Γράφει ὁ Ἐλευθέριος Ἀνδρώνης
Ἑκατοντάδες χιλιάδες κόσμου ποὺ δὲν εἶχαν ἰδιαίτερη ἐπαφὴ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ δὲν εἶχαν διαβάσει ποτὲ ἕνα βιβλίο γιὰ τὸν Ἅγιο, εἶδαν τὴ σειρὰ καὶ «ἠλεκτρίστηκαν» ἀπὸ τὸν βίο του, τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του, τὸ ἀνεξάντλητο θυσιαστικὸ πνεῦμα του καὶ τὴν πνευματικὴ δροσιὰ ποὺ προσφέρει... στὴν κάθε καρδιὰ μόνο ἕνας πνευματοφόρος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἦταν ὁ Ἅγιος Παΐσιος.
Μετὰ τὴν προβολὴ τῆς σειρᾶς ποὺ κυριολεκτικὰ ἔκανε ὅλη τὴν Ἑλλάδα νὰ δακρύζει μὲ τὰ ἁγιασμένα μηνύματά της, στὰ ἤδη πολυσύχναστα προσκυνήματα ποὺ συνδέονται μὲ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, ἡ προσέλευση σημείωσε «ἔκρηξη» νέων προσκυνητῶν. Τόσο στὴν Παναγούδα τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅσο καὶ στὴν Κόνιτσα καὶ τὴ Μονὴ Στομίου, χιλιάδες προσκυνητὲς σπεύδουν νὰ νιώσουν κάτι ἀπὸ τὴν εὐλογία ποὺ ἄφησε πίσω του ὁ μεγαλύτερος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας.
Ἔτσι καὶ τώρα τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου (ἑορτάζεται κάθε 12η Ἰουλίου, σύμφωνα μὲ τὴ μέρα ποὺ κοιμήθηκε τὸ 1994) στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου στὴ Σουρωτή, ἐπικρατεῖ τὸ ἀδιαχώρητο ἀπὸ κόσμο ποὺ σπεύδει νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο του.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πολὺ συγκινητικὰ στιγμιότυπα τῆς σειρᾶς ἦταν ἡ σκηνὴ μὲ τὸν βαριὰ ἄρρωστο – πλέον – Ἅγιο, νὰ δίνει ὁδηγίες στὴν Ἡγουμένη τῆς Μονῆς Σουρωτῆς γιὰ τὸ ποὺ ἀκριβῶς θὰ τοποθετηθεῖ ὁ τάφος του, γιὰ νὰ μὴν διαταράσσεται ἡ ἡσυχαστικὴ τάξη ἀπὸ τὸν «κόσμο ποὺ θὰ ἔρχεται». Ὁ Ἅγιος μὲ τὸ προορατικό του χάρισμα προεῖδε ὅτι τὸ μνῆμα του θὰ γίνει ἀκατάπαυστο λαϊκὸ προσκύνημα, ἀσχέτως ἂν ὁ ἴδιος μὲ τὸ ταπεινό του πνεῦμα πίστευε ὅτι δὲν ἀξίζει καμία τέτοια τιμή.
Μάλιστα ὁ ἴδιος ἀρχικὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ ταφεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο στὸ Ἅγιο Ὅρος, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε λόγῳ τῆς πολὺ ἐπιβαρυμένης ὑγείας του, ἀλλὰ καὶ γιατί συνειδητοποίησε ὅτι τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν διαφορετικό: νὰ μείνει ὡς φάρος πνευματικῆς ἐλπίδας κοντὰ στὸν κόσμο γιὰ νὰ στηρίζει τοὺς πάντες στὸν μεγάλο κατήφορο τῆς ἀνθρωπότητας ποὺ ἀκολούθησε.
Καὶ ὄντως αὐτὸ γίνεται κάθε χρόνο τέτοιες μέρες στὴ Σουρωτὴ καὶ φέτος ἀκόμα περισσότερο. Πιστοὶ ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς Ἑλλάδας ἔφταναν ἀπὸ τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου. Ἀψηφῶντας τὰ ἔξοδα καὶ τὰ χιλιόμετρα, ἀγνοῶντας τὸ λιοπύρι, προσπερνῶντας τὶς κοσμικὲς χαρὲς τοῦ καλοκαιριοῦ, πηγαίνουν κατὰ χιλιάδες νὰ ἀκουμπήσουν στὸ προσκεφάλι ἑνὸς ἁγιασμένου τάφου. Ἑνὸς τάφου ποὺ εἶναι ἀπείρως πιὸ ζωογόνος ἀπὸ πολλοὺς ζῶντες περιφερόμενους «τάφους» ποὺ διαφεντεύουν ἢ δασκαλεύουν τούτη τὴν ἔρμη χώρα.
Ὁ κάθε Ἅγιος εἶναι κάποιος ποὺ ἔκανε πράξη τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀποταμιεύει θησαυρὸ στὸν Οὐρανὸ καὶ ὄχι στὴ γῆ. Ἀλλὰ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἐνήργησε ἔτσι ὥστε αὐτὸ τὸ θησαυροφυλάκιο νὰ χτίζεται μὲν στὸν οὐρανό, ἀλλὰ νὰ πλουτίζει καὶ ἡ γῆ. Κάθε προσκυνητῆς ποὺ εἴτε φυσικά – εἴτε νοερὰ γονατίζει στὸν Ἅγιο Παΐσιο, παίρνει χρυσᾶ βαλάντια δωρεὰν χάριτος. Ἡ ψυχή του ἐπουλώνεται μὲ τὸ βάλσαμο ὅτι παρὰ τὴν κατρακύλα μας (ἀτομικὴ καὶ ἐθνική), ὁ Ἅγιος δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει. Ἂν ἀγωνιοῦσε γιὰ τὸν τόπο του ὅσο ἦταν ζωντανὸς ματώνοντας τὰ γόνατά του ἀπὸ τὶς μετάνοιες καὶ γράφοντας ἐπιστολὴ ὡς παρακαταθήκη γιὰ τὸ μέλλον, πόσο μᾶλλον τώρα θὰ προστρέξει αὐτὸς ὁ «ἀσυρματιστὴς τοῦ Θεοῦ» ποὺ πλέον ἐκπέμπει τὰ θαύματά του κατ' εὐθεῖαν ἀπὸ τὴ συχνότητα τοῦ Παραδείσου.
Ἀκοῦμε πολλὰ στενάχωρα στὶς μέρες μας, βλέπουμε φαινόμενα ἐσχατολογικῆς παρακμῆς, ἀσχολούμαστε ἑκὼν ἄκων μὲ τὴν ἐπέλαση τοῦ σκότους καὶ τὶς ἄπειρες μορφές του. Ἀνθρωπίνως πολλὲς φορὲς σκοτεινιάζουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀποκαρδιωτικὸ κλίμα. Ὅμως κάπου θὰ γυρίσεις τὸ βλέμμα καὶ θὰ δεῖς ἕναν Ἅγιο Παΐσιο σὲ μιὰ εἰκόνα, σὲ ἕνα βιβλίο, σὲ μιὰ ἀγρυπνία, νὰ σὲ κοιτᾶ μὲ αὐτὸ τὸ βλέμμα ἀβαθοῦς χάριτος καὶ νὰ σοῦ σιγοψέλνει γλυκά «...ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος Αὐτοῦ, ἀλληλούια».
Ναί, τὸ καλὸ ἀκόμα ἀντιστέκεται σθεναρά, ἀκόμα θριαμβεύει, ἀκόμα κλέβει πολλὲς ψυχὲς ἀπὸ τὰ δόκανα τῶν ἀνόμων. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος εἶναι καθρέφτης τόσο γιὰ τὰ χάλια μας, ὅσο ὅμως καὶ γιὰ τὸ φιλότιμο ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ξεπηδᾶ σὰν ἐπίμονος σπόρος στὸ χωραφάκι τῆς Ἑλλάδας. Σὰν ἀγαθὸ «ζιζάνιο» τοῦ Θεοῦ ποὺ πρασινίζει ξανὰ καὶ ξανὰ τὴν καμένη γῆ.
Τριάντα ἕνα χρόνια συμπληρώνονται στὶς 12 Ἰουλίου 2025 ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἀγλαΐσματος ἀπὸ τὰ Φάρασα. Καὶ βλέπεις νέους, γέρους, οἰκογένειες, ταξιδιῶτες ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό, κάθε λογῆς τάξη καὶ μόρφωση καὶ ἐπάγγελμα, νὰ πλημμυρίζει τὰ μονοπάτια ποὺ βάδισε ὁ Ἅγιος, νὰ ἀναζητᾶ τὰ ἴχνη τῆς περπατησιᾶς του, νὰ συζητᾶ τοὺς λόγους του σὲ πηγαδάκια ἁγνῶν παρεῶν, νὰ ἀναπαύεται σὲ κάθε λόγο του ποὺ ἔμεινε στὸ χαρτί, νὰ τὸν ἐπικαλεῖται σὲ κάθε σκοτεινὴ ὥρα, νὰ τὸν ἔχει ὡς ἀσπίδα σὲ κάθε λογισμὸ ὀλιγοπιστίας, νὰ τὸν αἰσθάνεται σὰν πατέρα καὶ ἀδερφὸ καὶ φίλο καὶ συναγωνιστή, ὡς ἕνα χτύπο τῆς καρδιᾶς μας ποὺ προστέθηκε γιὰ νὰ χτυπάει συνεχῶς γιὰ Χριστὸ καὶ Ἑλλάδα.
Πεῖτε μου ποιός ἄλλος τάφος ἀνθρώπου ξεχειλίζει ἀπὸ τόση ζωὴ πέραν τῶν Ἁγίων, καὶ θὰ σᾶς πῶ γιατί κάθε ἄλλο ἰδεολόγημα φτάνει ὡς τὴ σιγὴ τοῦ τάφου. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος κέρδισε ἀναστάσιμο στασίδι στὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων, μὲ ἕνα παξιμάδι, μὲ μισὸ πνεύμονα καὶ μὲ μιὰ καρδιὰ ποὺ πόναγε ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγάπη γιατί ἦταν σάρκινη καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴ χωρέσει. Ὄντως «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου