Ὕμνος
Ποιὸς εἶναι ὁ μοναχὸς καὶ ποιὰ ἡ ἐργασία του καὶ σὲ ποιὸ ὕψος θεωρίας αὐτὸς ἔφθασε
Ὁ μοναχὸς ποὺ εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ μιλᾶ συνεχῶς μόνο μὲ τὸν Θεό,
βλέποντας βλέπεται, ἀγαπώντας ἀγαπᾶται
καὶ φῶς γίνεται λαμπόμενος ἀρρήτως δοξαζόμενος νομίζει ὅτι περισσότερο φτωχαίνει καὶ ὅσο οἰκειοῦται τόσο ξένος νομίζει ὅτι εἶναι.
Ὢ ξένο καὶ ἄφραστο θαῦμα σὲ ὅλους!
Εἶμαι φτωχὸς γιὰ τὸν ἄπειρο πλοῦτο
καὶ κατέχω πολλὰ μὴν ἔχοντας τίποτε
καὶ λέγω· Διψῶ γιὰ πολὺ νερὸ
καὶ ποιὸς θὰ μοῦ δώσει, ὅ,τι ἔχω πλουσίως,
καὶ ποῦ θὰ βρῶ αὐτὸν ποῦ βλέπω κάθε μέρα;
Καὶ πῶς θὰ κρατήσω, αὐτὸ ποῦ ὑπάρχει μέσα μου;
καὶ στὸν ἔξω κόσμο καθόλου δὲν φαίνεται;
ὅποιος ἔχει αὐτιὰ νὰ ἀκούσει, ἂς ἀκούσει
ἐννοώντας ἀληθινὰ τὰ λόγια ἑνὸς ἀγραμμάτου!
[...]Τὸ σημαντικότερο ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ παράστασή του ἐνώπιόν του Θεοῦ, ἡ προσευχή. Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ οἰκοδομεῖται ἐπάνω στὴν πέτρα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἡ οἰκοδόμηση τῆς αἰώνιας σωτηρίας μὲ βάση τὴν «ἀνθρώπινη ἐπιστήμη» εἶναι μωρία.
Ὁ χῶρος τῆς ἐμπειρικῆς ἐπιστήμης περιορίζεται ἀπὸ τὴν «ἀντικειμενικὴ γνώση» προσδιορισμένων φυσικῶν φαινομένων. Τὸ Εἶναι ὡς Ἀγαθό, Ἀγάπη, Ἐλευθερία, Δημιουργία, Κάλλος, Σοφία χαρακτηρίζει τὸ Πρόσωπο, ποὺ γεννιέται ἄνωθεν στὴν προσευχὴ μᾶς πρόσωπο μὲ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Δημιουργοῦ μας. Ἔξω ἀπὸ τὸν προσωπικὸ αὐτὸ Θεὸ δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει τίποτε. Ἡ δημιουργικὴ θέληση ἀνήκει στὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ ἐμπειρικὴ ἐπιστήμη δὲν μᾶς προσφέρει τὴ γνώση γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἀνήκει ὁλοκληρωτικὰ στὴν ἐν χρόνω καὶ χώρω μορφὴ ὑπάρξεως καὶ εἶναι θνητὴ κατὰ τὴ φύση της. Ἡ ὑπηρεσία της πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα θὰ τελειώσει μαζὶ μὲ τὸ τέλος τῆς γήινης ἱστορίας μας.[...]
Ὁ μοναχὸς κατέχεται ἀπὸ τὴ φλογερὴ ἐπιθυμία νὰ προσλάβει μέσα τοῦ τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, νὰ ὑπερνικήσει τὸν θάνατο, ἡ πνοὴ τοῦ ὁποίου ἀμαυρώνει τὴ ροὴ τοῦ χρόνου. Χαρακτηριστικὸ στὸν μοναχὸ εἶναι νὰ αἰσθάνεται ὅτι ὅλα τὰ πρόσκαιρα χάνουν κάθε νόημα, ὅταν πίσω ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀκολουθεῖ ἡ θεία αἰωνιότητα, στὴν ἀναζήτηση τῆς ὁποίας συγκεντρώνεται ὅλη ἡ ὕπαρξή του. Ώ, ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ καὶ μυστηριώδης διαδικασία! Σὲ προσευχὴ ἄκρας ἐντάσεως τὸ πνεῦμα μᾶς ὑψώνεται στὸν ἀγαπημένο Θεὸ μὲ ταχύτητα ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ταχύτητα τοῦ φωτός. Εἶναι ἔτσι δημιουργημένο (τὸ πνεῦμα μας), ὥστε σὲ μία στιγμὴ νὰ διεισδύει καὶ νὰ ἀγκαλιάζει τὴν ἀπειρότητα τῶν ἀβύσσων. Τότε βεβαίως ἐμφανίζεται τὸ Φῶς τῆς Θεότητος καὶ σὲ ἀπείρως σύντομο διάστημα δέχεται τὴν ἀποκάλυψη τοῦ πλούτου τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
Ὑπάρχουν περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὅποιες παρόμοια ἐμπειρία τῆς αἰωνιότητας καὶ τῆς ἀπεραντοσύνης δίδεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ Θεία χάρη, ἤδη κατὰ τὴν ἀρχὴ τῆς εἰσόδου του στὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα. Συνήθως ὅμως ἡ ἱκανότητα νὰ ἐποπτεύσουμε τὸν θεῖο κόσμο ἀναπτύσσεται μέσα μᾶς σταδιακά· συχνὰ μὲ τὴν πάροδο ἐτῶν ἢ ἀκόμη καὶ δεκαετιῶν. Ἔτσι καὶ στὴν ἴδια τὴ Θεομήτορα, ἡ ἀποκάλυψη δόθηκε κατ’ ἀρχὰς τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ γιὰ τὴ σύλληψη ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ὑψίστου, ἔπειτα κατὰ τὴ διάρκεια ὅλης της ζωῆς της, ὡς τὸν Γολγοθὰ καὶ τὴν Ἀνάσταση, τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν Πεντηκοστὴ- ὕστερα ἀκόμη τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς της καὶ πέρα ἀπὸ τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς της… Καὶ μόνο τότε προσέλαβε στὸ προσωπικό της εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς θείας ζωῆς.
Ἔτσι πρέπει νὰ συμβεῖ καὶ μέ μας. Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακρᾶς -μισοῦ αἰώνα- ζωῆς τοῦ ἀγωνιζόταν ἔντονα γιὰ νὰ ἀφομοιώσει τὸ πλήρωμα τῆς ἀποκαλύψεως ποὺ τοῦ δόθηκε.
Ὅταν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος δέχεται τὴν ὑψίστη αὐτὴ γνώση, «ὑψίστη» σὲ σχέση μὲ κάθε ἄλλο εἶδος γνώσεως, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, τότε τὸ πνεῦμα τοῦ ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὶς ἀμφιταλαντεύσεις, ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτες, ὅταν ἀπουσιάζει ἡ ζωντανὴ πείρα.
Ἡ ἀκαδημαϊκὴ μόρφωση ἔγινε στὴν ἐποχή μας γιὰ τὸν μοναχὸ περισσότερο ἀπαραίτητη πάρα στοὺς περασμένους αἰῶνες. Ζοῦμε σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς δόθηκε καὶ ἐξαρτόμαστε ἀπὸ αὐτὸν στὸ ἐπίπεδό της ἐπίγειας ὑπάρξεώς μας. Δοκιμάζουμε ἀδιάκοπα ἐπάνω μας τὴν ἐπίδραση τοῦ περιβάλλοντός μας· ἐπίδραση ἀρνητικὴ στὴν πλειονότητα τῶν περιπτώσεων, ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ὑπερνικήσουμε, νὰ ἀναιρέσουμε. Ἡ ἐπιστημονικὴ θεολογικὴ μόρφωση μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ ὁριζόντιο ἐπίπεδο· μᾶς ἐξοικειώνει μὲ τὴ θρησκευτικὴ προβληματική της ἐποχῆς μας. Ὅταν γνωρίσουμε πολλὰ ρεύματα πνευματικῆς ζωῆς τῶν συγχρόνων μας, δὲν δοκιμάζουμε ἔπειτα κλονισμὸ μέσα μας γιὰ ἀπροσδόκητες συναντήσεις καὶ παραμένουμε ἀπρόσβλητοι ἀπὸ τὴ φιλοσοφία αὐτοῦ του κόσμου. Ἡ ἱκανότητα ὅμως αὐτὴ νὰ κατανικήσουμε κάθε ἀρνητικὴ ἐπίδραση τοῦ βυθισμένου στὴ φθορὰ κόσμου μᾶς δίδεται ὄχι τόσο μὲ τὴν ἐπιστήμη, ὅσο μὲ τὴν πραγματικὴ ἐμπειρία τοῦ ζῶντος Θεοῦ.
Στὰ ἐκπαιδευτικὰ θεολογικὰ ἱδρύματα, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς καθηγητὲς προσπαθοῦν νὰ θέσουν τοὺς μαθητὲς τοὺς μπροστὰ στὴν ἀναγκαιότητα μίας κατακόρυφης ἀναβάσεως πρὸς τὸν Θεό, δηλαδὴ γνώσεως σὲ βάθος καὶ ὕψος. Οἱ ἀπόπειρες ὅμως αὐτὲς δὲν ἀλλάζουν τὴ γενικὴ κατάσταση, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἡ ἀκαδημαϊκὴ μόρφωση ἀνήκει στὸ ὁριζόντιο ἐπίπεδο, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνίκανη νὰ δώσει αὐθεντικὴ πνευματικὴ πείρα, δηλαδὴ τὴν ἐμπειρία τῆς μετάνοιας καὶ τῆς καθαρῆς προσευχῆς.
Ὁ μοναχισμὸς εἶναι κάτι ἄλλο· εἶναι διδασκαλία εὐσέβειας, ἐπιστήμη πρὸς ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Τὰ μοναστήρια καὶ ἡ ἔρημος δίνουν τὴν ἐλευθερία νὰ παραδοθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸ πένθος τῆς μετανοίας σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ ὁ κόσμος σχεδὸν ποτὲ δὲν ἐπιτρέπει. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ στὸν μοναχισμὸ ὑπάρχει μόρφωση ἀνώτερης τάξεως σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἀκαδημαϊκή. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ μοναχὸς κατανοήσει τὴν κατάσταση αὐτὴ τῶν πραγμάτων, ὅπως ἐγὼ μπορῶ νὰ μαρτυρήσω, δὲν περιφρονεῖ τὴν ἀκαδημαϊκὴ μόρφωση, πράγμα ποὺ θὰ ἦταν ὄχι ἁπλῶς σφάλμα ἀλλὰ καὶ ἁμαρτία. Πολὺ συχνότερα σφάλλουν οἱ ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι ἀγνοώντας τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία τοῦ αὐθεντικοῦ μοναχισμοῦ καὶ τὴν ἀνεκτίμητη σπουδαιότητά του γιὰ τὴ ζωὴ ὅλης της Ἐκκλησίας, ὅλου του Χριστιανισμοῦ.
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ἀναφέρει στὶς γραφές του: «Ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ πιστεύει κανεὶς στὸν Θεὸ καὶ ἄλλο νὰ τὸν γνωρίζει». Βέβαια ὁ ἅγιος εἶχε ὑπ’ ὄψιν τοῦ τὸν ἑαυτὸ τοῦ πρὶν καὶ μετὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ σὲ αὐτόν. Ὁ μοναχὸς τοποθετεῖται στὸ θέμα αὐτὸ ὡς ἑξῆς: Ὅταν ὑπάρχει τὸ πλήρωμα τῆς μοναχικῆς ἐμπειρίας, ἡ ἐπιστημονικὴ μόρφωση δὲν ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο στοιχεῖο, γιατί τὸ Πνεῦμα μαρτυρεῖ μέσα μας τὴ σωτηρία. Ἀλλὰ καὶ ἂν κάποιος ἀποκτήσει τὴν «πληρότητα», δηλαδὴ τὴν ἄκρως ἐφικτὴ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα ποσότητα θεωρητικῶν γνώσεων, ἡ ἐμπειρία τῆς ζωντανῆς Θεοκοινωνίας παραμένει ἀπαραίτητη γιὰ τὴ σωτηρία του.
Καὶ πάλι στὶς γραφὲς τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ βρίσκουμε: «Ἂν εἶσαι θεολόγος, προσεύχεσαι καθαρά.
Ἂν προσεύχεσαι καθαρά, τότε εἶσαι θεολόγος». Στὸ πρῶτο μέρος τῆς ἐκφράσεως αὐτῆς, μὲ τὸν ὄρο «θεολόγος» ὑποδηλώνεται ἡ ὀντολογικὴ διαμονὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ Θεῶ. Τὸ δεύτερο μέρος ἐπαναλαμβάνει οὐσιαστικὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ πρώτου. Ἐδῶ δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι δὲν ὑπάρχει καθόλου χῶρος γιὰ ἀκαδημαϊκοὺς τίτλους.
Παρόμοια κατανόηση τῶν πραγμάτων χαρακτήριζε τοὺς μοναχοὺς τῶν πρώτων αἰώνων τῆς ἐμφανίσεως τοῦ μοναχισμοῦ στὴν Αἴγυπτο. Βρίσκουμε παρόμοια πορεία σκέψεως στὴ ζωὴ καὶ τοὺς λόγους τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, καὶ ἀργότερα σὲ πολλοὺς ἄλλους Πατέρες, ποὺ διέλαμψαν μὲ ἁγιότητα καὶ πλούσια γνώση.
πηγή; Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Τὸ Μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἐσσεξ 2010, ἀποσπάσματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου