9 Ιουλ 2011

Τὰ ὀστᾶ ποὺ εὐωδίαζαν (μία ἁγιορείτικη ἱστορία)

Κάποιος, κάπου, κάποτε πῆγε γιὰ ἐπίσκεψη στὸ Ἅγιο Ὅρος. Ἐπίσκεψη καὶ ὄχι προσκύνημα! Σχεδίαζε νὰ παραμείνει στὸν Ἄθωνα ἔξι μέρες, μόλις ὅμως γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὴ μοναστικὴ ζωὴ τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν ἄλλαξε γνώμη καὶ δὲν ἔβλεπε τὴν ὥρα νὰ ἐπιστρέψει στὸν πολιτισμό, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ ἔθετε καὶ τὸ διαλαλοῦσε μὲ μεγάλο θράσος. Ἔφτασε στὴν Ι. Μονὴ Σταυρονικήτα, ἡ ὁποία θὰ ἦταν καὶ ὁ τελευταῖος σταθμὸς τῆς ἀρχικὰ ἑξαήμερης ἐν τέλει τριήμερης περιήγησής του. Μάλιστα, κορόιδευε τὴν παρέα του, διότι, ὅπως ἔλεγε, ἔβλεπαν τὰ πράγματα διαφορετικὰ καὶ ὄχι ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ μέτραγε τὶς ὧρες γιὰ νὰ βγεῖ στὸν ἔξω κόσμο καὶ ἐπιτέλους νὰ ἐλευθερωθεῖ. Στὴν εἴσοδο τὶς μονῆς τοὺς ὑποδέχτηκε ὁ καλόγερος μὲ λουκούμι καὶ ρακί, ἔδειξε στοὺς ἐπισκέπτες-προσκυνητὲς τὰ δωμάτιά τους καὶ τοὺς ἐνημέρωσε γιὰ τὸ πρόγραμμα τῶν ἀκολουθιῶν. Ἡ ὥρα ἦταν 12.00 τὸ μεσημέρι καὶ στὶς 16.00 εἶχε ἑσπερινό. Ὁ φίλος μας τὴν προηγούμενη μέρα εἶχε παραστεῖ σὲ ἀγρυπνία ποὺ διήρκεσε 12 ὧρες. Ἀμέσως λοιπὸν ἔπεσε γιὰ ὕπνο καὶ τὸ μόνο ποὺ ἄκουσε ἦταν τὸ σήμαντρο, τὸ ὁποῖο σήμανε στὶς 16.00 ἀκριβῶς καὶ καλοῦσε ὅλους τους παρευρισκόμενους γιὰ τὸν ἑσπερινό. Ξύπνησε καὶ σκουντουφλώντας κυριολεκτικά, ἔφτασε στὸ Καθολικό της μονῆς, ὅπου θέλοντας καὶ μὴ παραβρέθηκε σωματικὰ στὸν ἑσπερινό. Καὶ λέω σωματικά, διότι πνευματικὰ τὸ μόνο ποὺ...

 σκεφτόταν ἦταν πότε θὰ ξεμπέρδευε, γιὰ νὰ συνεχίσει τὴ δουλειὰ ἀπὸ τὴν ὁποία τὸν ἔκοψε τὸ καταραμένο σήμαντρο, ἔτσι ἔλεγε συνέχεια μέσα του. Ἐπιτέλους, τελείωσε ὁ ἑσπερινός, ὁ κόσμος ὅμως δὲν ἔφευγε, καθὼς περίμεναν νὰ θέσουν σὲ προσκύνημα τὰ ἱερὰ λείψανα ἁγίων, ποὺ φυλάσσονται στὴ μονή. Μέσα στὸ τσοῦρμο πῆγε καὶ αὐτός. Καθὼς ἔλεγε εἶχε πάρει τὸ κολάι, ἀφοῦ καὶ στὶς ἄλλες μονὲς ποὺ εἶχε πάει δὲν ἔκανε ἄλλη δουλειὰ ἀπὸ τὸ νὰ ἀσπάζεται νεκρὰ κόκαλα, ποὺ οὔτε παλμὸ εἶχαν οὔτε θερμότητα οὔτε ἀνάβλυζαν μύρο, παρὰ τὰ ὅσα ἔλεγαν οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες. Προσκύνησε λοιπὸν καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει, παρόλο ποῦ ὁ ὑπόλοιπος κόσμος παρέμενε ἐντός του Καθολικοῦ, ὅταν ὁ Παππούλης ποῦ βρισκόταν ἐκεῖ εἶπε μὲ σπαστὴ φωνή, ὅσο μποροῦσε δυνατή: «Παιδιά μου σᾶς παρακαλῶ, σᾶς παρακαλῶ στὸ ὄνομα τοῦ γλυκοῦ μᾶς Ἰησοῦ, πεῖτε μου ποιὸ ἀπὸ σᾶς δὲ μύρισε ἀπὸ τὰ ἱερὰ λείψανα τὴ θεία εὐωδιὰ ποῦ βγάζουνε»; Ἐκεῖνος σταματάει ξαφνιασμένος στὴν εἴσοδο, αὐτὸ δὲν τὸ εἶχε ξανακούσει σὲ κανένα μοναστήρι. Ἀμέσως, πηγαίνει μπροστὰ στὸν παπὰ καὶ μὲ ὕφος προκλητικό του λέει: «Ἐγώ». Τότε ξεπετάχτηκαν καὶ καμιὰ δεκαριὰ ἀκόμη. Ὁ σεβάσμιος ἱερέας πηγαίνει μπροστὰ στὰ ἱερὰ λείψανα καὶ μὲ γλυκιὰ φωνὴ ἀρχίζει νὰ ψέλνει τὸ τροπάριο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτη. Τὸ πρόσωπό του, κίτρινο ἀπὸ τὶς χημειοθεραπεῖες, ἄρχισε νὰ λάμπει τόσο πολύ, ποὺ στὸ τέλος δὲν μποροῦσες νὰ τὸ κοιτάξεις. Ὁ γνωστὸς αὐτὸς φοβήθηκε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶδε καὶ τότε συνειδητοποίησε ὅτι τὴν ἴδια στιγμὴ τὰ ἱερὰ λείψανα ἄρχιζαν νὰ εὐωδιάζουν τόσο ἔντονα καὶ γλυκά, ποὺ δὲ χόρταινες νὰ εἰσπνέεις. Σὲ λίγο, τὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέα σταμάτησε νὰ φωτίζει, ὅμως ἡ θεία εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ ὀστᾶ ἦταν τόσο ἔντονη, ποὺ ξεχύθηκε ἔξω ἀπὸ τὸ Καθολικό, ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴ μονὴ καὶ ἀκολουθοῦσε τοὺς ἐπισκέπτες ἀκόμη καὶ στὴν Τράπεζα καὶ στὰ δωμάτια τους. Ὅσοι τὴν εἶχαν ἀμφισβητήσει, ἔκλαιγαν σὰ μωρὰ παιδιὰ καὶ ἔλεγαν ὅτι ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτημάτων τους δὲν μποροῦσαν νὰ τὴν μυρίσουν ἀρχικά. Τὴ νύχτα κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ κοιμηθεῖ. Τὴν ἄλλη μέρα ξεκίνησαν γιὰ τὴν Ι. Μονὴ Ἰβήρων. Ἡ μυρωδιὰ τοὺς ἀκολουθοῦσε ὡς τὰ μισά του δρόμου...
aoratigonia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.