Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑ ΤΟ ΠΑΠΙΚΟΝ ΠΡΩΤΕΙΟΝ ΚΑΙ Η ΠΑΠΙΚΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ
Γράφει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός,
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΤΟ ΠΑΠΙΚΟ “πρωτεῖον δικαιοδοσίας” (JURISDICTIONIS) μένει κύρια καὶ μόνιμη ἔκφραση τῆς παπικῆς ἀλλοτριώσεως, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνίατη, ὡς φαίνεται, νόσος τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἦταν ἡ συνείδηση τῶν Βυζαντινῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ προσέκρουαν κὰθ ὅλη τὴν διάρκεια τῶν ἑνωτικῶν διαλόγων (11ος–15ος αἵ.) στὴν παπικὴ ἐμμονὴ στὸ πρωτεῖον ἐξουσίας καὶ τὴν συνεχῆ ἀπαίτηση τῶν Παπῶν διὰ τὴν ἐπιβολή του στοὺς Ἀνατολικούς. Εἶναι δὲ γεγονός, ὅτι τὰ περὶ Πάπα δόγματα (πρωτεῖον, ἀλάθητον, ὁ Πάπας VICARIUS –ἀντιπρόσωπος– τοῦ Χριστοῦ κ.λπ.) ἦταν καὶ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο στὴν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τῶν σημερινῶν διαλόγων, ὅπως καὶ κατὰ τὴν “βυζαντινὴ” περίοδο. Πρέπει δὲ νὰ ὑπογραμμισθῆ, ὅτι ἀπὸ τὸν δυτικὸ μεσαίωνα καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν Ἃ/ Βατικανὴ Σύνοδο (1869-70), μὲ τὴν δογματοποίηση τοῦ ἀλαθήτου, πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο συμπορεύονται ὡς ἡ πεμπτουσία τοῦ Παπισμοῦ.....
Στὸν διεξαγόμενο διάλογο δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι τὸ βάρος πίπτει στὸ πρωτεῖον, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία (ταυτίζονται ὅμως πρωτεῖο καὶ “πρεσβεία τιμής”;), εἶναι δὲ ἀπολύτως βέβαιο, ὅτι μία τυχὸν κοινὰ ἀποδεκτὴ διατύπωση (FORMULA) θὰ ὁδηγήσει ἀναπότρεπτα στὴν ἀποδοχὴ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ στὴν μεταγενέστερη ἐκδοχή του. Αὐτὸς εἶναι ὁ στόχος τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν ἰδικῶν μᾶς δυτικοφρόνων. Καὶ διὰ μὲν τὸ “παπικὸ πρωτεῖο” ἔχουν γραφὴ πολλὰ ἑκατέρωθεν.
Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη τοποθέτηση στὸ πρόβλημα ἀρκεῖ νὰ μελετήσουμε τὸν ὀγκώδη τόμο “Ἐκκλησιολογία” (Ἀθῆναι 1973) τοῦ μακαρίτου διδασκάλου μᾶς Ἰω. Καρμίρη. Δία τὸ “παπικὸν ἀλάθητον” ὅμως, ποὺ εἶναι ἡ συμπλήρωση τοῦ πρωτείου καὶ θὰ ἀποτελέσει κὰτ ἀδήριτη νομοτέλεια τὸ ἑπόμενο βῆμα τοῦ διαλόγου ἐλάχιστα λέγονται. Ἂν δὲν γίνει μετὰ τὴν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου αὐτομάτως καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἀλαθήτου, διότι, ὅπως θὰ δοῦμε ὁ παπικὸς θεσμὸς εἶναι ἀδιανόητος χωρὶς τὴν ἄμεση διασύνδεση πρωτείου καὶ ἀλαθήτου.
Τί εἶναι δὲ ὡς δόγμα πίστεως τὸ ἀλάθητον; Κατὰ τὴν “Ἐγκύκλιον τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου κατὰ τῶν λατινικῶν καινοτομιών” (1838) πρόκειται γιὰ θεοποίηση τοῦ Πάπα (“ὁ πὰρ αὐτῶν –δηλαδὴ τῶν Λατίνων– θεοποιούμενος πάπας”). Κατὰ τὸν ὅσιο π. Ἰουστίνο Πόποβιτς “τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου του Πάπα… δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ἀναγέννησις τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τοῦ πολυθεϊσμού”. Ὁ καθηγητὴς δὲ Ἰω. Καρμίρης, δεχόμενος τὴν ἄμεση σύνδεση πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, παρατηρεῖ: “Τὰ συγκροτοῦντα τὸν παπικὸν θεσμὸν δύο δόγματα τοῦ πρωτείου καὶ τοῦ ἀλαθήτου εἶναι ἀπαράδεκτα ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας” (ὄπ.π.σ. 621). Τὰ δύο δὲ αὐτὰ παπικὰ δόγματα εἶναι “τὸ κυριώτερον αἴτιον τῆς θλιβερᾶς διαιρέσεως τῆς Ἀνατολικῆς καὶ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας” (σ. 645).
Ἐξ ἄλλου, τὸ παπικὸν πρωτεῖον εἶναι ἡ πηγὴ ὅλων τῶν ἄλλων καινοτομιῶν τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀνύψωση δὲ τοῦ Πάπα ὑπὲρ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μένει, ὅπως θὰ δοῦμε, μέχρι σήμερα ἀμετακίνητη. Ὁ “Λεβιάθαν”, συνεπῶς, ποὺ καταβροχθίζει τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ παπικὸς θεσμός. Ἡ μεγαλύτερη αὐταπάτη τῶν Ὀρθοδόξων συνομιλητῶν εἶναι ἡ ἐπιδίωξη ἐπανερμηνείας τοῦ πρωτείου, τὸ ὁποῖο, ὅπως καὶ ἂν χαρακτηρισθῆ, θὰ παραμένει πρωτεῖο ἀντιεκκλησιαστικὸ καὶ πατερικὰ ἀπαράδεκτο, ὡς ἂπ ἀρχῆς φορτισμένο μὲ τὴν πολιτικὴ-κοσμικὴ σημασία του. Ἡ προσχηματική, μάλιστα, πρόταση Παπικῶν καὶ Οἰκουμενιστῶν νὰ γίνει δεκτὸ τὸ παπικὸ πρωτεῖον ὡς “πρωτεῖον διακονίας”, ἀποδεικνύεται ἀπατηλὸ πυροτέχνημα. Διότι ἡ μεγαλύτερη ἔκφραση εἰλικρινείας, φιλαληθείας καὶ διακονίας θὰ ἦταν ἡ ἐπίσημη ἄρνηση ἐκ μέρους τοῦ Παπισμοῦ ὅλων τῶν παπικῶν καινοτομιῶν, στὸ ἐπίκεντρο τῶν ὁποίων βρίσκονται τὰ εἰδικὰ περὶ Πάπα δόγματα. Εἶναι, ἄλλωστε, ἱστορικὰ γνωστό, ὅτι ὁ Παπισμὸς μετέρχεται πολλὰ τεχνάσματα, διὰ νὰ γίνονται δεκτὲς οἱ θέσεις του.
Στὴν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1439) λ.χ. ἔγινε δεκτὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ Ρώμης, “ὡς περιέχεται ἐν ταῖς πράξεσι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ τοῖς ἱεροῖς κανόσι”. Αὐτὴ ἦταν ἡ διατύπωση τῶν Ἀνατολικῶν, γιὰ νὰ ἀποφευχθῆ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ παπικοῦ πρωτείου κατὰ τὴν δυτικὴ ἐκδοχή του. Τότε ὅμως ἀναδύθηκε ἡ παπικὴ πονηρία καὶ ἀπάτη. Καὶ ἰδοὺ πώς:
Ο ΣΤ? κανόνας τῆς Ἅ? Οἰκουμενικῆς ἀρχίζει μὲ τὴν φράση: “Τὰ ἀρχαία ἔθη κρατείτω”. Στὴν λατινική–παπικη μετάφραση ὅμως προτάχθηκε ἡ φράση: “ROMANA ECCLESIA SEMPER PRIMATUM HABUIT” (ἡ ρωμαϊκὴ ἐκκλησία εἶχε πάντα τὸ πρωτεῖο), ὥστε νὰ θεωρηθῆ καὶ τὸ πρωτεῖο “ἀρχαῖον ἔθος” τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ “πρεσβεία τιμής”, ποὺ δέχονταν οἱ Ἀνατολικοί, ὅταν ὁ Πάπας εἶναι “ἐν τὴ Ἐκκλησία”, προβάλλονταν ἀπὸ τοὺς Δυτικοὺς ὡς παπικὸν πρωτεῖον (δικαιοδοσίας).
Παρόμοιο τέχνασμα ἀποδεικνύεται σήμερα τὸ καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πλευρά, δυστυχῶς, προβαλλόμενο “πρωτεῖον διακονίας”, διότι μπορεῖ μὲν νὰ νοηθῆ εὐαγγελικῶς καὶ ὀρθοδόξως (πρβλ. Μάρκ. 10,44). Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι, πὼς νοεῖται παπικῶς. Τὴν ἀπάντηση δίδει ἡ ἰσχύουσα σήμερα ὀγκώδης παπικὴ Κατήχησις. Τὸ βιβλίο δὲ αὐτό, ποὺ συντάχθηκε μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Β? Βατικανῆς Συνόδου (1962-65) ἀπὸ Ἐπιτροπή, τὴν προεδρία τῆς ὁποίας εἶχε ὁ σημερινὸς Πάπας ὡς Καρδινάλιος Γιόσεφ Ράτσιγκερ, εἶναι ἡ ἐπίσημη φωνὴ τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προβάλλει τὴν Πίστη καὶ τὸ ἦθος τῆς σ ὅλο τὸ πλήρωμά της θεολογικά, ἀλλὰ καὶ ἐκλαϊκευτικά, τὸ προσφέρει δὲν ὡς πρόταση σωτηρίας στοὺς προτιθεμένους νὰ εἰσέλθουν στοὺς κόλπους της. Τί λέγει ὅμως γιὰ τὰ παπικὰ αὐτὰ δόγματα ἡ “Κατήχησις τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας (Βατικανὸ- Κάκτος 1996); Παραθέτουμε μερικὲς παραγράφους, ποὺ ἀνήκουν στὴν “Παραγραφο” (=Κεφάλαιον) 4, μὲ τίτλο “Οἱ πιστοί του Χριστοὺ– Ἱεραρχία, Λαϊκοί, ἀφιερωμένη ζωὴ” :
Ὁ Σύλλογος τῶν Ἐπισκόπων καὶ ὁ Ἀρχηγός του, ὁ Πάπας
880. Ὁ Χριστὸς “συγκρότησε τοὺς δώδεκα (Ἀποστόλους) ὑπὸ μορφὴ Συλλόγου, δηλαδὴ σταθεροῦ σώματος, ἐπικεφαλῆς, τοῦ ὁποίου τοποθέτησε τὸν Πέτρο, ποὺ τὸν διάλεξε ἀνάμεσα τους”[2]. “Όπως ὁ Ἅγιος Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ἀποτελοῦν ἕνα καὶ μόνο ἀποστολικὸ σύλλογο, ἔτσι καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, διάδοχός του Πέτρου, καὶ οἱ ἐπίσκοποι, διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, σχηματίζουν μεταξύ τους ἕνα συνολο”[3].
881. Ὁ Κύριος μόνο τὸν Σίμωνα, στὸν ὁποῖο ἔδωσε τὸ ὄνομα Πέτρος, τὸν ἔκανε τὴν πέτρα τῆς Ἐκκλησίας Του. Σ' αὐτὸν ἐμπιστεύθηκε τὰ κλειδιὰ[4], τὸν ὅρισε ποιμένα ὅλου του ποιμνίου[1]. “Αλλά αὐτὸ τὸ ἀξίωμα νὰ δένει καὶ νὰ λύνει, ποὺ δόθηκε στὸν Πέτρο, δόθηκε ἐπίσης, χωρὶς καμιὰ ἀμφιβολία, στὸ σύλλογο τῶν Ἀποστόλων, ἑνωμένων μὲ τὸν ἀρχηγὸ τους”[2]. Τὸ ποιμαντικὸ αὐτὸ καθῆκον τοῦ Πέτρου καὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων ἀνήκει στὰ θεμέλια της ἐκκλησίας καὶ συνεχίζεται ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους κάτω ἀπὸ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα.
882. Ὁ Πάπας, ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ διάδοχός του Ἀποστόλου Πέτρου, “εἶναι ἡ αἰώνια καὶ ὁρατὴ ἀρχὴ καὶ θεμέλιό της ἑνότητας, ποὺ συνδέει τόσο τοὺς ἐπισκόπους μεταξύ τους ὅσο καὶ τὸ πλῆθος τῶν πιστών”[3]. “Πραγματικά, ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, μὲ τὸ ἀξίωμά του ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς ποιμένας ὅλης της Ἐκκλησίας, ἔχει πλήρη, ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ πάντοτε ἐλεύθερα νὰ ἀσκεί”.
883. “Ο σύλλογος ἡ τὸ σῶμα τῶν ἐπισκόπων δὲν ἔχει ἐξουσία, ἂν δὲν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπο Ρώμης, ὡς ἀρχηγὸ τού”. Ὁ ἴδιος αὐτὸς σύλλογος “εἶναι ἐπίσης φορέας τῆς ὑπέρτατης καὶ πλήρους ἐξουσίας μέσα στὴν παγκόσμια Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀσκεῖ χωρὶς τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης”[5].
884. “Ο σύλλογος τῶν ἐπισκόπων ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πάνω σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία μὲ ἐπίσημο τρόπο στὴν Οἰκουμενικὴ Συνοδο”[6]. “Δεν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἂν δὲν ἐπικυρωθεῖ, ἡ τουλάχιστον ἂν δὲν γίνει δεκτή, ἀπὸ τὸ διάδοχό του Πέτρου”[7].
885. “Ο σύλλογος αὐτός, μὲ τὴν πολλαπλή του σύνθεση, ἐκφράζει τὴν ποικιλία καὶ τὴν παγκοσμιότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, καί, μὲ τὴ συνάθροισή του κάτω ἀπὸ ἕναν ἀρχηγό, ἐκφράζει τὴν ἐνότητατου ποιμνίου τοῦ Χριστοὺ”[8](…).
890. (…) Τὸ ποιμαντικὸ καθῆκον τοῦ Διδακτικοῦ Σώματος ἔγκειται στὴν ἐπαγρύπνηση, ὥστε ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰ παραμένει στὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἐλευθερώνει. Γιὰ νὰ ἐκπληρώνουν αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας προικίσθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ χάρισμα τοῦ ἀλάθητου σὲ θέματα πίστεως καὶ ἠθῶν. Ἡ ἄσκηση αὐτοῦ του χαρίσματος μπορεῖ νὰ γίνει μὲ διάφορους τρόπους.
891. “Αυτό τὸ ἀλάθητο ἔχει ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, κεφαλὴ τοῦ συλλόγου τῶν ἐπισκόπων, χάρη στὸ ἀξίωμά του, ὅταν, σὰν πρῶτος ποιμένας μαζὶ μὲ τὸ διάδοχό του Πέτρου, ἀσκοῦν τὸ ὕψιστο διδακτικό τους ἀξίωμα”, προπάντων στὴν Οἰκουμενικὴ Συνοδὸ[2]. Ὅταν, μὲ τὸ ὑπέρτατο Διδακτικό της Σῶμα, ἡ Ἐκκλησία προτείνει μία ἀλήθεια “νὰ τὴν πιστεύσουμε ὡς ἀποκαλυμμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ”[3] καὶ σὰν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, “ὀφείλουμε νὰ παραδεχθοῦμε μέσα στὴν ὑπακοὴ τῆς πίστεως αὐτοὺς τοὺς ὁρισμούς”[4]. Τὸ ἀλάθητο αὐτὸ ἐπεκτείνεται στὶς ἴδιες διαστάσεις, ὅπου ἐπεκτείνεται καὶ ἡ παρακαταθήκη τῆς θεϊκῆς Ἀποκαλύψεως[3].
892. Ἡ θεϊκὴ συμπαράσταση προσφέρεται ἐπίσης στοὺς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων, ὅταν διδάσκουν ἑνωμένοι μὲ τὸ διάδοχό του Ἀποστόλου Πέτρου, καὶ μὲ ἰδιαίτερο τρόπο προσφέρεται στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης, ποίμενα ὅλης της Ἐκκλησίας (…).
895. “Η ἐξουσία αὐτή, ποὺ τὴν ἀσκοῦν προσωπικὰ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι δική τους, τακτικὴ καὶ ἄμεση, ἔστω καὶ ἂν ἡ ἄσκησή της ρυθμίζεται τελικὰ ἀπὸ τὴν ἀνώτατη ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας”6. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ θεωροῦνται οἱ ἐπίσκοποι ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα, τοῦ ὁποίου ἡ τακτικὴ καὶ ἄμεση ἐξουσία σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία δὲν ἐκμηδενίζει, ἂλλ ἀντίθετα ἐπιβεβαιώνει καὶ προστατεύει τὴν ἐξουσία τῶν ἐπισκόπων. Ἡ ἐξουσία αὐτὴ πρέπει νὰ ἀσκεῖται σὲ κοινωνία μὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Πάπα”.
Καταγράφουμε τὶς βασικότερες ἐπισημάνσεις μας:
1. Τὸ πρωτεῖον τοῦ Πάπα ἐξακολουθεῖ νὰ στηρίζεται στὸν Ἅγιο Πέτρο.
2. Θεμέλιό της ἑνότητας «αἰώνιο καὶ ὁρατὸ» εἶναι ὁ Πάπας.
3. Ὁ Πάπας μένει «ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ» καὶ ποιμένας ΟΛΗΣ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ «ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία» (Episcopus Universalis).
4. Ὁ Πάπας ὑπέρκειται τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
5. Ὁ Πάπας ἔχει –κὰτ ἐξοχήν– τὸ ἀλάθητον ὡς «κεφαλὴ» ὅλων τῶν Ἐπισκόπων καὶ «πρῶτος ποιμένας» τῆς Ἐκκλησίας.
6. Ὅλα τελοῦνται (ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους) «ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Πάπα».
Εἶναι κατάδηλος ὁ παποκεντρισμός, θὰ μποροῦσε –ἴσως– νὰ δικαιολογηθῆ στὸν δυτικὸ μεσαίωνα, ἂλλ ὄχι καὶ σήμερα.
Πὰρ ὅλα αὐτὰ οἱ ἡμέτεροι φιλοπαπικοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ χαρακτηρίζουν τὸν Παπισμὸ “πλήρη Ἐκκλησία”. Ἀλλὰ “πλήρης” καὶ “καθολικὴ” Ἐκκλησία εἶναι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων. Ἴσως ὅμως θεωροῦμε καὶ τὸν Παπισμό, ὅπως καὶ σήμερα εἶναι, “πλήρη Ἐκκλησία”, διότι δὲν τὸν συγκρίνουμε μὲ τοὺς Ἁγίους μας, ἀλλὰ μὲ τοὺς ἀθλίους ἑαυτούς μας…
πηγή: Ὀρθόδοξος Τύπος, 15/10/2010
Ἀναδημοσίευση: http://thriskeftika.blogspot.com/2010/10/blog-post_6378.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου