26 Απρ 2010

Ἡ Ἐκκλησία Πηγὴ Ζωῆς καὶ Πολιτισμοῦ

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ λάβαμε ἀπὸ τόν

Χαράλαμπο Φιλίππου - Φοιτητ Θεολογίας καὶ σᾶς τὸ μεταφέρουμε :
Ζούμε στὴν ἐποχὴ τῆς μαζικῆς χειραγώγησης τῶν ἀνθρώπων ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνετε καὶ μὲ τὴν ἐνημέρωση τὴν ὁποία προσφέρουν ποικίλα ὀπτικοακουστικὰ μέσα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπιδροῦν καθοριστικὰ στὴν διαμόρφωση τῶν τάσεων καὶ τῶν ἰδεολογιῶν τῶν κοινωνιῶν παγκοσμίως. Γνωρίζοντας τὰ μέσα αὐτὴν τὴν καταλυτικὴ δύναμή τους, τὴν ὁποία φιλάρεσκα ἀποκαλοῦν «πρόοδο»,μᾶς ἐνημερώνουν ἐπιλεκτικά, ἂν ὄχι διαστρεβλωμένα, ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ προσβάλοντας ἔτσι ἀξίες, ἀμαυρώνοντας θεσμοὺς καὶ καταρρακώνοντας ὑπολήψεις. Στόχος πολλὲς φορὲς αὐτῆς «τῆς προοδευτικῆς τους τακτικῆς» ἔχει γίνει καὶ ἡ Ἐκκλησία. Παρατηρεῖται στὰ δελτία εἰδήσεων ὅπως καὶ σὲ ἄλλες πηγὲς πληροφόρησης μία παρατεταμένη... «ἐνημέρωση» καὶ σκανδαλολογία σχετικὰ μὲ παρεκτροπὲς ποὺ γίνονται στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναμφισβήτητα οἱ ὅποιες παρεκτροπὲς ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς φορεῖς εἶναι καταδικαστέες ὡς ζημιογόνες ψυχῶν καὶ σωμάτων. Ὡστόσο οἱ πολυπληθεῖς καὶ πολυσήμαντες ζωτικὲς δυνάμεις καὶ δραστηριότητες τῆς Ἐκκλησίας τυγχάνουν τῆς ἀπόλυτης ἀπαξίωσης τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐνημέρωσης.
Η ἀνυπολόγιστη πνευματική, κοινωνικὴ καὶ πολιτιστικὴ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπασχολεῖ τὰ Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης, ἐνῶ τὰ ὅποια ἔκτροπα καὶ «σικὲ σκάνδαλα» ,γιατί ὑπάρχουν κι αὐτά, γίνονται πρῶτο θέμα καὶ συντηροῦνται στὴν ἐπικαιρότητα ἐπὶ ἑβδομάδες… Κι ὅταν ἀκόμη σὲ κάποιο ἔκτροπο(ἢ παρατυπία) ὑπάρξει κάθαρση ἢ ἀποκατάσταση τῆς ἀλήθειας, τὰ Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης συνήθως τὸ ἀγνοοῦν καί…ἢ κωφεύουν ἢ παθαίνουν γλωσσοδέτη(βλέπε ὑπόθεση Βατοπαιδίου).
Δια μέσου τῶν αἰώνων ἡ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας στὸ Ἔθνος μας καὶ στὸν πολιτισμὸ γενικότερα ἔχει ἐκφραστεῖ ποικιλοτρόπως. Εἶναι πανθομολογούμενο ὅτι στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἕλληνες βρῆκαν αὐτὸ ποὺ ἐναγωνίως ἔψαχναν καὶ μὲ τὴ φιλοσοφική τους σκέψη προσπαθοῦσαν νὰ συλλάβουν: τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ Θεό, τὸν ἄνθρωπο, τὸν κόσμο. Σὲ πολὺ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἀμέσως μετὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας ἔγινε ἡ ἱστορικὴ σύνδεση μεταξὺ Χρισ
τιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ. Τὸ Ἑλληνικὸ πνεῦμα συζεύχτηκε μὲ τὸ Χριστιανικὸ χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀλλοιωθοῦν τὰ ἰδιαίτερα οὐσιαστικὰ χαρακτηριστικά του καθενός.
Ἀπὸ τὶς πρῶτες δεκαετίες τῆς ἱδρύσεώς της ἡ Χρι
στιανικὴ Ἐκκλησία στράφηκε ἀποκλειστικὰ στὸν Ἑλληνισμὸ γιὰ τὴν ἐξάπλωσή της. Τὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης γράφονται στὰ ἑλληνικά, ὡς ὄψιμη συνέπεια τῆς ἐκστρατείας τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ φυσιολογικὴ συνέχεια τῆς μετάφρασης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τοὺς Ὁ΄, ὅπως καὶ τὰ περισσότερα γραπτὰ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Πολὺ σύντομα πολλοὶ Ἕλληνες ἢ Ἑλληνιστὲς ἔγιναν μέλη της, τὰ ὁποία ἀνῆλθαν ἀπρόσκοπτα ἀκόμη καὶ στοὺς ἀνώτατους βαθμοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας της. Ἕλληνες ἦταν ὁ Τίτος, ὁ Τιμόθεος, ὁ Λουκᾶς, ὁ Μάρκος κ.α. Τοῦτο μάλιστα συνέβη ὅταν ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος (48-49 μ.Χ.) μὲ ἀπόφασή της ἐπέτρεψε τὴν ἀποδοχὴ τῶν Ἑλλήνων στὶς τάξεις τῆς ἐπειδὴ τοὺς θεώρησε ἰσότιμα μὲ τοὺς Ἰουδαίους μέλη της. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας μας, Χριστός, θεωρεῖ τὴν πρώτη του συνάντηση μὲ τοὺς Ἕλληνες, ὡς τὴν «ὥρα», τὸν προκαθορισμένο δηλαδὴ ἀπὸ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ χρόνο, κατὰ τὸν ὁποῖο θὰ δοξαστεῖ ὁ «Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου» (Ἰωάν. ΙΒ΄ 20).

Ως ἐκ τούτου ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματά του ὁ Χριστιανισμὸς συνδέθηκε μὲ τὸν Ἑλληνισμό. Τὴ σύνδεση αὐτή, ὅπως εἶναι φυσικὸ διαπιστώνουμε σὲ πολλὲς ἐκδηλώσεις τῶν πιστῶν, ἀρχιτεκτονική, ζωγραφική, μουσικὴ κ.α. Ἡ ἱστορικὴ πορεία τῆς Λατρευτικῆς Μουσικῆς, ποὺ εὐθὺς ἐξαρχῆς χρησιμοποίησε ὁ Χριστιανισμός, ἔμελλε νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ ἑλληνικὸ γένος, νὰ ἀκολουθήσει τὴ μοίρα του καὶ νὰ παρακολουθήσει ὅλες τὶς ἱστορικὲς δοκιμασίες τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους-Ἔθνους συμπάσχοντας μὲ αὐτὸ καὶ προσφέροντάς του ἀνυπολόγιστες ὑπηρεσίες καὶ ἄφθονες δυνάμεις, σὲ ἀνθρώπινο δυναμικὸ καὶ ὑλικὰ μέσα.
Μὲ ἀφετηρία λοιπὸν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ μουσικὴ καὶ χρησιμοποιώντας τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ πορεύτηκε σὲ μία διαρκῆ ἐξέλιξη, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀδιάσειστη ἀπόδειξη τῆς ἀδιάκοπης συνέχειας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ μᾶς μεταβίβασε ἕνα ὁλόκληρο μουσικὸ σύστημα, ποὺ σήμερα προκαλεῖ τὸ θαυμασμὸ τῶν εἰδικῶν. Ὁ ἐπιφανὴς μακαριστὸς γέροντας π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Πιστεύω ὅτι οἱ ἄγγελοι εἰς τὸν οὐρανὸν ἐὰν ἐπεθύμουν νὰ ψάλλουν τὸν Τρισάγιον ὕμνον εἰς κάποιο ἀνθρώπινον μέλος θὰ ἐχρησιμοποίουν τὴν Βυζαντινὴν Μουσικὴν» ἀναγνωρίζοντας μὲ τὴν ἄποψή του τὴ μουσικὴ ὑπεροχή της. Πράγματι εἶναι ἡ Βυζαντινὴ μουσική, ἡ ψαλτικὴ τέχνη τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας, ἡ Ἱερὴ τέχνη τοῦ Θείου Δαμασκηνοῦ, τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, τοῦ Κουκουζέλη, τοῦ Κλαδά, τοῦ Πέτρου Λαμπαδαρίου τοῦ Πελοποννησίου καὶ πλειάδας ἐμπνευσμένων μεγάλων Βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν μελουργῶν, ἔτσι ὅπως ἀναπτύχθηκε καὶ διαμορφώθηκε κατὰ τὴν ὑπερχιλιετῆ ἐξέλιξη τοῦ Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ καὶ ἔφθασε σὲ ἐμᾶς ἐξελιγμένη καὶ ἐξηγημένη ἀπὸ χαρισματικοὺς διδασκάλους, μουσικολόγους, Πρωτοψάλτες, Λαμπαδαρίους, Δομεστίκους καὶ ἄλλους σκαπανεῖς καὶ μύστες τῆς τέχνης αὐτῆς, ἱερωμένους καὶ λαϊκούς.
Η Βυζαντινὴ Μουσικὴ γιὰ τὸν Ἕλληνα εἶναι φορέας νοήματος ζωῆς καὶ λόγου ζωῆς• ἑνὸς θρησκευτικοῦ νοήματος ζωῆς καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου. Ὁ ἑλληνικὸς λόγος πλουτίστηκε ἀπαράμιλλα μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα καὶ αἰῶνες τώρα τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, ὡς λόγος Χριστοῦ, γίνονται κτῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἀνθεῖ καθὼς τὰ κείμενα ψάλλονται στὴν Ἐκκλησία καὶ ὁ λόγος, ποὺ ἀπηχεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, μπολιάζεται μὲ τὴ μουσικὴ κατευθείαν στὶς ψυχές μας.
Σε ὅλες τὶς περιόδους τῆς βυζαντινῆς ὑπερχιλιετίας, διαπιστώνεται ἡ διάρκεια καὶ ἡ ἰσχὺς τῶν ἑλληνιστικῶν παραδόσεων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους μελετητὲς καὶ θαυμαστές του ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος, ὁ Κώστας Παπαϊωάννου, ὑπογραμμίζει: «Αὐτὸ ποὺ οἰκοδομοῦσε τὴν ἑνότητα τῶν εἴκοσι διαφορετικῶν λαῶν ποὺ κατοικοῦσαν στὴν αὐτοκρατορία ἦταν ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ ἡ ὀρθόδοξη πίστη, καὶ ἐὰν τὸ Βυζάντιο ἀποτελεῖ μία δεύτερη ἄνθηση τοῦ ἑλληνισμοῦ, τὸ καινούργιο μπόλι ὑπῆρξε ὁ χριστιανισμός, ποὺ εἶχε ἕνα ἀνανεωτικὸ ἀποτέλεσμα κεφαλαιώδους σημασίας. Ἀλλὰ ὁ ἑλληνισμὸς μπόρεσε νὰ δείξει τὶς πραγματικές του δυνατότητες, ἀκριβῶς, μέσα ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἐπεξεργάστηκε τὴ βυζαντινὴ ὀρθοδοξία».

Η ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 330 μ. Χ. ὑπῆρξε ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς οἰκονομικῆς, πολιτισμικῆς καὶ θρησκευτικῆς ὑπεροχῆς τῆς Ἀνατολῆς. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἡ Ἀνατολὴ καὶ ὁ ἑλληνισμὸς εἶχαν συμπήξει συμμαχία.
Η Κωνσταντινούπολη ὑπῆρξε ἡ ἑστία ἑνὸς πολιτισμοῦ βαθιὰ σημαδεμένου ἀπὸ τὸν ἑλληνισμό. Ἀποτελούμενη ἀπὸ ἑλληνικὸ πληθυσμὸ καὶ ἐξοπλισμένη μὲ ἕνα Πανεπιστήμιο, θεματοφύλακα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς παράδοσης, Οἱ βιβλιοθῆκες τῆς λέγεται ὅτι περιεῖχαν 120.000 τόμους ὅπου διατηροῦνταν ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης . Οἱ δρόμοι της, οἱ μορφές της, οἱ κῆποι της, τὰ ἀνάκτορά της, τὰ περίφημα λουτρὰ τοῦ Ζεύξιππου, τὸ ἱπποδρόμιο, συνιστοῦσαν πραγματικὰ μουσεῖα ὅπου εὑρίσκονταν συγκεντρωμένα τὰ ἀριστουργήματα τῆς ἑλληνικῆς τέχνης. Γιὰ χίλια χρόνια ἡ ἀρχαία γλώσσα ὑπῆρξε ἡ γλώσσα τῶν γραμμάτων. Ὁ ἱστορικὸς Norman H. Baynes τοποθετεῖ τὴ βυζαντινὴ παράδοση στὴν ἄμεση συνέχεια τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσμου καὶ ὑποστηρίζει πὼς ἡ παιδεία ποὺ ἀναπτύχθηκε στὰ βασίλεια τῶν διαδόχων του Μεγάλου Ἀλεξάνδρου συνεχίζεται καὶ ἐπηρεάζει βαθιὰ τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Βυζαντίου. «Γιατί οἱ Βυζαντινοὶ εἶναι χριστιανοὶ Ἀλεξανδρινοί». Στὴν τέχνη ἀκολουθοῦν τὰ ἑλληνιστικὰ πρότυπα, κληρονομοῦν τὴ ρητορικὴ παράδοση, τὴ φιλομάθεια καὶ τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὸν μεγάλο αἰώνα τῆς κλασικῆς Ἑλλάδος.
Τα μοναστήρια μαζὶ μὲ τὸν εὐσεβῆ λαὸ στάθηκαν οἱ θεματοφύλακες τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Καὶ μάλιστα, οἱ μοναχοὶ στὰ μοναστήρια μὲ τὶς ἀντιγραφὲς ἀρχαίων χειρογράφων διέσωσαν τὴν Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Γραμματεία. Στὰ δύσκολα χρόνια της ξενοκρατίας, ὅταν τὰ σχολεῖα ἔκλειναν ἢ ὑπολειτουργοῦσαν, ἡ Ἐκκλησία συνέχιζε νὰ προσφέρει παιδεία μέσα ἀπὸ τὰ μοναστήρια, τὸ νάρθηκα καὶ τὸ ψαλτήριο… Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς φροντίζει ἐπὶ τουρκοκρατίας νὰ τονώνει τὸ ἐθνικὸ συναίσθημα τῶν ἑλληνοπαίδων ἀκόμη καὶ μὲ τὴν προβολὴ ὁρισμένων ἀρχαίων προγόνων μέσω τῆς ἁγιογραφίας. Ὁ τεκμηριωμένος καὶ ἔγκυρος ἱστορικός του Νέου Ἑλληνισμοῦ Ἀπόστολος Βακαλόπουλος γράφει σχετικά : «Οἱ νάρθηκες – σχολεῖα λοιπὸν τῶν ἐκκλησιῶν ἦταν οἱ πιὸ κατάλληλοι τόποι, ὅπου θὰ ταιρίαζε νὰ ζωγραφηθοῦν ἀνάμεσα στοὺς χριστιανοὺς ἁγίους οἱ μορφὲς τῶν μεγάλων εἰδωλολατρικῶν σοφῶν προδρόμων τοῦ χριστιανισμοῦ, συνήθεια παλιὰ βυζαντινή… Ἄραγε ἡ τόνωση τῆς παλιᾶς αὐτῆς συνήθειας κατὰ τοὺς αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας ὀφείλεται σὲ μία λατρεία τῶν ἔνδοξων προγόνων ἀπὸ τοὺς ξεπεσμένους ἐπιγόνους, σ’ ἕνα ρευστὸ καὶ ἀδιαμόρφωτο ἀκόμη ἐθνικὸ κίνητρο;» (Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, ἔκδοση Β’, τόμος Β’, Θεσσαλονίκη 1976). Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὴν προσφορὰ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κέντρων ἐκπαίδευσης μὲ πανελλήνια ἐμβέλεια, ὅπως τῆς Μεγάλης του Γένους Σχολῆς, τῆς Ἀθωνιάδος, ἀκόμη καὶ τῆς ἱστορικῆς Ριζαρείου σχολῆς. Αὐτὲς καὶ ἄλλες μικρότερης ἐμβέλειας ἀποτέλεσαν τὶς "μεγάλες τροφοὺς χιλιάδων πεπαιδευμένων ἀνδρῶν", οἱ ὁποῖοι ὠφέλησαν πολλαπλὰ ἀπὸ τὶς θέσεις ποὺ κατέλαβαν στὸ Ἔθνος. Ἀποστομωτικὰ εἶναι καὶ πάλι τὰ λόγια του μεγάλου ἱστορικοῦ Στῆβεν Ράνσιμαν: «Στὴν διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε νὰ ἐπιβιώσει. Καὶ ὅσο ἡ Ἐκκλησία ἐπεβίωνε, τὸ Ἔθνος δὲν μποροῦσε νὰ πεθάνει».

Οι χαρές, οἱ γιορτὲς καὶ οἱ παραδόσεις τοῦ λαοῦ μας, οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ ἀγωνίες τοῦ εἶναι ἀνέκαθεν στενὰ συνδεδεμένες μὲ τὴν Ἐκκλησία. Στὰ προαύλια τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ στὰ ἐξωκκλήσια, διατηροῦνται μέχρι σήμερα ἑκατοντάδες ἔθιμα ἁπανταχοῦ του Ἑλληνισμοῦ!
Ἐξάλλου ἡ Ἐκκλησία καθημερινὰ μὲ τὴν ἐθελοντικὴ προσφορὰ τῆς γίνεται ὄχι μόνο ἑστία καὶ πηγὴ Ζωῆς μὲ τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦν οἱ πολὺ καλὰ ὀργανωμένες Μητροπόλεις ἢ καὶ μεμονωμένες ἐνορίες ἀλλὰ καὶ σημαντικὸς φορέας διατήρησης καὶ ἀνάπτυξης τοῦ πανάρχαιου πολιτισμοῦ μας. Ἑκατοντάδες ἐκκλησιαστικὰ κέντρα-περιφερειακὰ καὶ κοινοτικὰ- ἀνακουφίζουν καθημερινὰ χιλιάδες ἀνθρώπους πονεμένους καὶ κουρασμένους ἀπὸ τοὺς ξέφρενους ἢ καὶ ἐξαντλητικοὺς ρυθμοὺς τῆς σύγχρονης ζωῆς καὶ λειτουργοῦν ὡς ζεστὲς ἑστίες ζωῆς καὶ πολιτισμοῦ, σὲ μία ἐποχὴ ἀποχαύνωσης καὶ ἀποπροσανατολισμοῦ, μὲ μία πολιτεία ποὺ ἀδιαφορεῖ ἐγκληματικὰ γιὰ τὴν πολιτιστική της ταυτότητα καὶ λησμονεῖ τὶς ζωηφόρες ρίζες της.
Μαθήματα παραδοσιακῶν μουσικῶν ὀργάνων, βυζαντινῆς καὶ παραδοσιακῆς μουσικῆς, βυζαντινῆς ζωγραφικῆς, μαθήματα ἐνισχυτικῆς στήριξης σὲ ἀδύνατους ὡς πρὸς τὰ μαθήματα μαθητές, συχνὲς ἐθελοντικὲς αἱμοδοσίες, καθημερινὰ συσσίτια ἀπόρων κ.λπ. πραγματοποιοῦνται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀφιλοκερδῶς. Ἡ Ἱερὴ Μητρόπολη Λεμεσοὺ π.χ. ἔχει καθιερώσει τὰ τελευταία χρόνια στὶς κατηχητικές της συνάξεις: πρωταθλήματα ποδοσφαίρου( Γυμνασίου-Λυκείου), διαγωνισμοὺς ἐπιτραπέζιας ἀντισφαίρισης, μπιλιάρδου σκάκι καὶ ἄλλων δραστηριοτήτων προσφέροντας στοὺς νέους διέξοδο ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ πίεση ποὺ ἔχουν πλέον οἱ μαθητὲς (ὑπερφορτωμένο σχολικὸ πρόγραμμα κ.α. ).

Εκτός ὅμως ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα κοινωνικὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ σπουδαιότερο καὶ οὐσιαστικότερο ἔργο τῆς εἶναι, ἡ δυνατότητα μετοχής στὴν Ἀλήθεια, στὴν ἴδια τὴν Πηγὴ τῆς Ζωῆς, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ Πιστὸς μέσω τῶν μυστηρίων της, Μετάνοια-Ἐξομολόγηση, Θεία Κοινωνία κ. τ. λ.., ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ πετύχει τὴ θεία μέθεξη, νὰ ζεῖ δηλαδὴ οὐκέτι αὐτὸς ἀλλ’ ἐν αὐτῶ Χριστὸς καὶ ἔτσι νὰ φθάσει στὴν κατὰ χάρη Θέωση διὰ τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου Ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν Ὁποῖο ἀνήκει πάσα δόξα τιμὴ καὶ προσκύνηση νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων Ἀμήν.


Βασικὴ βιβλιογραφία:

- «Τὸ Κρυφὸ Σχολειό: Μύθος ἢ Πραγματικότητα;» Ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1999.
- Ἰωάννη Σ. Χριστοδούλου «Τὸ μυστικὸ καὶ ἡ Βυζαντινὴ Μουσική», Λευκωσία χ.χρ.
- Κωνσταντῖνος Γ. Ἠλιάδης «Βυζαντινὴ Μουσικὴ καὶ ἑλληνικὸ - χριστιανικὸ πνεῦμα», Ἀθήνα χ.χρ.
-Κώστας Παπαϊωάννου, «Ἡ βυζαντινὴ ζωγραφική», Ἔκδ. Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2005.
- Στῆβεν Ράνσιμαν, «Τὸ Βυζάντιο καὶ ἐμεῖς», Ἄρδην τ. 57, Ἀθήνα 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.