
Κάποτε διηγήθηκε ἕνας ἱερεὺς ἀπ’ τὴν ἐπαρχία, γιὰ τὸ πῶς ὁ παππούς του, Γεώργιος Γανωματίδης, ἀπὸ τὸν Πόντο τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ τις σκλαβες πατρίδες, ὅπως συνηθίζουμε νὰ τὶς λέμε τώρα, ἐκλήθη εἰς τὸ μέγα μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης.
Ἦταν περίπου τριάντα πέντε ἐτῶν ἔγγαμος, καὶ πατέρας ἤδη πέντε παιδιῶν..
Ἕνα βράδυ.....
ξενυχτοῦσε προσευχόμενος, -σὰν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Ρῶσσο ποὺ κοιμόταν στὸ σταῦλο, καὶ ὅλη τὴ νύχτα ἔκανε προσευχὴ- κάτι ἀνάλογο ἔκανε καὶ αὐτὸς ὁ πατὴρ Γεώργιος Γανωματίδης.
Ὅταν ἦταν ἐλεύθερος.
Τὸ τί ἔκανε ἱερεύς, αὐτὰ δὲν τὰ ξέρουμε.
Ξενυχτοῦσε λοιπὸν προσευχόμενος, σ’ ἕνα σταῦλο, δίπλα σὲ μία ...
ἀγελάδα.
Ποῦ ἡ καημένη δυσκολευόταν νὰ γεννήσει, καὶ συνεχῶς μούγκριζε, καὶ αὐτὸς προσευχόταν καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ γιὰ τὴν ἀγελάδα γιὰ νὰ γεννήσει.
Ξαφνικὰ βλέπει μπροστά του δύο νέους, μὲ ἀστραφτερὲς λευκὲς στολές, νὰ κρατοῦν στὸ χέρι τοὺς ὁ καθένας, ἀπὸ ἕνα κερί, τῶν ὁποίων τὸ φῶς πλημμύρισε ὅλο τὸ σταῦλο.
Οἱ δυὸ αὐτοὶ ὁλόλαμπροι νέοι, τοῦ εἶπαν μὲ μία φωνὴ νὰ τοὺς ἀκολουθήσει.
Ἐκεῖνος ὅπως ἦταν φυσικό, σηκώθηκε ἀμέσως καὶ τοὺς ἀκολούθησε.
Ἐκεῖνοι ἔφτασαν μπροστὰ στὴν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ, ἡ ἐκκλησία ἡ ὁποία ἐτιμάτο εἰς μνήμην τῶν Ταξιαρχῶν.
Ἡ πόρτα ἄνοιξε ἀπὸ μόνη της, καὶ μπῆκαν μέσα στὸ ναό.
Καὶ ὅλος ὁ ναὸς φωτίστηκε, ἀπὸ τὸ ὁλόλαμπρο φῶς, τῶν δύο παραδόξων αὐτῶν κεριῶν, ποὺ κρατοῦσαν οἱ δύο νέοι.
Ποῦ ἐκείνη τὴ στιγμή, τοῦ ἦλθε μέσα στὸ μυαλὸ ὁ φωτισμός, ὅτι οἱ δύο νέοι ποὺ εἶχε μπροστά του, ἦταν οἱ δύο ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ.
Προχώρησαν οἱ Ταξιάρχες μέχρι τὴν Ὡραία Πύλη, ἐκεῖ του ἔκαμαν νόημα νὰ σταματήσει.
Μόλις στάθηκε ἀκίνητος, ἄνοιξαν ἀπὸ μόνες τους, ἡ Ὡραία Πύλη καὶ τὰ Βωμόθυρα, αὐτὰ ἐδῶ.
Καὶ μπῆκαν μέσα οἱ Ἀρχάγγελοι καὶ ξαναβγῆκαν ἀμέσως, κρατώντας ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἀπὸ ἀριστερὰ νὰ κρατάει ἕνα Ευαγγέλιο, το Ευαγγέλιο της Αγίας Τραπέζης, και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ένα Άγιο Ποτήριο.
Και δείχνοντάς τα, του είπαν με μια φωνή:«Με αυτά, θα υπηρετήσεις τον λαόν του Θεού, σε αντικατάσταση του ιερέως που πρότινος εκοιμήθη. Αυτή είναι η εντολή του Κυρίου μας, και δεν θα αρνηθείς».
Και χάθηκαν.
Αυτός σταυροκοπήθηκε με δέος πολλές φορές, είπε «νάναι ευλογημένο», «Εγώ αγράμματος είμαι, σχολείο ιερατικό δεν πήγα, πως θα γίνουν αυτά τώρα, αλλά άμα είναι θέλημά Σου Θεέ μου, όλα να είναι να… νάναι ευλογημένο».
Βρέθηκε λοιπόν έτσι μπροστά, στην ανοιγμένη Ωραία Πύλη, όπου πάνω στην Αγία Τράπεζα άστραφταν, όρθιο το Ευαγγέλιο, όρθιο ήταν, και το Άγιο Ποτήριο, αδειανό βέβαια, σταυροκοπήθηκε λοιπόν πολλές φορές, δόξασε το Θεό και τους Αρχαγγέλους, και έφυγε αμέσως και πήγε στο σταύλο.
Η αγελάδα του ήδη είχε γεννήσει ένα μοσχαράκι, που βέλαζε με ευχαρίστηση.
Ο ουρανός ήταν ξάστερος, το φεγγάρι ολόλαμπρο, όλη η φύσις εχαίροντο την παρουσία, αυτή την παράδοξη, των Αρχαγγέλων σ’ έναν απλόν άνθρωπον.
Σε λίγες μέρες πράγματι, όλο το χωριό, υπέδειξε για εφημέριο, στον επίσκοπο της επαρχίας, τον κύριο Γανωματίδη.
Έτσι ο γανωματής και αγρότης, το καμάρι του χωριού, -Γανωματίδης φαίνεται πήρε το επώνυμό του από τη δουλειά την οποίαν έκαμε.
Γανωματής θα ήταν. -Το καμάρι λοιπόν του χωριού, ο άνθρωπος της αγρυπνίας, της νηστείας και της προσευχής, έγινε ο παπάς του χωριού, ο παπα-Γιώργης.
Βλέποντας ο Θεός την αγαθή του προαίρεση, την καλοσύνη του, την αγάπη του για τους συγχωριανούς του, τις κρυφές του ελεημοσύνες, τις νυχτερινές του προσευχές, την πίστη του, τον θείο του φόβο, και τις πολλές αρετές που καλλιεργούσε εν γνώσει του, τον κατέστησε ποιμένα, ποιμένα, τσομπάνο, αλλά λογικών προβάτων.
Τον κατέστησε αντιπρόσωπόν Του.
Και σαν αμοιβή όλων αυτών των αρετών, που καλλιέργησε με όλη του την καρδιά ελεύθερα και με αγάπη, γρήγορα ο Θεός τον κατέστησε όχι μόνον, άξιον θείων αποκαλύψεων, κατά την μαρτυρία του εγγονού του, και αυτού ιερέως, αλλά δια των ευχών του ετελούντο συνεχώς και θαύματα.
ΠΗΓΗ:ΔΙ'ΕΥΧΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου