εὐαγρίου τοῦ Ποντικοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει τό γνωστό ἀπόφθεγμα «εἰ θεολόγος εἰ, προσεύξη ἀληθῶς καί εἰ ἀληθῶς προσεύξη θεολόγος εἰ», πού σημαίνει πώς ἡ ἀληθινή προσευχή ἀνάγει τόν νοῦ σέ καθαρά θεολογικά ἐπίπεδα. Τά 200 σημαντικά Κεφάλαια περί Πνευματικοῦ Νόμου τοῦ ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, πού στήν εἰσαγωγή ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Γέρων Θεοκλητός: «Πρό πάσης θεωρητικῆς πτήσεως, πρό πάσης θεολογίας, πρό πάσης γνωστικῆς ἐπιθυμίας, ἀπαιτεῖται ἡ πράξις, ἡ ἔμπονος ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἡ «νόμιμος ἄθλησις». Διότι, ὅπως γράφει εἰς τό 196ον Κεφάλαιον «Ὁ ἐκτός ἔργου σοφιζόμενος καί λαλῶν λόγους, πλουτεῖ ἐξ ἀδικίας…». Τά Κεφάλαια περί τοῦ Πνευματικοῦ Νόμου ἀποβαίνουν καθοδηγητικός κανών ζωῆς καί ἐλευθερίας ἐν χάριτι, μή ἀφήνοντα εἰς παραισθήσεις καί πλάνας τόν πιστόν, ὡς πρός τόν σκοπόν τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅτι αἵ ἀντολαί δέν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά μέσον καθάρσεως τελειούμενον διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τά σπουδαία καί ἁγιοπνευματικά 100 γνωστικά Κεφάλαια τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, ὅπου κατά τόν σοφό Γέροντα, δημιούργησαν ἰσχυρή ἐπίδραση «στήν διαμόρφωσιν τῆς πνευματικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀποτελέσαντα ἀρχέτυπόν της Ἱερᾶς Νήψεως καί τῆς μυστικῆς θεολογίας». Τά καταπληκτικά 400 Κεφάλαια τοῦ μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τόν ὁποῖο ὑπεραγαποῦσε ὁ Γέροντας καί συνεχῶς τόν μνημόνευε στούς λόγους καί τά γραπτά του. Τήν πρός τήν μοναχή Ξένη ἐξαιρετική ἐπιστολή τοῦ ἄλλου μεγάλου ἀγαπημένου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπου στήν εἰσαγωγή τοῦ εὔστοχα καί συμπυκνωμένα καταλήγει: «Ἡ πρός Ξένην Ἐπιστολή ἀποτελεῖ σύνοψιν τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Βάσει αὐτῆς τῆς μεθοδολογίας, συγκροτουμένης ἐξ εὐαγγελικῶν καί παραδοσιακῶν στοιχείων, διώδευσαν τά πλήθη τῶν Ἁγίων τήν «στενήν καί τεθλιμμένην ὁδόν». Δία τήν ἐποχήν μᾶς ἔχει σημαντικήν σημασίαν, διότι ὑπό τήν ἐπίδρασιν ἀνθρωπιστικῶν ρευμάτων, τά ὁποία πνέουν ἐντός της Ἐκκλησίας, νοθεύεται ἡ πνευματική Ὀρθόδοξος Παράδοσις, μέ συνέπειαν ἀντί νά πορευώμεθα εἰς τό φῶς καί τήν ζωήν καί τήν αἰωνίαν ἀγαλλίασιν, ἀποτελματούμεθα εἰς τήν περιοχήν τῶν σκοτεινῶν καί δαιμονικῶν παθῶν μας. Ἐντεῦθεν χάνομεν τά ὀρθόδοξα κριτήρια καί ἀρχιζομεν νά φιλοσοφῶμεν, παραδιδόμενοι εἰς τούς ἀκαθάρτους διαλογισμούς μας καί τά ἰνδάλματα τῆς ἐμπαθοῦς καρδίας μας». Τίς 35 ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ πρός τίς μοναχές της Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης, τίς ὁποῖες χαρακτηρίζει ὁ Γέροντας ὡς ἕναν «θησαυρό», μέ «πολύτιμη διδασκαλία».
Ἀγαπᾶ τήν Παναγία, τόν Χριστό, τούς Ἁγίους Πατέρες κι ὅλους τους ἁγίους, παλαιότερους καί νεώτερους. Ὁρισμένους βιογραφεῖ ἄριστα. Ὅπως τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά (+1359), γιά τόν ὁποῖο γράφει: «Ἀπό τότε πού ὡς μοναχός ἐγνώρισα πόσον μέγας Πατήρ εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ποίαν σημασίαν ἔχει ἡ διδασκαλία τοῦ διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἠσθανόμην μίαν βαθείαν ἀγάπην νά μέ κυριαρχῆ διά τό πρόσωπον τοῦ θείου Πατρός καί ἕνα ἀνεξήγητον δέος ἐνώπιόν της ὑψηλῆς θεολογικῆς διδαχῆς του». Τόν προσφιλῆ του ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη (+1809), τόν ὁποῖον πρῶτος ἐκτενῶς ἁγιογράφησε, γιατί ὅπως ἀναφέρει εἰσαγωγικά : «ὑπῆρξε μοναδικός ἐκλαϊκευτής τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, εἰς ὅλους τους μερισμούς καί τάς ἐκφάνσεις αὐτῆς, ὡς ἀσκητικῆς, θεωρητικῆς, μυστικῆς, λειτουργικῆς, ἠθικῆς, φιλολογικῆς, ὑμνολογικῆς, δογματικῆς, Κανονικοῦ Δικαίου, ἐξομολογητικῆς». Τόν θαυματουργό ἅγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως (+1920), γιά τόν ὁποῖο ἔγραφε: «Ἔρχεται μέ τό μοναδικό κύρος του, σάν θεοφόρος καί σάν προφήτης, πού ἕνωσε στό πρόσωπό του τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη σοφία, νά ἀνανεώση τήν διδαχή τῆς Ἐκκλησίας καί νά μαρτυρήση τήν αἰωνιότητα τῆς ζωῆς καί τῆς θεολογίας της καί νά τήν κάνη καί σύγχρονη». Τόν ἐπίσης θαυματουργό νέο ἅγιό της Χίου Ἄνθιμο (+1960), τόν ὁποῖο βιογραφώντας προοιμιακά ἀναφέρει μέ νόημα: «Ἡ ἁγιότης εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν ἄσκηση, ἡ θεολογία μέ τήν ἄσκηση, ἡ πνευματική ζωή μέ τήν ἄσκηση. Καί οἱ παρακάμπτοντες τόν μοναχισμό, ἐνῶ προσκυνοῦν τούς ἁγίους, πέφτουν σέ μία πνευματική σχιζοφρένεια. Καί ὅτι ὁ θεοειδῆς Ἄνθιμος ὀφείλει τή θεολογία του καί τήν ἁγιότητά του στήν ἄσκηση κάθε ἀρετῆς. Καί αὐτό εἶναι τό μήνυμά του στόν σύγχρονο κόσμο».
Μαζί μέ τούς ἁγίους ἀγαπᾶ καί τούς φίλους τῶν ἁγίων, ἄνδρες σοφίας καί ἀρετῆς, Ἁγιορεῖτες καί φιλοαγιορεῖτες, τούς ὁποίους γνώρισε καί συνδέθηκε πνευματικά καί τούς ἀφιερώνει ὡραιότατες βιογραφήσεις: Τόν συνέκδημο σέ πνευματικές συνομιλίες καί ἀναβάσεις ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Ἰβηρίτη (+1973), πού ἤδη ἀναφέραμε ὡς θεοτοκοφιλή, τόν ὅσιο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο (+1980), τόν ἀσκητή καί ἱεραπόστολο. Τόν πολυσοφό, διακριτικό καί πολυσέβαστο Γέροντά του Γαβριήλ Διονυσιάτη (+1983), πού τόν ἔκειρε μοναχό τό 1943. Τόν ἀκάματο καί πλουσιότατο σέ ὑμνογραφική παραγωγή Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη (+1991).
Ἀγαποῦσε τούς φίλους της ἀρετῆς ρασοφόρους, ἀγαποῦσε καί τούς φιλάρετους λαϊκούς, τούς ἁγνούς πατριῶτες, τούς ἥρωες, τούς συγγραφεῖς, τούς ἁγιογράφους. Ὅπως τόν ἀληθινό πατέρα καί δάσκαλο τοῦ Γένους Στρατηγό Μακρυγιάννη (+1864). Τόν ἅγιο τῶν γραμμάτων μας καί κοσμοκαλόγερο Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη (+1911), τόν ἁγιογράφο, πεζογράφο καί ὁμολογητή φίλο του Φώτη Κόντογλου (+1965).
Πλῆθος τά κείμενά του γιά ρασοφόρους καί μή, τῶν ὁποίων ἐπαινεῖ τό ὀρθόδοξο φρόνημα, τήν ἁγιοπατερική παράδοση καί τίς γραφές, ὅπως τῶν ρασοφόρων:Γέροντος Δανιήλ τοῦ Κατουνακιώτου (+1929), Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἠσυχαστοῦ (+1957), Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς (+1979), π. Δημητρίου Στανιλοάε (+1993), Γέροντος Θεοδοσίου Ἁγιοπαυλίτου (+1987), π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη (+1975), π. Ἰωάννου Ρωμανίδη (+2002) καί π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου (+1989) καί τῶν ζώντων πατέρων: Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου, Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, Βασιλείου Ἰβηρίτου, Γεωργίου Γρηγοριάτου, Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Ἰεροθέου Βλάχου, Θεοδώρου Ζήση, τῶν συγγραφέων Β. Λαούρδα, Κ. Μπαστιά, τοῦ ἐκδότη Σ. Σχοινά καί τῶν θεολόγων Π. Χρήστου, Π. Νέλλα, Π.Β. Πάσχου, Γ. Γαλίτη, Ν. Βασιλειάδη, Γ. Μαντζαρίδη, Β. Γιούλτση, Δ. Τσάμη καί ἄλλων.
Δέν δίστασε ὅμως μέ αὐστηρούς λόγους νά κρίνει θέσεις, ἰδέες καί ἀπόψεις προσώπων πού δέν βάδιζαν τήν γνήσια ἁγιοπατερική γραμμή, ὅπως Α. Μακράκη, Π. Τρεμπέλα, Χ. Γιανναρά, Ν. Ματσούκα, μοναχῆς Μαγδαληνῆς, ὡς καί τῶν γνωστῶν συγγραφέων Ν. Καζαντζάκη καί Ζ. Παπαντωνίου καί ἄλλων.
Ἐπικρίνει ἐπίσης δριμύτατα τό κράμα ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, τόν ζηλωτισμό καί παλαιοημερολογιτισμό, τόν πνευματισμό, τήν ἐκκοσμίκευση, ἰδιορρυθμία, ἀντιπαραδοσιακότητα καί οἰκουμενιστική κίνηση, τόν εὐσεβισμό τῶν θρησκευτικῶν ὀργανώσεων, τόν κομματισμό τῆς Ἐκκλησίας, τούς «ἄφρονες», «ἄθεους» καί «μοιραίους» πολιτικούς, τόν πολιτικό γάμο, τόν ὀλυμπισμό καί ἄλλα πολλά ἐπίκαιρα καί σοβαρά θέματα.
Τά ἔργα τοῦ γνώρισαν ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις, λίαν θετικές κρίσεις, βραβεύσεις καί ἐπαίνους καί ἐπηρέασαν σημαντικά τό κλίμα τῆς ἐποχῆς τῶν μέσων του 2Οου αἰῶνος πρός μία στροφή πρός τούς Πατέρες. Ὁρισμένα κείμενά του, ὅπως ἦταν φυσικό, γνώρισαν μία μικρή ἡ μεγαλύτερη ἀντίδραση. Πενήντα (50) βιβλία ἐπί μία ὑπερπεντηκονταετία, ἑκατοντάδες ἄρθρα, ἐπιστολές, συνεντεύξεις καί ὁμιλίες, ἀποτελοῦν ἕναν πλοῦτο καί ἀξίζει ἡ πλήρης καταγραφή του γιά μία ἐμπεριστατωμένη θεοκλητική βιβλιογραφία. Στήν βιβλιοθήκη μᾶς ἔχουμε τή σειρά τῶν ἔργων του, τά περισσότερα μέ ἰδιόγραφες ἀφιερώσεις. Σέ ἕνα μου ἔγραφε ὁ μακάριος Γέροντας: «Στόν καλόν μοναχόν Μωυσήν, μέ τήν εὐχήν νά γίνη ἕνας ὑψηλός ἡσυχαστής, ἐρήμην του ἐν τῷ πονηρώ κειμένου κόσμου» ὅπου «ἡ ἀπάτη τῶν ἀλλαλαγμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου. Μέ ἀγάπη Χριστοῦ, Θεοκλητός μοναχός. 27.7.1989». Εὐχή πού, δυστυχῶς, δέν καρποφόρησε. Καί ἀλλοῦ εὐγενικά: «Τῷ μή «βραδυγλώσσω» καί μή «δυσήχω Μωσεῖ», ἀλλά τῷ εὐλάλω καί εὐφραδεῖ Μωυσεῖ τῷ πάνυ. Μέ ἀγάπη Χριστοῦ. Θεοκλητός μοναχός Διονυσιάτης, Ἅγιον Ὅρος, 22.7.1987».
Ὁ Γέροντας Θεοκλητός Διονυσιάτης ἀποτελεῖ πλατύλιθο τῆς νεώτερης ἁγιορειτικῆς ἱστορίας καί γραμματείας, ὀνομαστός καί πανευφήμως γνωστός, γιά τούς πολλούς λόγους του καί τά ὡραία ἔργα του. Σέ μία δύσκολη καί κρίσιμη ἐποχή ἔγκαιρα καί ἔγκυρα προσέφερε καί κατέθεσε τήν ὑπερχιλιόχρονη ἁγιορειτική μαρτυρία, σέ ἕναν κόσμο ἀρνητικά τοποθετημένο στόν ἱερό ἡσυχασμό καί τόν ἁγιοτρόφο μοναχισμό. Πρίν τή σημερινή ἁγιορειτική ἄνθηση, γιά τήν ὁποία ἐργάσθηκε, ὑπῆρξε «ἡ φωνή τοῦ πατρός Θεοκλήτου Διονυσιάτου τό ἐντρύφημα ὅσων καλοπροαίρετων ἀνθρώπων ζητοῦσαν λόγον ἀληθείας καί φωνήν βοῶντος ἐκ τῆς ἐρήμου, ἀλλά καί ὅσων μέ σκεπτικισμό καί ἐπιφυλάξεις ἀτένιζαν τόν ἁγιορειτικό μοναχισμό ἐν ἀναμονή τοῦ τέλους του…».
Ὁ Γέρων Θεοκλητός μέ ζῆλο, θέρμη καί πάθος, συνέπεια καί πιστότητα μίλησε γιά τήν ἀκραιφνῆ ὀρθόδοξη παράδοση, παρουσιάζοντας τήν ἀναγκαιότητα ἐπανόδου στή ζωή τοῦ νηπτικοῦ λόγου, διά ἑρμηνειῶν τῶν ἁγιοπατερικῶν γραφῶν, τερπνῶν προσωπογραφιῶν, γλαφυρῶν βιογραφήσεων καί φιλοκαλικῶν ἐκδόσεων. Μαζί μέ τόν Γέροντά του Γαβριήλ, τόν Γ. Φιλόθεο Ζερβάκο, τόν π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, τούς ἐκδότες Σ. Σχοινά καί ἀδελφούς Παπαδημητρίου καί τούς φίλους Φ. Κόντογλου, Κ. Μπαστιά, Β. Μουστάκη καί Π. Πάσχο ἀπετελέσθη σέ μία ἐποχή, πού ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «διεκρίνετο γιά τόν ἠθικισμό της, τό ἀντιπατερικό καί ἀντιπαραδοσιακό πνεῦμα» ἕνας κύκλος φιλορθοδόξων παραδόσεων… Τό κάπως νεοκολλυβαδικόν αὐτό κίνημα ἐτάραξε τά λιμνάζοντα ἀντιπαραδοσιακά ὕδατα καί πρέπει νά ὁμολογηθῆ ὅτι ἐπετελέσθη σημαντικόν ἔργον, πού συνέτεινεν ἀποφασιστικῶς στή στροφή «ἐπί τάς πηγᾶς» τῶν Ὀρθοδόξων παραδόσεων».
Εἶναι ὄντως ἔτσι. Τοῦ νεοκολλυβαδικοῦ κινήματος μαχητική φυσιογνωμία ὑπῆρξε ὁ μακαριστός Γέροντας Θεοκλητός Διονυσιάτης. Τοῦ μετανεοκολλυβαδικοῦ κινήματος ὑπάρχετε κι ἐσεῖς Σεβασμιώτατε. Εὔχεσθε ταπεινά νά συμβαδίζουμε κι ἐμεῖς καταθέτοντας οἱ πένητες τό εὐαγγελικό δίλεπτο. Τέλος εὐχαριστοῦμε τήν εὔανδρο Ναύπακτο γιά τήν προσφορά τοῦ εὐκλεοῦς βλαστοῦ της στό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Μένοντας ἐδῶ θά γινόταν μᾶλλον ἕνας ἐξαίρετος ἐπιστήμονας ἡ λογοτέχνης, μεταφυτευόμενος καί ἀναγεννώμενος στόν ἱερό Ἄθωνα κατέστη σεβάσμιος Γέρων, διδακτικός Πατήρ, Θεοκλητός Μοναχός, Διονυσιάτης περίφημος, Ἁγιορείτης διάσημος, τέκνον τοῦ Θεοῦ ἠγαπημένο, θεόφιλος καί φιλόθεος, θεοτοκοφιλής καί φιλάγιος, φιλάδελφος καί φιλοτεκνος, φιλάρετος καί φιλόκαλος, νεοκολλυβᾶς καί νεοησυχαστής.
(Ὁμιλία πού πραγματοποιήθηκε στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου στίς 26.2.2006 κατά τήν ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως γιά τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου.)
«Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση»
Υπάρχει μία πτυχή που αξίζει να τονιστεί, ως ανάδραση σε αυτήν την ομιλία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι η κατονομασία της επαναφοράς της αίρεσης του Νικολαϊτισμού από σύγχρονους υπερπροβεβλημένους θεολόγους και συγκεκριμένα τον κ. Χρήστο Γιανναρά για τον οποίο ανέφερε χαρακτηριστικά
"τον αναβιώσαντος την αίρεση των νικολαϊτών αξιοθρηνήτου Χρήστου Γιανναρά".
Η αίρεση των Νικολαϊτών μνημονεύεται και στο βιβλίο της Αποκάλυψης.
Διακριτικά της αίρεσης είναι ο γνωστικισμός, η εισαγωγή ειδωλολατρικών στοιχείων και η κατά σάρκα ζωή των οπαδών της.
Η αναφορά αποκτά ιδιαίτερη σημασία αναλογιζόμενος την επίγεια πολυβράβευση του.