Ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος μεταφέρει στήν ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος» (18/4/1986) τό συγκλονιστικό περιστατικό πού διάβασε στό βιβλίο τοῦ Xans Killian «Πίσω μας στέκει ὁ Θεός» (Ἐκδόσεις «Κάδμος», ἐν Ἀθήναις 1960), στό τελευταῖο κεφάλαιο ὑπό τόν τίτλο «τό κληροδότημα», μέ ἀφορμή συζήτηση περί ἀμβλώσεων.
Τόν συγγραφέα τοῦ βιβλίου, διάσημον ἰατρόν - χειρουργόν, ἐπεσκέφθη μία νεαρά κυρία, ἴνα....ζητήση τήν ἰατρικήν τοῦ βοήθειαν. Ἦτο σύζυγος ἰατροῦ, εἶχε δύο τέκνα, πέντε καί τριῶν ἐτῶν, εὐρίσκετο δέ εἰς τόν τέταρτον μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης. Ὁ σύζυγός της εἶχεν ἐπιστρατευθῆ καί εὐρίσκετο εἰς τό Ἀνατολικόν Μέτωπον. Ἡ κυρία εἶχε πόνους εἰς τό ἀριστερόν στῆθος, εἰς δέ τήν ἀριστεράν μασχάλην τῆς εἶχε διαπιστώνει σχηματισμόν μικροῦ σκληροῦ ὄγκου. Ὁ ἰατρός, ἀφοῦ τήν ἤκουσεν, ἤρχισε τήν ἐξέτασιν. Ἀλλ' ἄς συνεχίση τό βιβλίον:
«...Ψηλάφησα καί ἐνίωσα ἕναν πολύ σκληρό, πραγματικά ἐκφυλισμένο λεμφαδένα - ὄχι μποροῦσε κάνεις νά νιώση μία ὁλόκληρη ἁλυσίδα ἀπό τέτοιους ἀδένες! Χωρίς νά δείξω καμμιά ἔκπληξι ψηλάφησα ὁλόκληρο τό ἀριστερό στῆθος, πού τό περιέβαλε ἕνα λεπτό μελανό φλεβικό πλέγμα... Ἐνίωσα φρίκη. Κατόπιν ἐξήτασα, γιά νά συγκρίνω καί νά ἐλέγξω -ὅπως κάνω πάντα- τό δεξί της στῆθος καί διεπίστωσα μέ πολύ φόβο ὅτι καί σ' αὐτόν τόν μαστό μποροῦσε νά ψηλαφίση κάνεις σκληρούς ὄγκους. Σέ μία θέσι τό δέρμα φάνηκε ἐπικίνδυνα τραβηγμένο. Καί στή δεξιά μασχάλη ἐνίωθε κανείς, κάτω ἀπ’ τό δέρμα, μικρούς σκληρούς ἀδένες καί δύο μεγαλύτερους ὄγκους κοντά στά ἀγγεῖα πού ὁδηγοῦν στό χέρι. Αὐτό ἦταν φρικιαστικό! Ἕνας ἀμφοτερόπλευρος, ταχύτατα αὐξανόμενος, καρκίνος τοῦ μαστοῦ...
Ἐνῶ ἡ ἄρρωστη ξαναντυνόταν σκεπτόμουν μέσα μου πώς θά μποροῦσα νά τῆς πῶ τήν πικρή ἀλήθεια μέ τόν πιό καλύτερο τρόπο...
Εἶπα λοιπόν στήν ἄρρωστή μου ἀμέσως μόλις κάθησε ντυμένη ξανά στήν καρέκλα: - Κυρία μου! Τό ὅτι τά πράγματα εἶναι πολύ σοβαρά τό γνωρίζετε καί μόνη σας. Τό ὅτι βρισκόμαστε μπροστά σέ δύσκολες ἀποφάσεις δέν μπορῶ, οὔτε πρέπει, νά σᾶς τό κρύψω. Δέν λύγισε, οὔτε ἔκλαψε...
- Πρέπει ἀμέσως νά μιλήσω μέ τόν ἄνδρα σας! Πρέπει νά τόν καλέσουμε ἀμέσως ἀπ' τό Μέτωπο. Αὐτή τή φορά ὅμως τά μάτια τῆς δάκρυσαν.
