Μέ τά κομποσχοίνια του, τά βιβλία, τά λιβάνια, τίς εἰκονίτσες καί τόν ἀέρα τῆς ἁγιοσύνης πού φυσάει ἐκεῖ πάνω, θές ἀπό τίς μνῆμες τοῦ Παύλου Μελᾶ, θές ἀπό τά παλέματα τῶν καλογήρων, ἀπό τούς κρυμμένους ἀσκητές, ἀπό τό φανερό φῶς τῆς Παρθένου, ἀπό τίς βυζαντινές ψαλμωδιές, ἀπό τά ἀλάδωτα τῶν νηστειῶν, ἀπό τά χρόνια της μονολόγιστης εὐχῆς πού ἔσκαψε ὑπομονές στούς ἀπαράκλητους τόπους καί φύτεψε ἄνθη στά περάσματα ἀπό μοναστήρι σέ σκήτη, ἀπό τό συνωστισμό τῶν προσευχῶν -ὅσο πυκνώνουν τά σύννεφα στόν χειμώνα τῆς πατρίδας. Δέν ρώτησα πολλά, εἶπε λιγότερα.
Ὅλα παίχτηκαν στό ἀτμοσφαιρικό ἐπίπεδο καί στήν ἤρεμη ἀδιαφορία γιά τά δελτία εἰδήσεων. Κλείσαμε τήν τηλεόραση τῶν ψεμμάτων, δέν μιλήσαμε γιά τήν χάλια κατάσταση, δέν συνομολογήσαμε ἱκεσία ἀλλά ἦταν ἡ φυσική ἐξέλιξη, ὅσο τό σπίτι μᾶς μυρίζει ἀκόμη τά θυμιάματα τῶν ρούχων, πού φοροῦσε στίς ἀθωνικές ἀγρυπνίες.
Ἄφησα μία λάμπα ἀναμμένη στό σαλόνι, τή νύχτα -μήν μπερδευτοῦν τά ράσα τῶν μοναχῶν στά ἔπιπλα καί μᾶς ξυπνήσουν ἤ τούς ἐμποδίσουμε στίς ἱεροπραξίες τῆς εὐλογίας τοῦ κόσμου- καί κοιμήθηκα δίχως ἀνησυχία….
Κάποιοι θαρθοῦν σπίτι μας ἀπόψε. Κάποιοι ἔρχονται κάθε βράδυ.
Στό ἁπαλό φῶς τοῦ πορτατίφ, μοῦ χαμογελοῦσαν οἱ φίλοι του Κυρίου μου, τοῦ Κυρίου τῆς πατρίδας μου -εἰκονάκια ἁγίων στό κομοδίνο-.
“Μιλήστε Τού”, εἶπα καί δέν ἔχασαν τό χαμόγελό τους….
Κύριε τῶν Δυνάμεων, μεθ’ ἠμῶν γενοῦ….Ἐμεῖς φύγαμε καί Σύ ἔρχεσαι ξοπίσω μας, ἀνήσυχος μήν χαθοῦμε μακριά Σου…..
Κύριε εἴμαστε σέ καιρό θλίψης καί ἄλλον βοηθό δέν ἔχει ἡ πατρίδα μας.
Ἐσένα μόνο.Μήν μᾶς ἀφήσεις, Ἐσύ πού νοιάζεσαι νά φυτρώσουν στήν ὥρα τους -στίς πλαγιές τοῦ Ἄθωνα- τά ἄγρια χόρτα πού τρέφουν τούς ἐρημίτες, Ἐσύ πού εἶπες “ἐλᾶτε νά σᾶς ξεκουράσω”.
Κουραστήκαμε στήν ἀποστασία Κύριε, κουραστήκαμε μέ τούς ἄρχοντες τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων, κουραστήκαμε νά βλέπουμε ἱστούς χωρίς σημαῖες καί πατρίδα δίχως Θεό.
Σῶσον Κύριε τόν λαόν Σου.
Τρελό-Γιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου