Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Καθηγουμένου I. M. Σίμωνος Πέτρας
Κανείς μας δὲν ἀγνοεῖ, ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι πρωταρχικὴ ἀνάγκη κάθε ψυχῆς, δένδρον ζωῆς, τὸ ὁποῖον τρέφει τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν ἀφθαρτοποιεῖ, διότι τὸν καθιστὰ κοινωνὸν τοῦ ἀϊδίου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ. ’Ὅπως δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ψυχήν, ἔτσι καὶ δὲν νοεῖται τὶς ζωντανὸς ἐν Χριστῷ ἄνευ προσευχῆς.

H νοερὰ προσευχὴ εἶναι ἀδιάλειπτος ἐνέργεια τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ὁ ἄρτος, ἡ ζωὴ καὶ ἡ γλώσσα τῶν ἀΰλων αὐτῶν ὄντων, εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τῶν πρὸς τὸν Θεόν. Οὕτω καὶ οἱ μοναχοί, ἐν σαρκὶ μιμούμενοι καὶ ἀγωνιζόμενοι βιοῦν τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν, ζωπυροῦν τὸν θεϊκὸν αὐτῶν ἔρωτα διὰ τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς.
Διὰ τοῦτο, πάλιν καὶ πολλάκις, καὶ μέσα εἰς τὴν ἱστορίαν, βλέπομεν μοναχοὺς ποὺ λησμονοῦν ἀκόμη καὶ ἐπὶ ὥρας καὶ ἡμέρας νὰ φάγουν, ξεχνοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους, ἀφωσιωμένοι εἰς τὴν νοερᾶν ἐνατένισιν τοῦ Κυρίου. Πόσες φορὲς κτυποῦσαν τὴν θύραν ἁγίων ἡ ἐλάλει ὁ πετεινὸς καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντελαμβάνοντο τίποτε, διότι ὁ νοῦς τῶν εὐρίσκετο εἰς μετάρσιον κοινωνίαν μετὰ τοῦ Θεοῦ! H προσευχὴ εἶναι δὶ’ αὐτοὺς ἡ πνευματικωτέρα ἄθλησις, ποὺ γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὸν Πατέρα καὶ Κτίστην τοῦ κόσμου, εἶναι θαλπωρὴ τῆς καρδίας τῶν, ἀνέβασμα εἰς τὰ οὐράνια- εἶναι ἀγκάλιασμα καὶ τρυφερὸς ἀσπασμὸς τοῦ μοναχοῦ πρὸς τὸν Νυμφίον καὶ Σωτήρα τῶν ψυχῶν μας.
H Ἐκκλησία μᾶς ζῆ μὲ τὴν προσευχὴν- ζῆ μὲ τὰς προσευχᾶς τῶν τέκνων της. Βεβαίως...
ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη προσευχῆς. Ἂν ὅμως θελήσωμεν νὰ ἴδωμεν ποία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀειρρύτως συντηρεῖ τὴν πνευματικότητά της “ἐν παντὶ καιρῶ καὶ πάση ὤρα”, τότε θὰ πρέπη νὰ ἀνατρέξωμεν εἰς τὰ φωτοφόρα τέκνα της, τὰ ἀποτελοῦντα τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Διότι, ὅπως λέγει ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, αὔτη ἀποτελεῖ τὸ “καύχημα τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας” καὶ ἐκφράζει τὸ σαρκωμένον καὶ βιωμένον Εὐαγγέλιον. Εἶναι ὁ μοναχισμὸς τὸ ἱερώτατον θησαυροφυλάκιόν της, εἰς τὸ ὁποῖον διατηροῦνται ἀλώβητα τὰ δόγματά της, ἀληθὴς ἡ εὐσέβεια, ἀκέραιον τὸ μαρτυρικὸν φρόνημα, ἀνόθευτος ἡ πνευματικὴ παράδοσις, δραστικὴ καὶ σωτήριος ἡ ἀποστολή της, συνεχὲς τὸ ἠδύμολπον τραγούδι της, μὲ τὸ ὁποῖον προκαλεῖ καὶ ἐξυπνὰ τὸν ἠγαπημένον Χριστόν της καὶ θηρεύει τὴν ὁλόφωτον περιστεράν, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ ὁποῖον ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται.Διὰ νὰ γνωρίσωμεν δὲ πῶς διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία μέσα εἰς τὸν μοναχισμὸν τὴν προσευχήν της, τὴν θεοπρεπῆ ταύτην φωνήν της, δὲν χρειάζεται νὰ τρέξωμεν μακρυᾶ εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν. Ἐδῶ, εἰς τὴν γειτονιά μας, ἔχομεν τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν πνευματέμφορον ἱεροθήκην τῶν παραδόσεών μας, τὴν θεορριπτον σανίδα, διὰ τῆς ὁποίας διαρκῶς σώζονται ἀπὸ τὸν κλύδωνα τῆς ἁμαρτίας πολλοὶ καὶ γεμίζουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Τὴν προσευχὴν τοῦ Ἁγίου Ὅρους ποιὸς δὲν τὴν γνωρίζει; Ἀποτελεῖται ἀπὸ μίαν φράσιν μικρᾶν, ἀπὸ μετρημένας τὰς λέξεις.
Μὲ τὴν βοερᾶν κραυγὴν “Κύριε”, δοξολογοῦμεν τὸν Θεόν, τὴν ἔνδοξον μεγαλειότητά Του, τὸν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τὸν δημιουργόν της ὁρατῆς καὶ ἀοράτου κτίσεως, ὂν φρίττουσι τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ.
Μὲ τὴν γλυκυτάτην ἐπίκλησιν καὶ πρόσκλησιν “Ἰησού”, μαρτυροῦμεν, ὅτι εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ σωτὴρ ἠμῶν, καὶ εὐγνωμόνως τὸν εὐχαριστοῦμεν, διότι μᾶς ἠτοίμασε ζωὴν αἰώνιον. Μὲ τὴν τρίτην λέξιν “Χριστέ”, θεολογοῦμεν, ὁμολογοῦντες ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Δὲν μᾶς ἔσωσε κάποιος ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Ἐν συνέχεια, μὲ τὴν ἐνδόμυχον αἴτησιν “ἐλέησον μέ”, προσκυνοῦμεν καὶ παρακαλοῦμεν νὰ γίνη ἴλεως ὁ Θεός, ἐκπληρῶν τὰ σωτήρια αἰτήματά μας, τοὺς πόθους καὶ τὰς ἀναγκας τῶν καρδιῶν μας. Καὶ ἐκεῖνο τὸ “μέ”, τί εὖρος ἔχει! Δὲν εἶναι μόνον ὁ ἐαυτός μου- εἶναι ἅπαντες οἱ πολιτογραφηθέντες εἰς τὸ κράτος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦν μέλος τοῦ ἰδικοῦ μου σώματος.
Καί, τέλος, διὰ νὰ εἶναι πληρεστάτη ἡ προσευχή μας, κατακλείομεν μὲ τὴν λέξιν “τὸν ἁμαρτωλόν”, ἐξομολογούμενοι – πάντες γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἐσμεν – καθὼς ἐξωμολογοῦντο καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ ἐγίνοντο διὰ ταύτης τῆς φωνῆς υἱοὶ φωτὸς καὶ ἡμέρας.
Ἐξ αὐτῶν ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἡ εὐχὴ ἐμπεριέχει δοξολογίαν, εὐχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν καὶ ἐξομολόγησιν.
Τί νὰ εἴπωμεν, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τώρα διὰ τὴν νοερᾶν προσευχήν, ἀφοῦ εἰς τὴν ἐποχήν μας, δόξα σοὶ ὁ Θεός, παντοῦ γίνεται λόγος περὶ αὐτῆς καὶ ἀπειράριθμα βιβλία ἐκδίδονται ἀναφερόμενα εἰς τὴν “εὐχήν”; Καὶ τὰ μικρὰ παιδάκια πλέον τὴν γνωρίζουν καὶ τὴν λέγουν- μικροὶ καὶ μεγάλοι σώζονται μὲ αὐτήν.
Καὶ εἶναι καλὸν τοῦτο, ἀκόμη καὶ διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὴν Ἀνατολὴν τὰ ψευδώνυμα θρησκεύματα καὶ αἳ ἀπατηλαὶ “ἱεραποστολαὶ” τῶν ἐπιδεικνύουν τὴν ἰδικὴν τῶν δῆθεν προσευχήν, ποὺ εἶναι ὅμως ψυχική, ψευδὴς καὶ δαιμονική. Εἴμεθα χρεῶσται νὰ ἀνακαλύπτωμεν τὸν ἰδικὸν μᾶς ἀληθῆ θησαυρόν, τὴν νοερᾶν προσευχήν, τὴν μνήμην τοῦ θείου ὀνόματος. Ὀρθῶς λέγει ὁ ψαλμωδός, ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίδει ζωήν. Καὶ τί ὡραία ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι “ὡς πῦρ εὐφροσύνης, ὡς φῶς εὐωδιάζον, Ἀποστόλων κήρυγμα, εὐαγγέλιον Θεοῦ, πληροφορία καρδίας, Θεοῦ ἐπίγνωσις, τὸ τοῦ Ἰησοῦ ἀγαλλίαμα, εὐφροσύνη ψυχῆς, ἔλεος Θεοῦ, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, χάρις Θεοῦ. Προσευχὴ ἐστιν ὁ Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πάσι” .
Ναί, μέσα εἰς τοὺς αἰώνας ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς εὐχῆς, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὁμιλεῖ εἰς τὸν Θεόν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μὲ αὐτὴν ἐνθουσιάζει τὰ τέκνα της καὶ τὰ θεοποιεῖ. O ἀπόηχός της γεμίζει ὁλόκληρον τὴν κτίσιν καὶ ἡ ἐνέργειά της συνεργεῖ εἰς τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου.
Καὶ τώρα, λοιπόν, τί νὰ εἴπωμεν διὰ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο δώρημα τῆς θείας Χάριτος, τὸ ὁποῖον ἔδωσε καὶ εἰς ἠμᾶς;
Δὶ’ αὐτὸ ἂς ἐρμηνεύσωμεν τὴν ἔννοιαν τῆς εὐχῆς, νὰ ρίψωμεν καὶ μιὰ ματιὰ εἰς τὴν ἱστορίαν της, νὰ ἴδωμεν καὶ μερικᾶς πνευματικᾶς προϋποθέσεις αὐτῆς καὶ ὠρισμένας κοινωνικᾶς ὑποχρεώσεις μας, ἀναγκαίας διὰ τὴν προσευχήν.
Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ ἁγιάζουν τὸ ὄνομά Του- π.χ. εἰς τὸν Ἠσαΐαν ἀναφέρει ὅτι, “δὶ’ ἐμὲ ἁγιάσουσι τὸ ὄνομα μού”. Ὀκτακόσια χρόνια πρὸ τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου αὐτοῦ λέγει: Θὰ μοῦ ἀποδίδουν δόξαν καὶ θὰ μὲ ὁμολογοῦν ὡς μόνον ’Ἅγιον, ἐπικαλούμενοι τὸ ἄστεκτον καὶ ὑπερύμνητον ὄνομά μου. H θεϊκὴ αὐτὴ προσφώνησις εἶναι προσευχή, ἁγιασμός, δόξα καὶ προσκύνησις τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ἐν ὀνόματι αὐτοῦ καυχώμεθα, ἐξομολογούμεθα Αὐτῶ, δὶ’ Αὐτοῦ λυτρούμεθα, δὶ’ Αὐτοῦ σωζόμεθα, ἐν Αὐτῶ ἀγαλλιώμεθα, διότι ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἐκεῖ καὶ ἡ παρουσία Του.
Καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ὁ Κύριος ἐζήτει νὰ κάνωμεν τὰς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Θεὸν ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ, τοῦ Χριστοῦ. O δὲ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἐνθυμεῖσθε, λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἐχάρισεν εἰς τὸν Υἱὸν Τοῦ ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ὥστε ἐν τῷ ὀνόματί Του νὰ Τὸν προσκυνῶμεν προσευχόμενοι. Τὴν δὲ προσευχήν μας τὴν θέλει ἀδιάλειπτον.
O ἀποστολικὸς Πατὴρ Ἐρμᾶς, θέλων τόσο πολὺ νὰ εἶναι εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν καρδίαν μας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, λέγει, ὅτι πρέπει νὰ δεθῶμεν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὡσὰν νὰ τὸ ἔχωμε φορέσει ἐπάνω μας καὶ δὲν τὸ βγάζομε ποτέ.
O Μέγας Βασίλειος ἐγνώριζε καὶ ὡμιλοῦσε διὰ τὴν νοερᾶν προσευχήν, διὰ τῶν αὐτῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιοῦμεν καὶ σήμερα- καί, ἔλεγεν, ὅτι εἶναι ἡ καθολικὴ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος φέρεται λέγων- “βοᾶτε ἀπὸ πρωὶ ἕως ἑσπέρας τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἠμάς”.
Ἂς μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικοὺς ἀσκητικοὺς Πατέρας, οἱ ὁποῖοι δὲν τονίζουν τίποτε ἄλλο τόσον, ὅσον συνιστοῦν μοναδικῶς τὴν εὐχήν.
Πολὺ γνωστή μας εἶναι ἡ τριὰς τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ τῆς Κλίμακος τοῦ ἰσαγγέλου, Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου ποὺ σὲ συνεπαίρνει, καὶ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου τοῦ πνευματοδύτου. Ἀναλύουν τὴν προσευχήν, καὶ δὶ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν εἰς τὴν ἔρημον καὶ δὶ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι εἰς μοναστήρια καὶ δὶ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόσμον.
Νὰ ἐνθυμηθῶμεν καὶ τοὺς ἄλλους ἀετούς, τὸν ὅσιον Νεῖλον τὸν ὑπερβάμονα, τοὺς ὁσίους Βαρσανούφιον καὶ Ἰωάννην τοὺς διακριτικωτάτους, τὸν Διάδοχον Φωτικὴς τὸν θαυμάσιον.
Τί νὰ εἴπωμεν καὶ διὰ τὸν Γρηγόριον τὸν Σιναΐτην, ὁ ὁποῖος μετέφερε ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ Σινᾶ τὴν προσευχήν, τὴν ἐζωοποίησε καὶ τὴν ἀνέπτυξεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος τὸν IΔ΄ αἰώνα; Ἀσφαλῶς δέ, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὑπῆρχε καὶ προηγουμένως εἰς τὸ Ὅρος- ἀλλ’ αὐτὸς ἐγύρισε γῆν καὶ οὐρανόν, εἰς τὸ Ὅρος καὶ παντοῦ διὰ νὰ τὴν διαδώση καὶ τὴν κατέστησε προσευχὴν καθημερινήν. Βεβαίως, τὸ Ὅρος καὶ πρὶν οὐδέποτε ἐστερεῖτο ἀθλητῶν τῆς εὐχῆς, κατὰ πρῶτον ζώντων ἀπομεμονωμένως, διότι ὁ ἡσυχασμὸς προεβλήθη ὡς ἡ τελειοτέρα ὁδὸς πνευματικῆς ζωῆς.
Καὶ ποιὸς δὲν γνωρίζει ἀκόμη τὸν περίφημον Μάξιμον τὸν Καυσοκαλυβίτην, τὸν Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν τὸν παμμέγιστον, ὅστις συνέθεσεν ἄριστα τὴν δογματικὴν καὶ πρακτικὴν περὶ νοερᾶς προσευχῆς ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, τὸν ἅγιον Κάλλιστον, τὸν Ἰσίδωρον καὶ τὸν Φιλόθεόν τους Πατριάρχας, καὶ ἄλλους πολλούς, ὅπως οἱ Θεοληπτος Φιλαδελφείας, Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι κ.α., οἱ ὁποῖοι καὶ θεωρητικῶς καὶ πρακτικῶς ἔζησαν, ἐφήρμοσαν καὶ ἔγραψαν περὶ τῆς προσευχῆς;
Ώ, τί νὰ ξεχωρίσωμεν ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ ἔγραψε καὶ ἔζησεν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νέος αὐτὸς μυσταγωγὸς εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὸ πατερικὸν φρόνημα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ κόσμου; Τὸ Ἐγχειρίδιόν του καὶ ἡ Φιλοκαλία εἶναι πλέον κλασσικοὶ ὁδηγοὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
Ἂς ὑπάγωμεν τώρα καὶ εἰς μίαν Μονήν.
Γνωρίζομεν ὅτι εἰς τὸ Μοναστήρι εἶναι μία ἀδιάλειπτος σύναξις τῆς ἀδελφότητος καὶ ὁλοκλήρου της καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπῆρχαν Μοναστήρια, ἂν δὲν ἤσαν, ὄντως, μία καθ’ ἡμέραν καὶ κατὰ νύκτα σύναξις. Δὶ’ αὐτὸ καὶ τὸ κέντρον τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ καθημερινὴ λατρευτικὴ ζωή, καὶ μάλιστα ἡ Θεία Λειτουργία.
Ἐκεῖ ὁ μοναχὸς προσοικειοῦται καὶ ἀφομοιώνει τὸ μαρτυρικόν, ἀσκητικὸν καὶ λειτουργικὸν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα τὸν διαποτίζουν καὶ γίνονται προσωπικὰ τοῦ βιώματα.
Συναθροίζονται οἱ μοναχοὶ εἰς τὸν Ναὸν γνωρίζοντες, ὅτι δὲν εἶναι μόνοι, ἀλλὰ μεθ’ ὅλων τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων, δοξάζοντες τὸν Θεὸν καὶ τιμῶντες τὸν Ἅγιον ἡ τὴν ἑορτήν. H Θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ ὅλη λατρευτικὴ συναγωγὴ τοὺς προσφέρει μίαν βαθείαν αἴσθησιν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ αὐτοὶ κοινωνοὶ Αὐτοῦ μυστηριακῶς κατὰ Θείαν ἐνέργειαν. Καὶ ὅσον ἀόρατος εἶναι ὁ Θεός, κατ’ ἀναλογίαν καὶ τόσον ἀληθεστέρα εἶναι ἡ μυστικὴ κοινωνία καὶ ἡ ἐντρύφησις.
H τοῦ Θεοῦ αὔτη κοινωνία, ἐν τὴ λατρεία, ποὺ εἶναι πρωταρχική, συνεχίζεται ἐν τῷ κελλίω καὶ ὅπου ἀλλαχοῦ διὰ τῆς εὐχῆς. Διότι ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία προσευχή. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐκαθήμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ νὰ ὁμιλῶμεν εἰς τὸν Θεόν, ἂν ἦτο μόνον αὐτό, ἀφοῦ ἀκούει ὁ Θεὸς ἀκόμη καὶ τὰ σπλάχνα μας, ὅταν κινοῦνται. Καλὸν αὐτό, ἀλλ’ ἔτι πλέον εἶναι ἡ εὐχὴ βρῶσις τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ παρόντος ἐν τὴ μνήμη καὶ ἐπικλήσει τοῦ Θείου καὶ φρικτοῦ καὶ γλυκυτάτου ὀνόματός Του. Εἶναι καὶ πόσις μεθυστικοῦ γλεύκους τῆς Χάριτος, ποὺ καθιστὰ τὸν ἄνθρωπον μετάρσιον. Ὅλος ὁ Χριστὸς προσλαμβάνεται καὶ εὐρισκόμεθα ἠμεῖς ἀντανακλῶντες τὰς ἰδιότητας τοῦ Θεοῦ, θεοὶ ἐκ Θεοῦ θεούμενοι, φωτιζόμενοι καὶ μυστικῶς ἐνεργούμενοι.
O μοναχὸς διὰ τῆς νοερᾶς αὐτῆς “λειτουργίας”, ὡς λέγουν οἱ ὅσιοι Πατέρες, “ἀληθῶς μάννα διὰ παντὸς ἐσθίει πνευματικόν”. Τοῦτο εἶναι πλήρωσις, “πλεῖον ὦδε” ἀπὸ τὸ “μάννα”, ποὺ συμβολικῶς καὶ προτυπωτικῶς ἔρριχνε ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ νὰ ζήσουν μὲ αὐτό. Τὸ ὠνόμασαν “μάννα”, ποὺ σημαίνει: Δὲν καταλαβαίνω τί πράγμα εἶναι αὐτό. Ἔτσι καὶ ἠμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ λέγωμεν: Τί μεγάλο γεγονὸς εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή, ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ, αὐτὴ ἡ μυστικὴ μετάληψις τοῦ Χριστοῦ μας ἀνὰ πάσαν στιγμήν, ὅπως τότε ἐπιπτον ἐξ οὐρανοῦ αἳ νιφάδες τοῦ “μάννα” καὶ ὁ λαὸς ἤσθιε καὶ ηὐφραίνετο.
Ἑπομένως βασικὴ προϋπόθεσις νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἡ πίστις ὅτι αὔτη εἶναι ἀληθὴς Θεοῦ κοινωνία καὶ βάθρον θεώσεως διὰ τῶν θείων ἐνεργημάτων τοῦ ἀπροσλήπτου Κυρίου, ὅστις δῖ’ αὐτῶν κατέρχεται ἐφ’ ἠμᾶς καὶ ἐνοῦται μεθ’ ἠμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. O ἴδιος ὁ σαρκωθεῖς Λόγος, ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, Αὐτὸς ποὺ εἰς τὸ ἓν δακτυλάκι τοῦ ἠμπορεῖ νὰ κρατάη ὅλον τὸν ντουνιά, Αὐτὸς κρατεῖται ἀπὸ ἠμᾶς! Καὶ εἰσέρχεται ἐν ἠμὶν καὶ συνδιατρίβει καὶ ἐμπεριπατεῖ μέσα μας. Ὅπως εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος, ὅταν ἤγρευσαν οἱ Μαθηταὶ πλῆθος ἰχθύων, εἶπεν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν Πέτρον “ὁ Κύριος ἐστιν”, οὕτω καὶ ἠμεῖς, ὅταν ἀπλώνωμεν τὰ δίκτυα τῆς προσευχῆς, ἠμποροῦμεν νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν “ὁ Κύριος ἐστι” μετὰ πλήρους πεποιθήσεως, διότι μᾶς τὸ βεβαιοὶ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός. Νάτος! Παρών, ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Διὰ νὰ φωταγωγῆται ὅμως καὶ νὰ λαμπρύνεται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ὁ πιστὸς μὲ τὴν εὐχήν, πρέπει νὰ προσέχη ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ βίος τοῦ ἀνάλογος μὲ τὴν ζωὴν ποὺ ἁρμόζει εἰς τὸν Θεόν. Ἀφοῦ θέλει τὸν Θεόν, πρέπει νὰ ζῆ θεοπρεπῶς. Νὰ ἐπιδιώκη νὰ ξεφύγη μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην μιζέρια καὶ τὴν κακομοιριά, νὰ ἐνδυναμώνη τὸν ἑαυτὸ τοῦ διὰ τῆς θείας δυνάμεως, νὰ ἀσκῆται, νὰ γίνεται σκεῦος χωρητικὸν τῶν θείων χαρισμάτων. Ἀκόμη, νὰ ἐπιθυμῆ τὴν κάθαρσίν του ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας, πληροφορούμενος ἀπὸ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὅτι αὐτὸ εἶναι κατορθωτόν. Μὲ τὴν ἔμπρακτον θέλησίν του καὶ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ νὰ φέρεται πρὸς τὴν δυνατὴν ἀπάθειαν ὁ ἴδιος, καὶ μάλιστα γινόμενος ὁλονὲν θεοειδέστερος.
Τώρα ἔχομεν ἓν πρόβλημα, προκειμένου νὰ ἀφιερωθῶμεν εἰς τὴν εὐχήν. Εἴμεθα κεκλεισμένοι μέσα εἰς τὰς ἀπασχολήσεις μας, βιαζόμεθα, κουραζόμεθα, ἀπογοητευόμεθα, ζῶμεν μὲ τὸ ἄγχος, δὲν κατορθώνομεν νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι ἀπὸ λογισμούς, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ τρικυμίας. Διὰ νὰ ὑπνώσωμεν ταλαιπωρούμεθα, διὰ νὰ εἴμεθα χαρούμενοι πρέπει νὰ παίζωμεν κιθάρα ἡ νὰ εὔρωμεν μίαν διασκέδασιν. Δὲν εἶναι ζωὴ αὐτή! Μᾶς κουράζει καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ προσευχώμεθα ὅσον καὶ ὅπως θέλομεν.
Δὶ’ αὐτὸ βεβαιοῦν οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ δροσίζουν τὴν ψυχὴν καὶ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ “ρώννυσι τὴν ψυχήν, καθὼς ὁ οἶνος τὸ σώμα”.
O λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει εἰς τὴν Γραφὴν καὶ εἰς τοὺς ἁγίους Πατέρας. Ὅταν μελετῶμεν τοιαῦτα βιβλία, καὶ μάλιστα, ἀσκητικῶν Πατέρων, ὅταν εἴμεθα εἰς τὴν ἐργασίαν μᾶς προσεκτικοί, ὅταν κοπιάζωμεν εἰς τὴν ζωὴν μὴ σπαταλῶντες τὰς δυνάμεις μας, ἀλλὰ δίδοντες αὐτὰ εἰς τὸ καθημερινόν μας καθῆκον, ὅταν οὕτω πὼς ἡ ζωὴ ἠμῶν εἶναι μία ἄσκησις καθημερινή, τότε αὐτὴ ἡ ἄσκησις καὶ ἡ μελέτη προλειαίνουν τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ καθίσταται ἱκανὴ νὰ ἀναβαίνη πρὸς τὰ ἄνω.
Διὰ νὰ προσεύχεσαι πρέπει νὰ ἔχης ἓν στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ καλλιεργῆς. Ὅπως προσέχωμεν τὴν ὑγείαν τοῦ σώματός μας, ἔτσι νὰ προσέχωμεν καὶ τὴν ὑγείαν τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ εἴμεθα χαρούμενοι. Ὅταν συνηθίζωμεν νὰ προσευχώμεθα, μᾶς χαρίζεται ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ περισσότερον ἀκόμη. Ἂν προσευχόμενος θλίβεσαι, ἂν βαρυθυμῆς, κάτι μέσα σου δὲν πηγαίνει καλά. Νὰ τὸ κυττάξης, νὰ δώσης προσοχήν, διότι ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνθρώπου ἐπιδρᾶ πολύ.
Ἴδετε τί ὡραία ποὺ λέγεται περὶ τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Βατοπαιδινοῦ, ὅστις ὑπέστη τὰ πάνδεινα- ὅτι οὗτος “ἢν τὴν ἔντευξιν ἰλαρώτατος καὶ τὴν ὄψιν ἤδιστος καὶ χαριέστατος”. Εἰς τὰς συναναστροφᾶς τοῦ τὸ χαμόγελόν του ἦτο φαιδρότατον, γλυκύτατον τὸ πρόσωπόν του καὶ ὁλόκληρος πλήρης χάριτος. Πόσον μᾶλλον ἦτο εἰς τὴν ἀναστροφήν του μὲ τὸν Θεόν, εἰς τὴν προσευχήν του ὡς ἥλιος φωτεινός!
Ἕνας ἄλλος δὲ ἀσκητικὸς Πατήρ, ὁ ὅσιος Νεῖλος, σημειώνει πολὺ ὄμορφα: “Προσευχὴ ἐστι χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας προβλημα”. Θέλεις νὰ γνωρίσης, ἐὰν ἡ προσευχή σου εἶναι ἀληθινὴ καὶ ταπεινή; Παρατήρησε- προβάλλει ἡ ἀγαλλίασις, ἀναδίδεται εὐχαριστία ἐκ καρδίας; Καὶ “ὅταν παριστάμενος εἰς προσευχήν, ὑπὲρ πάσαν ἄλλην χαρὰν γενήση, τότε ἀληθῶς εὔρηκας προσευχήν”.
H προσευχή, ἑπομένως, εἶναι χαροποιός. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ ἔχωμεν καὶ τὸν ἀγῶνά μας κατὰ τῆς ἁμαρτίας, κατὰ τῶν παθῶν. Οὔτε αὐτὸ νὰ μᾶς καταθλίβη, ἀφοῦ παρεδώσαμεν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ζωήν μας. Ὅμως ὁ ἀγὼν εἶναι ἀναγκαῖος, διὰ νὰ εὐλογῆται ἡ ζωή μας. Ἂν θέλωμεν νὰ τὸ ἐπιτύχωμεν, νὰ μὴ κρατῶμεν ἐντὸς ἠμῶν καμμίαν πικρίαν ἐναντίον ἑτέρου, νὰ μὴ ἀναμειγνυώμεθα εἰς τὴν ζωὴν κανενὸς ἀνθρώπου, νὰ μὴ ἑξαναγκάζωμεν κανένα, νὰ μὴ πληγώνωμεν, νὰ μὴ τὸν στενοχωρῶμεν, οὔτε νὰ στενοχωρούμεθα ἀπὸ τὸν ἄλλον. Νὰ εἶναι αἳ κοινωνικαὶ σχέσεις μᾶς φυσικαὶ καὶ ἀπλαί. Νὰ νιώθωμεν ὅτι οἱ ἄλλοι, πάντες καὶ ἐγώ, εἴμεθα ἓν καὶ τὸ αὐτό, θεωροῦντες “ἕνα ἑαυτὸν μετὰ παντων”, χωρίς, βεβαίως, νὰ ἀλλοιούμεθα εἰς τὸ φρόνημα ἡ νὰ ἐκτρεπώμεθα εἰς τὴν ζωήν μας καὶ τὰς ἀναστροφᾶς. Τότε ἡ προσευχὴ εἶναι εὔκολος. Ἀρκεῖ νὰ ἀφήσωμεν τὸν Θεὸν νὰ ἐργάζεται μέσα μας, ὅπως ὁ χωρικὸς ποὺ σπέρνει καὶ περιμένει τὴν βροχούλα τοῦ Θεοῦ.
Ἠμεῖς θὰ ἐνεργῶμεν τὸ ἰδικὸν μᾶς ἀγώνισμα, θὰ μνημονεύωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλοι μὲ τὸ στόμα, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν εἰς τὴν καρδίαν, ἄλλοι ὅπως τοὺς δίδει ἡ θεία Χάρις, ὅταν τοὺς ἐπισκέπτεται, ὅποτε ἀστράπτει τὸ πνεῦμα τους καὶ κραυγάζοντας συναντάει τὸν Θεόν.
Ἀσφαλῶς ἀξίζει νὰ δίδωμεν χρόνον πολύν, ὅσον δυνάμεθα, ὥστε νὰ ἐφαρμόζωμεν τὸ πατερικὸν λόγιον “ἀναγκασον ἑαυτὸν εὐχᾶς πολλᾶς ποήσαι”, ἀφήνοντας τὰ πάντα εἰς τὸν Κύριον. Ἀλλ’ ἔστω καὶ μίαν εὐχὴν ἂν εἴπωμεν, καὶ τοῦτο ἔχει ἀξίαν μεγάλην. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ “πάσα εὐχή, ἢν προσφέρεις ἐν τὴ νυκτί, πασῶν τῶν τῆς ἡμέρας πράξεων ἔστω ἐν ὀφθαλμοίς σου τιμιωτέρα”. Καὶ γίνεται ἀκόμη ἀποδοτικωτέρα, ἐὰν τὴν προσφέρωμεν κατὰ τὰς νυκτερινᾶς ὥρας.
Ἄφησε τὰ πάντα εἰς τὸν Θεόν, μᾶς λέγει ὁ ἴδιος εἰς κάθε ἕνα. Κᾶνε τὸ ἔργον σου καὶ ὁ νοῦς σου εἰς τὴν εὐχήν! Καὶ διάλεξε καλὸν ὁδηγόν, χειραγωγὸν εἰς Χριστόν.
Πρέπει ὅμως νὰ ὑπογραμμίσωμεν, ὅτι εἰς τὸ θέμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὰ πάντα ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί, ἑπομένως, ἠμποροῦμεν νὰ εἴμεθα ἥσυχοι.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μυροδοχεῖον. Τὸ ἀνοίγεις, τὸ γέρνεις καὶ χύνεται τὸ μύρον, πληροῦται εὐοσμίας ὁ τόπος. Βοᾶς τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ” καὶ ἀναδίδεται ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαμβάνεις “ἀρραβώνα Θείου Πνεύματος”. Διότι “τὸ ἅγιον Πνεῦμα συμπάσχον ἠμὶν ἐπιφοιτὰ” καὶ “προτρέπεται εἰς ἔρωτα πνευματικῆς προσευχής”. Καί, μάλιστα, προσεύχεται καὶ αὐτό, ἀντὶ δὶ’ ἠμᾶς ποὺ ξεχνούμεθα καὶ ἀναλαμβάνει τὰ ὑστερήματά μας, τὰς ἀκαθαρσίας ἠμῶν, τὴν πτωχείαν τῆς ὑπάρξεώς μας. Διότι εἴμεθα ἕκαστος ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν προσευχώμεθα γινόμεθα ἱερουργοὶ τοῦ μεγάλου μυστηρίου. Δὶ’ αὐτὸ λέγει πολὺ-πολὺ ὄμορφα ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας: “Πάρε ἕνα θυμιατὸ νὰ θυμιάσης, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἐδῶ εἰς τὴν καρδίαν σου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀνατέλλει τὸ ?Κύριε Ἰησοῦ ΧριστέΣ”. Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ λέγει- “ὅταν ἀκούωμεν κανένα θυμιατὸ νὰ κτυπάη, ἂς ἐνθυμούμεθα ὅτι ναὸς εἴμεθα ἠμεῖς, καὶ ἂς νιώθωμεν νοερῶς ὅτι θυμιάζομεν τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι μέσα εἰς ἠμᾶς, καί, ἔτσι, νὰ προσκυνῶμεν ταύτην τὴν σκηνὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”.
Σκεφθῆτε, μέσα μᾶς εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ, ἡ κατοικία Του, ὅπου “τὸν ἀσώματον ἐν σώματι περιορίζομεν”, δὶ’ ὁ καὶ μέσα μᾶς ἐπιτελεῖται μία “τῶν ἐπουρανίων προσκύνησις”. Μαζί Του εἶναι καὶ ὅλοι οἱ ὁμογάλακτοί μας Ἅγιοι, ποὺ ἐθήλασαν ἀπὸ τὸν μαστὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἰδικοὶ μᾶς ἀδελφοὶ καὶ φίλοι, ποὺ μᾶς περιμένουν, μᾶς ἀγαποῦν καὶ μᾶς καθιστοῦν μακαρίους, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης Ἠσαΐας- “μακάριος ὃς ἔχει οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ”, εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐνθυμεῖσθαι αὐτὸ ποῦ ἔλεγεν ὁ Χριστός; “Eισί τινὲς τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου, ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυίαν ἐν δυνάμει”. Αὐτὸ ἐφαρμόζεται καὶ εἰς ἠμᾶς. Τὸ Πνεῦμα μᾶς ἀξιώνει, ὅταν προσευχώμεθα, νὰ κατανοῶμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζῶμεν τὰ μυστήρια αὐτά. Καὶ φθάνουν οἱ ’Ἅγιοι νὰ γνωρίζουν τὸν Χριστόν, Αὐτὸν διὰ τὸν ὁποῖον λέγουν, ὅτι κανεὶς δὲν Τὸν βλέπει καὶ κανεὶς δὲν Τὸν ἠξεύρει. Καὶ ὅμως! Διὰ τῆς προσευχῆς κατανοοῦμεν “τὸ ἀπερινόητον καὶ τὸ ὑπερφαὲς περιεχόμενον τοῦ Θεοῦ μας”, ἀφοῦ ἡ τοῦ Πνεύματος Χάρις πάσης πηγῆς ἀναβλύζει, δὶ’ ἢς καὶ τὸ ἄρρητον κάλλος τοῦ Θεοῦ μᾶς διδάσκει.
Καὶ ἂν ἠμεῖς δὲν φθάσωμεν ἐκεῖ, πάλιν θὰ μᾶς φέρη ἡ εὐχὴ εὐλογίας, παρηγορίαν, εὐχαρίστησιν, συγχώρησιν, σωτηρίαν, “ἐκάστω ὡς συμφέρει”.
Τέλος, ἂς ἴδωμεν καὶ πῶς βιοῦται ἐν Ἁγίω ’Ὀρει ἡ προσευχή.
Λέγει ἕνας ἀσκητὴς ἁγιορείτης (δὲν λέγω τὸ ὄνομά του, διότι ζῆ): “’Ἄχ! εἰκοσιτέσσαρες ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρον δὲν μοῦ φθάνουν νὰ προσεύχωμαι!” Νιώθετε, τί προσευχὴ κάνει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Ἀντιλαμβάνεσθε πόσον ἔχει ἡδύτητα, ἐφ’ ὅσον τὰ μάτια του καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ νοερῶς στρέφονται ὁλονὲν πρὸς τὸν Θεόν; ’Ὁποῖος δοκιμάση τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι θὰ λέγη καὶ αὐτός.
Ναί, προσεύχονται εἰς τὸ ’Ἅγιον ’Ὅρος, μέσα εἰς τὰ Μοναστήρια καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ Μοναστήρια. Μορφαὶ μεγάλαι ἀνεδείχθησαν τὰ τελευταία χρόνια, ὅπως ὁ Δανιὴλ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ τόσοι ἄλλοι.
’Ἕνας ἰδικὸς μᾶς μοναχός, ποὺ ἐκοιμήθη ἐδῶ καὶ ὀλίγα χρόνια, ὁ γέρο-Ἀρσένιος, ὁ εὐλογημένος, οὔτε νὰ κοιμηθῆ δὲν ἤθελε, ἀλλὰ ἐκρέματο ἀπὸ κάτι σχοινιὰ – κρεμαστήρας – καὶ προσηύχετο ἀκουμβῶν εἰς ἐν ξύλον διὰ νὰ προσεύχεται, ὅπως καὶ πάμπολλοι μοναχοὶ ἐπραττον. ’Ὅταν προσηύχετο καὶ ἔκαμε μετανοίας, κτυποῦσε τὸ κεφάλι τοῦ εἰς τὸ πάτωμα. ’Ἐλεγεν: “Εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν θ’ ἀκούη τὴν προσευχήν μου ὁ Θεὸς- ν’ ἀκούη τουλάχιστον τὰ κτυπήματα τῆς κεφαλῆς μου. H ἁμαρτία μου εἶναι τόση, ποὺ δὲν βγαίνει ἡ εὐχὴ ἀπὸ τὸ λαρύγγι μού”. Καὶ εἶχε μίαν χαράν! Συνεχῶς προσηύχετο. Νὰ ἐβλέπατε τὸ πρόσωπόν του. Ἂν ἐβλέπατε πῶς ἐκοιμήθη, θὰ ἐλέγατε: “Ἀλήθεια, μακάριος ὁ θάνατος ἑνὸς ὀσίου”.
’Ἕνας ἄλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα, μέσα εἰς τὴν ἀκολουθίαν, ὁ νοῦς τοῦ ξέφυγε καὶ ἐπέταξεν ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπῆγεν εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ λαγκάδια, ἀγνάντεψε τὰ δένδρα, τὰ λουλούδια, τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, τὰ βουνά, τὰ νησιά, ἐπεσκόπευσε τὴν γῆν καὶ τὸν οὐρανόν, καὶ εἶδε καὶ ἤκουσεν, ὅτι ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν ἠμποροῦσε νὰ σταθῆ καθόλου- καὶ ἀπὸ τοὺς ὀξυδρόμους ὀφθαλμούς του δὲν ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυα- εἶδε καὶ ἔλεγεν ὅτι ἡ ἄψυχος κτίσις ἐκχέει τὰ δάκρυά της μὲ τὴν δοξολογίαν- “καὶ ἐγώ, ποὺ ἔχω ψυχήν, εἶμαι μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν”.
Εἰς τὸ ’Ἅγιον ’Ὅρος δὲν ἔλειψαν ποτὲ οἱ ἡσυχαστικοὶ καὶ νηπτικοὶ μοναχοί, ἀδιακόπως ἕως σήμερα. Ἂς μνημονεύσωμεν ἐδῶ καὶ τὸν ἅγιον Σιλουανόν, ποὺ ἡ ζωὴ τοῦ ἦτο διαρκῆς καὶ ἀστείρευτος προσευχή.
Τὰ τελευταία χρόνια ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ὁ Γερὸ-Ἰωσὴφ ὁ Σπηλαιώτης, ἀφιέρωσε τὴν ζωὴν τοῦ εἰς τὴν εὐχήν, τὴν ὁποίαν ἐρρόφησε βαθειά, τὴν ἔκανε ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ τὴν ἔζησε μὲ ἐν βίωμα γλυκείας ἐντρυφήσεως τοῦ Παραδείσου. Πολλοὶ καὶ τώρα εἶναι πνευματικά του ἔγγονα.
Ἀπὸ τὸ ’Ὅρος μετεδόθη πανταχοῦ ἡ νοερὰ προσευχή. Ἀπ’ ἐδῶ διέδωσεν ὁ ἁγιορείτης Παΐσιος Βελιτσκόφσκι τὴν εὐχὴν εἰς τοὺς Σλαύους. Ὠσαύτως ὁ π. Σωφρόνιος, ἁγιορείτης καὶ αὐτός, εἰς τὴν Εὐρώπην.
Ἐπέδρασεν ὁ ’Ἀθως καὶ εἰς τὸν ’Ἅγιον Ἀθανάσιον τῶν Μετεώρων, εἰς τὸν ’Ἅγιον Διονύσιον Ὀλύμπου, ποὺ ἐνέπνευσαν πολλοὺς ἄλλους. Δὲν ἀριθμοῦνται. Συμεὼν Μονοχίτων, Ἰάκωβος ὁ Γέρων, ἅγιος Θεωνᾶς, ΚολυβάδεςΙ H εὐχὴ ἔτρεξεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Ἔτσι εἰς τὴν Ρωσίαν ἔχομεν ’Ἅγια ’Ὅρη! Καὶ εἰς τὴν Σερβίαν ἔχομεν ’Ἅγια ’Ὅρη! ’Ὁπού καὶ ἂν πάη κανείς. Σήμερον ἔχομεν καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην Μοναστήρια ἀπὸ ἁγιορείτας, οἱ ὁποῖοι τί ἄλλο κάνουν, ἀπὸ τὸ νὰ διαδίδουν τὴν νοερᾶν προσευχὴν ὅσον δύνανται.
Τί θὰ ἦτο, ἀγαπητοί μου, ἡ ζωή μας χωρὶς τὴν προσευχὴν αὐτήν;
Καὶ τί εἶναι ὁλόκληρος ὁ κόσμος χωρὶς τὴν εὐχήν;
Μία καρδιὰ ποὺ δὲν ἔχει τὴν προσευχὴν αὐτήν, μοῦ φαίνεται, ὅτι ὁμοιάζει μὲ μίαν νάϋλον σακκούλα, ποὺ βάζεις τώρα κάτι μέσα, ἀλλὰ ποὺ θὰ σχισθῆ γρήγορα καὶ θὰ τὴν πετάξης.
Ἐκεῖνο ποὺ νοηματίζει τὴν ζωὴν ὅλην καὶ τὴν ὕπαρξίν μας, διότι δίδει τὸν Θεόν, εἶναι ἡ προσευχή μας.
Λέγουν, ὅτι θὰ ἔλθη ἡ συντέλεια τῆς ζωῆς, ὅταν σταματήσουν νὰ προσεύχωνται οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ προσεύχωνται; Ὄχι, διότι πάντοτε θὰ ὑπάρχουν οἱ ἀγαπῶντες τὸν Κύριον. Καὶ ὅσον τοιαῦται ψυχαὶ ὑπάρχουν, δὲν θὰ χαθῆ ὁ κόσμος. H προσευχὴ ἡ ἀδιάλειπτος τὸν ποτίζει μυστικά.
Ἀντιθέτως κάποτε θὰ ἀνακαινισθῆ ὁ κόσμος καί, ὅπως ἕως τώρα συνώδινε καὶ συνωδίνει μετὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τὴν φθορὰν τῆς φύσεως, τότε ποὺ θὰ γίνη καινὴ γῆ καὶ καινοὶ οὐρανοί, θὰ συναγάλλεται ἐπὶ τὴ αἰωνίω εὐφροσύνη καὶ δόξη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέσα εἰς τὴν θεϊκὴν φωτοχυσίαν.
Πηγή: http://ahdoni.blogspot.com/2011/02/blog-post_7276.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου