9 Φεβ 2010
Ἡ Γλώσσα καί τό Βίωμα ὡς καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης "Ἐθνικῆς Ταυτότητας"
Τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ
Ἐξουσία πού «ἀποδομεῖ» τήν κοινωνία
Τό νά εἶσαι Ἰταλός, Γάλλος, Βρετανός, Ἕλληνας ἤ ὅ, τί ἀνάλογο δέν δηλώνει μόνο μία συμβατική, κρατική ὑπηκοότητα. Δηλώνει ὅτι «ἀνήκεις» σέ μία συλλογικότητα μέ μεγαλύτερη ἤ μικρότερη ὡς τώρα διαδρομή στήν ἀνθρώπινη Ἱστορία – ἀνήκεις σέ μία γλώσσα, σέ μία συνείδηση κοινοῦ παρελθόντος, σέ κοινή νοοτροπία, κοινό θησαύρισμα πείρας πού παραδίνεται ἀπό γενιά σέ γενιά καί διαμορφώνει συνήθειες, ἕνα κοινό ἦθος, περίπου συλλογικό χαρακτήρα.
Ὅταν στή μητρική σου γλώσσα (τή γλώσσα πού σέ πρωτομπολίασε στήν κοινή «λογική»: σέ σκέψη καί κρίση) ἡ συλλογικότητα σημαίνεται ὡς «κοινωνία» (δυναμική σχέσεων, συμμετοχή καί ἀλληλεξάρτηση στήν πραγμάτωση τῆς ζωῆς), δέν εἶναι δυνατό νά ἔχεις τήν ἴδια ὀπτική καί τήν ἴδια ἐκδοχή τῆς πραγματικότητας μέ συνάνθρωπό σου, καθ’ ὅλα σεβαστόν καί ἀγαπημένο, πού στή μητρική του γλώσσα ἡ συλλογικότητα εἶναι μόνο «societas», δηλαδή «ἑταιρισμός ἐπί κοινῶ συμφέροντι»....
Ἄλλη νοοτροπία καί ἄλλα ἀντανακλαστικά σκέψης καί πράξης διαμορφώνει τό νοηματικό καί βιωματικό φορτίο τῆς λέξης «ἀλήθεια» καί ἄλλο τῆς λέξης «veritas», διαφορετικό της λέξης «νόμος» καί διαφορετικό της λέξης «lex» – τό ἴδιο καί μέ ἀναρίθμητα ἀκόμη ζεύγη λέξεων: «λόγος» καί «ratio», «πρόσωπο» καί «persona», «δημοκρατία» καί «res publica» κ. λπ., κ. λπ.
Διαφορετικόν ἀνθρωπολογικό τύπο διαμορφώνει μία συλλογικότητα μέ παρελθόν κατακτητικῶν κυρίως πολέμων, ἐπιθετικῶν ἀναζητήσεων «ζωτικοῦ χώρου», ἀποικιοκρατικῶν ἐθισμῶν, καί διαφορετικόν μία ἄλλη πού αἰῶνες πολλούς κυρίως ἀμυνόταν, ἐπιβίωνε χάρη στήν πανανθρώπινη ἐμβέλεια τῆς πνευματικῆς της πραμάτειας. Διαφορετική νοοτροπία καί ἦθος χαρακτηρίζει μία συλλογικότητα πού ἡ μεταφυσική της ἀναφορά ἦταν πάντοτε ἕνας Θεός τιμωρός, ἀμείλικτος δικαστής καί σαδιστής πατέρας, ἡ «ἁμαρτία» παράβαση νόμου, ἐνοχή, ἐξαγοράσιμος κολασμός, καί διαφορετική προκύπτει μία συλλογικότητα πού ξέρει τόν Θεό «νυμφίο», «ἐραστή μανικώτατον» τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἁμαρτία «ἀστοχίαν», «ἀπόπτωσιν ἀπό τοῦ στόχου», τοῦ στόχου πληρότητας τῆς ζωῆς πού εἶναι ὁ «ὄντως ἔρως».
Δέν ἀνήκουμε σέ «ἐθνότητα», εἶναι ἀνεπαρκέστατη ἡ λέξη. Ἀνήκουμε σέ μία γλώσσα, σέ μία κοινή ἱστορική ἐμπειρία, σέ μία παράδοση καί συνέχεια πείρας, νοοτροπίας, μεταφυσικῆς ἐλπίδας. Ἀλλά αὐτό τό «ἀνήκειν», τό «συνυπάρχειν» μέ κοινό, συνεκτικό της συλλογικότητας «τρόπο», βιώνεται καί κατανοεῖται σέ συνάρτηση πάντοτε μέ τήν καλλιέργεια τοῦ καθενός, τό αἰσθητήριό του «ποιότητας» τῆς ζωῆς.
Οἱ φτηνοί ἄνθρωποι τοῦ ὅ, τί φᾶμε ὅ, τί πιοῦμε καί ὅ, τί τέλος πάντων ἡδονικό ἁρπάξουμε, παρακάμπτουν τό ὑπάρχειν (πού εἶναι πάντοτε συνύπαρξη) καί λογαριάζουν γιά ζωή τό «ἔχειν»: Νά κατέχουν, νά ἐξουσιάζουν, νά τά ἔχουν ὅλα ὑποταγμένα στίς ἀπαιτήσεις τοῦ ἐγώ. Καταλαβαίνουν τή συλλογικότητα μόνο σάν «κράτος» καί τό «ἀνήκειν» μόνο σάν συμβατική «ὑπηκοότητα». Λογαριάζουν τό κράτος σάν ἐξουσιαστικό μηχανισμό διαχείρισης τῶν κοινῶν καί τούς ἐνδιαφέρει μόνο γιά ὅσα χρηστικά τους παρέχει.
Πολύ συχνά, φτηνοί ἄνθρωποι ὀρέγονται τή διαχείριση τοῦ κράτους, τήν ἐξουσία τῆς διαχείρισης. Ὄχι γιά νά ὑπηρετήσουν τόν δημιουργικό δυναμισμό τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς, τή γλώσσα, τήν ἱστορική συνείδηση, τή θησαυρισμένη παράδοση, τή μεταφυσική ἐλπίδα – εἶναι εὐτελεῖς ἄνθρωποι, δέν καταλαβαίνουν τίποτε ἀπό αὐτά. Διψᾶνε ἐξουσία ἀπό ἰδιοτέλεια καί μόνο: Νά προβληθεῖ τό ἐγώ τους, νά ἐξαρτῶνται ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀπό αὐτούς, νά βρίσκονται συνεχῶς στή δημοσιότητα, νά εἰσπράττουν κολακεῖες καί χειροκροτήματα. ΄Ἡ γιά σκοπιμότητες χυδαίου ἡδονισμοῦ: Νά μποροῦν νά κλέβουν τό δημόσιο ταμεῖο, νά διαπλέκονται μέ μεγιστάνες τοῦ πλούτου καί νά δωροδοκοῦνται, νά ζοῦν μέ πολυτέλεια ὀνειρώδη γιά τίς ἱκανότητές τους καί τήν καταγωγική τούς ἀνέχεια.
Ἀφοῦ λογαριάζουν τή συλλογικότητα μόνο σάν χρηστικό δεδομένο, ὠφελιμιστική πραγματικότητα, τί πιό φυσικό νά εἶναι ἀπάτριδες, διεθνιστές, συνεπέστατοι «ἀποδομιστές» κάθε μή χρηστικῆς ἐκδοχῆς τῶν θεμελίων της συνύπαρξης – τῆς γλώσσας, τῆς παιδείας, τῆς Ἱστορίας, τῆς Τέχνης, τῆς πολιτικῆς, τῆς μεταφυσικῆς. Καί γιά νά προσδώσουν ἐγκυρότητα στόν πρωτογονισμό τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, καταφεύγουν στήν πιό ἀναχρονιστική καί ἄκριτη ἀνάγνωση τοῦ Μαρξισμοῦ: Βλέπουν τή συλλογικότητα νά συγκροτεῖται μόνο στή «βάση» τῶν παραγωγικῶν καί ἀνταλλακτικῶν σχέσεων, ἑπομένως ὁ πολιτισμός, οἱ διαφορές τῶν πολιτισμῶν, ἡ ποικιλία τῶν παραδόσεων, δέν εἶναι παρά «ἐποικοδόμημα» σέ αὐτή τήν πρωτεύουσα βάση. Πῶς λοιπόν νά μήν εἶναι πανέτοιμοι, παίρνοντας τήν ἐξουσία, νά καταστρέψουν τή γλώσσα, νά στρεβλώνουν καί κατασυκοφαντήσουν τήν ἱστορία τοῦ τόπου τους, νά διασύρουν τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ λαοῦ τους, νά χλευάσουν τή λαϊκή παράδοση καί εὐσέβεια, νά πρακτορεύσουν (μέ τό ἀζημίωτο) ξένα συμφέροντα;
Ἡ καταφυγή τῆς μηδενιστικῆς πολιτικῆς πρακτικῆς σέ μαρξιστικά ψιμύθια, προκειμένου νά ἐξωραϊστεῖ ὁ πρωτογονισμός τῆς ἀκοινώνητης ἐγωκεντρικῆς ὕπαρξης, δέν περιορίζει τό σύμπτωμα σέ μόνη τήν παράταξη τῆς δῆθεν Ἀριστερᾶς. Στήν Ἑλλάδα τουλάχιστον, ἡ διαχείριση τῆς Παιδείας ἀνατίθεται (ἀπό κάθε κυβέρνηση ὁποιουδήποτε κόμματος καί πρωθυπουργοῦ) σέ ἄτομα τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ τύπου τῶν «ἀποδομιστῶν». Καί ἄν ὑπάρξουν διαμαρτυρίες γιά τήν προκλητική αὐθαιρεσία καί ἀναίδεια αὐτῶν τῶν ἀτόμων, ξεσηκώνεται ἀμέσως μία θαυμαστά συντονισμένη συγχορδία ὑπερασπιστῶν τῆς «ἀποδόμησης», συγχορδία ἀπό πριμαντόνες τῆς δημοσιότητας πού καλύπτουν ὅλο τό «πολιτικό» φάσμα: ἀπό τή νεοφιλελεύθερη Δεξιά ὡς τήν πιό φανταιζίστικη τάχα καί Ἀριστερά.
Πηγή: Ἐφημερίδα Καθημερινή της Κυριακῆς 7 Φεβρουαρίου 2010.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου