23 Αυγ 2010

Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός

Ἀπό τούς μεγαλύτερούς της ἀφύπνισης καί ἀναγέννησης τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὁ λόγιος ἱερέας Κοσμᾶς, μορφωμένος σέ ἐκκλησιαστικές σχολές ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν μεροληπτική καί ἐπίπεδη ἐπιχειρηματολογία τῶν Ἐθνικῶν γιά τόν δῆθεν ἀνθελληνισμό τῆς Βυζαντινής Ἑλληνικῆς Ὀρθόδοξης Αὐτοκρατορίας καί τῶν πολιτῶν της, ὅπως ἐπίσης καί γιά ἐκεῖνον τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης θά καταδείξει τήν πάγια τακτική της ἐξουσίας πρός τούς πολέμιούς της, ἀνεξαρτήτου θρησκευτικοῦ φρονήματος καί ἐθνικῆς προέλευσης. Ἄς προσεχθεῖ ἐπίσης πώς αὐτός ὁ ἀφυπνιστῆς τοῦ Γένους εἶναι Χριστιανός καί ὄχι ὑποτιθέμενος «κρυπτόμενος Ἐθνικός ὑπό διωγμό, πού θεράπευε τόν Ἑλληνικό πολιτισμό». Αὐτός ὁ Ἕλληνας Προφήτης Χριστιανός Ἱερέας συνέβαλε στήν ἀφύπνιση τοῦ Ἑλληνισμοῦ σπουδάζοντας καί μαθαίνοντας γράμματα ἀποκλειστικά σέ ἐκκλησιαστικά μορφωτικά ἱδρύματα (Ἀθωνιάδα, Πατριαρχική Σχολή Κωνσταντινούπολης κ.α.). Αὐτό ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τά ἐπιχειρήματα Ἐθνικῶν γιά τήν μή «ἑλληνική» παιδεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τούς θεσμούς πού αὐτή περικλείει.


Γεννήθηκε τό 1714 στό Μεγάλο Δένδρο τῆς Αἰτωλίας. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Κώνστας. Στήν ἡλικία τῶν 8 στάλθηκε στήν Σιγδίτσα τῆς ἐπαρχίας Παρνασσίδος ὅπου ἦταν μαθητής τοῦ ἱεροδιδάσκαλου Λύτσικα , ἀργότερα μετέβη στό Ἅγιο Ὅρος ὅπου σπούδασε στήν Ἀθωνιάδα Σχολή ὑπό τούς διδάσκαλους Παναγιώτη Παλαμά καί Νικόλαο Ζερτζούλην. Μετά τήν ἀποφοίτησή του πῆγε στήν μονή Φιλοθέου, ὅπου καί χειροτονήθηκε μοναχός μέ τό ὄνομα Κοσμᾶς. Ὁ μονότονος μοναχικός βίος του δέν τοῦ ἄρεσε ὅπου ἤθελε νά δράση γιά τό ὄφελός της... κοινωνίας.
Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τήν μονή πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου συναντήθηκε μέ τόν μεγάλο ἀδελφό του Χρύσανθο διδάσκαλο τῆς πατριαρχικῆς σχολῆς. Μέ τίς συστάσεις πού τοῦ ἔκανε γνωρίστηκε μέ πολλούς ἀρχιερεῖς καί μέ τόν πατριάρχη Σεραφείμ καί μέ τήν ἔγγραφη ἄδεια τοῦ Πατριαρχείου ἄρχισε τό εὐαγγελικό κήρυγμα τό 1760 ἀπό τήν πρωτεύουσα. Μετά περιηγήθηκε στά νησιά τοῦ Αἰγαίου Πελάγους , τή Μακεδονία , Ἤπειρο , Θεσσαλία , Στερεά Ἑλλάδα καί Ἰόνια Νησιά κηρύττοντας τόν θεῖο λόγο.
Τα κηρύγματα τοῦ Κοσμᾶ δημιούργησαν μεγάλη ἐντύπωση διότι χρησιμοποιοῦσε τήν δημοτική γλώσσα. Ὁ λαός κατά χιλιάδες παρακολουθοῦσε τά κηρύγματά του σέ ὅλα τά χωριά ἐνῶ ἐκεῖνος δίδασκε μέ ἀσυνήθιστη εὐγλωττία , κοινωνική ἀλληλεγγύη , θρησκευτική εὐλάβεια καί τήν ἀγάπη του πρός τήν παιδεία. Ἦταν ἔνθερμος ὑποστηριχτής τῆς παιδείας. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό μία ἐπιστολή του πρός τον ἀδελφό του Χρύσανθο πού τώρα ἦταν Σχολάρχης Νάξου καί ἀπό τήν ὁποία μαθαίνουμε ὄτι ταξίδεψε σέ 30 ἐπαρχίες , ἵδρυσε 10 ἑλληνικά σχολεῖα καί 200 δημοτικά. Στό τέλος τῆς ἐπιστολῆς τοῦ γράφει : «Δέκα χιλιάδες Χριστιανοί μέ ἀγαπῶσι καί ἕνας μέ μισεῖ. Χίλιοι Τοῦρκοι μέ ἀγαπῶσι καί ἕνας ὄχι τόσο. Χιλιάδες ἑβραῖοι θέλουσι τόν θάνατό μου καί ἕνας ὄχι. Ἀψοθ’ Μαρτίου β΄. Ὁ σός ἀδελφός Κοσμᾶς Ἱερομόναχος».
Όχι μόνο οἱ Χριστιανοί ἀλλά καί οἱ Τοῦρκοι σέβονταν τόν Κοσμᾶ καί ἄκουαν μέ προσοχή τίς συμβουλές του. Σέ ὅποιο μέρος δίδασκε καρφωνόταν ἕνας ξύλινος σταυρός γιά νά ἀποδεικνύει ὅτι πέρασε ἀπό ἐκεῖ. Κατά τήν ἀποστολική του περιοδεία ἀκολουθεῖτο ἀπό πολλούς ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι μιμούμενοι αὐτόν διασκορπίζονταν στά χωριά κηρύττοντας ἤ ἀναγιγνώσκοντας τούς λόγους του. Ἐπειδή δέ συνήθως ἔψεγε καί κάκιζε τούς ἄρχοντες τῶν κοινοτήτων πού ἐπισκεπτόταν καί τίς αὐθαιρεσίες τούς , εἶχε πολλούς ἐχθρούς. Στήν Κεφαλονιά οἱ ἄρχοντες - εὐγενεῖς ζήτησαν ἀπό τόν Ἐνετό διοικητή τήν ἀπέλασή του ἡ ὁποία ὅμως ματαιώθηκε ἀπό τήν ἐνθουσιώδη ὑποστήριξη τοῦ λαοῦ. Ὅταν ἀποφάσισε νά μεταβεῖ στήν Ζάκυνθο τόν συνόδευσαν 10 πλοῖα κατάμεστα ἀπό Κεφαλλονίτες θαυμαστές του. Ἐπειδή ὅμως οἱ ἄρχοντες τοῦ ἀπαγόρευσαν νά ἀποβιβασθεῖ γιατί φοβήθηκαν τά λεγόμενά του , γύρισε ξανά στήν Κεφαλονιά καί μετά ἀπό ἀρκετό καιρό στήν Κέρκυρα ὅπου καί τοῦ ἔγινε μεγάλη ὑποδοχή. Πρωτοφανής ἦταν ἡ συρροή τῶν ἀκροατῶν τόσο ἀπό τούς Ἰονίους νήσους ὅσο καί ἀπό τήν Ἤπειρο ὥστε καί πάλι ὁ Κοσμᾶς δέν ἔμεινε ἥσυχος. Ἀναγκάσθηκε ἀπό τόν διοικητή τοῦ νησιοῦ , πού παρακινήθηκε ἀπό τούς προύχοντες , νά ἐγκαταλείψει τό νησί καί νά περάσει στήν Ἤπειρο καί τήν Ἀλβανία.
Οι Ἑβραῖοι τῆς Ἠπείρου συκοφάντησαν τόν Αἰτωλό ὡς φιλοπόλεμο καί τόν κατηγόρησαν στήν Τουρκική διοίκηση ὡς ὀργανωτή ἐπαναστάσεως. Προσκλήθηκε τότε στό Βεράτιο τῆς Ἀλβανίας γιά νά ἀπολογηθεῖ καί καταγοήτευσε τόσο τόν διοικητή ὥστε ἀντί νά καταδικασθεῖ τοῦ δόθηκε μικρός θρόνος ὅπου καί ἀνέβηκε κηρύσσοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τότε οἱ Ἑβραῖοι ἐπινόησαν ἄλλο μέσο γιά νά καταδικασθεῖ. Προσέλαβαν μουσουλμάνο εἰσπράκτορα ὁ ὁποῖος ἀνάφερε στόν διοικητή ὅτι λιγόστευαν οἱ φόροι διότι ὁ κόσμος παρακολουθεῖ τήν διδασκαλία τοῦ Αἰτωλοῦ ἀντί νά ἀσχολεῖται μέ τήν γεωργία. Ὁ διοικητής διέταξε νά τόν σταματήσουν ἀλλά ὁ εἰσπράκτορας παρερμήνευσε τήν διαταγή καί ἐνέργησε κρυφά ὥστε νά θανατωθεῖ. Σκοτώθηκε τίς 24 Αὐγούστου 1779.
Την μνήμη τοῦ Κοσμᾶ σέβονταν καί οἱ Μουσουλμάνοι. Ὁ διαβόητος Ἀλή - Πασάς τῶν Ἰωαννίνων ἔκτισε μέ δικά του ἔξοδα ἐκκλησία στό χωριό Καλκουτάση τοῦ Βεράτιου, ὅπου κρεμάστηκε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, ὀνομάσθηκε Ἅγιος μέ ἀπόφαση τῆς ἐκκλησίας , καί ζήτησε νά τοῦ ἑτοιμάσουν ἀργυρή κεφαλή τοῦ Ἁγίου. Ὅταν τήν ἔφεραν μπροστά στόν Ἀλή , αὐτός τότε ἔψαυσε 3 φορές τά γένια του σέ σημεῖο σεβασμοῦ. Ἐπειδή οἱ παρόντες μουσουλμάνοι δυσανασχέτησαν τούς εἶπε ὁ Ἀλή - Πασάς : «φέρετέ μου ἕνα μουσουλμάνο σάν αὐτόν τόν χριστιανό νά τοῦ φιλήσω καί τά πόδια».


Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ
Τοῦ Γ. Δ. Μεταλληνού , κοσμήτορα τῆς Θεολ. Σχολῆς τοῦ Πάν. Ἀθηνῶν.

Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μοναχός, ὑπῆρξε διδάσκαλος καί φωτιστῆς τοῦ Γένους, ἐθνομάρτυρας καί ἅγιος της Ἐκκλησίας. Καμιά προσωπικότητα τῶν χρόνων τῆς δουλείας δέν ἔχει ἀπασχολήσει τόσο πολύ τήν ἐπιστήμη, τή λογοτεχνία καί τή θεολογία, ὅσο ὁ Πατροκοσμᾶς, ὅπως ἐπικράτησε νά ὀνομάζεται ἀπό τά πλατιά λαϊκά στρώματα. Ἀνήκει στίς φωτισμένες μορφές, πού προετοίμασαν τό Γένος γιά τήν παλιγγενεσία του. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ συνέπεσε μέ μία κρισιμότατη περίοδο τῆς ἱστορίας τοῦ δούλου Γένους. Τόν 18ο αἰώνα συντελεῖται ἡ ἀνασυγκρότηση τοῦ ἑλληνισμοῦ σέ ὅλους τους τομεῖς. Μέσα στό προστατευτικό πλαίσιο τῆς ἐθναρχούσας Ἐκκλησίας διατήρησε τήν ἀκεραιότητά του καί μπόρεσε νά ἐπιβιώσει στούς ἰδιαίτερα δύσκολους 16ο καί 17ο αἰῶνες.

Βιογραφικά
Γεννήθηκε τό 1714 στό Μέγα Δένδρο (κατ' ἄλλους στόν Ταξιάρχη), τῆς ἐπαρχίας Ἀποκούρου τῆς Αἰτωλίας. Τό Μέγα Δένδρο δέχεται ὡς τόπο καταγωγῆς τοῦ ὁ πρῶτος βιογράφος καί σύγχρονός του Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ἔμαθε τά πρῶτα γράμματα στό ἱεροδιδασκαλεῖο τοῦ Λύτσικα στή Σιγδίτσα τῆς Παρνασσίδος καί στή μονή Ἁγίας Παρασκευῆς στά Βραγγιανά τῶν Ἀγράφων. Δίδαξε ὡς «ὑποδιδάσκαλος» στή Λομποτινά Ναυπακτίας καί σέ ἄλλα χωριά. Ἐπιθυμώντας νά λά6ει μίαν ἀνώτερη παιδεία πῆγε στήν Ἀθωνιάδα Σχολή (μονή Βατοπεδίου) γύρω στό 1750, ὅπου εἶχε δασκάλους τόν Πάν. Παλαμά, τόν Εὐγένιο Βούλγαρη καί τόν Νίκ. Τζαρτζούλη.
Στό Ἅγιο Ὅρος ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση καί τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων. «Μελετώντας τό ἅγιον καί ἱερόν Εὐαγγέλιον -ἔλεγε στό κήρυγμα τοῦ-εὗρον μέσα πολλά καί διάφορα νοήματα, τά ὁποῖα εἶναι ὅλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλοῦτος, χαρά, εὐφροσύνη, ζωή αἰώνιος». Μολονότι τό περιεχόμενο τῆς παιδείας του δέν εἶναι εὔκολο νά προσδιοριστεῖ μέ ἀκρίβεια, ἀπό τό κήρυγμα τοῦ συνάγεται ὅτι εἶχε μία βαθιά ἐκκλησιαστική γνώση καί μία ἐπαρκῆ γενικότερη «θύραθεν» παιδεία. Γνώριζε καλά Ἑλληνικά, ἔμαθε ξένες γλῶσσες («Ἑβραϊκά, Τουρκικά, Φράγκικα») καί δείχνει κάποια ἄνεση στή χρήση καί τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας. Ἄλλωστε, καί μετά τή φοίτησή του στήν Ἀθωνιάδα, ὡς μοναχός μποροῦσε νά συνεχίσει τήν κατάρτιση τοῦ «κατ' ἰδίαν» («... ἔφθειρα τήν ζωήν μου εἷς τήν σπουδήν σαράντα πενήντα χρόνους... τά βάθη τῆς σοφίας ἤρευνησα» -θά ὁμολογήσει). Τό 1759 ἔγινε μοναχός στή μονή Φιλόθεου. Τότε ἄλλαξε τό κοσμικό του ὄνομα Κώνστας μέ τό μοναχικό Κοσμᾶς.
Στόν χῶρο τῆς μετανοίας τοῦ φλεγόταν ἀπό τόν πόθο νά βοηθήσει τό ὑπόδουλο Γένος, συμβάλλοντας στόν κατά Θεόν φωτισμό του. «Ἀκούοντας καί ἐγώ, ἀδελφοί μου -θά πεῖ ἀργότερα-τοῦτον τόν γλυκύτατον λόγον, ὅπου λέγει ὁ Χριστός μας, νά φροντίζωμεν καί διά τούς ἀδελφούς μας, μ' ἔτρωγεν ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα εἷς τήν καρδίαν τόσους χρόνους, ὡσάν τό σκουλήκι, ὅπου τρώγει τό ξύλον... Ὅθεν ἄφησα τήν Ἰδικήν μου προκοπήν, τό ἰδικόν μου καλόν, καί ἐβγήκα νά περιπατῶ ἀπό τόπον εἷς τόπον καί διδάσκω τούς ἀδελφούς μου». Καί ἀλλοῦ θά συμπληρώσει: «Ἐπειδή τό Γένος μᾶς ἐπεσεν εἰς ἀμάθειαν, εἶπα: Ἄς χάση ὁ Χριστός ἐμένα, ἕνα πρόβατον, καί ἄς κερδίση τά ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐχή σᾶς σώση καί ἐμένα».
Στά τέλη τοῦ 1760, πιθανότατα, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἔλαβε ἄδεια καί εὐλογία τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Σωφρονίου Β', γιά νά ἀρχίσει τό ἱεραποστολικό του ἔργο, τό ὁποῖο συνέχισε γιά μία περίπου εἰκοσαετία καί τό ἐπισφράγισε μέ τό μαρτύριό του.
Ὁ Κοσμᾶς πραγματοποίησε τέσσερεις ἤ κατ' ἄλλους τρεῖς περιοδεῖες, σέ ὅλο τόν ἑλλαδικό χῶρο. Οἱ πορεῖες του δέν μποροῦν νά ὁριστοῦν μέ ἀκρίβεια. Διάφορες «ἐνθυμήσεις» ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, τοπικές παραδόσεις καί οἱ ἐπιστολές τοῦ βεβαιώνουν ὅτι περιόδευσε τά μέρη τῆς Κωνσταντινούπολης, τή Θράκη, τό Ἅγιο Ὅρος, τή Στερεά Ἑλλάδα, τήν Ἀχαΐα, τή Θεσσαλία, τή Μακεδονία, τήν Ἤπειρο, τά νησιά τοῦ Αἰγαίου καί Ἰονίου, τμῆμα τῆς Σερβίας καί τή Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου ὑπῆρχε ἑλληνικό στοιχεῖο. Κήρυττε σέ πόλεις καί χωριά, σέ ὀρεινές καί ἀπομονωμένες περιοχές, ἀψηφώντας μόχθο καί κινδύνους. Παρά τήν ἠπιότητα καί πατρικότητα τοῦ κηρύγματός του, πού ἔβρισκε μεγάλη λαϊκή ἀνταπόκριση, δέν ἔλειψαν οἱ ἀντιδράσεις. Τούς πλουσίους καί κάθε εἴδους δυνατούς προκαλοῦσε ὁ λόγος του νά δώσουν «τό ἄδικον ὀπίσω»• πολλούς ἀπό τούς κοτζαμπάσηδες ὁ λόγος του γιά δικαιοσύνη- τούς Ἐνετούς καί τό ἑπτανησιακό ἀρχοντολόι ἡ ρωμαίικη παράδοση, πού αὐτός ἐκπροσωποῦσε• καί τέλος τούς Ἑβραίους ἡ μεταφορά, μέ ἐνέργειές του, τοῦ παζαριοῦ ἀπό τήν Κυριακή στό Σάββατο καί οἱ λαϊκές ἀντιεβραϊκές παραδόσεις, πού χρησιμοποιοῦσε. Ἡ ἐπιβουλή τῶν Ἑβραίων ἐναντίον τοῦ ἔγινε ὁ μεγαλύτερος κίνδυνός του: «Νά τόν παρακαλέσετε (τόν Χριστό) -ἔλεγε-νά μέ φυλάγη ἀπό τίς παγίδες τοῦ Διαβόλου καί μάλιστα τῶν Ἑβραίων, ὅπου ἐξοδιάζουν χιλιάδες πουγγιά διά νά μέ θανατώσουν». Στίς 2 Μαρτίου 1779 ἔγραφε στόν λόγιο ἀδελφό του Χρύσανθο: «Δέκα χιλιάδες Χριστιανοί μέ ἄγαπωσι καί ἕνας μέ μισεῖ. Χίλιοι Τοῦρκοι μέ ἄγαπωσι καί ἕνας ὄχι τόσον. Χιλιάδες Ἑβραῖοι θέλουν τόν θάνατόν μου καί ἕνας ὄχι». Οἱ Ἑβραῖοι τόν συκοφάντησαν ὅτι δῆθεν ἦταν ὄργανο τῆς Ρωσίας καί ὑποκινοῦσε ἐπανάσταση. Ἐνῶ κήρυσσε στό χωριό Κολικόντασι τοῦ Βερατίου, συνελήφθη μέ ἐντολή τοῦ Κούρτ πασᾶ, στίς 23 Αὐγούστου 1779, καί τήν ἑπομένη κρεμάστηκε ἀπό δέντρο στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ἄψος, χωρίς καμιά δίκη καί καταδικαστική ἀπόφαση. Τό σῶμα τοῦ γυμνώθηκε καί ρίχτηκε ὀτον ποταμό, ἀπ' ὅπου τό ἀνέσυρε ὕστερα ἀπό τρεῖς μέρες ὁ ἐφημέριος του χωριοῦ καί τό ἔθαψε στόν ναό του.

Ἡ δράση
Ὁ Κοσμᾶς ἐπέλεξε τόν ἀποστολικό τρόπο δράσης, ὑπακούοντας σέ ἐντολές καί εὐρύτερο σχέδιο τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου. Ἡ ἔναρξη ἱεραποστολικῆς δράσης σχεδόν ταυτόχρονα μέ τόν Κοσμᾶ καί ἀπό τόν λόγιο ἱεροκήρυκα τοῦ πατριαρχείου Δωρόθεο Βουλησμά ἐνισχύει αὐτή τήν ἐκδοχή. Οἱ περιοδεῖες τοῦ Πατροκοσμᾶ ἀποσκοποῦσαν στήν ἐνίσχυση τῆς λαϊκῆς ἑνότητας μέσα στήν ἐκκλησιαστική παράδοση, πού ἦταν καί ἐθνική. Πρωταρχικός στόχος τοῦ ἦταν ἡ ἀνάσχεση τῶν ἐξισλαμισμῶν, πού εἶχαν πυκνωθεῖ τόν 18ο αἰώνα. Τό κήρυγμα τοῦ Πατροκοσμᾶ μπόρεσε νά βρεῖ ἀπήχηση καί συνεπῶς νά ἔχει καί διάρκεια, γιατί ὁ Κοσμᾶς μποροῦσε νά μιλεῖ μέ τρόπο κατανοητό στόν λαό, ἀντίθετα μέ ἄλλους λογίους ἱεροκήρυκες τῆς ἐποχῆς του. Ὁ λόγος τοῦ φανερώνει τό λαϊκό φρόνημά του. Χρησιμοποίησε τόν γλωσσικό κώδικα ἐπικοινωνίας τῶν λαϊκῶν στρωμάτων, γιά νά μπορεῖ νά βρεῖ ἀπήχηση ὁ λόγος του. Διάνθιζε τό κήρυγμά του μέ ἐλεύθερη ἀπόδοση ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν χωρίων, μέ τά ὁποία ὁ λαός ἦταν ἐξοικειωμένος στή λειτουργική ζωή του. Ὁ «δημοτικισμός» ὅμως τοῦ Πατροκοσμᾶ δέν ἦταν τεχνητός, ἀλλά φυσικός καί ἀβίαστος. Δέν ἐπεδίωκε, ἄλλωστε, τόν ἐντυπωσιασμό τοῦ λαοῦ, ἀλλά τήν πνευματική προκοπή του. Στήν ἁπλουστευμένη μορφή τοῦ λόγου τοῦ σώζεται ἀτόφιος ὁ ἑλληνικός γλωσσικός πλοῦτος, μέσα σέ μία φυσική καί ἀνεπιτήδευτη ρητορικότητα, πού παρουσιάζει σέ πολλά σημεῖα σπάνια λογοτεχνική δύναμη. Ὁ Πατροκοσμᾶς δέν κατέχεται ἀπό κάποιο γλωσσικό μονισμό. Γνωρίζει τήν ἑλληνική γλώσσα σ' ὅλη τή διαχρονία της. Γι' αὐτό χρησιμοποιεῖ μέ ἄνεση διάφορες γλωσσικές μορφές, ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις. Ἀρκεῖ νά παραβάλει κανείς τή γλώσσα τοῦ κηρύγματός του μέ ἐκείνη τῆς ἀλληλογραφίας του.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Κοσμᾶ γιά τόν λαό φανερώνεται συχνά στό κήρυγμά του. «Χρέος ἔχουν ἐκεῖνοι, ὅπου σπουδάζουν -σημειώνει-νά μή τρέχουν εἰς ἀρχοντικά καί αὐλᾶς μεγάλων καί νά ματαιώνωσι (νά χαραμίζουν) τή σπουδή τους, διά νά ἀποκτήσουν πλοῦτον καί ἀξίωμα, ἀλλά νά διδάσκωσι μάλιστα τόν κοινόν λαόν, ὅπου ζῶσι μέ πολλήν ἀπαιδευσίαν καί βαρβαρότητα». Πρότυπά του σέ αὐτό τό πλησίασμα τοῦ λαοῦ, πού ἐπιχείρησε, εἶχε ἀσφαλῶς τόν Φραγκίσκο Σκοῦφο (1644-1697), τόν Ἠλία Μηνιάτη (1669-1714) καί τόν Βικέντιο Δαμοδό (1700-1752). Τήν ἴδια δέ παράδοση θά ἀκολουθήσει καί ὁ νεώτερός του Κοσμᾶ Νικηφόρος Θεοτόκης (1730-1800).
Τό κήρυγμα τοῦ Πατροκοσμᾶ καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἀποτυπώθηκαν στίς περίφημες Διδαχές του, ὁ ὁποῖες δείχνουν τήν πατερικότητα καί παραδοσιακότητά τους. Στόν λιτό καί ἀνεπιτήδευτο λόγο τοῦ ἀνακεφαλαιώνεται ὅλη ἡ πατερική παράδοση. Τό φιλολογικό πρόβλημα τῶν Διδαχῶν ἐξέτασε ἐκτεταμένα ὁ Ι. Μενοῦνος στή διατριβή του. Ὁ λόγος τοῦ Πατροκοσμᾶ δέν ἔχει μεγάλη ποικιλία. Εἶναι μία βασική διδασκαλία, πού ὁ «σκελετός» τῆς παρέμενε βασικά ὁ ἴδιος, μέ ἀνάλογες προσαρμογές κατά τίς περιστάσεις. Τό θεολογικό του σχῆμα εἶναι: δημιουργία ἀπό τόν Θεό -πτώση- σωτηρία ἐν Χριστῷ -μέθοδος οἰκειώσεως τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας (λυτρωτικά μέσα τῆς Ἐκκλησίας: ἄσκηση -μυστήρια). Ο Ι. Μενοῦνος διακρίνει πέντε τύπους Διδαχῶν (συνολικά 26 κείμενα) τοῦ Κοσμᾶ, τῶν τελευταίων ἐτῶν τῆς δράσης του. Κανένα αὐτόγραφό του δέν σώζεται. Τά κηρύγματα τοῦ καταγράφονταν ἀπό ἀκροατές του.
Ὁ Κοσμᾶς ἀκολουθοῦσε συγκεκριμένη πορεία στό κήρυγμά του. Σέ κάθε τόπο ἔκανε μία πρώτη ὁμιλία τό βράδυ, γιατί ἡ μετακίνηση τοῦ γινόταν στή διάρκεια τῆς ἡμέρας. Τό πρωί ἔκανε μία δεύτερη ὁμιλία. Στήν πρώτη μιλοῦσε γιά τή δημιουργία καί τήν πτώση, στή δεύτερη γιά τή σωτηρία. Τό δεύτερο βράδυ ἔκανε τρίτη ὁμιλία μέ θέμα τήν ἀνάσταση καί τήν ἐξάπλωση τῆς πίστης, μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία.
Ἡ εὐρύτερη θεματική τῶν ὁμιλιῶν τοῦ εἶχε στόχο τήν ἀνταπόκριση στίς ἄμεσες ἀνάγκες καί στούς προβληματισμούς τοῦ Γένους. Θά μποροῦσαν νά διακριθοῦν ἐδῶ τρεῖς ἄξονες:

α) Ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση
Ἀπέβλεπε στήν ἀναζωπύρηση τοῦ πατερικοῦ φρονήματος, γιά τήν ἐπανεύρεση τῶν ὑπαρκτικῶν θεμελίων του Γένους. ΓΓ αὐτό ἔκανε συνεχῶς ἔκκληση στήν ὀρθόδοξη συνείδηση τοῦ λαοῦ: «Ἔμαθα -ἔλεγε-πῶς μέ τήν χάρη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χρίστου καί Θεοῦ δέν εἴσθενε Ἕλληνες (δήλ. εἰδωλολάτρες), δέν εἴσθενε ἀσεβεῖς αἱρετικοί ἄθεοι, ἀλλ' εἴσθενε εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύετε καί εἴσθενε βαπτισμένοι εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἴσθενε τέκνα καί θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μας...». Ἡ δική του (διά)φωτιστική προσπάθεια διαφοροποιοῦνταν ριζικά ἀπό ἐκείνη τῶν δυτικόφρονων Διαφωτιστῶν τῆς ἐποχῆς καί ἐπεδίωκε νά προφυλάξει τόν λαό ἀπό τή σύγχυση τῶν διαφόρων προπαγανδῶν, πού ἄρδευαν κατακλυσμικᾶ τή συνείδησή του: «Ὅλες οἱ πίστες -ἦταν τό κήρυγμα τοῦ Πατροκοσμᾶ-εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, ὅλες του Διαβόλου. Τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, θεῖον, οὐράνιον, σωστόν, τέλειον καί διά λόγου μου καί διά λόγου σας, πώς μόνη ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι καλή καί ἁγία...». Τό κήρυγμά του, τριαδοκεντρικό ὁπωσδήποτε, ἑστιάζεται συχνά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ τό «κινδυνευόμενον καί προκείμενον» ἦταν ἡ χριστιανική (ὀρθόδοξη) ὑπόσταση τοῦ Ἔθνους. Ὁ Χριστός εἶναι γιά τόν Κοσμᾶ «ὅ γλυκύτατος αὔθεντης καί δεσπότης». Χρυσοστομικές ἐξάρσεις στόν λόγο τοῦ εἶναι συχνές: «Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καί ἦταν δυνατόν νά ἀνεβῶ εἰς τόν οὔρανον, νά φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην, νά κηρύξω εἰς δλόν τόν κόσμον πῶς μόνος ὅ Χριστός μου εἶναι Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἀληθινός καί ζωή τῶν ἁπάντων, ἤθελα νά τό κάμω».
Τό κήρυγμά του δέν ἦταν ἄχρωμη ἠθικολογία, ἀλλά θεολογία, πατερικό στήν οὐσία του καί δογματικό παρά τήν ἁπλότητά του. Προέβαλλε τό ὀρθοδοξοπατερικό ἦθος μέσα ἀπό τόν ρεαλισμό τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ζητοῦσε καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, γιά νά μπορεῖ νά βλαστήσει ὁ Θεῖος σπόρος (πρβλ. Λούκ, ἡ' 5 κ.ἐξ.) καί μετοχή στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Γι' αὐτό ἔστηνε ἕναν ξύλινο σταυρό (πολλοί ἀπό αὐτούς ἔχουν σωθεῖ) καί δίδασκε στή σκιά του, καλώντας τόν λαό στά μυστήρια (εὐχέλαιο, ἐξομολόγηση, Θεία Εὐχαριστία). Ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση προχωροῦσε στό ὀρθόδοξο ἦθος, προβάλλοντας τήν τριάδα τῶν ἀρετῶν: ταπείνωση, συγχωρητικότητα, ἀγάπη, ὡς θεμέλιό της ἐκκλησιαστικῆς κοινωνικότητας. Ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό νά «φύτευση καί νά ρίζωση εἰς τήν καρδίαν (τῶν ἀκροατῶν τοῦ) τήν ἐϊρήνην, τήν ἄγαπην, τήν ὁμόνοιαν, τήν πραότητα, τήν θερμήν πίστιν, τήν ὄρθην ἐξομολόγησιν». Οἰκοδομοῦσε, ἔτσι, τόν σύνδεσμο ἀτομικότητας καί κοινωνικότητας μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα.

β) Ἡ γνήσια παιδεία
Ὁ Πατροκοσμᾶς ὑπῆρξε ἀπόστολος ὄχι μόνο τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, ἀλλά καί τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Σ' αὐτό τό σημεῖο δέν ἔλειψαν οἱ ἀντιφατικές κρίσεις καί ἰδεολογικές ἀκόμη χρήσεις τῶν λόγων του. Τήν παιδεία συνδύαζε μέ τόν φωτισμό τοῦ ἀνθρώπου καί γι' αὐτό θεωροῦσε ἁμάρτημα τήν ἀδιαφορία ἀπέναντί της: «Ἁμαρτάνετε πολύ νά τά ἀφήνετε (=τά παιδιά) ἀγράμματα καί τυφλά, καί μή μόνον φροντίζετε νά τούς ἀφήσετε πλούτη καί ὑποστατικά, καί μετά τόν θάνατό σας νά τά τρῶν καί νά τά πίνουν καί νά σᾶς ὄπισολογοϋν (κατηγοροῦν; δυσφημοῦν;). Καλύτερα νά τά ἀφήσετε φτωχά καί γραμματισμένα, παρά πλούσια καί ἀγράμματα». Ἡ παιδεία ὅμως, πού αὐτός συνιστᾶ, εἶναι ἡ παιδεία τοῦ Γένους, ἑλληνική. Δέν τόν κινεῖ κάποιος ἐθνικιστικός σωβινισμός στό αἴτημα αὐτό, ἀλλά ἡ ἱστορία τοῦ Γένους. Μιλεῖ γιά τήν παιδεία τῶν Πατέρων, ἡ ὁποία ὡς γνήσια ζήτηση τῆς ἀλήθειας (φιλοσοφία) ἀνοίγει τόν δρόμο πρός τό Εὐαγγέλιο, τόν λόγο τῆς σωτηρίας. «Ἤ Ἐκκλησία μᾶς -λέγει-εἶναι εἰς τήν ἑλληνικήν. Καί ἄν δέν σπουδάσης τά Ἑλληνικά, δέν ἠμπορεῖς νά καταλάβης ἐκεῖνα ποῦ ὁμολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας». Γιά νά περιορίσει καί νά ἐξαφανίσει ἀπό τούς Ἕλληνες τή χρήση τοῦ βλάχικου ἤ ἀρβανίτικου γλωσσικοῦ ἰδιώματος, θά φθάσει σέ σημεῖο νά δηλώσει: «Ὅποιος χριστιανός, ἄνδρας ἤ γυναίκα, ὑπόσχεται μέσα εἷς τό σπίτι του νά μή κουβεντιάζη Ἀρβανίτικα, ἄς σηκωθῆ ἐπάνω νά μοῦ εἴπη καί νά πάρω ὅλα του τά ἁμαρτήματα εἰς τόν λαιμόν μου ἀπό τόν καιρόν ὅπου ἐγεννήθηκε, ἕως τώρα, καί νά βάλω ὅλους τους χριστιανούς νά τόν συγχωρέσουν...».
Ἡ παιδεία πού διέδιδε ὁ Πατροκοσμᾶς ἀπέβλεπε στήν ἀναγέννηση τοῦ Ἔθνους. Ὅπως ἔγραφε στούς Παργίους, τό ἑλληνικό σχολεῖο πού θά ἵδρυαν, ἔπρεπε νά συντελέσει «εἰς τήν διαφύλαξιν τῆς πίστεως καί ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος». Ἦταν μία παιδεία πού ἀνταποκρινόταν στίς ἄμεσες ἀνάγκες τοῦ δούλου Γένους καί διαφοροποιοῦνταν ριζικά ἀπό ἐκείνη τῶν δυτικοπλήκτων καί τά «ἄθεα γράμματα» μερικῶν Διαφωτιστῶν. Τό αὐθεντικό πατερικό φρόνημα τοῦ ἀποτυπώνουν τά λόγια του: «Αἵ πολλαί Ἐκκλησίαι οὔτε διατηροῦν, οὔτε ἐνισχύουν τήν πίστιν μας, ὅσον καί ὅπως πρέπει, ἐάν οἱ εἰς Θεόν πιστεύοντες δέν εἶναι φωτισμένοι ὑπό τῶν παλαιῶν καί νέων Γραφῶν. Ἡ πίστις μας δέν ἐστερεώθη ἀπό ἀμαθεῖς Ἁγίους, ἀλλά ἀπό σοφούς καί πεπαιδευμένους, οἵτινες καί τάς ἁγίας Γραφᾶς ἀκριβῶς μᾶς ἐξήγησαν καί διά θεοπνεύστων λόγων ἀρκούντως μᾶς ἐφώτισαν...». Πάνω σέ παρόμοιες θέσεις τοῦ Πατροκοσμᾶ, φαίνεται, στηρίχθηκε ἡ ἄποψη ὅτι γκρέμισε στή Χειμάρρα ἐκκλησίες, γιά νά γίνουν σχολεῖα. Δέν εἶναι ὅμως ἀπίθανο, ἐρειπωμένες καί ἐγκαταλελειμμένες ἐκκλησίες νά ὅριζε νά τίς μετατρέψουν σέ σχολεῖα. Τό σχολεῖο ὅμως τοῦ Κοσμᾶ ἦταν προέκταση τῆς Ἐκκλησίας: «Ἀπό τό σχολεῖο μανθάνομεν, τό κατά δύναμιν, τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ἤ Ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, τί εἶναι ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμονες, τί εἶναι παράδεισος, τί εἶναι κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία, ἀρετή. Ἀπό τό σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶναι Ἁγία Κοινωνία, τί εἶναι Βάπτισμα, τί εἶναι τό ἅγιον Εὔχελαιον, ὁ τίμιος γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορμί, τά πάντα ἀπό τό σχολεῖον τά μανθάνομεν». Ἔβλεπε, συνεπῶς, τό σχολεῖο ὡς ναό τῆς ἀληθινῆς γνώσης καί θεοκεντρικῆς παιδείας. Ὁ διαφωτισμός τοῦ Πατροκοσμᾶ ἦταν ὀρθοδοξοκεντρικός. Τό παιδευτικό του πρότυπο ἦταν ὁ Θεάνθρωπος, ὄχι ὁ κατά κόσμον σοφός, ἀλλ' ὁ θεούμενος. Πλήρης ἡ ταύτισή του μέ τούς συγχρόνους του Κολυβάδες. Ὡς φωτιστῆς τοῦ Γένους δέν μπορεῖ νά τοποθετηθεῖ δίπλα στούς δυτικόφρονες, ἀλλά δίπλα στόν Βούλγαρι καί τόν Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη. Ὁ ζῆλος του γιά τήν παιδεία τῶν ὁμοεθνῶν του φαίνεται ἀπό τά ἴδια τά ἔργα του. Στόν ἀδελφό του Χρύσανθο ἔγραφε (1779) ὅτι ἵδρυσε 10 ἑλληνικά σχολεῖα καί 200 γιά τά κοινά γράμματα (δημοτικά), στίς 30 ἐπαρχίες πού εἶχε ἐπισκεφθεῖ.

γ) Ὀρθόδοξη κοινωνικότητα
Ὁ Πατροκοσμᾶς ἀπέβλεπε μέ τό κήρυγμά του νά σώσει καί τά ὑπαρκτικά θεμέλια του Γένους στίς διαστάσεις τῆς ρωμαίικης κοινωνικότητας. Ἀποσκοποῦσε ὄχι μόνο στήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ἀλλά καί συνόλης της κοινωνίας. Τήν κοινωνικότητα ἔβλεπε ὡς ὁριζόντια θρησκευτικότητα. Κήρυττε ἰσότητα καί ἀδελφότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων («ἀπό ἕνα ἄνδρα καί μίαν γυναίκα ἐγεννήθημεν καί ὅλοι εἴμεθα ἀδελφοί»). Δέν παρέλειπε ὅμως νά συμπληρώνει: «Ὅλοι εἴμεθα ἀδελφοί, μόνον ἡ πίστις μᾶς χωρίζει», δείχνοντας τήν πατερική καί ἐδῶ θεμελίωσή του. Ἡ ὑπερφυλετική παναδελφοσύνη τῶν ἀνθρώπων ἀπέρρεε ἀπό τή ρωμαίικη οἰκουμενικότητα τοῦ φρονήματός του, πού θεμελιωνόταν ὄχι στό ὄμαιμο, ἀλλά στό ὁμόπιστο, στό ὁμόδοξο. Παράλληλα ὅμως κήρυττε τήν ἰσότητα ἀνδρῶν καί γυναικών καί τήν ἱερότητα τοῦ γάμου, μέσα ὅμως στή λειτουργική ἰδιαιτερότητα τῶν φύλων καί τῆς ἀποστολῆς τους στό κοινωνικό σῶμα (ἤθελε τόν ἄνδρα «ὡσάν βασιλέα» στήν οἰκογένεια καί τήν γυναίκα «ὡσάν βεζίρη»). Συνιστοῦσε τήν πρακτική δικαιοσύνη, τήν ἀποφυγή «τῆς ἁρπαγῆς καί ἀδικίας» καί νά δίνεται «τό ἄδικον ὀπίσω», σ' ὅποιον καί ἄν εἶχε γίνει ἡ ἀδικία («... ὅσοι ἀδικήσατε Χριστιανούς, ἤ Ἑβραίους, ἤ Τούρκους»).
Ἰδιαίτερα ἐντυπωσιάζει τό γεγονός ὅτι ὁ Πατροκοσμᾶς ἔδειχνε σημαντικό ἐνδιαφέρον γιά τή συλλογική -κοινωνική συμπεριφορά καί ὀργάνωση, γιά κοινή-κοινοτική ὕπαρξη καί σύμπραξη: «Ἄμη τί εἶναι ἤ πλερωμή μου; Νά καθίστετε ἀπό πέντε-δέκα νά συνομιλήσετε αὐτά τά θεϊα νοήματα, νά τά βάλετε μέσα εἷς τήν καρδίαν σας, διά νά σᾶς προξενήσουν τήν ζωήν τήν αἰώνιον». Σέ κάθε τόπο, πού ἐπισκεπτόταν, συνιστοῦσε στή συσσωμάτωση σέ ἀδελφότητα, γιά τή συλλογική δραστηριοποίηση τῆς κοινωνικῆς ὁμάδας, στά ὅρια ὅμως μίας κοινῆς καί ἐθνωφελοῦς στοχοθεσίας. Ὅριζε ἐκλογή τῶν ὑπευθύνων μέ βάση δημοκρατική («μέ τή γνώμη ὅλων τῶν χριστιανῶν»). Σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ προβλεπτῆ τῆς Λευκάδας, πού εἶχε πάρει ἀπό τόν κατάσκοπό του ἁγίου, ἄρχοντα Μαμωνᾶ, ὁ Πατροκοσμᾶς ἀπέτρεπε τούς κατοίκους τῆς Πρέβεζας νά ἐκκλησιάζονται στίς ἐνορίες ἐκεῖνες πού δέν εἶχαν συσσωματωθεῖ σέ ἀδελφότητα. Εἶναι φανερό ὅτι τό κοινοβιακό πρότυπό του Ἁγιορείτη μοναχοῦ Πατροκοσμᾶ μεταφυτευόταν στίς κοσμικές ἐνορίες καί κοινότητες.
Τήν κοινωνική ἑνότητα στήριζε στόν ἀλληλοσεβασμό «ἀρχόντων καί ἀρχομένων». Προέτρεπε τούς πιστούς νά τιμοῦν τούς ἱερεῖς παραπάνω ἀπό τούς βασιλεῖς καί τούς ἀγγέλους, ἀλλά καί τούς προεστούς καί τούς γεροντότερους, χωρίς «νά καταφρονοῦν κανένα... ὅτι ὁ Θεός ὅμοιά μας ἔχει ὅλους». Τίς ρωμαίικες-ὀρθόδοξες ρίζες τῆς κοινωνικῆς του θεωρίας ἀποκαλύπτει ἡ θέση του γιά τούς προεστούς: «Ὅ,τι χρεία τύχη τῆς χώρας, τούς προεστούς γυρεύουν καί σεῖς κοιμάσθε ξέγνοιαστοι...». Στή συνάφεια αὐτή ἔχει σημασία ἡ τοποθέτηση τοῦ Πατροκοσμᾶ ἀπέναντι στόν κατακτητή. Συνιστᾶ στόν λαό νομιμοφροσύνη, ἀλλ' ὄχι δουλικότητα: «Περιπατῶ -γράφει σέ κάποιον κατή-καί διδάσκω τούς Χριστιανούς νά φυλάγουσι τάς ἐντολᾶς τοῦ Θεοῦ καί νά πείθωνται (ὑπακούουν) εἰς τάς κατά Θεόν βασιλικᾶς προσταγᾶς» (Πράξ. ἐ' 29). Συνιστοῦσε ὑπακοή σέ ὅσα «δέν ἀντιστέκονται στό Εὐαγγέλιο».
Στή θέση τοῦ ἀπέναντι στούς Τούρκους μένει πιστός στή χαραγμένη ἤδη ἀπό τόν πατριάρχη Γεννάδιο Β' τόν Σχολάριο τακτική. Βραχυπρόθεσμη συνεργασία καί κατευνασμός τοῦ «θηρίου» καί πρόκριση τοῦ Τούρκου, ὡς λιγότερο ἐπικίνδυνου γιά τήν «ψυχή», ἀπό τόν Φράγκο: «Καί διατί δέν ἔφερεν ὁ Θεός ἄλλον βασιλέα, πού ἦταν τόσα ρηγάτα ἐδῶ κοντά νά τούς τό δώση, μόνον ἤφερε τόν Τοῦρκον μέσαθε ἀπό τήν Κόκκινην Μηλιά καί τοῦ τό ἔχαρισεν; Ἤξερεν ὁ Θεός, πώς τά ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τήν πίστιν, καί ὁ Τοῦρκος δέν μᾶς βλάπτει. Ἄσπρα (χρήματα) δώσ' του καί καβαλλίκευσε τόν ἀπό τό κεφάλι...». Ἔδινε ἔτσι μίαν ἀπάντηση στούς δυτικόφρονες ἑνωτικούς. Δέν δίσταζε ὅμως, ὅταν ἔπρεπε, νά ἀποκαλύπτει τούς ἐχθρούς της πίστεως καί τοῦ Γένους: «Ὅ ἀντίχριστος ὁ ἕνας εἶναι ὁ Πάπας καί ὁ ἕτερος εἶναι αὐτός, πού εἶναι εἰς τό κεφάλι μας. Χωρίς νά εἴπω τό ὄνομά του, τό καταλαβαίνετε...».

Ὁ ὁραματισμός
Ἡ μεγαλόπνοη δράση τοῦ Πατροκοσμᾶ δέχθηκε πολλές ἑρμηνεῖες, ἀναζητήθηκαν διάφορες σκοπιμότητες καί ἐπισημάνθηκαν ἀνάλογοι στόχοι. Θεωρήθηκε «ἐθνικιστής», «κοινωνικός ἐπαναστάτης», «δημοτικιστής» κ.α. Οἱ τοποθετήσεις ὅμως αὐτές μᾶλλον τόν ἀδικοῦν, διότι εἶναι εὐδιάκριτη ἡ πατερικότητά του. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀνῆκε ὁλόκληρος στήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση, εἶχε εὐρύ πατερικό πνεῦμα καί οἱ στόχοι καί τά μέσα τοῦ καθορίζονταν ἀπό τή ζωή καί πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπέβλεπε στόν ἀναβαπτισμό τοῦ Ἔθνους στήν πατερική παράδοση, ὅπως αὐτή σώζεται στήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁραματιζόταν μία ἑλληνική κοινωνία «κατοικία τοῦ Θεοῦ, κατοικία τῶν ἀγγέλων». Τίποτε λιγότερο, δηλαδή, ἤ περισσότερο ἀπό ὅ,τι ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅταν ἔλεγε: «γῆν οὔρανον ποιήσωμεν». Τό κήρυγμά του, προϋποθέτοντας τήν ἀκαταστασία τῶν καιρῶν, ὁδηγοῦσε σέ μία χριστοκεντρικῆ κοινωνία, σέ μία ἀταξική ἀδελφοποιία, μέσα στήν ἐλευθερία καί τή δικαιοσύνη: «Νά ζήσουν (οἱ ἄνθρωποι) -ἔλεγε-καί ἐδῶ καλά, εἰρηνικά καί ἀγαπημένα, καί μετά νά πηγαίνουν εἰς τόν παράδεισον νά χαίρωνται πάντοτε». Ἔξω ἀπό κάθε οὐτοπία, κινοῦνταν στόν πνευματοκρατικό ρεαλισμό τῆς Ὀρθοδοξίας, στά ὅρια τοῦ -ὑπαρκτοῦ Χριστιανισμοῦ», ὅπως σώζεται στή μοναστική ἀδελφότητα-ἐνορία. Ἀδιανόητη ἦταν γι' αὐτόν μία Ἑλλάδα χωρίς Χριστό, χωρίς Ὀρθοδοξία. Ἡ φιλοπατρία τοῦ διεπόταν ἀπό τή διπολικότητα πρόσκαιρου - αἰωνίου, μέ ἔμφαση βέβαια στό δεύτερο:
α) «Ἤ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήινη καί ματαῖα, εἶναι ἀπό τοῦ Ἁγίου Ἄρτης καί ἀπό τήν ἐπαρχίαν Ἀποκοῦρον». Ἀλλά συμπλήρωνε:
β) «Ἤμεϊς, Χριστιανοί μου, δέν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα (Ἑβρ. ἰγ' 14). Δία τοῦτο καί ὅ Θεός μᾶς ἔβαλε τόν νοῦν εἰς τό ἐπάνω μέρος, διά νά στοχαζώμασθε πάντοτε τήν οὐράνιον βασιλείαν, τήν ἀληθινήν πατρίδα μας».
Μέσα σ' αὐτό τό πλαίσιο πρέπει νά ἰδωθεῖ καί ἡ ἐθνική του προσδοκία, ἡ ὁποία δέν πρέπει νά χωριστεῖ ἀπό τή ρωμαίικη οἰκουμενικότητα, πού, ὅπως στούς Κολυβάδες, σωζόταν καί στόν Πατροκοσμά. Μιλοῦσε γιά τό ρωμαίικο («αὐτό μία μέρα θά γίνη ρωμαίικο»). Ἡ ἀνάσταση τοῦ Γένους προσανατολιζόταν στήν Πόλη καί τήν Ἑλληνορθόδοξη αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας. Αὐτή τήν ἀποκατάσταση τοῦ Γένους ὑπαινίσσονταν καί οἱ σπουδαῖες προφητεῖες του. Μέ ὑπονοούμενα καί συμβολικές φράσεις, ἐξάλλου, προσπαθοῦσε νά ἐμπνεύσει στίς ψυχές τῶν ὑποδούλων τόν πόθο τῆς παλιγγενεσίας καί νά συντηρήσει τήν ἐλπίδα γιά τήν ἔλευση τοῦ «ποθούμενου». Καί ὡς μόνο μέσο γι' αὐτή τήν ἐνδυνάμωση τῆς συλλογικῆς συνείδησης θεωροῦσε τήν ἐμμονή στήν πίστη: «Τό κορμί σᾶς ἄς τό καύσουν, ἄς τό τηγανίσουν• τά πράγματα σᾶς ἄς τά πάρουν, μή σᾶς μέλλει. Δώσατε τά. Δέν εἶναι δικά σας. Ψυχή καί Χριστός σᾶς χρειάζονται. Αὐτά τά δύο ὅλος ὁ κόσμος νά πέση δέν ἠμπορεῖ νά σᾶς τά πάρη, ἐκτός καί τά δώσετε μέ τό θέλημά σας. Αὐτά τά δύο νά τά φυλάττετε, νά μή τά χάσετε». Μετά τίς ἀποτυχίες τῶν ρωσοτουρκικῶν συγκρούσεων (1774 κ.ε.) πρέπει νά συνειδητοποίησε ὁ Κοσμᾶς τήν ἀνάγκη τῆς ἐσωτερικῆς σπορᾶς μέσα στή λαϊκή ψυχή, ὥστε νά βρεῖ μόνη της τόν δρόμο τῆς ἐλευθερίας, μέ τήν ἀναζωπύρηση τῆς αὐτοσυνειδησίας της.

Ἡ ἀπήχηση
Τό κήρυγμα τοῦ Πατροκοσμᾶ εἶχε τεράστια ἀπήχηση στόν λαό. Σέ κάθε τόπο, πού ἐπισκεπτόταν, προκαλοῦσε σεισμό στίς συνειδήσεις, συνοδευόμενο ἀπό μετάνοια. Ἐχθροί συμφιλιώνονταν, κλέπτες ἐπέστρεφαν τά κλοπιμαία, ληστές μεταβάλλονταν, πλούσιες γυναῖκες πρόσφεραν τά χρυσάφια τους γιά ἔργα φιλανθρωπίας κ.λπ. Κατά τόν βιογράφο τοῦ Νικόδημο μοίρασε συνολικά «ὑπέρ τά πεντακόσιας χιλιάδας σταυρούδια». Τίς ὁμιλίες τοῦ παρακολουθοῦσαν χιλιάδες (τουλάχιστον 6.000 ἦταν οἱ ἀκροατές του στό χωριό Μαῦρο Μανδήλι κοντά στήν Πρέβεζα κατά τόν κατάσκοπό του Μαμωνᾶ). Ἀκόμη καί σήμερα ὅλη ἡ βορειοδυτική Ἑλλάδα διατηρεῖ τή μνήμη τῆς παρουσίας του. Σέ πολλά μέρη τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας, τῶν Ἀγράφων καί τῆς Στερεᾶς ἄρχιζε ἡ ἐπανάσταση μέ τό δίστιχο: «Βοήθα μας, ἅγιε Γιώργη, καί σύ ἅγιε Κοσμᾶ / νά πάρουμε τήν Πόλη καί τήν Ἁγιά-Σοφιά». Ἰδιαίτερη ἐκτίμηση ἔτρεφε γιά τόν ἅγιο ὁ διαβόητος Ἀλή πασάς τῶν Ἰωαννίνων, τοῦ ὁποίου τό μέλλον εἶχε προφητεύσει ὁ Κοσμᾶς. Γι' αὐτό καί ἀνήγειρε μεγαλοπρεπῆ ναό στόν τόπο τῆς ταφῆς τοῦ ἁγίου. Διέταξε ἀκόμη νά κατασκευάσουν ἀργυρᾶ θήκη γιά τήν κάρα του, τήν ὁποία πολλές φορές ἔφερε στά Γιάννινα, γιά νά τήν προσκυνήσει. Ὅταν κάποιοι τόν χλεύασαν γιά τήν πράξη τοῦ αὐτή, ἀπάντησε μέ ὀργή: «Φέρετέ μου ἕνα μουσουλμάνο σάν κι αὐτόν τόν Χριστιανό καί νά τοῦ φιλήσω καί τά πόδια».
Ὁ Πατροκοσμᾶς εἶχε καί τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας, εὐρύτατα γνωστό στόν λαό, πού εἶχε, ἔτσι, τή βεβαίωση τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ φωτισμοῦ του. Δείγματα τῆς ἁγιότητας τοῦ ἦταν καί οἱ προφητεῖες του, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες βρῆκαν τήν πραγμάτωσή τους. Ἔλεγε λ.χ. «τό ποθούμενο θά γίνη στήν τρίτη γενεά. Θά τδ δοῦν τά ἐγγόνια σας». Πράγματι, ἡ γενεά τοῦ 1821 ἦταν ἡ τρίτη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κοσμᾶ. «Πότε θαρθῆ τό ποθούμενο;» -τόν ρώτησαν στά Τσαραπλανά τῆς Ἠπείρου. «Ὅταν ἑνωθοῦν αὐτά», ἀπάντησε, δείχνοντας δύο μικρά δένδρα, τά ὁποῖα πράγματι μεγάλωσαν καί ἑνώθηκαν τό 1912. Ὁ λαός τόν τιμοῦσε γι' αὐτό ὡς ἅγιο ἤδη πρίν ἀπό τό μαρτύριό του, μετά τό ὁποῖο τοῦ ἀποδίδονταν τιμές μάρτυρα τῆς πίστεως. Αὐτή τήν πράξη ἔλαβε ὑπ' ὄψιν τό οἰκουμενικό πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο μέ πράξη τοῦ τόν κατέταξε μεταξύ τῶν ἁγίων της Ἐκκλησίας, στίς 20 Ἀπριλίου 1961, ὑπογραμμίζοντας, ὅτι «ἅπασαν τήν πατρώαν γῆν διέδραμε, κηρύττων ἱεραποστολικῶς τόν λόγον τοῦ θεοῦ, σχολεῖα πολλαχοϋ ἱδρύων, ἀσθενοῦντας θεραπεύων, τήν ἅγιαν αὐτοῦ ἐκκλησίαν κρατύνων, τύπον δ' ἑαυτόν ταπεινώσεως, αὐταπαρνήσεως, ἀρετῆς καί ἐγκράτειας ἀναδείξας, ἕως οὐ καί τόν μαρτυρικόν ὑπέμεινε θάνατον». Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στίς 24 Αὐγούστου, μέρα τοῦ μαρτυρίου του.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὀνομάστηκε «ὁ μεγαλύτερος μετά τήν ἅλωση Ἕλληνας» καί πατέρας τοῦ νεοελληνικοῦ Ἔθνους. Ἴσως θά πρέπει νά προστεθεῖ ὅτι ὑπῆρξε πρότυπο νεοελληνικοῦ ἤθους καί ἀναστηλωτής τοῦ αὐθεντικοῦ ἑλληνορθόδοξου ἰδεώδους.
Πηγή Ἀπολογητής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.