- Δέν ξέρω πού εἶναι ὁ ἄνδρας μου. Ἀρκετούς μῆνες τώρα δέν ἔχουμε πιά νέα του. Αὐτό τό γεγονός ἔκανε πιό δύσκολη τήν κατάστασι, γιατί τώρα θά εἶχε ἡ φτωχή γυναίκα νά ἀντιμετώπιση μόνη της τήν ἀπόφασι πού ἔπρεπε νά πάρη, μία ἀπόφασι, πού θά σήμαινε τό θάνατο ἤ τήν ζωή γιά τό παιδάκι πού εἶχε κάτω ἀπ’ τήν καρδιά της. Ἔπρεπε νά τῆς ἐξηγήσω πώς ἦταν ἀνάγκη νά πάρη μίαν ἀπόφασι καί γι' αὐτό συνέχισα μέ ἕνα σκληρό τόνο:
- Εἶσθε βαρειά ἄρρωστη, κυρία μου, καί βρίσκεσθε ἀναμφισβήτητα σέ μεγάλο κίνδυνο. Οἱ μεταβολές στό στῆθος σᾶς ἐξαρτῶνται ἐξάπαντος ἀπό τήν ἐγκυμοσύνη. Οἱ ἀδένες σᾶς βρίσκονται σέ ἀνωμαλία ἀπό τήν ἐπίδρασι ὠρισμένων ὁρμονῶν τῆς κυήσεως καί ἔχουν ἐκφυλισθῆ. Πρέπει νά καταλάβετε, σᾶς παρακαλῶ, ὅτι γι' αὐτό τό λόγο πρέπει νά σᾶς προτείνω τήν διακοπή τῆς κυήσεως. Ὅπως εἶναι ἡ κατάστασίς σας δέν μπορῶ νά σᾶς ἀφήσω τό παιδί. Πρέπει νά προσπαθήσουμε νά ἀναχαιτίσουμε τούς ὄγκους αὐτούς στούς μαστούς καί ὅσο τό δυνατό νά τούς σταματήσουμε. Αὐτό ὅμως δέν μπορεῖ νά γίνη, ὅταν κυκλοφοροῦν στό σῶμα σᾶς μεγάλες ποσότητες ὁρμονῶν τῆς κυήσεως, πού ναί μέν εἶναι χρήσιμες γιά τό παιδί, ἀλλά γιά σᾶς ἀποτελοῦν σχεδόν ἕνα θανάσιμο κίνδυνο. Γι' αὐτό πρέπει νά διακοπῆ ἡ ἐγκυμοσύνη. Κατά τήν γνώμη μου δέν ἔχουμε νά διαλέξουμε τίποτε ἄλλο! Μέ κύτταξε τρομαγμένα καί κατόπιν κίνησε ἀρνητικά τό κεφάλι της καί μοῦ ἐξήγησε μέ σταθερή φωνή:
- Ὄχι! Ποτέ! Τό παιδί δέν ἀνήκει μονάχα σέ μένα ἀλλά καί στόν ἄνδρα μου! Ποτέ δέν θά δώσω τήν συγκατάθεσί μου νά μοῦ τό πάρουν. Μοῦ εἶναι τελείως ἀδιάφορο τό τί μπορεῖ νά συμβῆ σέ μένα. Εἶναι μία κληρονομιά γιά τόν ἄνδρα μου• ἀπ' αὐτό τό πράγμα δέν μπορῶ νά παραιτηθῶ. Ξέρω ὅτι ἡ ζωή μου κινδυνεύει• ἄς τό ποῦμε ἤρεμα, ξέρω ὅτι εἶμαι χαμένη. Αὐτό τό νιώθω καί μονάχα γι' αὐτό σας παρακαλῶ: κρατῆστε μέ στή ζωή μέχρις ὅτου ἔλθει τό παιδί. Αὐτό σας ἱκετεύω!
Γιά πολύ ὥρα σώπασα, κατανικημένος ἀπ' τά λόγια της. Κατόπιν δοκίμασα ἄλλη μία φορά νά τήν μεταπείσω. Τονίζοντας τά λόγιά μου τῆς εἶπα:
- Δέν πρέπει νά μιλᾶτε ἔτσι. Βρίσκεσθε σέ μεγάλο κίνδυνο• αὐτό εἶναι βέβαιον, ἀλλά δέν εἶσθε ἀκόμη χαμένη. Κάνεις δέν θά μποροῦσε νά ἰσχυρισθῆ ἕνα τέτοιο πράγμα. Ἔχουμε μία δυνατότητα. Αὐτό εἶναι. Ἴσως θά μποροῦσα νά τό διατυπώσω ὡς ἑξῆς: Θά ἦταν δυνατόν νά σᾶς σώζαμε, ἄν ἐλαττώναμε τήν ἐνέργεια τῶν ὁρμονῶν τῆς ἐγκυμοσύνης μέ μία ἄμεση διακοπή της ἤ καί νά τίς σταματούσαμε καί κατόπιν νά ἐγχειρίζαμε. Εἶναι βέβαιον ὅμως ὅτι βαδίζετε πρός τήν καταστροφή ἄν δέν γίνη αὐτό τό πράγμα, ἔστω κι' ἄν ἀπεμάκρυνα ριζικά καί τούς δύο μαστούς... Ὅταν τελείωσα, μέ κύτταξε κατ' εὐθείαν στό πρόσωπο καί ἀπήντησε σχεδόν ἐχθρικά:
- Αὐτό τό πράγμα δέν τό θέλω! Δέν μπορεῖτε νά μοῦ πάρετε τό παιδί μου. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΟΥ ΤΟ ΣΚΟΤΩΣΕΤΕ!
Ποτέ μέσα στά πολλά χρόνια της χειρουργικῆς μου Πράξεως δέν εἶχα συναντήσει κάτι παρόμοιο. Συγκινημένος ἐπίασα τό χέρι της.
- Καλά, νικήσατε! Θά ἐκπληρωθῆ ἡ ἐπιθυμία σας. Σᾶς παρακαλῶ, τακτοποιῆστε τά ὅλα στό σπίτι σᾶς ὅσο πιό γρήγορα μπορεῖτε κι ἐλᾶτε ὕστερα ἀμέσως στήν κλινική. Δέν μποροῦμε νά χάνουμε καιρό. Δύο μέρες ἀργότερα ἦταν στήν κλινική μας σ' ἕνα ὄμορφο μοναχικό δωμάτιο. Στήν πρώτη μου ἐπίσκεψι τήν βρῆκα ἤρεμη, μέ μία σχεδόν χαρούμενη ἀταραξία. Δυστυχῶς ἦταν καθῆκον μου νά τῆς κάνω καινούργιες πικρές ἀνακοινώσεις. Τῆς εἶπα ὅτι δέν μποροῦσα νά διακινδυνεύσω νά ἀφαιρέσω μαζί καί τούς δύο μαστούς. Τήν μεθεπομένη στίς 7 ἡ ὥρα θά ἐγχειρίζαμε τήν μία πλευρά καί ἄν θά πήγαινε καλά, ὕστερα ἀπό δύο - τρεῖς ἑβδομάδες, θά ἐγχειρίζαμε κατά τό δυνατόν ριζικά τήν ἄλλη πλευρά.... Ὁ ὀργανισμός τῆς νεαρᾶς γυναίκας ἦταν πρός τό παρόν ἀκόμη σέ σχετικῶς καλή κατάσταση. Οἱ ὄγκοι πού μεγάλωναν τόσο γρήγορα, παρ' ὅλον ὅτι προκαλοῦσαν μίαν ἐξασθένησι, δέν εἶχαν ἀκόμη ἐπιδράσει δυσμενῶς στή γενική της κατάσταση. Κουβεντίασα γιά τήν ἐγχείρησι μέ τόν ἐπιμελητή μου διεξοδικώτατα καί διάλεξα τούς καλύτερους βοηθούς... Ὅλα αὐτά τά μέτρα θά ἐξυπηρετοῦσαν στό νά προφυλάξουν τή μητέρα καί τό ἔμβρυο... Ὅταν μπῆκα ἀποστειρωμένος στό χειρουργεῖο, ὅλα ἦταν ἕτοιμα. Τό χειρουργικό πεδίο ἦταν ξέσκεπο. Τό ἐξήτασα ἄλλη μία φορά, ἐπῆρα τά λαστιχένια γάντια, τά φόρεσα καί ἄρχισα. Κατ’ εὐθείαν ἔκοψα γύρω ὁλόκληρο τό ἀριστερό στῆθος προσεκτικά μαζί μέ τό δέρμα πού θά τό χρειαζόμαστε ἀργότερα. Πιάσαμε ἀμέσως μέ λαβίδες τά αἱμοραγούντα ἀγγεῖα. Προχώρησα βαθύτερα, ἄφησα ἀνέπαφο ὁλόκληρο τόν ἀδένα τοῦ μαστοῦ, προσκολλημένον ἐπάνω στούς μεγάλους μῦς τοῦ στήθους καί τά ἀπεχώρισα ὅλα μαζί ἀπό τό θωρακικό τοίχωμα... Κατόπιν ἄρχισε τό δεύτερο μέρος: θά ξεκαθαρίζαμε τελείως τούς μασχαλιαίους ἀδένας καί τούς ὑποκλειδίους. Ἦταν μία κουραστική δουλειά γιατί ὁλόκληρη ἡ περιοχή εἶχε γεμίσει μέ μικρά καρκινωματώδη ὀγκίδια. Ὅλοι οἱ προσβεβλημένοι ἱστοί ξεχωρίστηκαν καί ὁλοκλήρωσα τήν δουλειά μου φθάνοντας μέχρι τά χείλη τῶν μυών πού κλείνουν πρός τά πίσω τή μασχαλιαία κοιλότητα. Ἐδῶ ὑπάρχουν σχεδόν πάντοτε ἐπικίνδυνοι ἀδένες κι' αὐτοί ἔπρεπε ἐξάπαντος νά ἀπομακρυνθοῦν...
