
Στὴν ἐποχὴ μᾶς σπανίζουν τὰ παλληκάρια. Οἳ ἄνθρωποι εἶναι νερόβραστοι.
Γι' αὐτό, Θεὸς φυλάξοι, ἂν γίνη ἕνας πόλεμος, ἄλλοι ἀπὸ φόβο θὰ πεθάνουν, ἄλλοι θὰ μείνουν στὸν δρόμο ἀπὸ μιὰ μικρὴ ταλαιπωρία, γιατί συνήθισαν στὴν καλοπέραση...
...Ὅταν δὲν ὕπαρχη στὸν ἄνθρωπο ὃ Χριστός, πῶς νὰ ὕπαρχη αὐτὴ ἢ παλληκαριά; Σήμερα οἱ ἄνθρωποι χωρὶς Χριστὸ χτίζουν τὴν ζωή τους στὰ μπάζα.
Οἱ κακοὶ εἶναι φοβητσιάρηδες, ἄνανδροι, θρασύδειλοι· φοβοῦνται καὶ τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς ἄλλους, γι' αὐτὸ ρίχνουν συνέχεια ἀπὸ φόβο...
Τότε μὲ τὸν ἀνταρτοπόλεμο, ὅταν ὑπηρετοῦσα στὸν στρατό, εἴχαμε πάει μιὰ φορὰ σὲ ἕνα χωριό. «Δὲν εἶναι ἐδῶ κανεὶς ἀπό τους συμμορίτες, μᾶς εἶπαν ἔχουν φύγει ὅλοι. Μόνο μιὰ... τρελλὴ γυναίκα ἔμεινε». Ἕνας λοιπὸν τὴν εἶδε ἀπὸ μακριὰ καὶ ἔρριξε μιὰ-δυὸ ριπὲς μὲ τὸ ὁπλοπολυβόλο!
Ἢ καημένη φώναξε «τί σᾶς ἔκανα;», καὶ ὕστερα ἔπεσε κάτω.
- Ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ τὸ ἔκανε;
- Ναί, ἀπὸ τὸν φόβο του. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος θέλει τὴν εὔκολη λύση γιὰ τὸν ἑαυτό του. Γιὰ νὰ ἐΐναι σίγουρος, λέει: «Καλύτερα νὰ τὸν ξεκάνω τὸν ἐχθρό». Ὃ λιγώτερο φοβητσιάρης εἶναι καὶ λιγώτερο κακός. Θὰ κοιτάξη νὰ τὸν ἀχρηστέψη τὸν ἐχθρό, νὰ τοῦ σπάση λ.χ. τὸ πόδι, τὸ χέρι· δὲν θὰ τὸν ξεκάνη.
Ἄλλο ἀνδρισμός, λεβεντιά, καὶ ἄλλο κακότητα, ἐγκληματικότητα. Δὲν εἶναι ἀνδρισμὸς νὰ πιάνης τοὺς ἐχθρούς, τοὺς αἰχμαλώτους, καὶ νὰ τοὺς σφάζης.
Ἀνδρισμὸς θὰ πῆ νὰ πιάσω τὸν ἐχθρό, νὰ τοῦ σπάσω τὸ ντουφέκι καὶ μετὰ νὰ τὸν ἀφήσω ἐλεύθερο. Ὃ πατέρας μου ἔτσι ἔκανε.
Ὅταν ἐπίανε τοὺς Τσέτες[1] ποῦ ἔκαναν ἐπιδρομὲς στὰ Φάρασα, ἔπαιρνε τὰ ντουφέκια τους, τὰ ἔσπαζε καὶ τοὺς ἔλεγε: «Εἶστε γυναῖκες· δὲν εἶστε ἄνδρες». Ὕστερά τους ἄφηνε ἐλεύθερους.
Μιὰ φορὰ ντύθηκε χανούμισσα, πῆγε στὸ λημέρι τους καὶ ζήτησε τὸν καπετάνιο.
Προηγουμένως εἶχε συνεννοηθῆ μὲ τὰ παλληκάρια του, νὰ ἐπιτεθοῦν ἀμέσως μετὰ τὸ σύνθημα ποῦ θὰ τοὺς ἔδινε.
Ὅταν οἱ Τσέτες τὸν πῆγαν στὸν καπετάνιο, τοῦ εἶπε: «Διῶξε τοὺς ἄνδρες σου, γιὰ νὰ μείνουμε μόνοι μας». Μόλις ἔμειναν οἱ δυό τους, τοῦ ἅρπαξε τὸ ντουφέκι, τὸ ἔσπασε καὶ τοῦ εἶπε: «Τώρα ἐσὺ εἶσαι γυναίκα· ἐγὼ εἶμαι ὃ Ἔζνεπιδης[2]». Ἔδωσε τότε τὸ σύνθημα, ὅρμησαν τὰ παλληκάρια του καὶ ἐδίωξαν τοὺς Τσέτες ἀπὸ τὸ χωριό.
Γιὰ νὰ κάνη κανεὶς προκοπή, πρέπει νὰ ἔχη παλαβὴ φλέβα, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Ἀνάλογα πῶς θὰ ἀξιοποίηση τὴν παλαβὴ φλέβα, θὰ γίνη ἢ ἅγιος ἢ ἥρωας. Ἂν ὅμως δὲν βοηθηθῆ καὶ παρασυρθῆ, μπορεῖ νὰ γίνη ἐγκληματίας.
Ἕνας ποῦ δὲν ἔχει παλαβὴ φλέβα δὲν μπορεῖ νὰ γίνη οὔτε ἅγιος οὔτε ἥρωας. Γι' αὐτὸ χρειάζεται νὰ πάρη μπρὸς μέσα μας ἢ μηχανή, νὰ δούλεψη ἢ καρδιά, ἢ παλληκαριά. Ἢ καρδιὰ πρέπει νὰ παλαβώση. Γνωρίζω πολλοὺς στρατιωτικοὺς ποῦ ἀποστρατεύθηκαν καὶ εἶναι ὅλο σκασίλα
Μερικοὶ θέλουν νὰ γίνη πόλεμος, γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦν - τόσο πολύ! -ἐνῶ ἄλλος, μόλις τὸν καλοῦν γιὰ ἐπιστράτευση, τρέμει ἢ ἄλλος κάνει τὸν τρελλό, γιὰ νὰ μὴν ὑπηρέτηση. Πόσοι ἀπόστρατοί μου λένε ὅτι θέλουν νὰ πᾶνε ἐπάνω στὴν Βοσνία νὰ πολεμήσουν.
Δὲν ἔχουν ἀξιοποιήσει τὴν παλληκαριά τους στὴν πνευματικὴ ζωή, γι' αὐτό, ὅταν ἄκουν γιὰ πόλεμο, χαίρονται νὰ πᾶνε νὰ πολεμήσουν. Αὐτοὶ ποῦ ἔχουν τόση δύναμη, ἂν ἐΐχαν γνωρίσει τὴν πνευματικὴ ζωή, ξέρεις τί ἄσκηση, τί ἀγῶνες θὰ ἔκαναν; Ἅγιοι θὰ ἦταν.
«Τί παλληκαριὰ ὑπῆρχε παλιὰ»
- Γέροντα, μιὰ φορὰ μᾶς εἴχατε πεῖ κάτι γιὰ τὴν γιαγιά σας...
- Ἢ γιαγιά μου εἶχε πολλὴ παλληκαριά. Εἶχε πάντοτε μαζί της γιὰ ἀσφάλεια ἕνα γιαταγάνι! Βλέπεις, χήρα γυναίκα ἦταν, μὲ δυὸ παιδιά, πῶς νὰ τὰ βγάλη πέρα μὲ τοὺς Τούρκους!
Δύσκολα χρόνια!... Τὴν φοβόνταν ὅλοι. Παλληκάρι! Μιὰ φορὰ ἕνας κλέφτης εἶχε πάει νὰ κλέψη σὲ ἕνα ἀμπέλι ποῦ ἦταν κοντὰ στὰ μνήματα. Γιὰ νὰ τὸν φοβηθοῦν, φόρεσε ἕνα πουκάμισο ἄσπρο μέχρι κάτω. Ὕστερα μπῆκε στὰ μνήματα, ἔτσι ὅπως ἦταν μὲ τὸ ἄσπρο πουκάμισο, καὶ γύριζε ἐκεῖ μέσα.
Τότε ἔτυχε νὰ περάση ἀπὸ τὰ μνήματα ἢ γιαγιά μου.
Ὃ κλέφτης, μόλις τὴν εἶδε, ξάπλωσε κάτω καὶ ἔκανε τὸν πεθαμένο, γιὰ νὰ τὴν φοβερίση, νὰ νομίση ὅτι εἶναι βρυκόλακας.
Ἐκείνη ὅμως τὸν πλησίασε καὶ τοϋ εἶπε: «Ἐσένα, ἂν ἤσουν καλὸς ἄνθρωπος, θὰ σὲ εἶχε λειώσει τὸ χῶμα»! Γυρίζει μετὰ τὸ γιαταγάνι ἀπὸ τὴν ἀνάποδη καὶ ἀρχίζει νὰ τὸν δέρνη. Τὸν εἶχε σακατέψει. Οὔτε ἤξερε ποιὸς ἦταν.
Ὕστερα ἄκουσε στὸ χωριὸ ὅτι ὃ τάδε εἶναι σακατεμένος καὶ ἔτσι ἔμαθε ποιὸς ἦταν.
Στὴν ἐποχὴ μᾶς σπανίζουν τὰ παλληκάρια. Οἳ ἄνθρωποι εἶναι νερόβραστοι. Γι' αὐτό, Θεὸς φυλάξοι, ἂν γίνη ἕνας πόλεμος, ἄλλοι ἀπὸ φόβο θὰ πεθάνουν, ἄλλοι θὰ μείνουν στὸν δρόμο ἀπὸ μιὰ μικρὴ ταλαιπωρία, γιατί συνήθισαν στὴν καλοπέραση. Παλιά, τί παλληκαριὰ εἶχαν!
Στὴν Μονὴ Φλαβιανῶν, στὴν Μικρὰ Ἀσία, εἶχαν πιάσει οἱ Τοῦρκοι ἕναν ἄνδρα καὶ τὸν ἔσφαξαν. Μετὰ εἶπαν στὴν γυναίκα του: «Ἢ θὰ ἄρνηθης τὸν Χριστὸ ἢ θὰ σφάξουμε καὶ τὰ παιδιά σου». «Τὸν ἄνδρα μου, τοὺς λέει ἐκείνη, τὸν πῆρε ὃ Χριστός, τὰ παιδιά μου τὰ ἐμπιστεύομαι στὸν Χριστὸ καὶ ἔγω τὸν Χριστὸ δὲν Τὸν ἀρνοῦμαι».
Τί παλληκαριά! Ὅταν δὲν ὕπαρχη στὸν ἄνθρωπο ὃ Χριστός, πῶς νὰ ὕπαρχη αὐτὴ ἢ παλληκαριά; Σήμερα οἱ ἄνθρωποι χωρὶς Χριστὸ χτίζουν τὴν ζωή τους στὰ μπάζα.
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἦταν καὶ οἳ μητέρες παλληκάρια καὶ τὰ παιδιὰ παλληκάρια. Στὴν Κόνιτσα, θυμᾶμαι, μιὰ γειτόνισσα ποῦ ἦταν σὲ ἐνδιαφέρουσα πῆγε μόνη της μιάμιση ὥρα μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη στὸ χωράφι καὶ τσάπιζε καλαμπόκια.
Ἔκεϊ γέννησε τὸ παιδάκι, τὸ πῆρε στὴν ποδιά της καὶ γύρισε στὸ χωριό. «Ἔχω καὶ μωράκι», μᾶς εἶπε περνώντας ἀπὸ τὴν πόρτα μας. Ἦταν καὶ Κατοχή, δύσκολα χρόνια.
Τώρα ὑπάρχουν γυναῖκες ποῦ ἀπὸ φόβο κάθονται ἔξι- ἕπτα μῆνες ξαπλωμένες, γιὰ νὰ γεννήσουν ἕνα παιδί. Ἄλλο ἐκεῖνες ποῦ ἔχουν λόγους ὑγείας.
1. Τοῦρκοι ἀντάρτες.
2. Τὸ ἐπώνυμο τοΰ Γέροντα.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς σελίδες 213 -216 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
πηγή:Ἀναβάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου