«ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ- Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
«Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω»
[ Εὐλογημένα μου παιδιά, Κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον θὰ προσπαθήσω μὲ τὴν ἐλάχιστη δύναμι, ποὺ ὑπάρχει, νὰ σᾶς πῶ δύο λόγια πατρικῆς στοργῆς καὶ ἀγάπης…
…Ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι- ὧν πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ- κρίνουμε εὔκολα. Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, ἢ τὸν βλέπουμε ἁμαρτάνοντα ἢ ἀκούσαμε ὅτι ἁμάρτησε ἢ μᾶς τὸν κατηγόρησαν ἄλλοι, ἀμέσως ἀσυζητητὶ , χωρὶς ἔλεγχο, χωρὶς βασανισμό, κατὰ πόσον εἶναι αὐτὸ ἀλήθεια ἢ ὄχι, ἀμέσως καταφέρουμε τὸν λίθον τοῦ ἀναθέματος καὶ τὸν χτυπᾶμε ἐφαρμόζοντας τὸν Μωσαϊκὸ νόμο.
Ἔχουμε τόσες ἁμαρτίες ἐπάνω μας, εἴμεθα τόσο φορτωμένοι, ἔχουμε τόσα προσωπικὰ σφάλματα κι ὅμως ἔχουμε κάνει τόσα λάθη στὶς κρίσεις μας. Παρ’ ὅτι ἔχουμε συλλάβει τὸν ἑαυτό μας νὰ κάνει κρίσεις λανθασμένες, ἐπιμένουμε? καὶ μὲ τὴν παραμικρὴ αἰτία καὶ ἀφορμή, ἀμέσως ξεκινοῦν οἱ γλῶσσες, τὰ τηλέφωνα κι ἀρχίζουν τὰ «κατηγορῶ» καὶ τὸ «κουτσομπολιό». Ἔτσι ὁ διάβολος ἀνοίγει τὰ βιβλιάρια ὅλων μας κι ἀρχίζει νὰ καταγράφη μέσα στὸ ποινικό μας εὐθύνες. Γιατί νὰ γίνεται αὐτό, ἐφ’ ‘ὅσον ὁ Χριστός μας μᾶς διδάσκει πολὺ καθαρὰ νὰ μὴ κρίνουμε;
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ μᾶς λέει: «Σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; ἢ καὶ σὺ τί ἐξουθενεῖς τὸν ἀδελφόν σου; πάντες γὰρ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ… μηκέτι οὒν...ἀλλήλους κρίνωμεν» ( Ρώμ. 14, 10-13 ) . Καὶ ἂν ἀκόμη βλέπουμε κάτι μὲ τὰ μάτια μας, νὰ ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ πράγματος…
… Τὸ Εὐαγγέλιό μας, οἱ διδασκαλίες τῶν Ἀποστόλων, ὅλων τῶν Ἁγίων, τῶν Ἐπισκόπων, τῶν ἱερέων, τῶν ἱεροκηρύκων κραυγάζουν: «Μὴ κρίνετε». Ἡ κατάκρισις εἶναι φοβερὸ ἁμάρτημα, μὴ νομίζετε ὅτι εἶναι μικρό. Ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε : «Μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε… Ἐν ὢ μέτρω μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμὶν» ( Μάτθ. 7, 2 ) .
Ὁ Θεὸς Πατέρας ἔδωσε τὴν κρίσι στὸν Υἱό, γιὰ νὰ κρίνη τὸν κόσμο, κι ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του καὶ παίρνει τὴν θέσι τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ κρίνη. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστὸς δὲν κατέκρινε τὴν μοιχαλίδα, τὴν πόρνη ,ἐνῶ ἐμεῖς κατακρίνουμε. Ἐκεῖνος τὴν σκέπασε, τὴ συγχώρησε, τὴν εὐλόγησε. Ἐμεῖς ὅμως; Πόσον εὔκολα βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα μᾶς μία κρίσις, μόλις βλέπουμε κάτι, χωρὶς νὰ τὸ ἐξετάσουμε καθόλου.
Ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ Γέροντάς μου, μοῦ ἔλεγε: «Παιδί μου, αὐτὸς ποὺ δὲν κατακρίνει τὸν ἀδελφό του, εἶναι σημεῖον σωσμένου ἀνθρώπου». Δηλαδή, τὸ ὅτι δὲν κατακρίνει εἶναι ἀπόδειξις καὶ χαρακτηριστικὸ ὅτι εἶναι σωσμένος, καθαρὸς γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐφ’ ὅσον κυβερνᾶ τὴν γλώσσα τοῦ σωστά, ,αὐτὸ σημαίνει ὅτι κυβερνᾶ ὅλον τὸν ἑαυτὸν τοῦ καλῶς καὶ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ ρίζα τῆς κατακρίσεως κι ἀπὸ ποῦ ξεκινάει; Ξεκινάει ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν ἐγωισμό. Εἶναι ἡ «εὐπερίστατος ἁμαρτία» ( Ἑβρ. 12, 1 ) , κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Σὲ κάθε περίστασι, σὲ κάθε στιγμή, σὲ κάθε ὑπόθεσι, ὅπου κι ἂν βρεθοῦμε τὸ στόμα λέει, ἡ σκέψι δουλεύει. Ἑπομένως γινόμεθα πάρα πολὺ ἀκάθαρτοι ἀπ’ αὐτὸ τὸ πράγμα. Κρίνουμε ἀπὸ τὸν πολὺ ἐγωισμό μας. Διότι ἐὰν ἐγὼ θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου ἄρρωστο , θὰ μπορῶ νὰ μιλήσω γιὰ ἄλλον ἄρρωστο καὶ νὰ τὸν κατακρίνω ὡς ἀπρόσεκτο; Δέστε τὸ παράδειγμα ἔμπρακτο στὰ νοσοκομεῖα. Ὅλοι ἔχουμε πάει ἐκεῖ σὰν ἄρρωστοι ἢ σὰν ἐπισκέπται. Ὅσοι νοσηλευθήκατε, ἀκούσατε καμμιὰ φορᾶ κανένα συνάρρωστό σας , νὰ σᾶς κατακρίνη, γιατί ἤσασταν ἄρρωστος; Κανεὶς δὲν μιλάει, γιατί σκέπτονται ὅτι ὁ ἕνας εἶναι στὸ μάτι, ὁ ἄλλος στὸ πλευρὸ ἄρρωστος κ.λ.π. ? κι ἐπειδὴ ὅλοι πονοῦν, συμπονοῦν καὶ τοὺς ἄλλους. Ὁ ἕνας λυπᾶται τὸν ἄλλο καὶ δὲν ἀκοῦς κατάκρισι γιὰ τὴν ἀσθένεια τοῦ ‘ἄλλου, Ἐκεῖ ἐπικρατεῖ ἀναμαρτησία στὴν κατάκρισι.
Ἔξω ὅμως ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο ὅλοι μιλοῦμε, κατηγοροῦμε τὸν ἀδελφό μας καὶ θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς ἀνώτερο κι ὅτι ἐμεῖς δὲν σφάλλουμε. Καλά, ἐσὺ βλέπεις τὴν «ἀγκιδούλα» στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ τὸ δοκάρι, ποῦ ἔχεις στὸ δικό σου μάτι δὲν τὸ βλέπεις;…
…Ἐνῶ ἡ σωτηρία μᾶς εἶναι πάρα πολὺ σοβαρὸ πράγμα, συγχρόνως εἶναι καὶ κάτι πολὺ ἁπλό, γιατί μὲ πολὺ ἁπλὰ πράγματα, μποροῦμε νὰ ἁγιάσουμε.
Λέγω σοβαρό, γιατί ἂν ἀπροσεκτήσουμε καὶ δὲν ἐπιμεληθοῦμε τὴν ψυχή μας, θὰ κολασθοῦμε αἰώνια. Δὲν συλλαμβάνουμε μὲ τὴν σκέψι, μὲ τὴν λειτουργικότητα τοῦ νοῦ μας τὴν ἔννοια τῆς αἰωνιότητος.
Ἐδῶ ὅταν εἴμεθα ἄρρωστοι καὶ πονᾶμε, τρέχουμε σὲ γιατρούς, σὲ παυσίπονα κ.λ.π. καὶ προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀπαλλαγοῦμε. Πολλὲς φορὲς σὲ ἀσθένειες μακροχρόνιες ἔρχεται καὶ μᾶς «τριβελίζει» τὸ μυαλὸ ἡ αὐτοκτονία, παρ’ ὅλο ποὺ ξέρουμε ὅτι ἡ ἀσθένεια αὐτή, εἶναι κάτι ποὺ θὰ τελειώση κάποια μέρα. Σκεφθήκαμε ὅτι μπορεῖ νὰ πᾶμε στὴν κόλασι μὲ τὰ δαιμόνια αἰώνια; Ἐὰν δοῦμε ἕνα δαίμονα, νὰ ξέρετε ὅτι δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιτρέπει ποτὲ ὁ Θεὸς νὰ δὴ ὁ ἄνθρωπος δαιμόνιο μὲ τὰ μάτια τὰ σωματικά, γιατί ἀκαριαίως θὰ σταματήση ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὸν φόβο. Πῶς λοιπὸν θὰ εἴμαστε στὸ σκοτάδι, στὰ βασανιστήρια μαζὶ μὲ τὰ δαιμόνια; Εἶναι φοβερό! Κι ὅμως ἀπὸ ἕνα χειρισμὸ λανθασμένο, ἀπὸ μία ἀπροσεξία, ἀπὸ μία ἀμέλεια, ἀπὸ μία λήθη μποροῦμε νὰ τὴν πάθουμε τὴν δουλειά. Γι’ αὐτὸ ἔχει σοβαρότητα τὸ θέμα. Πρέπει νύχτα-μέρα νὰ προσευχώμεθα, νὰ γονατίζουμε, νὰ κλαῖμε, νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ στείλη φώτισι, νὰ ξυπνήση τὸν νοῦ καὶ τὴν ψυχή μας καὶ νὰ μᾶς δώση συναίσθησι τῶν κακῶν μας, γιὰ νὰ πενθήσουμε ἐδῶ καὶ νὰ κλαύσουμε τώρα τὶς ἁμαρτίες μας.
Ἂς ἐτοιμαζώμεθα νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν θάνατο χωρὶς ἡ συνείδησίς μας νὰ μᾶς κατηγορῆ δυνατά. Θὰ φύγουμε πάλι μὲ πταίσματα- δὲν θὰ εἴμεθα ὡς λευκὴ περιστερὰ- ἀλλὰ αὐτὰ τὰ πταίσματα νὰ μὴν εἶναι τέτοια ποὺ θὰ μᾶς «βουλιάξουν» . Διότι θὰ ἔχουμε ὡς ἀντιστάθμισμα καὶ καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι δυνατά, ὅταν τεθοῦν στὸ ἄλλο μέρος τῆς πλάστιγγος, νὰ ὑπερακοντίσουν τὰ ἁπλὰ ἁμαρτήματα, διότι τὰ ἄλλα θὰ τὰ ἔχουμε ξεκαθαρίσει μὲ τὸ μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καὶ θὰ ἔχουν σβήσει. Θὰ ἔχουν μείνει αὐτὰ τὰ ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχη κι ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος? καὶ μία σκέψι, κι ἕνας θυμὸς εἶναι ἁμάρτημα? ἀλλὰ τὸ «ἐκ συναρπαγῆς οὐκ ἀφαιρεῖ τὴν ἁγιότητα τοῦ ἀνθρώπου». Δηλαδὴ ὑπάρχουν ἁμαρτήματα τόσον ἐλαφρά, ποὺ δὲν προσβάλλουν τὴν ἁγιότητα ἑνὸς ἁγίου ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἁπλῶς ἐπιτρέπονται ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ τὸν κρατοῦν στὴν ταπείνωση . Διότι καμμία ἀρετὴ ποτὲ δὲν τελειώνεται μέχρι τέλους τελείως, ἡ δὲ μετάνοια ποτέ. Ποτὲ δὲν τελειοποιεῖται. Πάντα εἶναι ἀτελής, εἶναι ἀνοιχτή, γιατί εἴμεθα ἄνθρωποι καὶ κάθε στιγμὴ ἐνδέχεται νὰ πέσουμε.
Ἔτσι, ὅπου βλέπετε, παιδιά, ὅτι κάπου κουτσαίνετε, ,κάπου δὲν πάει κάτι καλά, μὴν τὸ ἀφήνετε, βάλετε φάρμακο νὰ θεραπευθῆ. Προσευχὴ μὲ γόνατα καὶ αἴτημα μετὰ δακρύων: «Κύριε προφθασον …διόρθωσε μὲ σ’ αὐτό… διόρθωσε μὲ σ’ ἐκεῖνο…». Αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήση νὰ μὴν ἔχουμε βασικὰ σφάλματα καὶ θανάσιμα ἁμαρτήματα καὶ νὰ ἀσφαλίσουμε τὴν ψυχὴ μᾶς κρατώντας τὴν ὑγιῆ, καθαρὴ καὶ ἕτοιμη γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἀμήν. Γένοιτο!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
(ΟΜΙΛΙΑΙ)
ΤΟΜΟΣ Α΄
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
2005
ΠΗΓΗ:ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου