Γιὰ αἰῶνες, τουλάχιστον ὀκτώ, βολοδέρνουμε ἀνάμεσα στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση, ἀνάμεσα στὸ Ἰσλὰμ καὶ τὸν «Λουθηρο-παπισμὸ» ποὺ μᾶς πολιορκοῦν καὶ μᾶς συρρικνώνουν ἀδιάκοπα. Καὶ ἄλλοτε ἡ προτεραιότητα περνάει στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἄλλοτε στὴ Δύση, ἄλλοτε στοὺς «Φράγκους» κι’ ἄλλοτε στὴν Τουρκιά. Καὶ τρώγεται σταδιακὰ τὸ ἀπόθεμά μας. Εἴτε πολιτισμικὸ καὶ οἰκονομικό, ἀπὸ τὴ Δύση, εἴτε γεωγραφικὸ καὶ πληθυσμιακὸ ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Καὶ καταντήσαμε ἐμεῖς ποὺ.....
«στὰ μάτια μᾶς ἄστραψε» κάποτε ὁ κόσμος ὅλος, σὲ ἕναν Γιωργάκη. Καὶ σήμερα πάλι ἡ ἴδια διαδικασία συνεχίζεται. Καὶ κάθε στιγμὴ ποὺ οἱ δύο κόσμοι συγκρούονται –Ἀνατολὴ καὶ Δύση– ὅπως συμβαίνει σήμερα ἀνάμεσα στὸ Ἰσλὰμ καὶ τὴ Δύση, πληρώνουμε αὐξημένο τὸ τίμημα.
Τώρα κινδυνεύουμε καὶ πάλι ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Πλέον, ὄχι μόνο γεωγραφικὰ καὶ πληθυσμιακά, ἀλλὰ καὶ οἰκονομικὰ-πολιτισμικά. Καὶ πληθαίνουν οἱ σειρῆνες ποὺ μᾶς καλοῦν σὲ ὑποταγή, οἱ γραικύλοι, πάντα πρόθυμοι γιὰ τὸ “ταξίδι πρὸς τὰ Σούσα”. Καὶ πληθαίνουν ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ μᾶς ἀποκόψουν ἀπὸ τὸ τελευταῖο ἀποκοῦμπι μας, αὐτὸ τὸ ἀπόθεμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ζοῦμε αἰῶνες τώρα, τὴν ἱστορία μας, τὴν παράδοσή μας: μᾶς λὲν πὼς τίποτε δὲν εἴμαστε, παρὰ τυχάρπαστοι, τυχαῖοι σφετεριστὲς ἑνὸς κάποτε ἔνδοξου κόσμου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Διαμαντοπούλου, ἡ Δραγώνα, καὶ οἱ λοιποὶ ἐθνομηδενιστές. Γι’ αὐτὸ τὰ ΕΛΙΑΜΕΠ, ἡ Ρεπούση, καὶ οἱ Κύπριοι γραικύλοι ποὺ θέλουν νὰ καλύψουν ἀκόμη καὶ τὴ σύληση τοῦ τάφου τοῦ Τάσου Παπαδόπουλου ἀπὸ ἐκείνους ποὺ σὲ ὅλη τους τὴν ἱστορία ἀνέσκαπταν τάφους καὶ ἱερά.
Γι’ αὐτὸ ὁ καθημερινὸς ἰδεολογικὸς πόλεμος καθηγητάδων καὶ ψευδὸ-ὀλμέδων ὥστε νὰ πείσουν τὴ νεολαία μας πὼς δὲν ἀξίζει νὰ εἶναι Ἕλληνες, πὼς δὲν πρέπει νὰ στρέφουν τὴν ἀγανάκτησή τους ἐνάντια σὲ ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔχουν ὑποτακτικούς. δὲν πρέπει νὰ στρέφονται ἐνάντια στὶς Πρεσβεῖες τους καὶ τὰ ποικίλα «ἱδρύματα» τῆς ἐθελοδουλείας. ΟΧΙ. Ἀντίθετα, ὑποταγμένοι στὰ κελεύσματα τῶν πρεσβειῶν καὶ τῶν ἐθελόδουλων, νὰ πολεμοῦν τὴν ἴδια τοὺς τὴ χώρα, νὰ καῖνε τὴ δικιά τους σημαία, τὴν βαμμένη μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ρήγα, τοῦ Γρηγόριου, τοῦ Βελουχιώτη, τοῦ Πέτρουλα, τοῦ Πολυτεχνείου, τοῦ Σολομοῦ Σολομοῦ, γιὰ νὰ μὴν κάψουν τὴν ἀμερικανικὴ καὶ τὴν τουρκική. Νὰ μὴν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν Κύπρο, τὴ Μακεδονία, τὴ Θρᾴκη τὸ Αἰγαῖο, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸ κινητό, τὸ αὐτοκίνητο, τὰ σφηνάκια καὶ τὶς μακρινὲς ἐπαναστάσεις.
Γι’ αὐτὸ χρειάζονται τὴν κυρία Δραγώνα στὸ ὑπουργεῖο μίας Παιδείας, ποὺ θέλουν νὰ πάψει νὰ εἶναι «ἐθνική».
Γιατί ξέρουν πὼς ὁ Ρήγας πρὶν ἀπὸ διακόσια χρόνια μπόρεσε νὰ σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ ἐνάντια στοὺς τυράννους ἐπειδὴ ἐμπνεόταν ἀπὸ τὰ λόγια του δασκάλου του, τοῦ Καταρτζῆ ποὺ ἔγραφε στὴν «Συμβουλή του πρὸς τοὺς νέους»:
«Νὰ ποῦμε κ’ ἄλλο, ἀφ’ οὐ ἕνας Ρωμηὸς συλλογιστῆ μία φορὰ πὼς κατάγεται ἀπὸ τὸν Περικλέα, Θεμιστοκλέα καὶ ἄλλους παρόμοιους Ἕλληνες, ἢ ἁπτοὺς συγγενεῖς του Θεοδόσιου, τοῦ Βελισάριου, τοῦ Ναρσῆ, τοῦ Βουλγαροκτόνου, τοῦ Τζιμισκῆ κ’ ἄλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ἢ ἕλκει τὸ γένος του ἀπὸ κανέναν ἅγιο, ἢ ἀπὸ κανέναν τοῦ συγγενῆ, πῶς νὰ μὴν ἀγαπᾶ τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων κ’ αὐτωνῶν τῶν μεγάλων ἀνθρώπων; Πῶς νὰ μὴν τὸ ’χη χαρά του νὰ δυστυχῆ σὲ τέτοια πολιτικὴ κοινωνία ποῦ συναπαρτίζουν αὐτοί; Πῶς νὰ μὴν πονῆ αἰωνίως τὸ ἔδαφος ποῦ τοὺς ἀνάθρεψ’ ἐκείνους κ’ αὐτουνούς; Καὶ τραβώντας ἄσμενος τὸ δούλειό του ζυγό, πῶς νὰ μὴ βρέχη μὲ δάκρυα τὸν τόπο ποῦ ἔβαψαν μὲ τὸ αἷμα τους, ἐκεῖνοι γιὰ δόξα, κ’ αὐτοὶ γιὰ τὴ σωτηρία τους;»
Οἱ Ἕλληνες δὲν μποροῦν νὰ εἶναι ἐλεύθεροι χωρὶς τὴν ἱστορία τους, δὲν ἔχουν μεγάλες πεδιάδες, μεγάλη βιομηχανία, μεγάλο πληθυσμό. Χάσαμε πολλὰ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Ἂν χάσουμε καὶ τὴ μνήμη μας θὰ εἴμαστε καὶ πάλι ραγιάδες, ραγιάδες χωρὶς ἐλπίδα. Γὶ αὐτὸ ἐκεῖ σκοπεύουν οἱ γραικύλοι, οἱ ὁδοιπόροι στὰ Σοῦσα, οἱ νέο-ὀθωμανοί. Νὰ εἴμαστε οἱ τελευταῖοι τῶν Ἑλλήνων.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὴν Ρήξη τ.59
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου