23 Αυγ 2010

ΔΙΔΑΧΑΙ ΤΟΥ AΓIOΥ KOΣMA ΤOΥ AITΩΛΟΥ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΔΙΔΑΧΗ Α΄
Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θείου Λόγου
Ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατος αὐθέντης καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητὴς κτίσεως παρακινούμενος ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν πολλήν του ἀγαθότητα ὅπου ἔχει εἰς τὸ γένος μας, σιμὰ εἰς ἄπειρα χαρίσματα ὁπού μᾶς ἐχάρισε καὶ μᾶς χαρίζει καθ’ ἑκάστην ἡμέραν καὶ ὥραν καὶ στιγμήν, ἐκαταδέχθη καὶ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, διὰ νὰ μᾶς κάμη νὰ ἔβγωμεν ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ διαβόλου, καὶ νὰ μᾶς κάμη υἱοὺς καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας του, νὰ χαίρωμεν πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ νὰ μὴ καιώμεθα εἰς τὴν κόλασιν μὲ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ τοὺς διαβόλους.
Τὸ ἔργον τῶν Ἀποστόλων
Καθὼς ἕνας ἄρχοντας ἔχει ἀμπέλια καὶ χωράφια καὶ βάνει ἐργάτας, οὕτω καὶ ὁ Κύριος ὡσὰν ἕνα ἀμπέλι ἔχει ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ἐπῆρε δώδεκα Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἔδωκε τὴν χάρην του καὶ τὴν εὐλογίαν του, καὶ τοὺς ἔστειλεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον νὰ διδάξουν τοὺς ἀνθρώπους πῶς νὰ ζήσουν καὶ ἐδῶ καλά, εἰρηνικά, ἠγαπημένα, καὶ μὲ ταῦτα νὰ πηγαίνουν εἰς τὸν Παράδεισον, νὰ χαίρωνται πάντοτε, νὰ μετανοοῦν, νὰ πιστεύουν...καὶ νὰ βαπτίζωνται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ νὰ ἔχουν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς ἀδελφὸν τῶν.
Καὶ εἰς ὁποίαν χώραν πηγαίνουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι, τοὺς παρήγγειλεν ὁ Κύριος νὰ εὐλογοῦν τὴν χώραν ἐκείνη, εἰς ὁποίαν χώραν πάλιν πηγαίνουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ δὲν τοὺς δέχονται, τοὺς παρήγγειλεν ὁ Κύριος νὰ τινάζουν καὶ τὰ τσαρούχια τῶν καὶ νὰ φεύγουν. Ἔτσι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι λαμβάνοντες τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς φρόνιμοι καὶ πιστοὶ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ μας, ἔτρεξαν ὡσὰν ἀστραπὴ εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Μὲ ἐκείνην τὴν χάριν ἰάτρευον τυφλοὺς καὶ κωφοὺς καὶ λεπροὺς καὶ διαμονισμένους, καί, τὸ μεγαλύτερον, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐπρόσταζον τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνεσταίνοντο. Καὶ εἰς ὅποιαν χώραν ἐπήγαιναν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ τοὺς ἐδέχοντο οἱ ἄνθρωποι, τοὺς ἔκαμνον χριστιανούς, ἐχειροτόνουν ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, συνέστειναν Ἐκκλησίας, καὶ εὐλογοῦσαν τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ ἐγίνετο ἕνας ἐπίγειος παράδεισος, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατοικία τῶν Ἀγγέλων, κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας.
Εἰς ὅποια χώραν πάλιν ἐπήγαινον καὶ δὲν τοὺς ἐδέχοντο οἱ ἄνθρωποι, τὸς παρήγγειλε νὰ τινάζουν τὰ ὑποδήματα τῶν, καὶ ἔμενεν εἰς ἐκείνη τὴν χώραν κατάρα καὶ ὄχι εὐλογία, κατοικία τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἡ δική του καταγωγὴ καὶ ἀποστολὴ
Πρέπον καὶ εὔλογον εἶναι ἕνας διδάσκαλος, ὅταν θέλη νὰ διδάξη, νὰ ἐξετάζη πρῶτον τί ἀκροατᾶς ἔχη, ὁμοίως καὶ οἱ ἀκροαταὶ νὰ ἐξετάζουν τί διδάσκαλος εἶναι. Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, ποὺ ἠξιώθην καὶ ἐστάθηκα εἰς αὐτὸν τὸν ἅγιον τόπον τὸν ἀποστολικὸν διὰ τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, ἐξέτασα πρῶτον διὰ λόγου σας καὶ ἔμαθα πὼς μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ δὲν εἶσθε Ἕλληνες (εἰδωλολάτραι), δὲν εἶσθε ἀσεβεῖς, αἱρετικοί, ἄθεοι, ἀλλ’ εἶσθε βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ εἶσθε τέκνα καὶ θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ὄχι μόνον δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια σας νὰ φιλήσω. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ λόγου σᾶς εἶναι τιμιώτερος ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον. Πρέπει δὲ νὰ ἠξεύρετε καὶ ἡ εὐγενειὰ σᾶς διὰ λόγου μου, τὸ ἠξεύρω πὼς ἄλλοι σᾶς λέγουν ἄλλα, ὅμως ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ μάθετε τὴν πάσαν ἀλήθειαν, ἐγὼ σᾶς τὴ λέγω. Ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήινος καὶ μάταια, εἶνε ἀπὸ τοῦ ἁγίου Ἄρτης καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν Ἀποκοῦρο. Ὁ πατήρ μου, ἡ μήτηρ μου, τὸ γένος μου, εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Εἶμαι λοιπὸν καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, χειρότερος ἀπὸ ὅλους, εἶμαι ὅμως δοῦλος τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ. Ὄχι πὼς εἶμαι ἄξιος νὰ εἶμαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ ὁ Χριστός μου μὲ καταδέχεται διὰ τὴν εὐσπλαχνίαν του. Τὸν Χριστόν μας λοιπόν, ἀδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω καὶ προσκυνῶ. Τὸν Χριστὸν μᾶς παρακαλῶ νὰ μὲ καθαρίση ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν. Τὸν Χριστὸν παρακαλῶ νὰ μὲ δυναμώση νὰ νικήσω τοῦ τρεῖς ἐχθρούς: τὸν κόσμον, τὴν σάρκα καὶ τὸν διάβολον. Τὸν Χριστὸν μᾶς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώση νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσε Ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην μου. Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνέβω εἰς τὸν οὐρανόν, νὰ φωνάξω μίαν φωνὴν μεγάλην, νὰ κηρύξω εἰς ὅλον τὸν κόσμον, πὼς μόνος ὁ Χριστὸς μᾶς εἶναι Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ζωὴ τῶν πάντων, ἤθελα νὰ κάμω, μὰ ἐπειδὴ καὶ δὲν δύναμαι νὰ πράξω ἐκεῖνο τὸ μέγα, κάμνω τοῦτο τὸ μικρόν, καὶ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου τὸ κατὰ δύναμιν, ὄχι ὡς διδάσκαλος, ἀλλ’ ὡς ἀδελφὸς διδάσκαλος μόνος ὁ Χριστὸς μᾶς εἶναι.
Κλῆσις διὰ τὸ κήρυγμα
Πόθεν παρεκινήθην, ἀδελφοί μου, θέλω νὰ σᾶς φανερώσω τὴν αἰτίαν. Ἀναχωρῶν ἀπὸ τὴν πατρίδα μου πρὸ πενήντα ἐτῶν, ἐπεριπάτησα τόπους πολλούς, κάστρα, χώρας καὶ χωρία, καὶ μάλιστα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ περισσότερον ἐκάθησα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, δεκαεπτὰ χρόνους, καὶ ἔκλαιον διὰ τὰς ἁμαρτίας μου. Σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα χαρίσματα ὁπού μου ἐχάρισεν ὁ Κύριός μου, μὲ ἠξίωσε καὶ ἔμαθα ὀλίγα γράμματα Ἑλληνικά, ἔγινα καὶ καλόγηρος.
Μελετώντας τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον εὗρον μέσα πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ὅλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλοῦτος, χαρά, εὐφροσύνη, ζωὴ αἰώνιος. Σιμὰ εἰς τὰ ἄλλα εὗρον καὶ τοῦτον τὸν λόγον ὁπού λέγει ὁ Χριστός μας, πὼς δὲν πρέπει κανένας χριστιανός, ἄνδρας ἢ γυναίκα, νὰ φροντίζει διὰ τὸν ἑαυτὸν τοῦ μόνον πῶς νὰ σωθεῖ, ἀλλὰ νὰ φροντίζει καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς του νὰ μὴ κολασθοῦν. Ἀκούοντας καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, τοῦτον τὸν γλυκύτατον λόγον ὁπού λέγει ὁ Χριστός μας, νὰ φροντίζωμεν καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς μας, μ’ ἔτρωγεν ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα εἰς τὴν καρδίαν τόσους χρόνους, ὡσὰν τὸ σκουλήκι ὁπού τρώγει τὸ ξύλον, τί νὰ κάμω καὶ ἐγὼ στοχαζόμενος εἰς τὴν ἀμάθειάν μου. Ἐσυμβουλεύθηκα τοὺς πνευματικούς μου πατέρας, ἀρχιερεῖς, πατριάρχας, τοὺς ἐφανέρωσα τὸν λογισμόν μου, ἀνίσως καὶ εἶναι θεάρεστον τέτοιον ἔργον νὰ τὸ μεταχειρισθῶ, καὶ ὅλοι μὲ παρεκίνησαν νὰ τὸ κάμω, καὶ μοῦ εἶπον πὼς τέτοιον ἔργον καλὸν καὶ ἅγιον εἶναι. Μάλιστα παρακινούμενος ἀπὸ τὸν Παναγιώτατον κύριον Σωφρόνιον, Πατριάρχην – νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχήν του – καὶ λαμβάνοντας τὰς ἁγίας του εὐχᾶς, ἄφησα τὴν ἰδικήν μου προκοπήν, τὸ ἰδικόν μου καλόν, καὶ ἐβγήκα νὰ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου.
Κῆρυξ ἀφιλάργυρος
Κάμνοντας ἀρχὴν νὰ διδάσκω μου ἦλθεν ἕνας λογισμὸς ἐδῶ ὁπού περιπατῶ νὰ ζητῶ ἄσπρα διότι ἤμην φιλάργυρος καὶ ἀγαποῦσα τὰ γρόσια, ναί, μὰ καὶ τὰ φλωρία περισσότερον, ὄχι ὡσὰν τὴν εὐγενίαν σας ποῦ τὰ περιφρονεῖτε, ἢ δὲν τὰ καταφρονεῖτε; Μελετώντας πάλιν τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, εὗρον καὶ ἄλλον λόγον ὁπού λέγει ὁ Χριστός μας πὼς χάρισμά σου ἔδωσα καὶ ἐγὼ τὴν χάριν μου, χάρισμα νὰ τὴν δώσεις καὶ σὺ εἰς τοὺς ἀδελφούς σου, χάρισμα νὰ διδάσκης, χάρισμα νὰ συμβουλεύεις, χάρισμα νὰ ἐξομολογεῖς, καὶ ἀνίσως καὶ ζητήσεις νὰ πάρεις τίποτε πληρωμὴν διὰ τὴν διδαχήν, ἢ πολλὰ ἢ ὀλίγα, ἢ ἕνα ἄσπρο, ἐγὼ σὲ θανατώνω καὶ σὲ βάνω εἰς τὴν κόλασιν.
Ἀκούοντας καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, αὐτὸν τὸν γλυκύτατον λόγον ὁπού λέγει ὁ Χριστός μας, χάρισμα νὰ δουλεύωμεν καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, εἰς τὴν ἀρχήν μου ἐφάνη βαρὺς ὁ λόγος, ὕστερον ὅμως μου ἐφάνη γλυκύτερος ὥσπερ μέλι καὶ κηρίον, καὶ ἐδόξασα καὶ δοξάζω χιλιάδες φορὲς τὸν χριστόν μου ὁπού μ’ ἐφύλαξε ἀπὸ τοῦτο τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας, καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ δὲν ἔχω μήτε σακκούλα, μήτε σπίτι, μήτε κασσέλλα, μήτε ἄλλο ράσο ἀπὸ αὐτὸ ὁπού φορῶ, ἀλλὰ ἀκόμη παρακαλῶ τὸν Κύριόν μου μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου νὰ μὲ ἀξιώσει νὰ μὴν ἀποκτήσω σακκούλα, διότι ὡσὰν κάμω ἀρχὴν νὰ παίρνω ἄσπρα, εὐθὺς ἔχασα τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ δὲν ἠμπορῶ καὶ τὰ δύο, ἢ τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον.
Ἡ Ἅγια Τριὰς
τὸ γλυκύ της Ὀρθοδοξίας κήρυγμα
Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, χριστιανοί μου, καθὼς μανθάνομεν ἀπὸ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ ἀπὸ τὰς θείας Γραφᾶς, ν’ ἀρχιζῶμεν τὴν διδασκαλίαν μας ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ὅταν τελειώσωμεν, νὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεὸν ὄχι πὼς εἶμαι ἄξιος ν’ ἀναφέρω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου, ἀλλὰ ὁ Θεὸς καταδέχεται διὰ τὴν εὐσπλαχνίαν του.
Ἀφήνομεν λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὰς φλυαρίας τῶν ἀσεβῶν, τῶν αἱρετικῶν, τῶν ἀθέων, καὶ λέγομεν μόνον ὅσα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐφώτισε τοὺς ἁγίους Προφήτας, Ἀποστόλους καὶ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μᾶς ἔγραψαν, καὶ πάλιν ὄχι ὅλα νὰ τὰ εἰποῦμεν, διότι δὲν εἶνε δυνατόν, θέλομεν χρόνους καὶ καιρούς, ἀλλὰ μερικὰ ἀποὺ φαίνονται ἀναγκαιότερα. Καὶ ὅστις εἶνε φιλομαθής, ἂς ζητήση νὰ μάθη καὶ τὰ ἐπίλοιπα. Ὁ πανάγαθος λοιπὸν ἀδελφοί μου, καὶ πολυέλεος Θεὸς εἶνε ἕνας, καὶ ὅποιος λέγει ὅτι εἶνε πολλοὶ θεοί, εἶνε διάβολος. Εἶνε δὲ καὶ Τριάς, Πτήρ, Ἰυὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ἕνας Θεός. Εἶνε δὲ ἀκατάληπτος, Κύριος ἀνερμήνευτος, παντοδύναμος, ὅλος φῶς ὅλος χαρά, ὅλος εὐσπλαχνία, ὅλος ἀγάπη. Δὲν ἔχομεν κανένα παράδειγμα ἂν παρομοιάσωμεν τὴν Ἁγίαν τριάδα, ἐπειδὴ καὶ δὲν εὐρήσκεται ἄλλο εἰς τὸν κόσμον. ,ἃ διὰ νὰ λάβη παραμικρὴν βοήθειαν ὁ νοῦς μας, φέρνουν μερικὰ παραδείγματα οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας. Σιμὰ εἰς τὰ ἄλλα μᾶς φέρνουν καὶ τὸν ἥλιον. Ὁ ἥλιος ἠξεύρομεν ὅλοι πὼς εἶνε ἕνας, ἕνας εἶνε καὶ ὁ θεός, καὶ καθὼς ὁ ἥλιος φωτίζει τοῦτον τὸν κόσμον τὸν αἰσθητόν, οὕτω καὶ ἡ Ἁγία τριάς, ὁ Θεὸς φωτίζει τὸν νοητόν. Εἴπομεν, ἀδελφοί μου, πὼς ὁ ἥλιος εἶνε ἕνας, μὰ εἶνε καὶ τρία μαζί, ἔχει ἀκτίνας, ὅπου ἔρχονται εἰς τὰ ὄματά μας σὰν γραμμαί, ὡσὰν κλωσταί, ἔχει καὶ φῶς, ὅπου ἐξαπλώνεται εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Μὲ τὸν ἥλιον ὁμοιάζουμε τὸν ἄναρχον Πατέρα, μὲ τὶς ἀκτίνες τὸν συνάναρχον Υἱόν, καὶ μὲ τὸ φῶς τὸ ὁμοούσιον Πνεῦμα. Εἶναι καὶ ἄλλος τρόπος νὰ καταλάβετε τὴν Παναγίαν Τριάδα. Πῶς; Νὰ ἐξομολογηθῆτε καθαρά, νὰ μεταλάβετε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ φόβον καὶ μὲ εὐλάβειαν, καὶ τότε θὰ σᾶς φωτίση ἰ χάρις τοῦ τοῦ Παναγίου Πνεύματος νὰ καταλάβετε καλύτερα.
Αὐτὴν τὴν Παναγίαν Τριάδα ἠμεῖς οἱ εὐσεβεῖς καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ δοξάζομεν καὶ προσκυνοῦμεν, αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τριάδα ὅσοι λέγονται θεοὶ εἶνε δαίμονες. Καὶ ὄχι μόνον ἠμεῖς πιστεύομεν, δοξάζομεν, προσκυνοῦμεν τὴν Ἁγία Τριάδα, ἀλλὰ ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ὡσὰν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης, Προφῆται, Ἀπόστολοι, Μάρτυρες, Ἀσκηταὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα τῶν διὰ τὴν ἀγάπην τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἠγόρασαν τὸν παράδεισον καὶ χαίρονται πάντοτε.
Ἡ πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ
Δὲν εὑρίσκεται τόπος ὁπού νὰ λείπη ὁ Θεός. Πρέπει καὶ ἠμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί, ὅταν θέλωμεν νὰ κάμωμεν καμμίαν ἁμαρτίαν, νὰ στοχαζώμεθα ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας, εἶνε πανταχοῦ παρὼν καὶ μᾶς βλέπει, νὰ ἐντρεπόμεθα τοὺς Ἀγγέλους, τοὺς Ἁγίους, καὶ μάλιστα τὸν ἄγγελον, τὸν φύλακα τῆς ψυχῆς μας, ὁπού μᾶς βλέπει. Ἀπὸ ἕνα μικρὸν παιδίον ἐντρεπόμεθα, καὶ πῶς νὰ μὴν ἐντρεπόμεθα ἀπὸ τόσους Ἁγίους καὶ Ἀγγέλους;
Ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν
Ὁ πανάγαθος καὶ πολυέλεος Θεός, ἀδελφοί μου, ἔχει πολλὰ καὶ διάφορα ὀνόματα, λέγεται καὶ φῶς, καὶ ζωή, καὶ ἀνάστασις. Ὅμως τὸ κύριον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μᾶς εἶνε καὶ λέγεται ἀγάπη. Πρέπει ἠμεῖς, ἀνίσως καὶ θέλωμεν νὰ περάσωμεν καὶ ἐδῶ καλά, νὰ πηγαίνωμεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον, καὶ νὰ λέγωμεν τὸν Θεὸν μᾶς ἀγάπην καὶ πατέρα, πρέπει νὰ ἔχωμεν δύο ἀγάπας, ἀγάπην εἰς τὸν Θεόν μας, καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας. Φυσικόν μας εἶνε νὰ ἔχωμεν αὐτᾶς τὰς δύο ἀγάπας, παρὰ φύσιν εἶνε νὰ μὴν τὰς ἔχωμεν. Καὶ καθὼς ἕνα χελιδόνι χρειάζεται δύο πτέρυγας διὰ νὰ πετᾶ εἰς τὸν ἀέρα, οὕτω καὶ ἠμεῖς χρειαζόμεθα αὐτᾶς τὰς δύο πτέρυγας, διότι χωρὶς αὐτῶν εἶνε ἀδύνατον διὰ νὰ σωθῶμεν. Καὶ πρῶτον ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν μας, διότι μᾶς ἐχάρισεν τόσην γῆν κεγάλην ἐδῶ νὰ κατοικῶμεν προσκερα, τόσες λιλιάδες φυτά, βρύσες, ποταμούς, ἀέρα, ἡμέραν, νύκτα, οὐρανόν, ἥλιον κ.λ.π. ὅλα αὐτὰ διὰ ποῖον τὰ ἔκαμεν, εἰμὴ δὶ’ ἠμᾶς; Τί μᾶς ἐχρεώστει; Τίποτε. Ὅλα χάρισμα, μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς ὀρθοδόξους χριστιανούς, καὶ ὄχι ἀσεβεῖς αἱρετικούς, ἂν καὶ ἁμαρτάνωμεν χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται ὡσὰν πατέρας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει νὰ μᾶς βάλη εἰς τὴν κόλασην, ἀλλὰ περιμένει τὴν μετάνοιάν μας μὲ τὰς ἀγκάλας ἀνοιχτᾶς, πότε νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ νὰ κάμωμεν τὰ καλά, νὰ ἐξομολογηθῶμεν, νὰ διορθωθῶμεν, νὰ μᾶς ἐναγκαλισθῆ, νὰ μᾶς βάλη εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαιρώμεθα πάντοτε.
Τώρα λοιπὸν τοιοῦτον γλυκύτατον Θεὸν καὶ Δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἠμεῖς νὰ τὸν ἀγαπῶμεν, καὶ ἂν τύχη ἀνάγκη, νὰ χύσωμεν καὶ τὸ αἷμα μᾶς χιλιάδες φορὲς διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην μας; Ἕνας ἄνθρωπος σὲ κράζει εἰς τὸν οἰκόν του καὶ θέλει νὰ σὲ φιλεύσει ἕνα ποτήρι κρασί, καὶ πάντοτε εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν θὲ νὰ τὸν ἐντρέπεσαι καὶ τὸν τιμᾶς καὶ τὸν Θεὸν δὲν πρέπει νὰ τιμᾶς καὶ νὰ ἐντρέπεσαι, ὅπου σου ἐχάρισε τόσα καλὰ καὶ ἐσταυρώθηκε διὰ τὴν ἀγάπην σου; Ποῖος πατέρας ἐσταυρώθηκε διὰ τὰ παιδιὰ τοῦ καμμίαν φορᾶν; Καὶ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα του καὶ μᾶς ἐξηγόρασεν ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ διαβόλου. Τώρα δὲν πρέπει καὶ ἠμεῖς νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Χριστόν μας; Ἠμεῖς ὄχι μόνον δὲν τὸν ἀγαπῶμεν, ἀλλὰ τὸν ὑβρίζομεν καθ’ ἡμέραν μὲ τὰς ἁμαρτίας ὁπού κάμνομεν. Ἀμὴ ποῖον θέλετε νὰ ἀγαπῶμεν, ἀδελφοί μου; Νὰ ἀγαπῶμεν τὸν διάβολον, ὁπού μᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ μᾶς ἔφερεν εἰς τὸν κατηραμένον τοῦτον κόσμον καὶ παθαίνομεν τόσα κακά; Καὶ ἔχει προαίρεσιν ὁ διάβολος, ἂν ἠδύνατο αὐτὴν τὴν ὥραν νὰ μᾶς θανατώσει ὅλους καὶ νὰ μᾶς βάλει εἰς τὴν κόλασιν, τὸ ἔκαμνε. Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου, νὰ μοῦ εἰπῆτε ποῖον πρέπει, νὰ μισοῦμεν τὸν διάβολον, τὸν ἐχθρόν μας, ἢ ν’ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν μας, τὸν ποιητήν μας, τὸν πλάστην μας; -Ναί, ἅγιέ του Θεοῦ. –Πολύ καλὰ τὸ λέγετε, νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας, καὶ ἐγὼ τὸ λέγω, μὰ καὶ ὁ Θεὸς χρειάζεται στρῶμα διὰ νὰ καθήσει, ποῖον δὲ εἶναι; Ἡ ἀγάπη. Ἂς ἔχωμεν λοιπὸν καὶ ἠμεῖς τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, καὶ τότε ἔρχεται ὁ Θεός μας καὶ μᾶς χαροποιεῖ, καὶ μᾶς φυτεύει εἰς τὴν καρδίαν μας τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, καὶ περνοῦμεν καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ πηγαίνομεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον νὰ εὐφραινώμεθα πάντοτε.
Ἀγαπᾶτε τὸν πλησίον
Ἠμεῖς ὄχι μόνον δὲν ἔχομεν τὴν ἀγάπην, ἀλλὰ ἔχομεν τὸ μίσος καὶ τὴν ἔχθραν εἰς τὴν καρδίαν μας καὶ μισοῦμεν τοὺς ἀδελφούς μας, ἔρχεται ὁ πονηρὸς διάβολος καὶ μᾶς πικραίνει καὶ βάνει τὸν θάνατον εἰς τὴν ψυχήν μας καὶ περνοῦμεν καὶ ἐδῶ κακά, καὶ πηγαίνομεν εἰς τὴν κόλασιν καὶ καιόμεθα πάντοτε.
Φυσικόν μας εἶναι ν’ ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς μας, διότι εἴμεθα μίας φύσεως, ἔχομεν ἕνα βάπτισμα, μίαν πίστιν, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ἕνα παράδεισον ἐλπίζομεν ν’ ἀπολαύσωμεν. Καλότυχος ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὁπού ἀξιώθηκε καὶ ἔλαβεν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ αὐτᾶς τὰς δύο ἀγάπας, εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Διότι ὅποιος ἔχει τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν του, ἔχει πάντα τὰ ἀγαθὰ καὶ ἁμαρτίαν δὲν ὑποφέρει νὰ κάμει καὶ ὅστις δὲν ἔχει τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν, ἔχει τὸν διάβολον, καὶ κάμνει πάντα τὰ κακὰ καὶ ὄλας τὰς ἁμαρτίας. Χιλίας χιλιάδας καλὰ νὰ κάμνωμεν, ἀδελφοί μου, νηστείας, προσευχᾶς, ἐλεημοσύνας, καὶ τὸ αἷμα μας νὰ χύσωμεν διὰ τὸν Χριστόν μας, καὶ δὲν ἔχωμεν αὐτᾶς τὰς δύο ἀγάπας, ἀλλὰ ἔχωμεν τὸ μίσος καὶ τὴν ἔχθραν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, ὅλα ἐκεῖνα τὰ καλὰ ὁπού ἐκάμμαμεν εἶναι τοῦ διαβόλου καὶ εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν. Μὰ καλά, λέγετε, ἐκεῖ μὲ ἐκείνην τὴν ὀλίγην ἔχθραν ὁπού ἔχομεν εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, ἔχοντες τόσα καλὰ καμωμένα, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν; Ναί, ἀδελφοί μου, διότι ἐκείνη ἡ ἔχθρα εἶναι φαρμάκι τοῦ διαβόλου καὶ καθὼς βάνομεν μέσα εἰς ἑκατὸν ὀκάδας ἀλεύρι ὀλίγον προζύμι, καὶ ἔχει τόσην δύναμιν καὶ ἀνακουφίζει ὅσον ζυμάρι καὶ ἂν εἶναι, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἔχθρα ὅλα ἐκεῖνα τὰ καλὰ ὁπού ἐκάμαμεν, τὰ γυρίζει καὶ τὰ κάμνει φαρμάκι τοῦ διαβόλου.
Ἐδῶ, χριστιανοί μου, πῶς πηγαίνετε; Ἔχετε τὴν ἀγάπην ἀναμεσόν σας; Ἀνίσως καὶ θέλετε νὰ σωθῆτε, κανένα ἄλλο πράγμα νὰ μὴ ζητήσετε ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν ἀγάπην. Εἶναι ἐδῶ κανένας ἀπὸ τὴν εὐγενίαν σᾶς ὁπού νὰ ἔχει αὐτὴν τὴν ἀγάπην εἰς τοὺς ἀδελφούς του; Ἂς σηκωθεῖ ἐπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ τὸν εὐχηθῶ καὶ ἐγώ, νὰ βάλω καὶ ὅλους τους χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσι, νὰ λάβει μίαν συγχώρησιν, ὁπού νὰ ἔδινεν χιλιάδες φλωρία δὲν τὴν εὔρισκεν. – Ἐγώ, ἅγιέ του Θεοῦ, ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀδελφούς μου. – Καλά, παιδί μου, ἔχε τὴν εὐχήν. Πῶς σὲ λέγουν τὸ ὄνομά σου; -Κώστα. – Τί τέχνη κάμνεις; -Πρόβατα φυλάγω. – Τὸ τυρὶ ὅταν τὸ πωλεῖς τὸ ζυγιάζεις; – Τὸ ζυγιάζω.
Ἐσὺ παιδί μου, ἔμαθες νὰ ζυγιάζεις τὸ τυρί, καὶ ἐγὼ νὰ ζυγιάζω τὴν ἀγάπην. Τὸ ζύγι ἐντρέπεται τὸν αὐθέντην του; -Ὄχι. Τώρα νὰ ζυγιάσω καὶ ἐγὼ τὴν ἀγάπην σου, καὶ ἂν εἶναι σωστὴ καὶ δὲν εἶναι ξύγικη, τότε νὰ σὲ εὐχηθῶ καὶ ἐγώ, νὰ βάλω καὶ ὅλους τους χριστιανοὺς νὰ σὲ συγχωρήσωσι. Πῶς νὰ σὲ καταλάβω, παιδί μου, πῶς ἀγαπᾶς τοὺς ἀδελφούς σου; Ἐγὼ τώρα ἐδῶ ὁπού περιπατῶ καὶ διδάσκω εἰς τὸν κόσμον, λέγω πὼς τὸν κὺρ-Κώστα τὸν ἀγαπῶ ὡσὰν τὰ μάτια μου, μὰ ἐσὺ δὲν τὸ πιστεύεις, θέλεις νὰ μὲ δοκιμάσεις πρῶτον, καὶ τότε νὰ μὲ πιστεύσεις. Ἐγὼ ἔχω ψωμὶ νὰ φάγω, ἐσὺ δὲν ἔχεις, ἀνίσως καὶ σοὺ δώσω κομμάτι καὶ σέ, ὁπού δὲν ἔχεις, τότε φανερώνω πὼς σὲ ἀγαπῶ. Ἀμὴ ἐγὼ νὰ φάγω ὅλο τὸ ψωμὶ καὶ ἐσὺ νὰ πεινᾶς, τί φανερώνω; Πῶς ἡ ἀγάπη ὁπού ἔχω εἰς σὲ εἶναι ψεύτικη. Ἔχω δύο ποτήρια κρασὶ νὰ πίω, ἐσὺ δὲν ἔχεις, ἀνίσως καὶ δώσω καὶ σὲ ἀπ’ αὐτὸ καὶ πίης, τότε φανερώνω πὼς σὲ ἀγαπῶ. Ἀμὴ ἀνίσως καὶ δὲν σοὺ δώσω, εἶναι κάλπικη ἡ ἀγάπη. Εἶσαι λυπημένος, ἀπέθανεν ἡ μήτηρ σου, ὁ πατήρ σου, ἀνίσως καὶ ἔλθω νὰ σὲ παρηγορήσω, τότε εἶναι ἀληθινὴ ἡ ἀγάπη μου. Ἀμὴ ἀνίσως σὺ κλαίεις καὶ θρηνεῖς καὶ ἐγὼ τρώγω, πίνω καὶ χορεύω, ψεύτικη εἶναι ἡ ἀγάπη μου. Τὸ ἀγαπᾶς ἐκεῖνο τὸ φτωχὸ παιδί; -Τὸ ἀγαπῶ. – Ἂν τὸ ἠγάπας, τοῦ ἔπαιρνες ἕνα ὑποκάμισο ὁπού εἶναι γυμνό, νὰ παρακαλεῖ καὶ ἐκεῖνο διὰ τὴν ψυχήν σου. Τότε εἶναι ἀληθινὴ ἡ ἀγάπη, ἀμὴ τώρα εἶναι ψεύτικη. Δὲν εἶναι ἔτσι, χριστιανοί μου; Μὲ ψεύτικην ἀγάπην δὲν πηγαίνομεν εἰς τὸν παράδεισον. Τώρα σὰν θέλεις νὰ κάμεις τὴν ἀγάπην μάλαμα, πάρε καὶ ἔνδυσε τὰ φτωχὰ παιδιά, καὶ τότε νὰ βάλω νὰ σὲ συγχωρήσωσι. Τὸ κάμνεις τοῦτο; – Τὸ κάμνω. – Χριστιανοί μου, ὁ Κώστας ἐκατάλαβε, πὼς ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχεν ἕως τώρα ἦτο ψεύτικη, καὶ θέλει νὰ τὴν κάμη μάλαμα, νὰ ἐνδύσει τὰ πτωχὰ παιδιά. Ἐπειδὴ καὶ τὸν ἐπαιδεύσαμεν, σᾶς παρακαλῶ νὰ εἰπῆτε διὰ τὸν κὺρ-Κώστα τρεῖς φορᾶς: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι καὶ ἐλεῆσοι αὐτόν.
Ἡ θεία δημιουργία
ΤΑ ΔΕΚΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Ὁ πανάγαθος λοιπὸν καὶ πολυέλεος Θεὸς εἶναι καὶ λέγεται ἀγάπη, εἶναι καὶ λέγεται Τριάς. Παρακινούμενος ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ ἔκαμε πρῶτον δέκα τάγματα Ἀγγέλους. Οἱ Ἄγγελοι εἶναι πνεύματα πύρινα, ἄυλα, καθὼς εἶναι ἡ ψυχή μας. Τὸ κάθε τάγμα εἶναι ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ποῖος ἐπαρακίνησε τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἔκαμεν; Ἡ εὐσπλαγχνία του. Πρέπει καὶ ἠμεῖς, ἀδελφοί μου, ἀνίσως καὶ θέλωμεν νὰ λέγωμεν τὸν Θεὸν μᾶς πατέρα, νὰ εἴμεθα εὔσπλαγχνοι, νὰ κάμνωμεν τοὺς ἀδελφούς μας νὰ εὐφραίνωνται, καὶ τότε νὰ λέγωμεν τὸν Θεὸν πατέρα: «Πάτερ ἠμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…». Εἰ δὲ καὶ εἴμεθα ἄσπλαγχνοι, σκληροκάρδιοι καὶ κάμνομεν τοὺς ἀδελφούς μας καὶ φαρμακεύονται καὶ βάνομεν τὸν θάνατον εἰς τὴν καρδίαν τῶν, δὲν πρέπει νὰ λέγωμεν τὸν Θεὸν μᾶς πατέρα, ἀλλὰ τὸν διάβολον, διότι ὁ διάβολος θέλει νὰ κάμνωμεν τοὺς ἀδελφούς μας νὰ φαρμακεύωνται, καὶ ὄχι ὁ Θεός.
Καὶ ἔτσι, ἀδελφοί μου, τὸ πρῶτον τάγμα ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους ὁπού προείπομεν, ἐπεσεν εἰς ὑπερηφάνειαν καὶ ἐζήτησε νὰ δοξασθῆ ἴσα μὲ τὸν Θεόν. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁπού ἦτο ἄγγελος φωτεινὸς καὶ λαμπρότατος, ἔγινε διάβολος σκοτεινότατος, καὶ πολέμιος τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔχει νὰ καίεται πάντοτε εἰς τὴν κόλασιν. Καὶ ὅταν ἀκούωμεν διάβολον, αὐτὸς εἶναι ὁπού ἦτο πρῶτος ἄγγελος, αὐτὸς εἶναι ὁπού παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑπερηφανεύωνται, νὰ φονεύουν, νὰ κλέπτουν, αὐτὸς εἶναι ὁπού ἐμβαίνει μέσα εἰς ἀποθαμένον ἄνθρωπον καὶ φαίνεται ὡς ζωντανὸς καὶ τὸν λέγομεν βρυκόλακα, αὐτὸς εἶναι ὁπού ἐμβαίνει καὶ μέσα εἰς ζωντανὸν ἄνθρωπον καὶ παίρνει τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας ἢ τινὸς Ἁγίου, τρέχων ἄνω καὶ κάτω ὡσὰν δαιμονισμένος καὶ λέγει ὅτι κάμνει θαύματα, αὐτὸς εἶναι ὁ διάβολος ὁπού ἐμβαίνει εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ σεληνιάζεται καὶ δαιμονίζεται. Καὶ ἂς εἶναι δεδοξασμένος ὁ Θεὸς ὁπού μᾶς ἐχάρισε τρία ἅρματα μὲ τὰ ὁποῖα νὰ τὸν πολεμῶμεν. Ἀνίσως καὶ εἶναι ἐδῶ τίνας ἀπό σας καὶ δαιμονίζεται, καὶ θέλει νὰ μάθει τὰ ἰατρικά, εὔκολον εἶναι, ἐξομολόγησις, νηστεία καὶ προσευχή. Ὅσον ἐξομολογεῖται ὁ ἄνθρωπος, νηστεύει καὶ προσεύχεται, τόσον κατακαίεται καὶ φεύγει ὁ διάβολος.
Ὡσὰν ἐξέπεσε τὸ πρῶτον τάγμα ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴν δόξαν καὶ ἔγιναν δαίμονες, τὰ ἄλλα ἐννέα τάγματα ἐταπεινώθησαν καὶ ἐπεσον καὶ προσεκύνησαν τὴν Παναγίαν Τριάδα καὶ ἐστάθησαν εἰς τὸν τόπον τῶν νὰ χαίρωνται πάντοτε. Πρέπει καὶ ἠμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ στοχαζώμεθα τί κακὸν πράγμα εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἐκρήμνισε τὸν διάβολον ἀπὸ τὴν ἀγγελικὴν δόξαν καὶ ἔχει νὰ καίεται εἰς τὴν κόλασιν πάντοτε καὶ πὼς ἡ ταπείνωσις ἐβάσταξε τοὺς Ἀγγέλους εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ χαίρωνται πάντοτε εἰς ἐκείνην τὴν δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Πρέπει ἀκόμη νὰ στοχασθῶμεν πὼς ὁ πανάγαθος Θεὸς μισεῖ τὸν ὑπερήφανον καὶ ἀγαπᾶ τὸν ταπεινόν. Καὶ ὄχι μόνον ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ ἠμεῖς, ὅταν ἰδοῦμεν τινὰ ταπεινόν, τὸν βλέπομεν ὡς ἄγγελον, μᾶς φαίνεται ν’ ἀνοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ τὸν βάλωμεν μέσα καὶ ὅταν ἰδοῦμεν τινὰ ὑπερήφανον, τὸν βλέπομεν ὡς τὸν διάβολον, γυρίζομεν τὸ πρόσωπόν μας εἰς ἄλλο μέρος νὰ μὴ τὸν βλέπωμεν. Ἂς φύγωμεν λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὴν ὑπερηφάνειαν, διότι εἶναι ἡ πρώτη θυγατέρα τοῦ διαβόλου, εἶναι δρόμος ποὺ μᾶς πηγαίνει εἰς τὴν κόλασιν, καὶ νὰ ἔχωμεν τὴν ταπείνωσιν, διότι εἶναι ἀγγελική, εἶναι δρόμος ὁπού μᾶς πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον. Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε; Τὴν ταπείνωσιν ἀγαπᾶτε ἢ τὴν ὑπερηφάνειαν; Ὅστις ἀγαπᾶ τὴν ταπείνωσιν, ἂς σηκωθῆ ἐπάνω νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ τὸν εὐχηθῶ. – Ἐγώ, ἅγιέ του Θεοῦ, ἀγαπῶ τὴν ταπείνωσιν. – Ἔκβαλε τὰ φορέματά σου, ἐνδύσου πενιχρὰ φορέματα, καὶ γύριζε εἰς τὴν ἀγοράν. Δὲν τὸ κάμνεις; Ἐντρέπεσαι; Κάμε ἄλλο. Κόψε τὸ μισό σου μουστάκι καὶ ἔβγα εἰς τὸ παζάρι. Μήτε καὶ αὐτὸ τὸ κάμνεις; Δὲν τὸ λέγω δὶ’ ἐσὲ μόνον, ἀλλὰ διὰ νὰ ἀκούσουν καὶ οἱ ἄλλοι, νὰ μὴ λέγετε ὅτι εἶσθε ταπεινοί. Μὲ βλέπετε καὶ ἐμὲ μὲ αὐτὰ τὰ γένεια; Εἶναι γεμάτα ὑπερηφάνειαν, καὶ ὁ Θεὸς νὰ τὴν ξερριζώσει ἀπὸ τὴν καρδίαν μας. Ὁ χριστιανὸς χρειάζεται δύο πτέρυγας διὰ νὰ πετάξει νὰ ὑπάγει εἰς τὸν παράδεισον, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἀγάπην.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ὡσὰν ἐξέπεσε τὸ πρῶτον τάγμα καὶ ἔγιναν δαίμονες, τότε ἐπρόσταξεν ὁ πανάγαθος Θεὸς καὶ ἔγινεν ὁ κόσμος οὗτος. Καὶ ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁπού ἔκαμε τὸν κόσμον εἶναι 7288 χρόνοι. Εἶνε δὲ ὁ κόσμος οὗτος ὡς αὐγό, καὶ καθὼς εἶνε ὁ κρόκος εἰς τὴν μέσην του αὐγοῦ, ἔτσι εἶνε ἡ γῆ ποιημένη ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ στέκη χωρὶς νὰ ἐγγίζη εἰς κανὲν ἄλλο μέρος. Καὶ καθὼς εἶνε τὸ ἀσπράδι ὁλόγυρα εἰς τὸν κρόκον, ἔτσι εἶνε καὶ ὁ ἀέρας εἰς τὴν γῆν. Καὶ καθὼς εἶνε ὁ φλοιὸς ὁλόγυρα, ἔτσι εἶνε καὶ ὁ οὐρανὸς ὁλόγυρα ἀπὸ τὴν γῆν. Ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα εἶνε κολλημένα εἰς τὸν οὐρανόν. Ἡ γῆ εἶνξε στρογγυλή, καὶ ὅπου πηγαίνει ὁ ἥλιος, ἐκεῖ γίνεται ἡμέρα, ἡ νύκτα δὲ εἶνε ὁ ἴσκιος τῆς γής. Τώρα ἐδῶ ἔχομεν βράδυ, εἰς ἄλλο μέρος εἶνε αὐγή, καὶ καθὼς εἶνε ἄνθρωποι ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἔτσι εἶνε καὶ ὑποκάτω της γής. Δία τοῦτο ἐνομοθέτησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ βάφωμεν τὰ αὐγὰ κόκκινα τὴν Λαμπρᾶν. Διότι τὸ αὐγὸ σημαίνει τὸν κόσμον, τὸ δὲ κόκκινον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὅπου ἔχυσεν εἰς τὸν Σταυρὸν καὶ ἁγίασεν ὅλονβ τὸν κόσμον. Πρέπει καὶ ἠμεῖς νὰ χαιρώμεθα καὶ νὰ εὐφραινώμεθα χιλιάδες φορές, πῶς ἔχυσεν ὁ Χριστὸς τὸ αἷμα του καὶ μᾶς ἐξηγόρασεν ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ διαβόλου, μὰ πάλιν νὰ κλαίωμεν καὶ νὰ θρηνῶμεν, πῶς αἳ ἁμαρτίαι μᾶς ἐσταύρωσαν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστόν μας.
Ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἔγιναν ἑπτὰ ἡμέραι, καὶ πρώτην ἔκαμε τὴν Κυριακὴν καὶ τὴν ἐκράτησε διὰ λόγου του, καὶ τὰς ἄλλας ἐξ τὰς ἐχάρισεν εἰς ἠμᾶς νὰ ἐργαζόμεθα διὰ τὰ ψεύτικα ταῦτα γήινα, καὶ τὴν Κυριακὴν νὰ σχολάζωμεν καὶ νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὰς ἐκκλησίας μας νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεόν μας, νὰ ἱστάμεθα μὲ εὐλάβειαν, ν’ ἀκούωμεν τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τί μᾶς ἀπαγγέλει ὁ Χριστός μας νὰ κάμνωμεν; Νὰ στοχαζώμεθα τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον, τὴν ψυχήν μας ὁπού εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλων τὸν κόσμον, νὰ τρώγωμεν καὶ νὰ πίνωμεν τὸ ἀρκετόν μας, ὁμοίως καὶ τὰ ροῦχα μας τὰ ἀρκετά, τὸν δὲ ἐπίλοιπον καιρὸν νὰ τὸν ἐξοδεύωμεν διὰ τὴν ψυχήν μας, νὰ τὴν κάμνωμεν νύμφην τοῦ Χριστοῦ μας καὶ τότε πρέπει νὰ λεγώμεθα ἄνθρωποι καὶ ἐπιγηοι ἄγγελοι. Εἰ δὲ καὶ ζητοῦμεν πῶς νὰ τρώγωμεν, πῶς νὰ πίνωμεν, πῶς νὰ ἁμαρτάνωμεν, πῶς νὰ στολίζωμεν τοῦτο τὸ βρώμικο σῶμα, ὁπού αὔριον θὰ τὸ φάνε τὰ σκουλίκια, καὶ ὄχι διὰ τὴν ψυχὴν ὁπού εἶνε ἀθάνατος, τότε δὲν πρέπει νὰ λεγώμεθα ἄνθρωποι, ἀλλὰ ζῶα. Λοιπὸν κάμετε τὸ σῶμα δοῦλον τῆς ψυχῆς, καὶ τότε νὰ λέγεσθε ἄνθρωποι.
Τὴν πρώτην ἡμέραν ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἔγινε τὸ φῶς. Τὴν δευτέραν ἡμέραν ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, τὰ νερά, ὁ ἀέρας κ.λ.π. Τὴν τρίτην ἔγιναν τὰ χόρτα καὶ τὰ φυτά. Τὴν τέταρτην ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα. Τὴν πέμπτην ἡ θάλασσα, τὰ ὀψάρια καὶ πετεινά. Τὴν παρασκευὴν ἐπρόσταξεν τὴν γῆν καὶ ἔβγαλε ὅλα τὰ ζῶα.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα εἰς τὸν κόσμον δὲν ἤσαν. Ἐπῆρεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν γῆν χῶμα καὶ ἐπλασεν ἕναν ἀνδρᾶν ὡς ἠμᾶς, καὶ ἐνεφύσησε καὶ τοῦ ἐχάρισε ψυχὴν ἀθάνατον. Καὶ καθὼς ἠμεῖς οἱ ἄνθρωποι βάνομεν ἀλεύρι καὶ νερὸ καὶ τὰ ζημώνομεν καὶ κάμνομεν ἕνα ψωμί, οὕτω καὶ ὁ Θεός. Πρέπει καὶ ἠμεῖς νὰ στοχασθῶμεν τί εἶνε τὸ σῶμα καὶ τί εἶνε ἡ ψυχή. Τὸ σῶμα εἶνε χῶμα καὶ αὔριον θὰ τὰ φάγουν τὰ σκουλήκια, καὶ ἀνάγκη εἶνε ἡ ψυχὴ νὰ χαίρεται πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον, ἀνίσως καὶ κάμη καλὰ ἢ νὰ κατακαίεται εἰς τὴν κόλασην, ἂν κάμη κακά. Τοῦτο τὸ σῶμα ὁπού βλέπεται, ἀδελφοί μου, εἶνε τὸ φόρεμα τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ εἶνε ἄνθρωπος, ἡ ψυχὴ εἶνε ὁπού βλέπει, ἀκούει, ὁμιλεῖ, περιπετεῖ, μανθάνει ἐπιστήμας δίδει ζωὴν εἰς τὸ σῶμα καὶ δὲν τὸ ἀφήνει νὰ βρωμήση. Καὶ ἅμα ἔβγη ἡ ψυχή, τότε βρωμά, σκουληκάζει τὸ σῶμα. Τὸ κορμὶ ἔχει τὰ ὄμματα, μὰ δὲν βλέπει, ἔχει τὰ ὦτα, μὰ δὲν ἀκούει, ὁμοίως καὶ αἳ λοιπαὶ αἰσθήσεις τοῦ σώματος. Ὅλα ἐνεργοῦνται διὰ τῆς ψυχῆς.
- Τὸν κλαίεται τὸν ἀποθαμένον; – Τὸν κλαίωμεν. – Ὡς φαίνεται, σᾶς πονεῖ δὶ’ αὐτόν. Καὶ πόσας ἡμέρας τὸν φυλάγετε; – Δύο – τρεῖς ὥρας. – Τόσην ἀγάπην ἔχεται εἰς τὸν ταλαίπωρον; Ἀπὸ τὴν σήμερον νὰ μὴ τὸν θάπτετε, ἀλλὰ νὰ τὸν φυλάττετε εἰκοσιτέσσαρες ὧρες, καὶ νὰ μαζεύεσθε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ νὰ τὸν στοχάζεσθε καλά, διότι καλύτερος διδάσκαλος δὲν εἶνε ἄλλος ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ νὰ μὴν τοὺς κλαίετε τοὺς ἀποθαμένους, διότι βλάπτετε καὶ τὸν ἑαυτόν σας καὶ ἐκείνους. Καὶ αἳ γυναῖκες ὅσες ἔχετε λερωμένες μπόλιες νὰ τὰς ρίψετε.
Ὅταν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα, ἔλαβεν ὁ πανάγαθος μίαν πλευρὰν ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔκαμε τὴν γυναίκα, καὶ τοῦ τὴν ἔδωκε διὰ σύντροφον. Ἴσια τὴν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὴν γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα, ὄχι κατωτέρα. Ἐδῶ πῶς τὰς ἔχετε τὰς γυναίκας; – Διὰ κατωτέρας. – Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ θέλετε νὰ εἶσθε καλύτεροι οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναίκας, πρέπει νὰ κάμνετε καὶ ἔργα καλύτερα ἀπὸ αὐτᾶς, εἰ δὲ καὶ αἳ γυναῖκες κάμνουν καλύτερα καὶ πηγαίνουν εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἠμεῖς εἰς τὴν κόλασην τί μᾶς ὠφελεῖ; Εἴμεθα ἄνδρες καὶ κάμνομεν χειρότερα. Ἐγὼ βλέπω ἐδῶ ποὺ περιπατῶ καὶ διδάσκω, εἶπα ἕνα λόγο διὰ τὰς γυναίκας καὶ σκέπτονται νὰ ρίψουν τὰ περιτὰ σκουλαρίκια, δακτυλίδια, καὶ μὲ ἤκουσαν εὐθύς. Βλέπω ὁπού τρέχουν νὰ ἐξομολογηθοῦνε. Εἶπα καὶ ἕνα λόγον διὰ τοὺς ἄνδρας, φυσικὸν εἶνε τοῦ ἀνδρὸς ὅταν πηγαίνει πενήντα χρονῶν νὰ βγάνη τὰ γενιά, καὶ ἐγὼ βλέπω ἐδῶ καὶ εἶνε καὶ ἑξήντα καὶ ὀγδοήντα χρονῶν γέροντες, καὶ ἀκόμη ξυρίζονται. Δὲν τὸ ἐντρέπεσθε νὰ ξυρίζεσθε; Δὲν ἤξευρεν ὁ Θεὸς ὁπού ἔδωκε γένεια; Καὶ καθὼς εἶνε ἄπρεπον μία γυναίκα γερόντισσα νὰ στολίζεται καὶ νὰ βάνη φτιασίδια, ὁμοίως καὶ ἕνας γέρων, ὅταν ξυρίζεται.
Τὸ σιτάρι, ὅταν παίρνη καὶ ἀσπρίζη, τί θέλει; Θερισμόν. Ὁμοίως καὶ ὁ ἄνθρωπος ὅταν παίρνη καὶ ἀσπρίζη, τί φανερώνει; Τὸν θάνατον. Εἶνε κανένας ἐδῶ καὶ θέλει νὰ ἀφήση τὰ γένειά του; Ἂς σηκωθῆ νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ γίνωμεν ἀδελφοί, νὰ τὸν εὐχηθῶ καὶ ἐγώ, καὶ νὰ βάλω καὶ ὅλους τους χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσι. – Ἐγὼ εἶμαι, διδάσκαλε. – Καλά, ἔχε τὴν εὐχήν μου. Παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν δὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλόν, νὰ παρακαλῶ καὶ ἐγὼ διὰ λόγου σας, ὅσον καιρὸν καὶ ἐὰν ζήσω. Τὸ κάμνετε; – τὸ κάμνωμεν ἅγιέ του Θεοῦ. – Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε, δὶ’ ὅσους ἀφήνουν τὰ γένεια τρεῖς φορές: Ὁ Θεὸς συγχωρῆσαι καὶ ἐλεῆσαι αὐτούς. Ζητήσατε καὶ ἡ εὐγενία σᾶς συγχώρησιν, καὶ ἄμποτε νὰ σᾶς φωτίση ὁ Θεός, καθὼς ἀφήκατε τὰ γένεια, νὰ ἀφήσετε καὶ τὰς ἁμαρτίας. Καὶ σεῖς οἱ νέοι νὰ τοὺς τιμᾶτε, καὶ ἂν τύχη ἕνας ἄνθρωπος καὶ εἶνε τριάντα χρονῶν ὁπού ἄφησε τὰ γένεια τοῦ ἔτυχε καὶ ἕνας 50 ἢ 60 ἢ 100 καὶ ξυρίζεται, νὰ βάλης ἐκεῖνον ὁπού ἄφησε τὰ γένεια παραπάνω νὰ καθήση ἀπὸ ἐκεῖνον ὁπού ξυρίζεται, τόσον εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅσον καὶ εἰς τὸ τραπέζι. Δὲν σᾶς λέγω πάλιν ὅτι τὰ γένεια σὲ πᾶνε εἰς τὸν παράδεισον, ἀλλὰ τὰ καλὰ ἔργα. Καὶ τὰ φορέματά σου νὰ εἶνε ταπεινά, καὶ τὸ φαγί σου καὶ τὸ ποτό σου, καὶ ὅλη σας ἡ συμπεριφορὰ νὰ εἶνε χριστιανική, διὰ νὰ δίδετε καλὸν παράδειγμα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.
Ὁ ἄνδρας, ἀδελφοί μου, ἐγέννησε τὴν γυναίκα ἀπὸ τὴν πλευρὰν τοῦ χωρὶς γυναίκα, καὶ πάλιν ἔγινε γερός. Ἐδανείσθη ἐκείνη τὴν πλευρὰν ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὴν ἐχρεωστοῦσε. Ἐγεννήθησαν ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρασνοῦ γυναῖκες εἰς τὸν κόσμον, ἀλλὰ δὲν ἐφάνη καμία ἄξια νὰ γεννήση ἄνδρα, νὰ πληρώση τὴν πλευρὰν ὁπού ἐχρεωστοῦσε, παρὰ ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ὁπού ἠξιώθη διὰ τὴν καθαρότητά της καὶ ἐγέννησε τὸν γλυκύτατον χριστὸν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρὶς ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν ἔμεινε παρθένος, καὶ ἐπλήρωσεν ἐκείνην τὴν πλευράν.
Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί χαρμόσυνα μυστήρια ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία; Μὰ τὰ ἔχει κρυμμένα καὶ θέλουν ξεσκέπασμα. Δία τοῦτο νὰ μάθετε ὅλοι σας γράμματα, διὰ νὰ καταλαμβάνετε πὼς περιπατεῖτε. Πρέπει καὶ σύ, ὢ ἄνδρα, νὰ μὴ μεταχειρίζεσαι τὴ γυναίκα σου ὡσὰν σκλάβα, διότι πλάσμα τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ ἐκείνη καθὼς καὶ σύ. Τόσον ἐσταυρώθηκεν ὁ Θεὸς δὶ’ ἐσέ, ὅσον καὶ δὶ’ ἐκείνην. Πατέρα λέγεις ἐσὺ τὸν Θεόν, πατέρα τὸν λέγει καὶ ἐκείνη. Ἔχετε μίαν πίστιν, ἕνα βάπτισμα, δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς κατωτέραν. Δία τοῦτο τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὴν μέσην του ἀνδρός, διὰ νὰ εἶνε ὁ ἄνδρας ὡσὰν τὴν κεφαλὴν καὶ ἡ γυναίκα τὸ σῶμα. Δία τοῦτο δὲν ἔκαμεν ἀπὸ τὸ κεφάλι, διὰ νὰ μὴ καταφρονῆ τὸν ἄνδρα. Ὁμοίως πάλιν δὲν τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὰ ποδάρια, διὰ νὰ μὴ καταφρονῆ ὁ ἄνδρας τὴν γυναίκα.
Ὠνόμασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα Ἀδάμ, τὴν δὲ γυναίκα Εὔαν. Ἔκαμε καὶ ἕναν παράδεισον εἰς τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς ὅλο χαρὰ καὶ ὄο εὐφροσύνη, μήτε πείνα, μεῖτε δίψα, μήτε ἀρρωστία, μήτε κανὲν λυπηρόν. Τοὺς ἐστόλισε καὶ μὲ τὰ ἑπτὰ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Τοὺς ἔβαλε μέσα εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαίρωνται ὡς ἄγγελοι. Λέγει ὁ Θεὸς τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας: Ἐγὼ νὰ ὁπού σᾶς ἔκαμα ἀνθρώπους λαμποτέρους ἀπὸ τὸν ἥλιον. Σᾶς ἔβαλα μέσα εἰς τὸν παράδεισον, νὰ χαίρεσθε ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου. Μὰ διὰ νὰ γνωρίζεται πὼς ἔχεται Θεὸν ποιητὴν καὶ πλάστην σας, σᾶς δίδω μίαν παραγγελίαν, μόνον ἀπὸ μίαν συκῆν νὰ μὴ φάγητε σύκα, μὰ νὰ ἠξεύρητε καὶ αὐτό, πὼς ἀνίσως καὶ παραβῆτε τὴν προσταγήν μου καὶ φάγετε, θὰ ἀποθάνετε. Καὶ ἔτσι τοὺς ἄφησεν ὁ Θεὸς μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἐχαίροντο ὡσὰν ἄγγελοι. Δία τοῦτο τοὺς ἐστόλισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς μὲ τὴν ἐντροπήν, καὶ ἡ ἐντροπὴ νὰ τοὺς φυλάγει ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, μὰ περισσότερον τὴν γυναίκα. Δία τοῦτο χριστιανοί μου καὶ θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μου, ὅσον ἠμπορεῖτε, νὰ εἶσθε σκεπασμένες μὲ τὴν ἐντροπήν, καὶ φαίνεσθε ὡσὰν μάλαμα.
Η ΠΤΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Καὶ ἔτσι, ἀδελφοί μου, βλέπων ὁ μισόκαλος διάβολος τὴν μεγάλην δόξαν ὁπού ἔλαβον ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα ἀπὸ τὸν Θεόν, τοὺς ἐφθόνησε καὶ τί κάμνει; Ἠξεύροντας, ὡς πνεῦμα πονηρὸν ὁπού εἶνε ὁ διάβολος, πὼς εὐκολώτερα ἀπατᾶται ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ἐστοχάσθη ὅτι, ἅμα ἀπατήση τὴν γυναίκα, ἔπειτα μὲ τὸ μέσον της γυναικὸς εὔκολα ἀπατᾶ καὶ τὸν ἄνδρα. Καὶ ἐμβαίνει εἰς ἕνα ὄφιν καὶ πηγαίνει εἰς τὴν Εὔαν καὶ τῆς λέγει: Τί σᾶς εἶπεν ὁ θεὸς νὰ κάμνετε ἐδῶ εἰς τὸν παράδεισον; Λέγει του ἡ Εὕα: Μᾶς εἶπεν ὁ Θεὸς νὰ τρώγωμεν ἀπὸ ὅλα τὰ καλά του παραδείσου, μόνον ἀπὸ μίαν συκῆν νὰ μὴ τρώγωμεν σύκα, διότι ὅποιαν ἡμέραν παραβοῦμεν τὴν προσταγήν του, θὰ ἀποθάνωμεν. Ἀπεκρίθη ὁ διάβολος καὶ τῆς λέγει: δὲν ἀποθνήσκετε, ἀλλὰ ἀνίσως καὶ φάγητε, θὰ γενῆτε ὅμοιοι μὲ τὸν Θεόν, καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ἐμπόδισε. Πάρε λοιπόν, φάγε σὺ πρῶτον, καὶ παρακίνει καὶ τὸν ἄνδρα σου νὰ φάγητε, νὰ γενῆτε θεοί. Ἐπῆρεν ἡ γυναίκα καὶ ἔφαγεν, ἐπαρακίνησε τὸν ἄνδρα της καὶ ἔφαγε καὶ ἐκεῖνος. Καὶ καθὼς ἔφαγον καὶ οἱ δύο, παρευθὺς ἐγυμνώθησαν ἀπὸ τὸ ἑπτὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπέκτησαν μωρίαν καὶ δειλίαν. Ἕνας ἄνθρωπος, ἀδελφοί μου, ὁπού φυλάγει τὰ προστάγματα τοῦ Θςοῦ, γίνετε σοφὸς καὶ δὲν φοβεῖται ὅλον τὸν κόσμον, ἄλλος πάλιν, ὁπού δὲ φυλάγει τὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ, γίνετε μωρός, φοβεῖται καὶ ἀπὸ τὸν ἴσκιον του, ἂς εἶνε καὶ βασιλεὺς νὰ ὁρίζη ὅλον τὸν κόσμον. Νὰ προσέχετε χριστιανές μου γυναῖκες, ὅσον εἶνε δυνατόν, νὰ φυλάγετε τὰς ἐντολᾶς τοῦ θεοῦ καὶ νὰ μὴ κάμνετε τὸ θέλημα τοῦ διαβόλου, καὶ ἂν τύχη καὶ σφάλλετε ὡς ἄνθρωποι εἰσα τὸ κακόν, νὰ μὴ παρακινῆτε καὶ τοὺς ἄνδρας σᾶς καθὼς ἡ Εὕα. Ὁμοίως καὶ οἱ ἄνδρες νὰ μὴ ἀκούετε τὰς συμβουλᾶς τῶν γυναικὼν καθὼς καὶ ὁ Ἀδάμ.
Θέλων ὁ θεὸς νὰ τοὺς συγχωρήση καὶ νὰ τοὺς ἀφήση εἰς τὸν παράδεισον, ἐκαμώθη πὼς δὲν ἠξεύει, καὶ λέγει ὁ Θεὸς τοῦ Ἀδάμ: Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Πῶς δὲν φαίνεσαι, ἢ ποὺ εἶνε ἡ δόξα ὁπού εἶχες πρωτύτερα, ὁπού ἦσο ὡς ἄγγελος, καὶ τώρα ἐκατάντησες καὶ ἔγινες ὡσὰν τὸ μωρὸν παιδίον; Ἀπεκρίθη ὁ Ἀδὰμ καὶ λέγει: Ἐδῶ εἶμαι, Κύριε, μὰ ἤκουσα ὁπού ἤρχεσο καὶ ἐφοβήθην καὶ ἐκρύφτηκα. Λέγει τοῦ ὁ Θεός: διατὶ ἐφοβήθης καὶ ἐκρύβης; Μήπως εἶμαι ἐγὼ ὁ φόβος; Μήπως ἔφαγς ἀπὸ τὰ σύκα ὁπού σᾶς εἶπα νὰ μὴ φάγης; Ἀπεκρίθη ὁ Ἀδὰμ ὑπερήφανα: Ναί, Κύριε, ἔφαγον, ἀλλὰ δὲ πταίω ἐγὼ ἡ γυναίκα ὁπού μου ἔδωσες, ἐκείνη μὲ ἐγέλασε καὶ ἔφαγον. Λέγει ὁ Θεὸς τοῦ Ἀδάμ: Ἐγώ σου τὴν ἔδωσας διὰ σύντροφον, καὶ ὄχι νὰ σὲ γελάση. Ἐγώ σου εἶπα νὰ μὴ φάγης, διότι θὰ ἀποθάνης, ἔπρεπε νὰ φυλάξης τὸν ἰδικόν μου λόγον, καὶ ὄχι τῆς γυναικός. Μὰ καλά, ἔφαγες, ἠπατήθης, τί τὸ δύσκολον εἶνε νὰ εἰπῆς: Ἔσφαλα, Θεέ μου, ἥμαρτον ποιητά μου, νὰ σὲ συγχωρήσω, νὰ σὲ ἀφήσω πάλιν εἰς τὸν παράδεισον. Ἀμὴ ἐσὺ κατηγορῶν τὴν γυναίκα, ἐμένα κατηγορεῖς, διότι ἐγὼ ἔκαμα τὴ γυναίκα. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί κακὸν πράγμα νὰ κατηγορῶμεν τὸν ἄλλον; Λοιπόν, ἂν θέλωμεν νὰ σωθῶμεν, τοῦ λόγου μας πάντοτε νὰ κατηγορῶμεν, καὶ ὄχι νὰ ρίχνωμεν τὰ σφάλματά μας ἐπάνω εἰς τὸν ἄλλον.
Ἔπειτα λέγει ὁ πανάγαθος Θεὸς εἰς τὴν Εὔαν: διατὶ ἔφαγες ἀπὸ τὰ σύκα, ὁπού σου εἶπα νὰ μὴ φάγης; Ἀπεκρίθη καὶ αὐτὴ ὑπερήφανα καὶ λέγει; Ναί, Κύριε ἔφαγον, μὰ δὲν πταίω ἐγώ, ὂπ ὄφις μὲ ἐγέλασε. Βλέπων ὁ θεὸς τὴν ὑπερηφάνεια αὐτῶν, τοὺς ἐδίωξεν ἀπὸ τὸν παράδεισον, καὶ κατηράσθη τὸν Ἀδὰμ νὰ ἠργάζεται τὴν γῆν, καὶ μὲ τὸν ὑδρώτα τοῦ προσώπου του νὰ τρώγη τὸν ἄρτον του, καὶ νὰ κλαίη ἀπαρηγόρητα διὰ νὰ τὸν ἐσπλαχνιστὴ ὁ Θεός, νὰ τὸν βάλη πάλιν εἰς τὸν παράδεισον. Δία τοῦτο, ἀδελφοὶ μομκυ, νὰ χαίρεσθε ὅσοι βγάνετε τὸ ψωμί σας μὲ τὸν κόπον σας, διότι ἐκεῖνο τὸ ψωμὶ εἶνε εὐλογημένο, καὶ ἐὰν θέλης δῶσε ὀλίγον, ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ψωμί, τοῦ πτωχοῦ. Μὲ ἐκεῖνο ἀγοράζεις τὸν παράδεισον. Ὁμοίως πάλιν νὰ κλαίετε καὶ νὰ θρηνῆτε μὲ μαῦρα δάκρυα ὅσοι ζῆτε μὲ ἁρπαγὰς καὶ ἀδικίας. Θέλει σᾶς θανατώσει ὁ Θεὸς καὶ σᾶς βάλει εἰς τὴν κόλασιν. Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε χριστιανοί μου; ὅλοι μὲ τὸν κόπον σᾶς ζῆτε, ἢ μὲ ἀδικίας; Ἂν εἶσθε χριστιανοί, μὲ τὸν κόπον σας νὰ ζῆτε, ἐκεῖνο τὸ εὐλογεῖ ὁ Θεός, τὸ δὲ ἄδικον τὸ καταρᾶται.
Ἐκατηράσθη καὶ τὴν γυναίκα νὰ εἶνε ὑποταγμένη εἰς τὸν ἄνδρα της, καὶ νὰ γεννᾶ τὰ τέκνα της μὲ κόπους καὶ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα, νὰ κλαίη ἀπαρηγόρητα διὰ νὰ τὴν εὐσπλαχνισθῆ ὁ Θεός, νὰ τὴν ἐπαναφέρη εἰς τὸν παράδεισον. Καὶ βλέπετε φανερὰ ὅταν γεννῶσι τὰ ζῶα, δὲν ἔχουν τοὺς πόνους ὁπού ἔχει ἡ γυνή. Ἐκατηράσθη τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν καὶ τιυς ἐξώρισεν ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ ἔζησαν ἐννεακοσίους τριάντα χρόνους σὲ μαῦρα καὶ πικρὰ δάκρυα καὶ ἐγέννησαν τέκνα, καὶ τὰ τέκνα τοὺς τέκνα, καὶ ἐγέμισεν ὁ κόσμος ὅλος καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶνε ἀπὸ ἕνα πατέρα καὶ ἀπὸ μία μητέρα, καὶ διὰ τοῦτο εἴμεθα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀδελφοί, μόνον ἡ πίστις μᾶς χωρίζει.
Η ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ἀπέθανον ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα, ἐπῆγαν εἰς τὴν κόλασιν καὶ ἐκαίοντο πέντε καὶ ἥμισυ χιλιάδες χρόνους διὰ μίαν ἁμαρτίαν, ἀμὴ ἠμεῖς ὁπού κάμνομεν πολλᾶς, καὶ μάλιστα ἐγώ, τί ἔχομεν νὰ πάθωμεν; Ὁ Θεὸς εἶνε εὔσπλαχνος, ἀλλὰ καὶ δίκαιος. Ἔχει καὶ ράβδον σιδηρᾶν καὶ καθὼς ἐπαίδευε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν, ἔτσι παιδεύει καὶ ἠμᾶς, ἂν δὲν κάμνωμεν καλά. Παρέβησαν ὁ Ἀδὰμ καὶ Εὕα τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξωρίσθησαν ἀπὸ τὸν παράδεισον. Τώρα τί κάμνομεν, χριστιανοί μου, ἠμεῖς; Ζητήσατε νὰ μάθετε, ὅτι εἰς τοὺς πέντε καὶ ἥμισυ χιλιάδες χρόνους ὅλοι ὅσοι ἀπέθνησκον ἐπήγαινον εἰς τὴν κόλασιν. Εὐσπλαχνίσθη ὁ Κύριος τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ ἦλθε καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος τέλειος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀπὸ τὰ καθαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, καὶ μᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ διαβόλου. Ζητήσατε νὰ μάθετε, ὅτι τὴν Κυριακὴν ἡμέραν ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου Κυριακὴν ἡμέραν ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς ἔδειξε τὴν ἁγίαν Πίστιν, τὸ ἅγιον Βάπτισμα, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια ὑβρίσθη, ἐδάρθη, ἐσταυρώθη κατὰ τὸ ἀνθρώπινον ἀνέστη τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐπῆγεν εἰς τὴν κόλασιν, ἔβγαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν καὶ τὸ γένος τοῦ ἔγινε χαρὰ εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὸν ἄδην καὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον φαρμάκι καὶ σπαθὶ δίστομον εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ εἰς τὸν διάβολον, ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθησεν ἐκ δεξιῶν του Πατρός, νὰ συμβασιελύη αἰωνίως, νὰ προσκυνᾶται καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Ζητήσατε νὰ μάθετε, πὼς σήμερον, αὔριον περιμένομεν τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Εἶσθε φρόνιμοι καὶ γνωστικοὶ καταλάβετε καὶ μόνοι σας τὸ καλὸν καὶ κάμνετε τό.
Μέσα πρὸς σωτηρίαν τοῦ Γένους
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΠΥΡΗΝΕΣ
Τώρα τί σᾶς φαίνετε εὔλογον νὰ κάμνωμεν; Ἔχω δύο λογισμούς. Ὁ ἕνας λογισμός μου λέγει: φθάνουν αὐτὰ ὁπού εἶπες εἰς τοὺς χριστιανούς, καὶ σήκω πρωί, πήγαινε καὶ εἰς ἄλλο μέρος νὰ διδάξης. Ὁ ἄλλος λογισμός μου λέγει: Μὴ πηγαίνεις κάθισε νὰ τοὺς εἰπῆς καὶ τὰ ἐπίλοιπα καὶ αὔριον φεύγεις. Σεῖς τί λέγετε, νὰ φύγω ἢ νὰ καθήσω; – Νὰ καθήσης, ἅγιέ του Θεοῦ. – Καλά, παιδιά μου, νὰ καθήσω, ἀμὴ εἶνε καλὰ νὰ δουλεύη ἕνας ἄνθρωπος τὸ ἀμπέλι, ἢ νὰ βόσκη πρόβατα, καὶ νὰ μὴ φάγη ἐκ τῶν καρπῶν του; Τώρα καὶ ἐγὼ ἐδῶ ὁπού ἦλθα καὶ κοπιάζω εἶνε καλὸν νὰ μὴ μοῦ δώσητε ὀλίγην παρηγορίαν, πληρωμήν; Καὶ τί πληρωμὴν θέλω ἐγώ; Χρήματα; Καὶ τί νὰ τὰ κάμω; Ἐγώ, μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, μήτε σακκούλα ἔχω, μήτε σπίτι, μήτε ἄλλο ράσο καὶ τὸ σκαμνὶ ὁπού ἔχω ἰδικὸν σᾶς εἶνε, τὸ ὁποῖον εἰκονίζει τὸν τάφον μου. ἐτοῦτος ὁ τάφος ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ διδάξη βαλιλεῖς, πατριάρχας, ἱεραρχεῖς, ἱερεῖς, ἄνδρας καὶ γυναίκας, νέους καὶ γέροντας καὶ ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως καὶ ἐπεριπατοῦσα διὰ ἄσπρα, θὰ ἤμουν τρελὸς καὶ ἀνόητος ἀμὴ τί εἶνε ἡ πληρωμή μου; νὰ καθήσετε ἀπὸ πέντε, δέκα, νὰ συνομιλῆτε αὐτὰ τὰ θεία νοήματα, νὰ τὰ βάλετε μέσα εἰς τὴν καρδίαν σας, διὰ νὰ σᾶς προξενήσουν τὴν αἰώνιον ζωήν. Δὲν εἶνε, ἀδελφοί μου, λόγοι ἰδικοί μου ὅσα σᾶς εἶπον, ἀλλὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Αὐτὰ ὁπού σᾶς εἶπα τὸ ἴδιον εἶνε ὡσὰν νὰ κατέβη ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ σᾶς εἰπῆ. Τώρα ἀνίσως καὶ τὰ κάμνετε καὶ τὰ βάλλετε εἰς τὸν νοῦν σας, δὲν μὲ φαίνετε καὶ ἐμὲ τίποτε ὁ κόπος. Εἰ δὲ καὶ δὲν τὰ κάμνετε, φεύγω λυπημένος, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Ἔχετε σχολεῖον ἐδῶ εἰς τὴν χώραν σας νὰ διαβάζουν τὰ παιδιά; – Δὲν ἔχωμεν, ἅγιέ του Θεοῦ. – Νὰ μαζευθῆτε ὅλοι νὰ κάμνετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νὰ βάλετε καὶ ἐπιτρόπους νὰ τὸ κυβερνοῦν, νὰ βάνουν διδάσκαλον νὰ μανθάνουν ὅλα τὰ παιδιὰ γράμματα, πλούσια καὶ πτωχά. Διότι ἀπὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶνε ὁ Θεός, τί εἶνε ἡ Ἁγία Τριάς, τί εἶνε οἱ Ἄγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, ἀρετή, κακία, τί εἶνε ψυχή, σῶμα κ.λ.π. Διότι χωρὶς τὸ σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος, ἀπὸ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὸ μοναστήριον. Ἂν δὲν ἦτο σχολεῖον, ποῦ ἤθελα μάθει ἐγὼ νὰ σᾶς διδάσκω;
Περίληψις ὅλης της διδαχῆς
Ἐγὼ ἐδιάβασα καὶ περὶ ἱερέων, καὶ περὶ ἀσεβῶν, αἱρετικῶν καὶ ἀθέων τὰ βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα ὄλαι αἳ πίστεις εἶνε ψεύτικες τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν, ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶνε καλὴ καὶ ἅγια, τὸ νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦτο σᾶς λέγω τώρα εἰς τὸ τέλος νὰ εὐφραίνεσθε ὁπού εἶσθε ὀρθόδοξοι χριστιανοί, καὶ νὰ κλαίετε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικοὺς ὁπού περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος. Ἠμεῖς, χριστιανοί μου, τί εἴμεθα, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; Ἀνίσως καὶ εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καὶ τρισμακάριοι εἰ δὲ καὶ εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τώρα εἶνε καιρὸς νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ νὰ κάμνωμεν τὰ καλὰ διότι ἡ κόλασις μς καρτερεῖ. Πότε θὰ μετανοήσωμεν; Ὄχι αὔριον καὶ μεθαύριον, ἀλλὰ σήμερον, διότι ἕως αὔριον δὲν ἠξεύρωμεν τί θὰ πάθωμεν. Προσέχετε λοιπόν, ἀδελφοί μου, νὰ μὴ ὑπερυφανεύεσθε, νὰ μὴ φονεύετε, νὰ μὴ μοιχεύετε, νὰ μὴ κάμνετε ὅρκους, νὰ μὴ λέγετε ψεύματα, νὰ μὴ συκοφαντῆτε, νὰ μὴ προδίδετε, νὰ μὴ στολίζετε τὸ σῶμα, διότι θὰ τὸ φάγουν οἱ σκώληκες, ἀλλὰ νὰ στολίζετε τὴν ψυχήν, ὁπού εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον. Νὰ προσεύχεσθε, νὰ νηστεύετε, νὰ δίδετε ἐλεημοσύνην, νὰ ἔχετε τὸν θάνατον ἔμπροσθέν σας, πότε νὰ φύγετε ἀπὸ τοῦτον τὸν ψεύτικον κόσμον, νὰ ὑπάγητε εἰς ἐκεῖνον τὸν αἰώνιον. Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου: Καθὼς ἕνας ἄρχοντας ἔχει δέκα δούλους καὶ σφάλλει ἕνας ἐξ αὐτῶν, τὸν διῶκοι καὶ βάνει ἄλλον, οὕτω καὶ ὁ Κύριος, ὡσὰν ἐξέπεσε τὸ πρῶτον τάγμα τῶν ἀγγέλων, ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἔγινεν οὗτος ὁ κόσμος, καὶ ἔκαμεν ἠμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ μᾶς βάλη εἰς τὸν τόπον τῶν ἀγγέλων. Ἠμεῖς, χριστιανοί μου, δὲν ἔχωμεν ἐδῶ πατρίδα. Δία τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔκαμε μὲ τὸ κεφάλι ὀρθούς, καὶ μᾶς ἔβαλε τὸν νοῦν εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, διὰ νὰ στοχαζώμεθα πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς διδάσκω καὶ συμβουλεύω, πλὴν τολμῶ πάλιν καὶ παρακαλῶ τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦ Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάρην Του καὶ τὴν εὐλογίαν Τοῦ εἰς αὐτὴν τὴν χώραν, καὶ ὅλους τους χριστιανοὺς ἄνδρας καὶ γυναίκας, νέους καὶ γέροντας, καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας. Καὶ πρῶτον, ἀδελφοί μου, ἄμποτε νὰ σᾶς εὐσπλαχνισθῆ καὶ νὰ συγχωρήση τὰς ἁμαρτίας σας καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ διέλθετε καὶ ἐδῶ καλὴν καὶ εἰρηνικὴν αὐτὴν τὴν ματαίαν ζωήν, καὶ μετὰ τὸν θάνατον εἰς τὸν παράδεισον, εἰς τὴν πατρίδα μας τὴν ἀληθινήν, νὰ χαιρώμεθα πάντοτε, νὰ δοξάζωμεν καὶ προσκυνῶμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παρακαλῶ σας, ἀδελφοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ δὶ’ ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸν τρεῖς φορᾶς: Συγχωρήσατε μὲ καὶ ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι σας. Συγχωρηθῆτε καὶ μεταξύ σας.
Πηγή:π.Αὐγουστίνος Καντιώτης
Τὸ εἴδαμε στὸ ἰστολόγιο Θρησκευτικὰ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.