Ὁλόκληρη τήν πρώτη μέρα παρακολουθούσαμε συνεχῶς τήν νεαρά γυναίκα. Ἐγώ ὁ ἴδιος πήγαινα κάθε τόσο στό κρεβάτι της γιά νά πεισθῶ ὅτι δέν εἶχε συμβῆ τίποτε στό παιδί. Ἀλλά εὐτυχῶς πέρασαν οἱ τέσσαρες πρῶτες ἡμέρες καί τό παιδί ἦταν ἐν τάξει. Ἔτσι περιορίσθηκε πρός τό παρόν αὐτός ὁ κίνδυνος... Ἐνίωθα πραγματικά σάν νά πετοῦσε μές στό δωμάτιο μία ἀνείπωτη ἐρώτησι. Καί μετά, κάποια ἡμέρα, ἔθεσε, γελώντας ἀθώα, τό ἑξῆς ἐρώτημα: -
Πόσο περίπου θά ζήσω ἀκόμη, κύριε καθηγητά; Ἀμέσως κατάλαβα: ἤθελε νά μάθη ἄν τῆς ἔμενε ἀκόμη ἀρκετός καιρός γιά νά φέρη τό παιδί στόν κόσμο. Μέ φθηνό τρόπο οὔτε μποροῦσα οὔτε ἤθελα νά τήν παρηγορήσω. Γι’ αὐτό τῆς εἶπα μονάχα:
- Αὐτό μή μοῦ τό ρωτᾶτε, ἀγαπητή κυρία. Μέ τόν καιρό παρατηρήσαμε μέ φόβο ὅτι διαρκῶς ἀδυνάτιζε... Τό θέμα τῆς συζητήσεώς μας ἦταν σχεδόν πάντοτε γύρω ἀπ' τό παιδί πού περίμενε καί ὅταν δοκίμαζα νά φέρω τήν κουβέντα σέ ἄλλα πράγματα, τήν ξαναγύριζε πάλι ἐπίμονα στό ἴδιο σημεῖο γύρω ἀπ’ τό ὁποῖον, ὅπως φαίνεται, περιστρέφονταν διαρκῶς ὅλες της οἱ σκέψεις. Μέ πραγματική συγκίνησι ἀντιλαμβανόμουν διαρκῶς ὅτι ἦταν γαντζωμένη στήν ἰδέα ν' ἀφήση αὐτό τό παιδί σάν κληροδότημα τῆς ἀγάπης της στόν ἄνδρα της, ὅταν ἐκεῖνος θά γύριζε ἀπ' τό Μέτωπο. Δέν μποροῦσα νά τήν ἀφήσω νά μαντέψη ὅτι δέν ἤμουν εἰς θέσιν νά συμμεριστῶ τήν ἐλπίδα της. Κρυφά ἐζήτησα γιά νά μάθω πού βρισκόταν ὁ ἄνδρας της καί ἀπό τήν Γενική Διοίκησι ἔμαθα ἐμπιστευτικά ὅτι ὁλόκληρη ἡ ὁμάδα, στήν ὁποίαν ἀνῆκε, εἶχε χαθῆ στό Ἀνατολικό Μέτωπο.
Κάποια μέρα τῆς εἶπα ὅτι τήν ἑπομένην ἤθελα νά κάνω τήν δεύτερη ἐγχείρησι. Κίνησε μονάχα τό κεφάλι της. Αὐτή ἡ δεύτερη ἐγχείρησις εἶχε μεγαλύτερες ἀπαιτήσεις καί ἦταν πολύ πιό ἐπικίνδυνη ἀπό τήν πρώτη, ἐπειδή ἡ γενική κατάστασις εἶχε ἐπιδεινωθῆ. Κάθε κίνδυνος γιά τήν μητέρα καί τό παιδί εἶχε διπλασιασθῆ... Δουλεύαμε γρήγορα καί προσεκτικά ὅσο μπορούσαμε. Μέ πολύ περισσότερη φροντίδα σταματοῦσα τίς αἱμοραγγίες γιά νά προφυλάξω τήν κυκλοφορία. Βρισκόμαστε στόν ἕκτο μήνα καί τό παιδί ἑπομένως, ἄν προκαλεῖτο ἕνας πρόωρος τοκετός, δέν θά μποροῦσε νά ζήση. Ἀλλά, παρ’ ὅλη μας τήν ὑπερέντασι, χρειάσθηκα αὐτή τή φορά πιό πολύ χρόνο γιά ν' ἀποχωρίσω τό στῆθος καί νά ξεκαθαρίσω τή μασχάλη καί τούς ὑποκλείδιους ἀδένας: Οἱ ἱστοί εἶχαν γίνει ἕνας σβῶλος καί διαρκῶς ἄγγιζα στό βάθος καί καινούργιες ὕποπτες καρκινωματώδεις μάζες.
Τελείωσα, ἔρραψα τή μεγάλη πληγή καί τοποθέτησα τήν παροχέτευσι. Προχωροῦσα μέν χωρίς νά παρουσιάζωνται ἐπιπλοκές, ἀλλά ἀμφέβαλα ἄν θά εἴχαμε μία πλήρη ἴασι, γιατί τό λεύκωμα στό αἷμα ἦταν, παρ' ὅλες μας τίς προσπάθειες, κατεβασμένο. Ἔτσι μείναμε νιώθοντας μία βαθειά κατάθλιψι ὅταν πῆραν ἔξω ἀπ’ τό χειρουργεῖο τήν ἄρρωστη: τό πράγμα ἦταν φοβερό καί ἡ συναίσθησις ὅτι στό τέλος ὅλα θά πήγαιναν χαμένα μᾶς βάραινε ὅλους.
Ἐμένα μέ βασάνιζε ἀκόμη μία τελείως διαφορετική φροντίδα, πού μέ προσοχή τήν ἔκρυβα ἀπό ἐκείνη: τό μικρό πλασματάκι θά μποροῦσε νά πεθάνη μέσα της. Γι' αὐτό, ἀμέσως ὕστερα ἀπό τήν ἐγχείρησι, πῆγα ἐπάνω στό δωμάτιό της καί ἀκροάσθηκα τήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ. Τά κτυπήματα ἦταν ἀδύνατα, ἀλλά ἀρκετά αἰσθητά. Καί ἔμειναν ἔτσι καί τίς ἑπόμενες ἡμέρες. Ἕνα πρωί μου ἀνακοίνωσε, ἀκτινοβολώντας ἀπ' τήν χαρά της: τό παιδί εἶχε κινηθῆ μέσα της. Εἶχε νιώσει καθαρά τά κτυπήματα, πού ἔκαναν τά μικρά του ποδαράκια...
Πλησιάζαμε στόν ἕβδομο μήνα. Ἄρχιζε ὁ τελευταῖος ἀγώνας μέ τόν χρόνο. Τῆς πρότεινα ἀκτινοβολίες γιά νά ἐξουδετερώσουμε μερικά κακοήθη κύτταρα πού εἶχαν ἀπομείνει. Ἐπειδή προέβλεψα ὅτι θά φοβόταν μήπως βλάψουν τό παιδί, τή διαβεβαίωσα, χωρίς νά μέ ρωτήση, ὅτι μπορούσαμε νά ἀπομονώσουμε τό παιδί ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν ἀκτίνων. Ἀλλά δέν συνεφώνησε καί μοῦπε:
- Γιά ποιό λόγο; ξέρω πού βρίσκομαι. Ἀπό μέρα σέ μέρα φαινόταν πιό κουρασμένη... Ἡ πληγή δέν ἔκλεινε. Τό μέρος ποῦ εἶχε μείνει ἀνοικτό δέν θεραπευόταν. Οἱ ἀναγεννητικές δυνάμεις τοῦ ὀργανισμοῦ τῆς εἶχαν φθάσει στό τέλος... Ὁ ἕβδομος ὅμως μήνας τελείωσε. Ἔτσι κάποια μέρα πῆγα καί τῆς εἶπα:
- Ἐάν ἔλθη τώρα τό παιδί, μπορεῖ νά διατηρηθῆ στή ζωή! Ποτέ δέν θά ξεχάσω τίς ἐκδηλώσεις πού ἀκολούθησαν τήν εἴδησι. Δάκρυα χαρᾶς λαμπύριζαν στά μάτια της καί τό ὠχρό ἐξασθενημένο πρόσωπο φάνηκε νά φωτίζεται ἀπό μέσα μέ μία ἀκτινοβολία εὐτυχίας. Γιά λίγες μέρες καλυτέρευσε καί ἡ κατάστασίς της. Ἔκανε λίγο χρῶμα, ἀλλά κατόπιν προχώρησε ἀδυσώπητα ἡ σωματική κατάπτωσις.
Τόν ὄγδοο μήνα τῆς πρότεινα νά τῆς γίνη πρόωρος τοκετός, θά πήγαινε στήν γυναικολογική κλινική καί θάφερνε τό παιδί στόν κόσμο. Ἀρνήθηκε ὅμως. Ἤθελε νά πάη σπίτι της. Ἔτσι ἦλθε ἡ ἡμέρα πού ἄφησε τήν κλινική μας. Ἐμφανίσθηκε ἡ ἀδελφή της γιά νά τήν πάρη... Τίς συνώδευσα καί τίς δύο μέχρι τό ἁμάξι. Γιά μία στιγμή ἔμεινα ἀκόμη μόνος μέ τήν ἄρρωστή μου καί ἐνίωσα ὅτι ἀγωνιζόταν μέ τόν ἑαυτό της, ἀλλά στό τέλος ξέφυγε ἀπ’ τά χείλη της ἡ ἐρώτησις πού φοβόμουν:
- Πόσο θά ζήσω ἀκόμη; Ἀπέφυγα ν' ἀπαντήσω, κουνώντας βουβά τό κεφάλι μου. Δέν ἤθελα τήν τελευταία στιγμή νά πῶ ψέματα.
- Εἰδοποιῆστε μέ ὅταν γεννηθῆ τό παιδί, τήν παρακάλεσα.
Κι' ἐκείνη μου τό ὑποσχέθηκε. Περίμενα νά μοῦ στείλουν καμμιά κάρτα καί ἐξεπλάγην ὅταν κάποια μέρα πῆρα ἕνα γράμμα, γραμμένο ἀπό τήν ἴδια.
«Ἀγαπητέ μου κ. καθηγητά, ἔγραφε, ἐπειδή συμμερισθήκατε τόσο θερμά τόν ἀγώνα μου, θά εἶσθε καί ὁ μόνος πού θά μάθετε ἀπό μένα τήν ἴδια τό εὐχάριστο νέο. Γιατί εἶμαι πολύ ἀδύνατη καί πρέπει νά κάνω οἰκονομία στίς ὑπόλοιπες δυνάμεις μου. Λοιπόν: πρό δέκα ἡμερῶν ἦλθε τό παιδί στό κόσμο. Ἕνα ἀγοράκι. Ἕνα μικρούτσικο παιδάκι... Ἡ καρδιά μου εἶναι τόσο πολύ γεμάτη ἀπό εὐγνωμοσύνη, πού μου εἶναι ἀδύνατον νά βάλω σέ λέξεις τά συναισθήματά μου. Εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό καί εὐγνωμοσύνη καί πρός ἐσᾶς, ἀγαπητέ κ. καθηγητά. Οἱ τελευταῖες ἑβδομάδες ἦταν ἀρκετά ἄσχημες καί μερικές φορές σκεπτόμουν ὅτι δέν θά μποροῦσα νά κρατήσω μέχρι τέλους. Προσευχόμουν μ' ἕναν τελείως παιδιάστικο τρόπο, πού ἴσως θά μποροῦσε νά κάνη ἕνα θεολόγο νά γελάση περιφρονητικά: «Ἄν Ἐσύ εἶσαι κεῖ πάνω, κι' ἄν Ἐσύ εἶσαι ἡ Ἀγάπη, τότε χάρισέ μου αὐτό τό παιδί». Ἔτσι Τοῦ ἔλεγα καί Ἐκεῖνος, μέ τήν ἀπέραντη εὐσπλαγχνία Του, ἄκουσε τήν ἱκεσία μου, πού ἦταν σάν ἕνας ἐξαναγκασμός. Αὐτό τό γεγονός σημαίνει γιά μένα πολλά πράγματα. Εἶναι ἡ μεγαλύτερή μου παρηγοριά στό τελευταῖο κομμάτι τοῦ δρόμου πού βρίσκεται ἀκόμη μπροστά μου. Ὁ θάνατος ἔρχεται... Τό τέλος πλησιάζει... Δέν θέλω νά φαίνωμαι πιό καλή ἀπ’ ὅ,τι εἶμαι: κι ἐγώ συχνά νιώθω φόβο γιά τόν θάνατο. Τό βαθύ φόβο τοῦ πλάσματος προτοῦ φύγει ἀπ’ αὐτή τή ζωή καί κυρίως τίς νύχτες ὅταν μένω μόνη μ' ἀνοικτά τά μάτια στό σκοτάδι. Ἀλλά τότε μέ παρηγορεῖ ἡ σκέψις τοῦ παιδιοῦ πού ἀποτελεῖ γιά μένα τήν ζωντανή ἀπόδειξι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ... Χθές ἀναγκάσθηκα νά διακόψω ἐδῶ τό γράμμα μου. Ἦλθε ἡ ἀδελφή μου καί μέ μάλωσε στά γερά. Ἤθελε νά μοῦ κάνη ξεκάθαρο ὅτι γιά χάρι τοῦ παιδιοῦ εἶχα καθῆκον νά μείνω στή ζωή. Τώρα, ἐκτός του ὅτι δέν ἐξαρτᾶται καθόλου ἀπ' τίς δικές μου δυνάμεις τό νά παρατείνω τή ζωή μου, θεωρῶ σάν μία ἀνακουφιστική ἄποψι καί τό ἑξῆς: στό τέλος - τέλος καί οἱ πιό τρυφεροί γονεῖς πολύ λίγα μόνον πράγματα μποροῦν νά κάνουν γιά τά παιδιά τους. Ἡ τύχη τούς ὅπως καί ἡ δική μας βρίσκεται στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Καί σ’ αὐτά τά πατρικά, τά δυνατά χέρια ἐμπιστεύομαι τώρα ἀπόλυτα ὅλους ἐκείνους πού ἀφήνω πίσω μου... Μόχθησα γιά νᾶμαι στά παιδιά μου, πού ἦταν γιά μένα τό ὡραιότερο δῶρο, μία καλή μητέρα. Καί δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἔμεινα συνδεδεμένη μέ τόν ἄνδρα μου μέ μία ἀγάπη πού δέν δοκίμασε ποτέ οὔτε καί τήν παραμικρότερη συννεφιά. Τό νά τά’ ἀφήσης ὄλ' αὐτά, δέν εἶναι εὔκολο, θά ἤθελα ὅμως ἄλλη μία φορά νά σᾶς διαβεβαιώσω, ἐπειδή μου παρασταθήκατε στίς δυσκολώτερες ὧρες μου, ὅτι προχωρῶ μέ τήν βεβαιότητα πώς θά τά ξαναβρῶ, ἐκεῖ ἐπάνω, ὅλα περιβεβλημένα μέ μία λαμπρότητα καί ἐλευθερωμένα ἀπ’ τήν γήινη μιζέρια. Ἀντίο γιά πάντα!
Ν.Ν.
Υ.Γ. Ὅταν γυρίση κάποτε ὁ ἄνδρας μου δῶστε τοῦ σᾶς παρακαλῶ αὐτό τό γράμμα». Ὕστερα ἀπό 14 ἥμερες πῆρα ἕνα χαρτί πού μου ἀνήγγελε τό θάνατό της. Τό γράμμα δέν μπόρεσα νά τό δώσω, γιατί ὁ ἄνδρας της δέν γύρισε ποτέ ἀπό τό Ἀνατολικό Μέτωπο».
ἀπό τό:ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΟ:ΘΑΝΟΣ ΕΥΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου