Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ Ἁγιορειτικὴ παράδοση, Ἅγιον Ὅρος 2011, σελ. 216.
Ὁ γερω-Εὐδόκιμος ὁ Ἁγιοπαυλίτης, κατὰ κόσμον Εὐάγγελος Τραυλός, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1910 στὸ Φανάρι Καρδίτσας. Ὅταν ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν Στρατό, εἶπε νὰ γράψουν στὸ φύλλο πορείας Δάφνη, καὶ ἔτσι δὲν πῆγε στὸ χωριό του, ἀλλὰ ἦρθε κατ' εὐθεῖαν γιὰ μοναχός. Ἦταν νὰ κοινοβιάση ἀλλοῦ. Στάθμευσε γιὰ ἕνα βράδυ στὸν Ἅγιο Παῦλο, τοῦ ἄρεσε ἡ τάξη καὶ ἔμεινε. Τὸν κράτησαν. Ἦταν ἐγγράμματος, ἀπόφοιτος Σχολαρχείου. Ὁ Ἡγούμενος τὸν εἶχε βοηθό του. Τὸ 1935 ἔγινε ἡ κουρά του.
Ἡ μητέρα του, οἱ ἀδελφές του καὶ ὁ ἀδελφός του δὲν ἤθελαν νὰ γίνη μοναχός. Αὐτός, ἀφ' ὅτου ἔγινε μοναχός, ποτέ του δὲν πῆγε στὸ χωριὸ νὰ δὴ τοὺς συγγενεῖς του. Καὶ στὸν κόσμο βγῆκε μετὰ ἀπὸ τριάντα χρόνια, γιατί εἶχε αἱμορραγία ἀκατάσχετη ἀπὸ τὴν μύτη καὶ ὁ γιατρὸς φοβήθηκε μὴν πεθάνη.
Μιὰ χρονιὰ ἔγινε σεισμὸς καὶ οἱ πατέρες κοιμόνταν ἔξω στὸν πίσω κῆπο, στὰ πεζούλια. Ὁ γερω-Εὐδόκιμος δὲν βγῆκε. Κοιμόταν στὸ κελλί του καὶ ὅταν τὸν ρωτοῦσαν γιατί δὲν φοβᾶται, ἀπαντοῦσε:
«Ἐγὼ ἦρθα γιὰ τὸ Μοναστήρι. Ἅμα θέλει ἡ Παναγία νὰ ρίξη τὸ Μοναστήρι, τι την θέλω τὴν ζωή μου;». Ὁ ἴδιος ἄναβε τὰ καντήλια καὶ καθ’ ὅλη... τὴν διάρκεια τοῦ σεισμοῦ δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Ὁ γερω-Εὐδόκιμος ὁ Ἁγιοπαυλίτης, κατὰ κόσμον Εὐάγγελος Τραυλός, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1910 στὸ Φανάρι Καρδίτσας. Ὅταν ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν Στρατό, εἶπε νὰ γράψουν στὸ φύλλο πορείας Δάφνη, καὶ ἔτσι δὲν πῆγε στὸ χωριό του, ἀλλὰ ἦρθε κατ' εὐθεῖαν γιὰ μοναχός. Ἦταν νὰ κοινοβιάση ἀλλοῦ. Στάθμευσε γιὰ ἕνα βράδυ στὸν Ἅγιο Παῦλο, τοῦ ἄρεσε ἡ τάξη καὶ ἔμεινε. Τὸν κράτησαν. Ἦταν ἐγγράμματος, ἀπόφοιτος Σχολαρχείου. Ὁ Ἡγούμενος τὸν εἶχε βοηθό του. Τὸ 1935 ἔγινε ἡ κουρά του.
Ἡ μητέρα του, οἱ ἀδελφές του καὶ ὁ ἀδελφός του δὲν ἤθελαν νὰ γίνη μοναχός. Αὐτός, ἀφ' ὅτου ἔγινε μοναχός, ποτέ του δὲν πῆγε στὸ χωριὸ νὰ δὴ τοὺς συγγενεῖς του. Καὶ στὸν κόσμο βγῆκε μετὰ ἀπὸ τριάντα χρόνια, γιατί εἶχε αἱμορραγία ἀκατάσχετη ἀπὸ τὴν μύτη καὶ ὁ γιατρὸς φοβήθηκε μὴν πεθάνη.
Μιὰ χρονιὰ ἔγινε σεισμὸς καὶ οἱ πατέρες κοιμόνταν ἔξω στὸν πίσω κῆπο, στὰ πεζούλια. Ὁ γερω-Εὐδόκιμος δὲν βγῆκε. Κοιμόταν στὸ κελλί του καὶ ὅταν τὸν ρωτοῦσαν γιατί δὲν φοβᾶται, ἀπαντοῦσε:
«Ἐγὼ ἦρθα γιὰ τὸ Μοναστήρι. Ἅμα θέλει ἡ Παναγία νὰ ρίξη τὸ Μοναστήρι, τι την θέλω τὴν ζωή μου;». Ὁ ἴδιος ἄναβε τὰ καντήλια καὶ καθ’ ὅλη... τὴν διάρκεια τοῦ σεισμοῦ δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
***
Μετάνοιες καὶ νηστεῖες δὲν ἔκανε πολλές. Μὲ τὴν εὐχὴ ἀσχολεῖτο. Δὲν ξάπλωσε ποτέ του. Τὸ κελλί του ἦταν γεμᾶτο πράγματα ἄχρηστα. Τὸ παράθυρο δὲν τὸ ἔκλεινε ποτέ, χειμῶνα-καλοκαίρι. Ὁ μόνος κενὸς χῶρος ἦταν ἕνας διάδρομος ἀπὸ τὴν πόρτα ὡς τὸ σημεῖο τοῦ κρεββατιοῦ. Κοιμόταν καθιστὸς καὶ σκεπαζόταν μὲ μία τσέργα. Τὸν ρωτοῦσαν γιατί δὲν ἀνάβει φωτιά, καὶ ἀπαντοῦσε: «Ποῦ εἶναι τα κρύσταλλα; Δὲν βλέπω κρύσταλλα γιὰ νὰ βάλω φωτιά». Τὸ ἴδιο ἀπαντοῦσε καὶ ὅταν τοῦ ἔλεγαν νὰ κλείση τὸ παράθυρο.
Εἶχε πηγαῖο χιοῦμορ, ἀλλὰ ποτὲ δὲν κατέκρινε. Νὰ τὸν ἔβριζες μὲ τὰ χειρότερα λόγια, στεκόταν λίγο σιωπηλὸς καὶ ὕστερα ἔλεγε: «Καλᾶ, Γέροντα, εὐχαριστῶ», καὶ ἔφευγε.
Ἦταν ἀγαπητὸς σὲ ὅλους καὶ ἀνεξίκακος. Ἦταν πάντα πρόθυμος καὶ ὑπάκουος σὲ ὅλους ποὺ τὸν καλοῦσαν σὲ διακονία. Νὰ τὸν ἔβριζες καὶ μετὰ νὰ τοῦ ἔλεγες, «πάτερ Εὐδόκιμε», ἔλεγε μὲ διάθεση καὶ προθυμία, «εὐλόγησον», σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβῇ τίποτε.
Κάποτε, ὅταν συζητοῦσαν γιὰ κάποιο θέμα τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ εἶπε καὶ ὁ γερω-Εὐδόκιμος τὴν γνώμη του, κάποιος συνεργεῖα διαβολικὴ τὸν ἀποπῆρε λέγοντάς του:
Πάψε ἐσύ, δὲν εἶσαι προϊστάμενος.
–Εὐλόγησον, ἔχεις δίκαιο, εἶπε καὶ ἔσκυψε τὸ κεφάλι του.
Εἶχε πηγαῖο χιοῦμορ, ἀλλὰ ποτὲ δὲν κατέκρινε. Νὰ τὸν ἔβριζες μὲ τὰ χειρότερα λόγια, στεκόταν λίγο σιωπηλὸς καὶ ὕστερα ἔλεγε: «Καλᾶ, Γέροντα, εὐχαριστῶ», καὶ ἔφευγε.
Ἦταν ἀγαπητὸς σὲ ὅλους καὶ ἀνεξίκακος. Ἦταν πάντα πρόθυμος καὶ ὑπάκουος σὲ ὅλους ποὺ τὸν καλοῦσαν σὲ διακονία. Νὰ τὸν ἔβριζες καὶ μετὰ νὰ τοῦ ἔλεγες, «πάτερ Εὐδόκιμε», ἔλεγε μὲ διάθεση καὶ προθυμία, «εὐλόγησον», σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβῇ τίποτε.
Κάποτε, ὅταν συζητοῦσαν γιὰ κάποιο θέμα τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ εἶπε καὶ ὁ γερω-Εὐδόκιμος τὴν γνώμη του, κάποιος συνεργεῖα διαβολικὴ τὸν ἀποπῆρε λέγοντάς του:
Πάψε ἐσύ, δὲν εἶσαι προϊστάμενος.
–Εὐλόγησον, ἔχεις δίκαιο, εἶπε καὶ ἔσκυψε τὸ κεφάλι του.
***
Τὸν χειμῶνα μετὰ τὴν τράπεζα πήγαινε κατ’ εὐθεῖαν στὴν Ἐκκλησία. Καθόταν σ’ ἕνα στασίδι, κατέβαζε τὸ κουκούλι νὰ μὴ φαίνεται, ἅπλωνε τὸ κομποσχοίνι καὶ ἔλεγε τὴν εὐχή. Τὸν ρωτοῦσε ἕνα καλογέρι: «Τί κάνεις, γερω-Εὐδόκιμε;». Ἀπαντοῦσε: «Τὸν πολεμάω. Βλέπεις τὸ κανόνι;», καὶ ἔδειχνε τὸ τριακοσάρι του.
Τόσα χρόνια στὸ Μοναστήρι κανεὶς δὲν τὸν εἶδε θυμωμένο ποτέ. Εἶχε τὸ ἀκατάκριτον καὶ τὸ ἀγόγγυστον. Εἶχε ἐπίσης καὶ φυσικὴ εὐγένεια. Ὅταν ἤθελε κάτι, ἔλεγε: «Ποῦ εἶσαι, Γέροντα (καὶ τὰ νέα καλογέρια ἔτσι τὰ ἀποκαλοῦσε), ἂν μ’ ἀγαπᾶς, φέρε μου αὐτό». Συνήθως ἦταν μὲ τὸ ράσο καὶ τὸ κουκούλι στὴν πόρτα. Εἶχε τὸ διακόνημα τοῦ πορτάρη καὶ συμβούλευε τοὺς προσκυνητές.
Ἤθελαν νὰ τὸν κάνουν προϊστάμενο, ἀλλὰ αὐτὸς γιὰ νὰ ἀποφύγη κρυβόταν στὴν ἀσβεσταριά. Τρεῖς μέρες τὸν ἔψαχναν. Ὁ Γέροντας τὸν παρατήρησε καὶ τοῦ εἶπε νὰ παρουσιασθῇ στὴν Σύναξη νὰ πῇ ὄχι, ἂν δὲν θέλη. Ὅταν πῆγε καὶ τοῦ πρότειναν, εἶπε: «Εὐχαριστῶ πολύ, Γέροντα, ἡ Παναγία νὰ πληρώση τὸν κόπο σας. Ἔχετε κάτι ἄλλο;... Εὐλογεῖτε»· καὶ ἔφυγε. Τὸν ρωτοῦσε κάποιος, ἂν μετάνοιωσε ποὺ δὲν ἔγινε προϊστάμενος. «Ὄχι», ἀπάντησε, «χαίρομαι ποὺ δὲν φαίνεται ἡ ὑπογραφή μου σὲ κάποιο χαρτί».
Συμβουλευόταν τον γερω-Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔλεγε ὅτι ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον ἔμαθε τὴν εὐχή. Τὴν ἐξασκοῦσε ὄχι συστηματικά, ὅπως ἄλλοι, ἀλλὰ ἁπλᾶ. Εἶχε προσπάθεια νὰ λέγη ὅσο συχνότερα μποροῦσε τὴν εὐχή.
Συμβούλευε: «Παιδί μου, νὰ λὲς τὴν εὐχὴ συνέχεια, ὄχι μόνο στὸν κανόνα. Ἂν καμμία φορὰ κουράζεσαι, νὰ τὸ γυρνᾶς στὸν πλάγιο τοῦ πρώτου καὶ νὰ τὴν λὲς λίγο ψαλτὰ καὶ μετὰ πάλι νοερῶς. Καὶ ὅταν ἀνεβαίνης τὶς σκάλες, νὰ λὲς σὲ κάθε σκαλοπάτι, "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με"».
Τόσα χρόνια στὸ Μοναστήρι κανεὶς δὲν τὸν εἶδε θυμωμένο ποτέ. Εἶχε τὸ ἀκατάκριτον καὶ τὸ ἀγόγγυστον. Εἶχε ἐπίσης καὶ φυσικὴ εὐγένεια. Ὅταν ἤθελε κάτι, ἔλεγε: «Ποῦ εἶσαι, Γέροντα (καὶ τὰ νέα καλογέρια ἔτσι τὰ ἀποκαλοῦσε), ἂν μ’ ἀγαπᾶς, φέρε μου αὐτό». Συνήθως ἦταν μὲ τὸ ράσο καὶ τὸ κουκούλι στὴν πόρτα. Εἶχε τὸ διακόνημα τοῦ πορτάρη καὶ συμβούλευε τοὺς προσκυνητές.
Ἤθελαν νὰ τὸν κάνουν προϊστάμενο, ἀλλὰ αὐτὸς γιὰ νὰ ἀποφύγη κρυβόταν στὴν ἀσβεσταριά. Τρεῖς μέρες τὸν ἔψαχναν. Ὁ Γέροντας τὸν παρατήρησε καὶ τοῦ εἶπε νὰ παρουσιασθῇ στὴν Σύναξη νὰ πῇ ὄχι, ἂν δὲν θέλη. Ὅταν πῆγε καὶ τοῦ πρότειναν, εἶπε: «Εὐχαριστῶ πολύ, Γέροντα, ἡ Παναγία νὰ πληρώση τὸν κόπο σας. Ἔχετε κάτι ἄλλο;... Εὐλογεῖτε»· καὶ ἔφυγε. Τὸν ρωτοῦσε κάποιος, ἂν μετάνοιωσε ποὺ δὲν ἔγινε προϊστάμενος. «Ὄχι», ἀπάντησε, «χαίρομαι ποὺ δὲν φαίνεται ἡ ὑπογραφή μου σὲ κάποιο χαρτί».
Συμβουλευόταν τον γερω-Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔλεγε ὅτι ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον ἔμαθε τὴν εὐχή. Τὴν ἐξασκοῦσε ὄχι συστηματικά, ὅπως ἄλλοι, ἀλλὰ ἁπλᾶ. Εἶχε προσπάθεια νὰ λέγη ὅσο συχνότερα μποροῦσε τὴν εὐχή.
Συμβούλευε: «Παιδί μου, νὰ λὲς τὴν εὐχὴ συνέχεια, ὄχι μόνο στὸν κανόνα. Ἂν καμμία φορὰ κουράζεσαι, νὰ τὸ γυρνᾶς στὸν πλάγιο τοῦ πρώτου καὶ νὰ τὴν λὲς λίγο ψαλτὰ καὶ μετὰ πάλι νοερῶς. Καὶ ὅταν ἀνεβαίνης τὶς σκάλες, νὰ λὲς σὲ κάθε σκαλοπάτι, "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με"».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου