Ἀρχιμ. Τίτου Κ. Χορτάτου, Ἱεροκήρυκος
ΠΡΟΣΦΑΤΩΣ ἀνεκινήθη θέμα, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ἐκ ξένων πρὸς τὴν καθόλου χριστιανικὴν παράδοσιν καὶ δὴ καὶ αὐτὴν τῆς Σιωνίτιδος Μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν, περὶ τῆς γνησιότητας τοῦ Παναγίου Τάφου.
Εἰς ἀπάντησιν τῶν σῶν ἐλέχθησαν καὶ ἐγράφησαν θεωρῶ σκόπιμον ἴνα, συμφώνως ταῖς πηγαῖς, σημειώσω τὰ ἑξῆς, ὄχι βεβαίως ὅτι χρειάζονται ἀποδείξεις περὶ τῆς γνησιότητας τοῦ Τάφου τοῦ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀπάντησιν τῶν -ὅσων κακοβούλως καὶ ἀνιστορίτως λέγονται.
Ὁ Τόπος τῶν ἁγίων Παθῶν, τῆς τριημέρου Ταφῆς καὶ τῆς ἔνδοξου Ἀναστάσεως εὑρίσκεται βεβαίως εἰς τὸ κέντρον τῆς πόλεως Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀδριανοῦ. Τοῦτο κατανοεῖται, ἐὰν λάβωμεν ὓπ ὄψιν μας τὴν μετὰ Χριστὸν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῆς Ἁγίας Πόλεως. Τὸ 70 μ.Χ. ἡ Ἱερουσαλὴμ κατεστράφη ὑπὸ τοῦ Τίτου. Ἀνιδρύθη δ ἐν μέρει ἐπὶ Ἀδριανοῦ κατὰ τὰ ἔτη 136-138, ὁ ὁποῖος τὴν μετενώμασεν εἰς Αἰλίαν Καπιτωλίναν καὶ τὴν ἀνέδειξεν ὡς ἐθνικὴ πόλιν, ἀπελάσας ἐξ αὐτῆς τοὺς Ἰουδαίους. Ὁ Τερτυλλιανὸς μάλιστα λέγει ὅτι οὔτε εἰς τὰ «μεθόρια τῆς γὴς ἐκείνης ἐπετρέπετο ἴνα κατοικῶσιν οἱ Ἰουδαῖοι» (Τιμοθέου Θέμελη, Ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ τὰ μνημεῖα αὐτῆς, Ἱεροσόλυμα 1928, σέλ. 197).
Ἀπὸ τὴν ἐν λόγω ἀνοικοδόμησιν ἡ περιοχὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ σημαντικῶς μετεβλήθη, διότι ἡ...
Χιῶν, ἡ ὁποία περιεκλείετο εἰς τὴν πρὸ Τίτου πόλιν, ἐπὶ Ἀδριανοῦ ἀπεκλείσθη καὶ ἔμεινεν ἔξω τῶν τειχῶν. Ὁ Γολγοθὰς καὶ ὁ Τάφος τοῦ Κυρίου περιελήφθησαν εἰς τὴν νέαν πόλιν προκειμένου τὸ ἐμβαδὸν αὐτῆς νὰ εἶναι τὸ αὐτὸ μὲ τὸ τῆς παλαιᾶς. Ἐὰν δὲ λάβωμεν ὓπ ὄψιν μας ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τοῦ Ἰησοῦ τὸ βόρειον μέρος τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐκαλύπτετο ὑπὸ οἰκιῶν, ἐξυπακούεται ὅτι εἰς τὴν μετὰ τὸν Ἀδριανὸν πόλιν, ὁ Γολγοθὰς εὑρίσκεται περίπου εἰς τὸ μέσον αὐτῆς. Σήμερον δὲ ἡ περὶ τὸν Ναὸν Χριστιανικὴ συνοικία καλεῖται «Χάρτου Νασάρα». α. Ἡ μαρτυρία τῶν Ἱερῶν Εὐαγγελίων περὶ τοὺς Τόπου τῆς Ταφῆς
Συμφώνως πρὸς τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια ἡ Σταύρωσις καὶ Ταφῆ τοῦ Θεανθρώπου Σωτήρας Χριστοῦ διεδραματίσθη ἔξωθέν της τότε Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ἅγιος Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μαρτυρεῖ: «Παρέλαβαν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀπήγαγαν καὶ βαστάζων τὸ σταυρόν, αὐτοῦ ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον Κρανίου Τόπον... ποῦ αὐτὸν ἐσταύρωσαν» (Ἰωάν.Ἰ 19.17 καὶ 18). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, σύγχρονος καὶ αὐτὸς τῶν γεγονότων τῶν Ἁγίων Παθῶν καὶ τῆς Τριημέρου Ἀναστάσεως λέγει: «διὸ καὶ Ἰησοῦς ἴνα ἁγιάση διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος τὸν λαόν, ἔξω της πύλης ἐπαθεν» (Ἑβρ. 13, 12). Ὁ Γολγοθὰς λοιπὸν εὐρίσκετο ἔξω της πόλεως ἀλλὰ πλησίον αὐτῆς, διότι ὡς γνωστὸν ἔθος ἐπεκράτει εἰς τοὺς Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ τοὺς Ρωμαίους, αἳ θανατικαὶ ἀποφάσεις νὰ ἐκτελῶνται ἔξω καὶ πλησίον τῶν πόλεων, ὥστε βλέποντες αὐτᾶς οἱ ἄνθρωποι νὰ παραδειγματίζονται καὶ νὰ φοβοῦνται. Τοῦτο βεβαίως μαρτυρεῖται ὑπὸ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος γράφει: «ἠκολούθει δὲ αὐτῶ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ» καὶ «εἰστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν» (Λούκ. 23, 27 καὶ 35). Ἡ ἐγγύτις τοῦ Γολγοθὰ βεβαιοῦται ὑπὸ τοῦ αὐτοπτου μάρτυρος τῶν γεγονότων Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἐξιστορῶν, τὰ θεία Πάθη γράφει τὰ ἑξῆς: «τοῦτον οὒν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγύς της πόλεως ὁ τόπος ποὺ ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς» (Ἰωάν. 19, 20).
Τὴν ἐποχήν, λοιπόν, τοῦ Ἰησοῦ ὁ Γολγοθὰς καὶ ὁ παρακείμενος Τάφος, τὸν ὁποῖον ἡ Γραπτὴ Παράδοσις ἀπέδωκεν εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἰωσήφ του ἀπὸ Ἀριμαθαίας (Μάτθ. 27, 5760, Μάρκ. 15,1 4346, Λούκ. 23, 5054) ἐκεῖτο πρὸς δυσμᾶς τοῦ δευτέρου τείχους, ὅπως τὸ ὀνομάζει ὁ Ἰώσηπος καὶ εὐρίσκετο κατηφορικῶς αὐτοῦ. Ἐκεῖ ὑπῆρχεν μικρὰ κοιλάς, τῆς ὁποίας τὸ τελευταῖον βάθος κατέβαινεν μέχρι τοῦ ἐδάφους, ποὺ οἰκοδομήθη ἀργότερον ὁ Ναὸς τῆς Ἀναστάσεως. Εἰς τὰ ἀνατολικά της κοιλάδας ταύτης οἱ βράχοι ἀποτελοῦσαν εἶδος ἀκρωτηρίου ἢ ἀγκῶνος.
Αὐτὸς ὁ ἀγκὼν ἦτο ὁ Γολγοθάς, ὁ ὁποῖος ἐξ αἴτιας τοῦ ὕψους του καὶ τῆς ἀποτόμου μορφῆς τοῦ ἐνδείκνυτο διὰ τὴν ἐκτέλεσιν θανατικῆς ποινῆς. Εἰς τοὺς πρόποδας αὐτοῦ, ὡς ἀναφέρει ἡ Ἱεροσολυμιτικὴ παράδοσις καὶ ἡ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ τοιαύτη, ὑπῆρχεν τὸ κρανίον τοῦ Ἀδάμ, «κρανίου τόπος» ὅπως χαρακτηριστικῆς ὀνομάζεται εἰς ,τοὺς Ἁγίους Εὐαγγελιστᾶς, δηλαδή, Γολγοθὰς (Μάτθ. 27, 33, Μάρκ. 15, 22, Λούκ. 23, 33). Εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τῆς βραχώδους κοιλάδας ὑπῆρχον δύο λαξευμένοι τάφοι. Πληρωθέντος τοῦ ἑνὸς ἐκ τῆς καταθέσεως νεκρῶν ὁ Ἰωσὴφ ἤρξατο νὰ λαξεύη τὸν δεύτερον δὶ ἑαυτόν. Ὁ ἀτελὴς οὗτος τάφος ἀποτελεῖ τὸ «καινὸν μνημεῖον, ποὺ ἔθηκαν τὸ Χῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μάτθ. 27, 60).
Βορειοανατολικούς της μικρᾶς αὐτῆς κοιλάδας ὑπῆρχεν σπήλαιον, εἰς τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν παράδοσιν οἱ στρατιῶται περιόρισαν τὸν Κύριον μέχρι νὰ ἑτοιμασθῆ ὁ Σταυρός. Ὁ Τόπος αὐτὸς περιλαμβάνεται σήμερον εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῶν Κλαπῶν τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως (Π.Ν.Α). Ἀνατολικῶς τοῦ Γολγοθὰ εὐρίσκετο μία ἄχρηστος στέρνα, ἡ ὁποία μᾶλλον ἐχρησίμευεν γιὰ τὴν ταμίευσιν τῶν βρόχινων ὑδάτων καὶ εἰς τὴν ὁποίαν οἱ Ἰουδαῖοι, προκειμένου νὰ μὴ μιάνωσι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, μετὰ τὴν Ἀποκαθήλωσιν, ἔρριψαν τὸν Σταυρὸν καὶ πάντα τὰ ὄργανα τῆς σταυρώσεως. Ἀποτελεῖ τὸ Σπήλαιον τῆς εὑρέσεως τοῦ Τιμίου Σταύρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου