
Καὶ πῶς ἄραγε καθαρίζονται οἱ αἰσθήσεις; ἅμα καθαρισθεῖ ἡ καρδιὰ καὶ ἡ διάνοιά μας μὲ τὴν πνευματικὴ τροφὴ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θὰ καθαρισθοῦνε κ’ οἱ αἰσθήσεις μας καὶ θὰ γίνουνε ἀπὸ σαρκικές, πνευματικές. Ὁ ὑμνωδὸς τὸ λέγει αὐτὸ γιατί τὸ διδάχθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ Σωτήρα του ποὺ εἶπε στοὺς Μακαρισμούς: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν...
Θεὸν ὄψονται». Κι ἂν καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις μας, λέγει πὼς θὰ δοῦμε τὸν Χριστὸν «ἑξαστράπτοντα», μὲ ἀστραπή, ὄχι θαμπά, ἀλλὰ καθαρώτατα, ἀστραφτερὸν ἀπὸ τὸ ἀζύγωτο φῶς τῆς Ἀναστάσεως, «τῷ ἀπροσίτω φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως». Κι ὄχι μονάχα θὰ τὸν δοῦμε «τηλαυγῶς», ἀλλὰ καὶ θὰ τὸν ἀκούσουμε κιόλας (γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶνε καθαρὲς ὅλες οἱ αἰσθήσεις μας), κ’ ἠφωνή του δὲν θάρχεται ἀπὸ μακρυά, νὰ ἀμφιβάλλουμε ἂν τὸν ἀκούσαμε ἢ δὲν τὸν ἀκούσαμε, ἀλλὰ «τρανῶς», δυνατά.Τὶς αἰσθήσεις μας δὲν τὶς μολεύουμε μονάχα σὰν κάνουμε μ’ αὐτὲς σαρκικὰ ἔργα κι ἐνέργειες, δηλαδὴ σὰν τὶς μεταχειριζόμαστε γιὰ τὶς ἀπολαύσεις τοῦ κορμιοῦ, ἀλλὰ κι ὅταν τὶς μεταχειριζόμαστε γιὰ κάποια ἔργα ποὺ τὰ λέει ὁ κόσμος «πνευματικά», ἐνῶ εἶνε κι αὐτὰ σαρκικά, καὶ μάλιστα αὐτὰ εἶνε συχνὰ πιὸ πονηρὰ ἀπὸ τ’ ἄλλα ποὺ φαίνονται φανερὰ πὼς εἶνε σαρκικά.
Αὐτὰ τὰ λεγόμενα «πνευματικὰ» ἔργα εἶνε οἱ πονηρὲς σκέψεις ποὺ κάνει ὁ νοῦς μᾶς ψάχνοντας τὰ θεϊκὰ πράγματα, καὶ ποὺ εἶνε ἀσεβέστατες, καὶ σ’ αὐτὲς μας σπρώχνει ἡ ὑπερηφάνειά μας καὶ ἡ ἀφοβία μας μπροστὰ στὸ Θεό, γιατί δίνουνε τροφὴ στὴν ματαιοδοξία μας, ἐπειδὴ φαινόμαστε πολύξεροι στοὺς ἄλλους, ἐνῶ ὁ σοφὸς Σολομῶν εἶπε: «Ἀρχὴ τῆς σοφίας (δήλ. τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας) εἶνε ὁ φόβος τοῦ Κυρίου». Μ’ αὐτὰ τὰ ψαξίματα καὶ μὲ τὶς φιλοσοφίες, ὁ χριστιανὸς ἀληθινὰ μολύνει τὶς αἰσθήσεις του, τὶς στομώνει, κι ἀντὶ νὰ τὶς κάνει πνευματικές, τὶς κάνει ὄργανα χονδροειδῆ, ἀφοῦ μ’ αὐτὲς ἐρευνᾶ χονδροειδῆ, ὑλικὰ πράγματα, κι ὄχι πνευματικά. Γιατί, ὅπως εἶπα πρίν, μὲ ὅλο ποὺ αὐτὲς οἱ ἐνέργειες φαίνονται πνευματικές, στ’ ἀληθινὰ εἶνε σαρκικές, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ λέγει πὼς τὶς κάνει «ὁ νοῦς τῆς σαρκός», γράφοντας στοὺς Κολοσσαεῖς: «Μηδεὶς ὑμᾶς καταβραβευέτω θέλων ἐν ταπεινοφροσύνη καὶ θρησκεία τῶν Ἀγγέλων, ἃ μὴ ἐώρακεν ἐμβατεύων, εἰκῆ φυσιούμενος ὑπὸ τοῦ νοὸς τῆς σαρκὸς αὐτοῦ.» (Κολος. Β, 18). Καὶ στοὺς Ἐφεσίους γράφει: «Τοῦτο οὒν λέγω καὶ μαρτυρόμαι ἐν Κυρίω, μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς αὐτῶν, ἐσκοτισμένοι τὴ διανοία, ὄντες ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἄγνοιαν τὴν οὖσαν ἐν αὐτοῖς διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας αὐτῶν.» (Ἐφεσ. Δ, 18). Ποιὰ λοιπὸν λέγει «ματαιότητα τοῦ νοὸς τῶν ἐθνῶν»; Δὲν λέγει τὰ μάταια ψαξίματα ποῦ κάνανε οἱ φιλόσοφοι, ἂς ἤτανε κι ἐκεῖνοι ποῦ φαινότανε οἱ πιὸ πνευματικοί; Αὐτὰ ποὺ λέγανε ἤτανε σάρξ, (γιατί «τὸ ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι») ἀφοῦ ὅ,τι κάνανε τὸ κάνανε ὄντας «ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ τὸ κάνανε μὲ πνεῦμα σαρκικό. Ὅποιος ψάχνει κι ἐρευνᾶ μ’ αὐτὸ τὸ σαρκικὸ πνεῦμα, πρῶτα χάνει τὴν παρθενικὴ ἁπλότητα τῆς διανοίας, γιὰ τὴν ὁποία πρωτομακάρισε (αὐτὸς εἶνε ὁ πρῶτος μακαρισμὸς) ὁ γλυκύτατος Χριστὸς μᾶς ἐκείνους ποὺ τὴν ἔχουνε, λέγοντας «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Ὕστερα, αὐτὸς ποὺ σκαλίζει μὲ τὸ μυαλὸ τοῦ τὰ θεία, πειράζει τὸν Θεὸ ποὺ κρύβεται ἀπὸ τὶς ἀδιάκριτες διάνοιες καὶ χώνεται μέσα στὸ γνόφο, κι αὐτὸ τὸ φανερώνει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, λέγοντας «Φανερὸς ἔγινα σὲ ἐκείνους ποὺ δὲ μὲ ρωτᾶνε, καὶ γνωρίσθηκα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν μὲ ζητᾶνε μὲ πονηρία». Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει: «Πίστις οὐκ ἔστι τὸ ζητούμενον· ὂν τρόπον γὰρ ἐλπὶς βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπὶς οὕτω καὶ πίστις ἐρευνωμένη καὶ οὐκ ἔχουσα τὸ ἀζήτητον, πίστις οὐκ εἴη, κατὰ τὸν ἴσον τὴ ἐλπίδι λόγον». Κι ὁ μέγας Βασίλειος λέγει: «Τὸ ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρότερόν ἐστι τῶν λογικῶν ἀποδείξεων».
Καὶ μολαταύτα πλῆθος χριστιανοὶ καταγίνονται ἀκόμα σήμερα, καὶ πιὸ πολὺ μάλιστα, μὲ τέτοιου εἴδους ψαξίματα καὶ ἔρευνες «ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ» ὅπως ἔλεγε ὁ Παῦλος γιὰ τοὺς ἐθνικούς, κι ἀνακατεύουνε μὲ τὴν πίστη, ποὺ δὲν γνωρίσανε οἱ δυστυχεῖς τί λογὴς πράγμα εἶναι, τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὶς φιλοσοφίες, καὶ «ψυχραίνουνε» μ’ αὐτὰ ποὺ λένε «τὴν πίστη τῶν πολλῶν», κι ἐνῶ ὁ μάταιος λογισμὸς τοὺς καταγίνεται μὲ «μάταια καὶ ψευδῆ», καταργοῦνε ἀπὸ ἀλαζονεία κι ἀπὸ κουφότητα τὴν ἁγία Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε ὁ χριστιανισμὸς νὰ καταντήσει ἕνα σύστημα ἐπίγειας ζωῆς, χωρὶς ἀποκαλύψεις Ἀθανασίας, δηλαδὴ χωρὶς Χριστό. Κι αὐτοὶ θέλουνε νὰ διδάξουνε τὰ ἁπλοϊκὰ κι ἀθῶα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὰ μακάρισε ὁ ἴδιος σ’ ὅλους τους Μακαρισμούς, μὰ ἰδιαίτερα στὸν πρῶτο καὶ στὸν ὄγδοο.
Τοῦτοι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι πῶς γιορτάζουνε Χριστὸν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν! Ξένον καὶ παράδοξον! Φιλοσοφοῦντες καὶ ἐπιστημοῦντες πιστεύουν; Μὰ ποιὸς πίστεψε ποτὲ φιλοσοφώντας; Ρωτῶ νὰ μάθω. Μὲ τὸν Χριστό, ἡ φιλοσοφία τελείωσε καὶ θάφτηκε γιὰ ὅποιον πίστεψε σ’ Αὐτόν. Ἂς ἀκούσουνε τὸν Παῦλο ποὺ φωνάζει «Τὰ ἀρχαία παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ καὶ πάντα». Ποιὰ εἶναι τὰ ἀρχαία; «Ἡ ματαιότης τοῦ νοὸς» οἱ ἔξυπνοι κι εὔστροφοι συλλογισμοί, τὸ νὰ ψευδοταπεινώνεσαι ἐνῶ ἡ περιφάνειά σου φανερώνεται ἀπὸ τὰ διανοήματά σου, ὅπως κάνανε πρὸ Χριστοῦ οἱ ἠθικοὶ φιλόσοφοι καὶ τώρα οἱ ἠθικολόγοι Χριστιανοί. «Ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα». Φωνὴ ἐλπιδοφόρα του εὐλογημένου Παύλου, ποὺ ξαναλέγει στὴν καρδιά μας, ὅ,τι λέγει καὶ τὸ «χαίρετε» ποὺ εἶπε ὁ Ἀναστημένος Κύριός του καὶ Κύριός μας! «Νά, τὰ πάντα γινήκανε καινούρια!» Γινήκανε καινούρια γιατί εἶναι «καινὸν καὶ ξένον» ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτὸ τὸ «καινούριο» τὰ ἔκανε ὅλα καινούρια, ἐπειδὴ κατήργησε τὰ παλιά. Κατήργησε τὰ παλιὰ «ὁ καταργήσας τὸν θάνατον», γιατί ὅπου δὲν βρίσκεται «ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ζωῆς» βασιλεύει ὁ θάνατος. Κατήργησε τὴν κατάρα τῆς σαρκός, κι ἔφερε τὴν εὐλογία τοῦ Πνεύματος. Κατήργησε τὴν γνώση κι ἔφερε τὴν Πίστη («Δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται»).
Τὸ παλιὸ ἤτανε ἡ Γνώση, τὸ ψάξιμο, τὸ νὰ ψηλαφεῖ ὁ ἄνθρωπος στὰ τυφλὰ καὶ νὰ μὴ βρίσκει τίποτα. Τὸ καινούριο εἶναι ἡ Πίστη ποὺ ἀνοίγει τὰ πνευματικὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου καὶ βλέπει τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης «Χριστὸν ἑξαστράπτοντα τῷ ἀπροσίτω φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως». Ἐκεῖνος φθάνει γιὰ ὅλα, δὲν χρειάζεται πιὰ διόλου νὰ ψάχνει τὸ μυαλό μας σὰν τῶν ἐθνικῶν φιλοσόφων, ἀφοῦ βρέθηκε «ἡ ὁδός», δηλαδὴ Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε καθαρὰ καὶ σύντομα: «Πάντα μοὶ παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱὸν εἰ μὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τὶς ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ Υἱός, καὶ ὢ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι.» (Μάτθ. ἴα’, 27).
«Ὢ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι», «σ’ ὅποιον θέλει ὁ Υἱὸς νὰ φανερώσει, νὰ γνωρίσει τὸν Πατέρα». Ποῦ πᾶς, λοιπόν, χριστιανέ, νὰ γνωρίσεις τὸν Θεὸν καὶ τὸν Χριστὸν ἐσύ, ὁ τυφλός, ὁ ἀδύνατος, ὁ ἀκάθαρτος, μὲ τὴν δική σου δύναμη, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας εἶπε πῶς μονάχα ὁ Πατέρας φωτίζει τὴ διάνοιά σου γιὰ νὰ γνωρίσεις τὸν Χριστό, κι ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ γνωρίσεις τὸν Πατέρα; Καὶ δὲν πέφτεις σὲ προσευχὴ νὰ τὸ παρακαλέσεις νὰ σὲ φωτίσει, ἀλλὰ καταγίνεσαι μὲ ἀσεβῆ ψαξίματα, ὅπως ἐκεῖνοι οἱ ἀρχαῖοι ποῦ δὲν εἴχανε ἀκούσει ἀκόμα τὸν Χριστὸ νὰ λέγει μὲ ἐξουσία αὐτὰ τὰ λόγια; Κι ἀλλοῦ ποὺ λέγει «Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα, ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός, ἐγὼ εἶμαι ὁ καθηγητής, ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς, ἐγὼ εἶμαι ὁ γιατρός, ὁ μεσίτης (Τιμοθ. Ά, β, 2), ὁ ποιμήν, ὁ ραββί. Αὐτὸς εἶναι ὁ «πρωτότοκός της καινῆς κτίσεως», ποὺ ἔκανε «καινὰ τὰ πάντα» κι ἔκανε καὶ «καινοὺς ἀνθρώπους», «τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».
Ναί, μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅλα γινήκανε καινούρια. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ὑμνωδὸς λέγει μὲ χαρὰ κι ἀγαλλίαση «Δεῦτε πόμα πίομεν καινὸν οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου (της φιλοσοφίας) τερατουργούμενον, ἀλλ’ ἀφθαρσίας πηγὴν ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ ἐν ὢ στερούμεθα» καὶ «Δεῦτε τοῦ καινοῦ της ἀμπέλου γεννήματος τῆς θείας εὐφροσύνης ἐν τὴ εὐσήμω ἡμέρα τῆς ἐγέρσεως, βασιλείας τὲ Χριστοῦ κοινωνήσωμεν, ὑμνοῦντες αὐτὸν ὡς Θεὸν εἰς τοὺς αἰώνας».
Ἀδελφοί μου Χριστιανοί, ἐσεῖς ποὺ καταγινόσαστε μὲ τὶς ἐπιστῆμες καὶ μὲ τὶς φιλοσοφίες, ἀκοῦστε τὸν Κύριο ποὺ λέγει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη «Ἐμένα μὲ ἀφήσανε, ποὺ εἶμαι πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ σκάψανε κάποιους ξερόλακκους ποὺ δὲν ἔχουνε νερό». Καὶ ποὺ λέγει μὲ τὸ δικό του στόμα στὸ Εὐαγγέλιο «ὅποιος βάλει τὸ χέρι του στὸ ἀλέτρι μου καὶ βλέπει πίσω, δηλαδὴ δὲν ἀπαρνήθηκε τὴν κοσμικὴ γνώση ποὺ καταγίνονται οἱ ἄνθρωποι πρὶν νὰ ἔλθω ἐγὼ στὸν κόσμο, δὲν εἶναι δεκτὸς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λούκ. θ’, 62). Καὶ ποὺ εἶπε πάλι ἄλλη φορᾶ: «δὲ βάζουνε καινούριο κρασὶ σὲ παλιὰ ἀσκιά».
Ἂς καθαρίσουμε λοιπὸν τὴ διάνοιά μας ἀπὸ τὴ θολούρα τῆς πολύπλοκης γνώσεως, γιατί ἀλλοιῶς δὲν θὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ «ἑξαστράπτοντα τῷ ἀπροσίτω φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως», κι οὔτε θὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ λέγει τρανῶς τὸ «Χαίρετε». Μάτια νὰ τὸν δοῦμε κι αὐτιὰ γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουμε δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει μὲ κανέναν τρόπο ἡ γνώση, ἡ «κενὴ ἀπάτη», ἀλλὰ μονάχα ἡ εὐλογημένη Πίστη στὸν Κύριο καὶ Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ εἶνε δοξασμένος στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Φώτης Κόντογλους
ΚΙΒΩΤΟΣ ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ Α’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1952
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου