«ΠΟΙΑ ΑΣΜΑΤΑ ΜΕΛΨΩ ΤΗ ΣΗ ΕΞΟΔΩ ΟΙΚΤΙΡΜΟΝ»
Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Καθηγητοὺ Πανεπιστημίου
Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀνακεφαλαιώνει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία.Τὴ δημιουργία, τὴν πτώση, τὴν ἐν Χριστῷ ἀνάπλαση καὶ ἀναδημιουργία. Ὁ Χριστός, ὁ σταυρωμένος καὶ ἀναστᾶς Κύριος της Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἱστορίας, προβάλλεται μέσα ἀπὸ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ὡς Αὐτός, ποὺ δίνει λύση στὴ διαχρονικὴ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου καὶ νοηματοδοτεῖ τὴν Ἱστορία. Ὑπάρχει δὲ συνοχὴ καὶ συνέχεια στὰ ἀναγινωσκόμενα, ἀδόμενα καὶ τελούμενα στὴ Λατρεία, ποὺ ἀποδυναμώνεται ὅμως μὲ τὴν ἀποσπασματικότητα τῆς μετοχῆς, σ’ ἀντίθεση μὲ τὴ μοναστικὴ λειτουργικὴ πράξη. Ἡ καταφυγὴ τῶν φιλακόλουθων στὰ μοναστήρια αὐτὲς τὶς μέρες, καὶ μάλιστα τὰ ἁγιορείτικα, αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει: τὴ δυνατότητα βιώσεως ὅλου του φάσματος τῆς προσφερόμενης ἀπὸ τὴ λατρεία ἀνακεφαλαίωσης τῆς σωτηρίας ἀνθρώπου καὶ κόσμου.
Ἡ παροντοποίηση τῶν συνδεδεμένων μὲ τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ ἱστορικῶν σωτηριωδῶν γεγονότων πραγματοποιεῖται μὲ τὰ δρώμενα (λιτάνευση τῆς εἰκόναςτου Νυμφιου, τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τοῦ Σταυροῦ, Ἐπιταφίου, Ἀποκαθήλωση), ἀλλὰ κυρίως μὲ τὸ βασικότερο μέσο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας λατρείας, τὸ λόγο τοῦ ὕμνου καὶ τὸ μουσικὸ ἔνδυμά του, τὸν ὑπέροχο αὐτὸ διφυῆ φορέα καὶ ἐκφραστὴ τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Ὁ λειτουργικὸς ὕμνος συνιστᾶ τὴν καρδιὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, διότι οἱ δυνατότητες ποὺ προσφέρει ὁ ποιητικὸς λόγος, καθιστοῦν τὴν ὑμνογραφία τὸ προσφορότερο μέσο γιὰ τὴ μυσταγωγία τοῦ σώματος - συνάξεως. Ὁ θεολογικὸς - πατερικὸς λόγος γίνεται φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, περιβεβλημένος μάλιστα τὸ ἑλκυστικὸ ἔνδυμα τῆς μελωδίας. Ὁ ὕμνος μεταβάλλει τὴ λατρεία σὲ ἀσίγαστο στόμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ποὺ δίνει...
καθημερινὰ τὴ μαρτυρία καὶ ὁμολογία τῆς πίστεώς της, τῆς ἐμπειρίας τῆς σωτηρίας της. Ποιητικὸς ὄμως λογος καὶ μελωδία συνάπτονται στὸν ὀρθόδοξο λειτουργικὸ ὕμνο ἐμπροϋπόθετα, ἀφοῦ ἡ ἐκκλησιαστικὴ Τέχνη στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχει ποτὲ αὐτόνομα καὶ αὐθυπόστατα, ἀλλὰ λειτουργικὰ καὶ διακονικά, προσφέροντας μέσα γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ μυστήριού της σωτηρίας. Ἡ Τέχνη τῆς Ὀρθοδοξίας κινεῖται στὸ μεταίχμιο κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου, γεφυρώνοντας χαρισματικὰ τὴν ἀπόστασή τους, ὡς ἱστορικὴ σάρκα τῆς θεανθρώπινης πραγματικότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι ὁ Ὕμνος, ὡς λόγος πατερικός, γίνεται ποιμαντικὸ μέσο γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν. Προσφέρει τὴ θεογνωσία καὶ θεολογία τῆς καθαρμένης καὶ φωτισμένης ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καρδιᾶς τῶν Ἁγίων, ποὺ θεολογώντας ποιητικά, βάπτουν τὸν κάλαμο στὰ νάματα τῆς πίστεώς τους καὶ στὰ δάκρυα τῆς μετανοίας τους. Μεγάλοι Πατέρες καὶ Μητέρες μᾶς εἶναι οἱ ποιητὲς καὶ μελωδοὶ τῶν ὕμνων τῆς Μ. Ἑβδομάδος: Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, Κοσμᾶς Μαϊουμά, Μάρκος Ὑδροῦντος, Ἀνδρέας Κρήτης, Κασσιανῆ ἢ Κασσία εἶναι τὰ γνωστότερα ὀνόματα, ποὺ μετασκευάζουν σὲ «τραγούδι» τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ «θεὸ-λογία» τὴν πνευματικὴ καρδιακὴ ἐμπειρία τους.
Ἂν ὅμως ὁ ὑμνογραφικὸς λόγος εἶναι φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μουσικὴ (μελωδία) εἶναι τὸ ἔνδυμά της. Ὑπάρχει γιὰ τὸ λόγο, «τῶν ρημάτων τὴν δύναμιν», καὶ ὄχι ὡς αὐθυπόστατο καλλιτεχνικὸ μέσο. Στόχος της δὲν εἶναι ἡ τέρψη ἢ συναισθηματικὴ διέγερση, ἀλλὰ ἡ ὑποβοήθηση τοῦ λόγου νὰ διεισδύσει στὰ βάθη τῆς ὕπαρξης, δημιουργώντας διάθεση προσευχητική, κατάνυξη καὶ αὐτομεμψία. Δὲν εἶναι μουσικὴ ἀκροάματος («οὐκ ἔστι θέατρον ἡ Ἐκκλησία, ἴνα πρὸς τέρψιν ἀκούωμεν» - παρατηρεῖ ὁ ἰ. Χρυσόστομος), ἀλλὰ λειτουργική. Διακονεῖ τὸ μυστήριο τοῦ ἔνσαρκου Λόγου, ἐπενδύοντας τὸ θεολογικὸ λόγο, γιὰ νὰ μπορεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα νὰ «πλέκει» εἰς τὸν Θεῖο Λόγο - Χριστὸ «ἐκ λόγων μελωδίαν». Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν βρῆκαν στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Ὀρθοδοξίας, ποτὲ θέση τὰ μουσικὰ ὄργανα. Στὴν Ἐκκλησία, «ὄργανο» γλυκύφθογγο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ὁ πιστὸς («αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ψαλτήριον γενόμενος» κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο), μὲ τὴν καθαρὴ ἀπὸ πάθη καρδιά του. Χωρὶς τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἄλλωστε, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει τὰ γεγονότα τῆς Μ. Ἑβδομάδος καὶ τοῦ Πάσχα.
Προχωρώντας γιὰ τὴν «τελετὴ» τῆς Ἀναστάσεως, τὴ νύχτα τοῦ Μ. Σαββάτου, θὰ ψάλλουμε: «... καὶ ἠμᾶς τοὺς ἐπὶ γὴς καταξίωσον ἐν καθαρὰ καρδία Σὲ δοξάζειν». Εἶναι ἡ «καλὴ καρδιά», γιὰ τὴν ὁποία εὔχεται ὁ λαός μας στὰ πανηγύρια καὶ στὶς χαρές του, ὑψώνοντας τὸ κρασοπότηρο. Γιατί, χωρὶς «καλὴ καρδιὰ» δὲν ὑπάρχει δυνατότητα κοινωνίας μὲ τοὺς συνανθρώπους μας καὶ χωρὶς «καθαρὰν καρδίαν» χάνεται ἡ δυνατότητα μετοχῆς στὴν Ἄκτιστη Θεία Χάρη. Αὐτὲς εἶναι οἱ ἐκκλησιολογικὲς καὶ θεολογικὲς ἀρχές, ποὺ διέπουν τὸν ὑμνογραφικὸ λόγο (καὶ) τῆς Μ. Ἑβδομάδος καὶ τὴ μουσικὴ -μελωδία του, καθιερωμένες ἀπὸ τὴν ἁγιοπατερικὴ συνείδηση, ταυτιζόμενη μὲ τὴν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Λαὸς - ὅλοι μας δηλαδὴ - μετέχει μὲ κατάνυξη καὶ συμψάλλει τὰ βασικὰ τροπάρια («Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται...», «Τὸν νυμφώνα Σου βλέπω...», τὰ «Ἐγκώμια» τοῦ Ἐπιταφίου κ.α.π.). Ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα χάνει τὴ δυνατότητα παρακολούθησης τοῦ ὑμνογραφικοῦ λόγου καὶ τῆς συμψαλμωδίας, ἐλέγχεται ἡ (ἐνίοτε μὴ θεολογοῦσα) ψαλτικὴ τέχνη, ποὺ ἀποβαίνει περισσότερο «τέχνη» καὶ λιγότερο διακονικὸ ἔνδυμα τοῦ λόγου. Τότε σκοπὸς γίνεται τὸ ἀκρόαμα καὶ ὄχι ἡ κατανυκτικὴ συμμετοχή. Ἔτσι ὅμως «δυτικοποιεῖται» ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Τέχνη καὶ ἐκκοσμικεύεται ἡ Λατρεία.
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1999
ΤΕΥΧΟΣ 4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου