Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης γεννήθηκε στὴν πρωτεύουσα τοῦ Πόντου, Τραπεζοῦντα, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 927-930. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι καὶ εὐγενεῖς. Τὸ ὄνομα του ἦταν Ἀβραάμιος. Ὁ πατέρας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἡ μητέρα ἀπὸ τὴν Κολχίδα τοῦ Πόντου. Πρὶν γεννηθεῖ, ὁ πατέρας ἀπέθανε, καὶ λίγο μετὰ τὴ γέννηση του, καὶ ἡ μητέρα ἀπῆλθε ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο.
Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς, τέθηκε ὑπὸ τὴν προστασία συγγενῆς του μοναχῆς, ἡ ὁποία ἀνέλαβε τὴν φροντίδα καὶ τὴν παιδαγωγία αὐτοῦ. Ὅλη δὲ ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῆς μοναχῆς ἐπέδρασε θετικὰ καὶ καταλυτικὰ στὴν μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ Ἀβρααμίου.
Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, παρ’ ὅ,τι ἦταν παιδί, ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορά του δὲν ἔμοιαζε μὲ ἐκεῖνες τῶν ἄλλων συνομιλήκων του. Ὁ χαρακτῆρας του δὲν ἦταν ἀπρεπής, ἀπρόσεκτος καὶ ἀγενής. Καταγινόταν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὶς ἄλλες θρησκευτικὲς πράξεις. Μετὰ τὴν κοίμηση τῆς προστάτιδάς του μοναχῆς καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια παιδεία, μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς αὐτοκρατορικοῦ φορολογικοῦ ὑπαλλήλου... ποὺ ἦλθε στὴν Τραπεζοῦντα γιὰ τὴν εἴσπραξη τῶν δημοσίων φόρων, ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Α’ Λεκαπηνοῦ (920-944).
Στὴν Πόλη φοιτᾶ στὴ Σχολή τοῦ Προὲδρου τῶν σχολῶν τῆς Πρωτευούσης, ποὺ ἐκαλεῖτο Ἀθανάσιος. Στὴ σχολὴ αὐτὴ ἐπιδίδεται μὲ ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια στὴν ἐκμάθηση τῶν γραμμάτων τῆς θύραθεν (κοσμικῆς) παιδείας. Παράλληλα, δὲν παρέλειπε τὰ πνευματικὰ καὶ θρησκευτικά του καθήκοντα. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐγνώρισε τὸν συγγενῆ του, στρατηγὸ Ζεφιναζέρ, στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἔκτοτε διέμεινε.
Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς, τέθηκε ὑπὸ τὴν προστασία συγγενῆς του μοναχῆς, ἡ ὁποία ἀνέλαβε τὴν φροντίδα καὶ τὴν παιδαγωγία αὐτοῦ. Ὅλη δὲ ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῆς μοναχῆς ἐπέδρασε θετικὰ καὶ καταλυτικὰ στὴν μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ Ἀβρααμίου.
Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, παρ’ ὅ,τι ἦταν παιδί, ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορά του δὲν ἔμοιαζε μὲ ἐκεῖνες τῶν ἄλλων συνομιλήκων του. Ὁ χαρακτῆρας του δὲν ἦταν ἀπρεπής, ἀπρόσεκτος καὶ ἀγενής. Καταγινόταν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὶς ἄλλες θρησκευτικὲς πράξεις. Μετὰ τὴν κοίμηση τῆς προστάτιδάς του μοναχῆς καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια παιδεία, μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς αὐτοκρατορικοῦ φορολογικοῦ ὑπαλλήλου... ποὺ ἦλθε στὴν Τραπεζοῦντα γιὰ τὴν εἴσπραξη τῶν δημοσίων φόρων, ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Α’ Λεκαπηνοῦ (920-944).
Στὴν Πόλη φοιτᾶ στὴ Σχολή τοῦ Προὲδρου τῶν σχολῶν τῆς Πρωτευούσης, ποὺ ἐκαλεῖτο Ἀθανάσιος. Στὴ σχολὴ αὐτὴ ἐπιδίδεται μὲ ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια στὴν ἐκμάθηση τῶν γραμμάτων τῆς θύραθεν (κοσμικῆς) παιδείας. Παράλληλα, δὲν παρέλειπε τὰ πνευματικὰ καὶ θρησκευτικά του καθήκοντα. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐγνώρισε τὸν συγγενῆ του, στρατηγὸ Ζεφιναζέρ, στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἔκτοτε διέμεινε.
Διδάσκαλος στήν πόλη
Μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ὁ Ἀβράαμιος κατέστη κάτοχος καὶ διδάσκαλος πάσης φιλοσοφίας καὶ ρητορικῆς, ὥστε ἡ φήμη του νὰ φτάσει μέχρι καὶ τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα.
Ὁ ἐνάρετος καὶ σοβαρὸς βίος του, τὸ πρᾶον τοῦ ἤθους, τὸ γλυκὺ τῆς ὁμιλίας, ὁ πλοῦτος τῆς γνώσεως, τὸ ἔντιμον καὶ τὸ χρηστὸν τοῦ χαρακτῆρος του τὸν ἔκαναν ἀγαπητὸν σὲ ὅλους. Ἐξ αἰτίας τῶν χαρισμάτων του, οἱ μαθητὲς καὶ διδάσκαλοι τῆς Σχολῆς, «κοινῇ ψήφῳ», ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἐκλεγεῖ διδάσκαλος αὐτῆς. Ἔτσι, μὲ αὐτοκρατορικὴ ὑπόδειξη, τιμᾶται μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου.
Ὁ Ἀβραάμιος σύντομα ἀπέδειξε τὶς ἱκανότητές του. Ἀπέκτησε πολλοὺς μαθητές καὶ συγχρόνως τὴ φήμη τοῦ σοφοῦ διδασκάλου. Γι’ αὐτό, χρόνο μὲ τὸ χρόνο, ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ηὔξανε. Ἀλλ’ ὁ Ἀβραάμιος, ταυτόχρονα, ζοῦσε συνεπῆ χριστιανικὴ ζωή. Ἡ ἐπιθυμία του ἦταν νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό. Τὴν περίοδο αὐτὴ, ὁ συγγενής του, στρατηγὸς Ζεφιναζὲρ, ἀναλαμβάνει τὴν ναυτικὴ διοίκηση στὸ Αἰγαῖο καὶ, παὶρνοντας μαζί του τον Ἀβραάμιο, πραγματοποιεῖ περιοδεία στὸ Ἀρχιπέλαγος. Κατέπλευσαν στὴ νῆσο Λῆμνο, ἀπ’ ὅπου διακρινόταν τὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου ἔμελλε ἀργότερα νὰ ἱδρύσει τὴ Λαύρα. Ἐπανερχόμενος στὴν Πόλη, συναντᾶται μὲ τὸν ὅσιο Μιχαὴλ Μαλεΐνον, ἱδρυτὴ καὶ ἡγούμενο τῆς Λαύρας τοῦ Κύμινα. Τοῦ ἐξομολογεῖται τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσπαστεῖ τὸν μοναχικὸ βίο. Στὴν Πόλη ἔγινε καὶ ἡ συνάντηση τῶν Ὁσίου Μιχαήλ, Νικηφόρου Φωκᾶ, μετέπειτα αὐτοκράτορος, καὶ τοῦ Ἀβρααμίου. Ἔτσι, κρίνεται ἀπὸ τὸν ὅσιο Μιχαὴλ ἄξιος, νὰ ἀκολουθήσει βίο πιὸ ἡσυχαστικὸ καὶ ἀσκητικό, καὶ ἐπιλέγει τόπο ἐρημικό, ὅπου ἐπιδίδεται σὲ νέους πνευματικούς ἀγῶνες. Βλέποντας ὁ Ὅσιος Μιχαήλ την μεγὰλη πνευματικὴ ἄσκηση τοῦ Ἀθανασίου, πρόβλεψε (προεῖδε) την μετέπειτα ἐξέλιξή του, ὅτι δηλαδὴ θὰ γίνει διάδοχός του στὰ πνευματικὰ χαρίσματα.
Ὁ ἐνάρετος καὶ σοβαρὸς βίος του, τὸ πρᾶον τοῦ ἤθους, τὸ γλυκὺ τῆς ὁμιλίας, ὁ πλοῦτος τῆς γνώσεως, τὸ ἔντιμον καὶ τὸ χρηστὸν τοῦ χαρακτῆρος του τὸν ἔκαναν ἀγαπητὸν σὲ ὅλους. Ἐξ αἰτίας τῶν χαρισμάτων του, οἱ μαθητὲς καὶ διδάσκαλοι τῆς Σχολῆς, «κοινῇ ψήφῳ», ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἐκλεγεῖ διδάσκαλος αὐτῆς. Ἔτσι, μὲ αὐτοκρατορικὴ ὑπόδειξη, τιμᾶται μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου.
Ὁ Ἀβραάμιος σύντομα ἀπέδειξε τὶς ἱκανότητές του. Ἀπέκτησε πολλοὺς μαθητές καὶ συγχρόνως τὴ φήμη τοῦ σοφοῦ διδασκάλου. Γι’ αὐτό, χρόνο μὲ τὸ χρόνο, ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ηὔξανε. Ἀλλ’ ὁ Ἀβραάμιος, ταυτόχρονα, ζοῦσε συνεπῆ χριστιανικὴ ζωή. Ἡ ἐπιθυμία του ἦταν νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό. Τὴν περίοδο αὐτὴ, ὁ συγγενής του, στρατηγὸς Ζεφιναζὲρ, ἀναλαμβάνει τὴν ναυτικὴ διοίκηση στὸ Αἰγαῖο καὶ, παὶρνοντας μαζί του τον Ἀβραάμιο, πραγματοποιεῖ περιοδεία στὸ Ἀρχιπέλαγος. Κατέπλευσαν στὴ νῆσο Λῆμνο, ἀπ’ ὅπου διακρινόταν τὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου ἔμελλε ἀργότερα νὰ ἱδρύσει τὴ Λαύρα. Ἐπανερχόμενος στὴν Πόλη, συναντᾶται μὲ τὸν ὅσιο Μιχαὴλ Μαλεΐνον, ἱδρυτὴ καὶ ἡγούμενο τῆς Λαύρας τοῦ Κύμινα. Τοῦ ἐξομολογεῖται τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσπαστεῖ τὸν μοναχικὸ βίο. Στὴν Πόλη ἔγινε καὶ ἡ συνάντηση τῶν Ὁσίου Μιχαήλ, Νικηφόρου Φωκᾶ, μετέπειτα αὐτοκράτορος, καὶ τοῦ Ἀβρααμίου. Ἔτσι, κρίνεται ἀπὸ τὸν ὅσιο Μιχαὴλ ἄξιος, νὰ ἀκολουθήσει βίο πιὸ ἡσυχαστικὸ καὶ ἀσκητικό, καὶ ἐπιλέγει τόπο ἐρημικό, ὅπου ἐπιδίδεται σὲ νέους πνευματικούς ἀγῶνες. Βλέποντας ὁ Ὅσιος Μιχαήλ την μεγὰλη πνευματικὴ ἄσκηση τοῦ Ἀθανασίου, πρόβλεψε (προεῖδε) την μετέπειτα ἐξέλιξή του, ὅτι δηλαδὴ θὰ γίνει διάδοχός του στὰ πνευματικὰ χαρίσματα.
Θαῦμα Ἁγιάσματος
Μοναχός στή Λαῦρα τοῦ Κύμινα
Μοναχός στή Λαῦρα τοῦ Κύμινα
Στὴ συνέχεια, ὁ Ἀβραάμιος παραιτεῖται ἀπὸ τὴν Σχολὴ καὶ μεταβαίνει στὴν Λαύρα τοῦ Κύμινα. Γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ὅσιο Μιχαὴλ καὶ κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Μετὰ τὴν κουρά του, ὁ Ἀθανάσιος, ἔχοντας ἔμπειρο καὶ διακριτικὸ πνευματικὸ ὀδηγό, ἐπιδίδεται στὴν ἄσκηση τῶν μοναχι-κῶν ἀρετῶν. Μέσα σὲ διάστημα τεσσάρων ἐτῶν, κατέκτησε «πᾶσαν ἀσκητικὴν πολιτείαν» καὶ συνέλεξε σὲ βραχὺ χρόνο πλοῦτο ἀρετῶν, ὥστε νὰ καθάρει τὴν διάνοιαν καὶ νὰ δεῖ «θεῖα θεωρήματα», ὅπως σημειώνει βιογράφος του.
Στο Ἅγιον Ὄρος
Ἀλλὰ τὸν Ἀθανάσιο γιὰ ἄλλα εἶχε προορίσει ὁ Θεός. Ὡς ἐκ τούτου, ἀπὸ τὸ ὅρος Κύμινα ἀναχωρεῖ καὶ ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἐδῶ, φθάνοντας, περιοδεύει πολλὰ σκηνώματα τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ γνωρίζει πολλοὺς καὶ ἐναρέτους μοναχούς καὶ ἀσκητές. Ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωή, τὸν λιτὸ βίο, τὶς πολλὲς στερήσεις. Ἀρχικὰ, γίνεται ὑποτακτικὸς σὲ ἕναν ἁπλὸ γέροντα, χωρὶς νὰ ἀποκαλύψει ποιός ἦταν, κοντὰ στὴ Μονὴ Ζυγοῦ.
Δὲν ἐφανέρωσε τὸ πραγματικό του ὄνομα ἀλλὰ προσποιήθηκε, ὅτι ὀνομὰζεται Βαρνάβας, γιατί ἤθελε νὰ εἶναι ἀπαρατήρητος. Ἐπιθυμία του ἦταν νὰ γνωρίσει τοὺς μοναχούς τοῦ Ὅρους καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα ὑψηλότερο στάδιο μοναχικοῦ βίου, τοῦ ἐρημίτη. Ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ Τυπικό του, τὴν περίοδο αὐτὴ, οἱ ἀρχὲς τοῦ Ἄθω δὲν ἐπέτρεπαν σὲ κανέναν μοναχὸ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης, ἐὰν δὲν εἶχε παραμείνει στὸ Ὅρος δύο ἢ τρία χρόνια. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, ὑπῆρχε ἕνας ἔλεγχος δι’ ὅσους ἤθελαν νὰ γίνουν ἐρημῖτες.
Ὁ Ἀθανάσιος, ἔπρεπε, γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του νὰ ὑποταχθεῖ σὲ κάποιον ἀναχωρητή. Ἔτσι, ἔκρυβε τὶς γνώσεις του καὶ τὶς πνευματικές του ἰκανότητες ἀπὸ σεβασμὸ στὸν γέροντά του, πού ἦταν ἀμόρφωτος.
Ὑποτάσσεται, λοιπόν, σὲ σχεδὸν ἀμὸρφωτο γέροντα, παρὰ τοῦ ὁποίου, ἐκτὸς τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως, «διδάσκεται τὰ ἱερὰ γράμματα».
Ἐνῶ, λοιπὸν, ὁ Ἀθανάσιος δοκιμαζὸταν στὸν Ἄθω ὡς ὑποψήφιος ἀσκητής, ὁ δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς, Νικηφόρος Φωκάς, τὸν ἀναζητοῦσε. Βέ-βαιον εἶναι, ὅτι ἔκανε ἔρευνες σὲ διάφορα μοναστικὰ κέντρα τῆς Μ. Ἀσίας χωρὶς ἀποτέλεσμα.Τέλος, θυμήθηκε, λέει ὁ βιογράφος του, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος τοῦ εἶχε μιλήσει γιὰ πιθανὴ ἀναχώρηση καὶ τῶν δύο στὸ Ἅγιον Ὅρος. Γράφει, λοιπὸν, στὸν κριτή-ἔπαρχο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ μεταβεῖ στὸν Ἄθω πρὸς ἀναζήτηση τοῦ Ἀθανασίου, περιγράφοντας τὰ προσωπικὰ χαρακτηριστικά του.
Ὁ κριτὴς μεταβαίνει στὸ Ὅρος, συναντάται μὲ τὸν Πρῶτο τοῦ Ὅρους, Στέφανο, (958 – 962) καὶ διαβιβάζει τὸ αἴτημα. Ὁ Πρῶτος ὑπόσχεται νὰ προβεῖ στὴν ἀνεύρεσή του, ἐνῶ ἐπλησίαζαν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ σύναξη τῶν γερόντων τοῦ Ὅρους γινόταν τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο: Τὰ Χριστούγεννα, τὸ Πάσχα καὶ στὶς 15 Αὐγούστου, ἑορτὴ τῆς κοιμήσεως τῆς Παναγίας. Στὶς συνάξεις, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πρώτου, συμμετεῖχαν οἱ πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦνταν στὴν περιοχή τῆς Λαύρας τῶν Καρυών.
Κατὰ τὰ Χριστούγεννα, λοιπὸν, τοῦ ἔτους ἐκείνου, ἔγινε ἀπὸ τὸν Πρῶτο, Στὲφανο [8], ἡ ἀναγνώριση τοῦ Ἀθανασίου. Ὅλοι οἱ Ἀθωνίτες ξέρουν πλέον, ὅτι ὁ Βαρνάβας εἶναι ἕνας μορφωμένος μοναχός, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν, ποιός εἶναι στὴν πραγματικότητα, γιατί ζήτησε ἀπὸ τὸν Πρῶτο νὰ κρατήσει τὸ μυστικό του, διαφορετικὰ θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὸν Ἄθω. Ὁ Πρῶτος τοῦ παραχωρεῖ ἕνα ἀναχωρητικὸ κελλὶ κοντὰ στὶς Καρυές. Ὁ Ἀθανάσιος ἐγκαθίσταται ἐκεῖ μὲ ἕνα μαθητή, ὀνόματι Λουκίτζη καὶ ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καλλιγράφου. Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος παρέμεινε μέχρι τὸ 959.
Περὶ τὸ ἔτος 960, ἔρχεται στὸ Ὅρος ὁ ἀδελφὸς τοῦ Νικηφόρου καὶ δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Δύσεως, Λέων Φωκάς, μετὰ τὴν νίκη του κατὰ τῶν Σκυθῶν, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν Θεό. Ἐπιθυμοῦσε βέβαια νὰ συναντήσει *τὸν Ἀθανάσιο, ὅπερ καὶ ἔγινε. Τότε, λοιπόν, ὅλοι πληροφοροῦνται, ποιός ἦταν πραγματικὰ ὁ Βαρνάβας καὶ ποιές οἱ σχέσεις του μὲ τὴν περιφανῆ οἰκογένεια Φωκά. Τὸ ἀσκητικὸ περιβάλλον, ἡ ὅλη προσωπικότητα καὶ ἡ σχέση του μὲ τὴν ἔνδοξη οἰκογένεια τῆς αὐτοκρατορίας, προκάλεσαν αἴσθηση στοὺς Ἀθωνίτες καὶ πολλοὶ παρεκινήθησαν νὰ προσέλθουν κοντά του.
Ὁ Ἀθανάσιος, θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν προσέλευση καὶ σύγχυση, ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο ποὺ εἶχε, ὅταν ἀφίχθει στὸ Ὅρος: νὰ ἀποσυρθεῖ στὰ ἐνδό-τερα τοῦ Ὅρους, στὴν ἡσυχία. Ἔτσι, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῆς Συνάξεως, ἀφοῦ ἔμεινε δυὸ χρόνια στὶς Καρυές, ἔλαβε ἕναν τόπο ἐξαιρετικὰ ἀπρόσιτο καὶ ἐρημικό, ποὺ λεγόταν Μελανά, στὴ θέση ὅπου ἔκτισε τὴ Λαύρα. Ἐκεῖ ἔστησε τὴν ἀσκητική του καλύβη, σὰν ἄλλο ἀρετῆς ἐργαστήριον, καὶ ἐπι-δόθηκε σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες, ἀφοσιωμένος στὶς κατὰ Θεὸν μελέτες καὶ θεῖες θεωρίες.
Δὲν ἐφανέρωσε τὸ πραγματικό του ὄνομα ἀλλὰ προσποιήθηκε, ὅτι ὀνομὰζεται Βαρνάβας, γιατί ἤθελε νὰ εἶναι ἀπαρατήρητος. Ἐπιθυμία του ἦταν νὰ γνωρίσει τοὺς μοναχούς τοῦ Ὅρους καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα ὑψηλότερο στάδιο μοναχικοῦ βίου, τοῦ ἐρημίτη. Ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ Τυπικό του, τὴν περίοδο αὐτὴ, οἱ ἀρχὲς τοῦ Ἄθω δὲν ἐπέτρεπαν σὲ κανέναν μοναχὸ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης, ἐὰν δὲν εἶχε παραμείνει στὸ Ὅρος δύο ἢ τρία χρόνια. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, ὑπῆρχε ἕνας ἔλεγχος δι’ ὅσους ἤθελαν νὰ γίνουν ἐρημῖτες.
Ὁ Ἀθανάσιος, ἔπρεπε, γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του νὰ ὑποταχθεῖ σὲ κάποιον ἀναχωρητή. Ἔτσι, ἔκρυβε τὶς γνώσεις του καὶ τὶς πνευματικές του ἰκανότητες ἀπὸ σεβασμὸ στὸν γέροντά του, πού ἦταν ἀμόρφωτος.
Ὑποτάσσεται, λοιπόν, σὲ σχεδὸν ἀμὸρφωτο γέροντα, παρὰ τοῦ ὁποίου, ἐκτὸς τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως, «διδάσκεται τὰ ἱερὰ γράμματα».
Ἐνῶ, λοιπὸν, ὁ Ἀθανάσιος δοκιμαζὸταν στὸν Ἄθω ὡς ὑποψήφιος ἀσκητής, ὁ δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς, Νικηφόρος Φωκάς, τὸν ἀναζητοῦσε. Βέ-βαιον εἶναι, ὅτι ἔκανε ἔρευνες σὲ διάφορα μοναστικὰ κέντρα τῆς Μ. Ἀσίας χωρὶς ἀποτέλεσμα.Τέλος, θυμήθηκε, λέει ὁ βιογράφος του, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος τοῦ εἶχε μιλήσει γιὰ πιθανὴ ἀναχώρηση καὶ τῶν δύο στὸ Ἅγιον Ὅρος. Γράφει, λοιπὸν, στὸν κριτή-ἔπαρχο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ μεταβεῖ στὸν Ἄθω πρὸς ἀναζήτηση τοῦ Ἀθανασίου, περιγράφοντας τὰ προσωπικὰ χαρακτηριστικά του.
Ὁ κριτὴς μεταβαίνει στὸ Ὅρος, συναντάται μὲ τὸν Πρῶτο τοῦ Ὅρους, Στέφανο, (958 – 962) καὶ διαβιβάζει τὸ αἴτημα. Ὁ Πρῶτος ὑπόσχεται νὰ προβεῖ στὴν ἀνεύρεσή του, ἐνῶ ἐπλησίαζαν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ σύναξη τῶν γερόντων τοῦ Ὅρους γινόταν τρεῖς φορὲς τὸν χρόνο: Τὰ Χριστούγεννα, τὸ Πάσχα καὶ στὶς 15 Αὐγούστου, ἑορτὴ τῆς κοιμήσεως τῆς Παναγίας. Στὶς συνάξεις, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πρώτου, συμμετεῖχαν οἱ πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦνταν στὴν περιοχή τῆς Λαύρας τῶν Καρυών.
Κατὰ τὰ Χριστούγεννα, λοιπὸν, τοῦ ἔτους ἐκείνου, ἔγινε ἀπὸ τὸν Πρῶτο, Στὲφανο [8], ἡ ἀναγνώριση τοῦ Ἀθανασίου. Ὅλοι οἱ Ἀθωνίτες ξέρουν πλέον, ὅτι ὁ Βαρνάβας εἶναι ἕνας μορφωμένος μοναχός, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν, ποιός εἶναι στὴν πραγματικότητα, γιατί ζήτησε ἀπὸ τὸν Πρῶτο νὰ κρατήσει τὸ μυστικό του, διαφορετικὰ θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὸν Ἄθω. Ὁ Πρῶτος τοῦ παραχωρεῖ ἕνα ἀναχωρητικὸ κελλὶ κοντὰ στὶς Καρυές. Ὁ Ἀθανάσιος ἐγκαθίσταται ἐκεῖ μὲ ἕνα μαθητή, ὀνόματι Λουκίτζη καὶ ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καλλιγράφου. Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος παρέμεινε μέχρι τὸ 959.
Περὶ τὸ ἔτος 960, ἔρχεται στὸ Ὅρος ὁ ἀδελφὸς τοῦ Νικηφόρου καὶ δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Δύσεως, Λέων Φωκάς, μετὰ τὴν νίκη του κατὰ τῶν Σκυθῶν, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν Θεό. Ἐπιθυμοῦσε βέβαια νὰ συναντήσει *τὸν Ἀθανάσιο, ὅπερ καὶ ἔγινε. Τότε, λοιπόν, ὅλοι πληροφοροῦνται, ποιός ἦταν πραγματικὰ ὁ Βαρνάβας καὶ ποιές οἱ σχέσεις του μὲ τὴν περιφανῆ οἰκογένεια Φωκά. Τὸ ἀσκητικὸ περιβάλλον, ἡ ὅλη προσωπικότητα καὶ ἡ σχέση του μὲ τὴν ἔνδοξη οἰκογένεια τῆς αὐτοκρατορίας, προκάλεσαν αἴσθηση στοὺς Ἀθωνίτες καὶ πολλοὶ παρεκινήθησαν νὰ προσέλθουν κοντά του.
Ὁ Ἀθανάσιος, θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν προσέλευση καὶ σύγχυση, ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο ποὺ εἶχε, ὅταν ἀφίχθει στὸ Ὅρος: νὰ ἀποσυρθεῖ στὰ ἐνδό-τερα τοῦ Ὅρους, στὴν ἡσυχία. Ἔτσι, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῆς Συνάξεως, ἀφοῦ ἔμεινε δυὸ χρόνια στὶς Καρυές, ἔλαβε ἕναν τόπο ἐξαιρετικὰ ἀπρόσιτο καὶ ἐρημικό, ποὺ λεγόταν Μελανά, στὴ θέση ὅπου ἔκτισε τὴ Λαύρα. Ἐκεῖ ἔστησε τὴν ἀσκητική του καλύβη, σὰν ἄλλο ἀρετῆς ἐργαστήριον, καὶ ἐπι-δόθηκε σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες, ἀφοσιωμένος στὶς κατὰ Θεὸν μελέτες καὶ θεῖες θεωρίες.
Νικηφόρος Φωκάς
Μετάβαση στήν Κρήτη
Μετάβαση στήν Κρήτη
Τὴν ἴδια περίοδο, ὁ Νικηφόρος Φωκὰς διηύθυνε τὴν ἐκστρατεία τοῦ Βυζαντινοῦ στρατοῦ, περὶ τὸ 960, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Οἱ συγκρούσεις ἦταν σκληρὲς καὶ ἀμφίρροπες. Ἡ βυζαντινὴ στρατιὰ ὑπέφερε ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν ἔλλειψη τροφῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν στρατὸ τῶν Ἀράβων.
Ἐπιθυμῶντας νὰ ἀναπτερῶσει τὸ ἠθικὸ τῶν στρατιωτῶν, ὁ Φωκὰς ὑπενθύμιζε, ὅτι σκοπὸς τῆς ἐκστρατείας ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση ἐδαφῶν καὶ πληθυσμοῦ χριστιανικοῦ. Ἄλλωστε, οἱ Ἄραβες ἢ Σαρακηνοί, ἔχοντες ὡς ὀρμητήριο τὴν Κρήτη, ἔκαναν ἐπιδρομές σὲ ὅλο τὸ Αἰγαῖο, ἀκόμα καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πέραν τῶν λαφύρων εἶχαν αἰχμαλωτίσει καὶ μοναχούς.
Στὴν προσπάθειά του νὰ ἐνισχύσει τὸ ἠθικὸ τοῦ στρατοῦ, ἀπεφάσισε νὰ ἀποστείλει γράμματα σὲ μοναστήρια τῆς Μ. Ἀσίας καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ζητῶντας νὰ στεὶλουν μερικοὺς μοναχοὺς κοντὰ στὸν στρατό. Μεταξύ τῶν μοναχῶν, ἔγραψε καὶ στὸν Ἀθανάσιο καὶ στὸν Πρῶτο τοῦ Ὅρους. Οἱ Ἀθωνίτες ἀπάντησαν θετικά. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῶν γερόντων τοῦ Ὅρους, ἀποφασίζει νὰ μεταβεῖ στὴν Κρήτη ὁ Ἀθανάσιος, συνοδευὸμενος ἀπὸ ἕναν μοναχό, τὸ Θεόδοτο.
Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀντρῶν ἦταν συγκινητική. Ὁ Ἀθανάσιος ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμὲς ἀπὸ τὸν πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Ἡ ἀποστολὴ καὶ παραμονή τοῦ Ἀθανασίου στὴν Κρήτη στέφθηκε μὲ πλήρη ἐπιτυχία. Ἐπέτυχε νὰ βοηθήσει στὴν ἐκδίωξη τῶν Ἀράβων ἀπὸ τὴν Κρήτη, τὴν ἀπελευθέρωση ὅσων Ἀθωνιτῶν εἶχαν συλληφθεῖ καὶ διασωθεῖ, καὶ τὴν ἐπανασύνδεση τοῦ φιλικοῦ του δεσμοῦ μὲ τὸν στρατηγὸ Νικηφόρο Φωκά.
Ἐκεῖ, καταστρώθηκε ἡ ἰδέα τῆς ἰδρὺσεως ἑνὸς μοναστηριοῦ στὸν Ἄθω, ὑπό την ἠγουμενία τοῦ Ἀθανασίου, στὸ ὁποῖο θὰ ἐμόναζε καὶ ὁ Φωκάς. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ, ὁ Φωκὰς πρότεινε στὸν Ἀθανάσιο νὰ τοῦ διαθέσει τὰ χρήματα ποὺ θὰ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς. Ἀφοῦ οἱ δύο ἄνδρες ἔμειναν σὺμφωνοι περὶ τῆς Μονῆς καὶ τῶν σχετικῶν μὲ αὐτήν, ὁ μὲν Ἀθανάσιος ἀνεχώρησε γιὰ τὸν Ἄθωνα, ὁ δὲ Φωκὰς ἐπέστρεψε στὴ Βασιλεύουσα. Ἐπιστρέφοντας ὁ Ἀθανάσιος στὸ Ὅρος, ἐσκέπτετο νὰ ἀρχίσει τὴν ἴδρυση τῆς Λαύρας. Στὸ μεταξὺ, ὁ Νικηφόρος Φωκὰς ἀποστέλλει στὸν Ἄθω τὸν ἔμπιστό του μοναχὸ Μεθόδιο, μὲ ἐπιστολὴ καὶ τὰ ἀναγκαῖα χρήματα γιὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν. Ὁ Μεθόδιος παρέμεινε στὸ κελλὶ τοῦ Ἀθανασίου ἕξι μῆνες καὶ δὲν ἀνεχώρησε, παρὰ ἀφοῦ ἔπεισε τὸν Ἀθανάσιο νὰ ἀρχίσει τὴν κατασκευὴ τῆς Λαύρας καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀρχίσει οἱ οἰκοδομικὲς ἐργασίες.
Πράγματι, ὁ Ἀθανάσιος ἄρχισε μὲ τὴν ἀνέγερση τοῦ ἡσυχαστηρίου, ὅπου θὰ ἐμόναζε ὁ Νικηφόρος, καὶ ναοῦ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Προδρόμου [10]. Στὴ συνέχεια, προχώρησε στὴν ἀνέγερση τοῦ καθολικοῦ καὶ ἄλλων κτισμάτων. Ἐνῶ, λοιπὸν, προχωροῦσαν οἱ ἐργασίες ἀνεγέρσεως τοῦ καθολικοῦ καὶ τῶν κελλίων, ἔφθασε ἡ εἴδηση τῆς ἀνόδου τοῦ Νικηφόρου στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο. Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐπίκρανε τὸν Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Λαύρας μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες παρακλήσεις τοῦ Νικηφόρου καὶ τὴν ὑπόσχεσή του νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο.
Γι’ αὐτὸ, ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἠγουμενία τῆς Λαύρας καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Ὅρος.
Ἐπιθυμῶντας νὰ ἀναπτερῶσει τὸ ἠθικὸ τῶν στρατιωτῶν, ὁ Φωκὰς ὑπενθύμιζε, ὅτι σκοπὸς τῆς ἐκστρατείας ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση ἐδαφῶν καὶ πληθυσμοῦ χριστιανικοῦ. Ἄλλωστε, οἱ Ἄραβες ἢ Σαρακηνοί, ἔχοντες ὡς ὀρμητήριο τὴν Κρήτη, ἔκαναν ἐπιδρομές σὲ ὅλο τὸ Αἰγαῖο, ἀκόμα καὶ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πέραν τῶν λαφύρων εἶχαν αἰχμαλωτίσει καὶ μοναχούς.
Στὴν προσπάθειά του νὰ ἐνισχύσει τὸ ἠθικὸ τοῦ στρατοῦ, ἀπεφάσισε νὰ ἀποστείλει γράμματα σὲ μοναστήρια τῆς Μ. Ἀσίας καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ζητῶντας νὰ στεὶλουν μερικοὺς μοναχοὺς κοντὰ στὸν στρατό. Μεταξύ τῶν μοναχῶν, ἔγραψε καὶ στὸν Ἀθανάσιο καὶ στὸν Πρῶτο τοῦ Ὅρους. Οἱ Ἀθωνίτες ἀπάντησαν θετικά. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῶν γερόντων τοῦ Ὅρους, ἀποφασίζει νὰ μεταβεῖ στὴν Κρήτη ὁ Ἀθανάσιος, συνοδευὸμενος ἀπὸ ἕναν μοναχό, τὸ Θεόδοτο.
Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀντρῶν ἦταν συγκινητική. Ὁ Ἀθανάσιος ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμὲς ἀπὸ τὸν πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Ἡ ἀποστολὴ καὶ παραμονή τοῦ Ἀθανασίου στὴν Κρήτη στέφθηκε μὲ πλήρη ἐπιτυχία. Ἐπέτυχε νὰ βοηθήσει στὴν ἐκδίωξη τῶν Ἀράβων ἀπὸ τὴν Κρήτη, τὴν ἀπελευθέρωση ὅσων Ἀθωνιτῶν εἶχαν συλληφθεῖ καὶ διασωθεῖ, καὶ τὴν ἐπανασύνδεση τοῦ φιλικοῦ του δεσμοῦ μὲ τὸν στρατηγὸ Νικηφόρο Φωκά.
Ἐκεῖ, καταστρώθηκε ἡ ἰδέα τῆς ἰδρὺσεως ἑνὸς μοναστηριοῦ στὸν Ἄθω, ὑπό την ἠγουμενία τοῦ Ἀθανασίου, στὸ ὁποῖο θὰ ἐμόναζε καὶ ὁ Φωκάς. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ, ὁ Φωκὰς πρότεινε στὸν Ἀθανάσιο νὰ τοῦ διαθέσει τὰ χρήματα ποὺ θὰ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς. Ἀφοῦ οἱ δύο ἄνδρες ἔμειναν σὺμφωνοι περὶ τῆς Μονῆς καὶ τῶν σχετικῶν μὲ αὐτήν, ὁ μὲν Ἀθανάσιος ἀνεχώρησε γιὰ τὸν Ἄθωνα, ὁ δὲ Φωκὰς ἐπέστρεψε στὴ Βασιλεύουσα. Ἐπιστρέφοντας ὁ Ἀθανάσιος στὸ Ὅρος, ἐσκέπτετο νὰ ἀρχίσει τὴν ἴδρυση τῆς Λαύρας. Στὸ μεταξὺ, ὁ Νικηφόρος Φωκὰς ἀποστέλλει στὸν Ἄθω τὸν ἔμπιστό του μοναχὸ Μεθόδιο, μὲ ἐπιστολὴ καὶ τὰ ἀναγκαῖα χρήματα γιὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν. Ὁ Μεθόδιος παρέμεινε στὸ κελλὶ τοῦ Ἀθανασίου ἕξι μῆνες καὶ δὲν ἀνεχώρησε, παρὰ ἀφοῦ ἔπεισε τὸν Ἀθανάσιο νὰ ἀρχίσει τὴν κατασκευὴ τῆς Λαύρας καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀρχίσει οἱ οἰκοδομικὲς ἐργασίες.
Πράγματι, ὁ Ἀθανάσιος ἄρχισε μὲ τὴν ἀνέγερση τοῦ ἡσυχαστηρίου, ὅπου θὰ ἐμόναζε ὁ Νικηφόρος, καὶ ναοῦ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Προδρόμου [10]. Στὴ συνέχεια, προχώρησε στὴν ἀνέγερση τοῦ καθολικοῦ καὶ ἄλλων κτισμάτων. Ἐνῶ, λοιπὸν, προχωροῦσαν οἱ ἐργασίες ἀνεγέρσεως τοῦ καθολικοῦ καὶ τῶν κελλίων, ἔφθασε ἡ εἴδηση τῆς ἀνόδου τοῦ Νικηφόρου στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο. Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐπίκρανε τὸν Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Λαύρας μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες παρακλήσεις τοῦ Νικηφόρου καὶ τὴν ὑπόσχεσή του νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο.
Γι’ αὐτὸ, ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἠγουμενία τῆς Λαύρας καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Ὅρος.
Ἄφιξη στήν Κύπρο
Φεύγει λοιπὸν καὶ ἀποβιβάζεται στὴν Ἄβυδο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Φθάνοντας ἐκεῖ, ἔστειλε πίσω στὸν Ἄθωνα τὸ πλοῖο τῆς Λαύρας μὲ τοὺς περισσότερους ἐκ τῶν συνοδῶν του. Ἕναν μοναχὸ ἀποστέλλει στὴ Βασιλεύουσα, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιδώσει στὸν αὐτοκράτορα ἐπιστολὴ, καὶ ὁ ἴδιος μὲ τρεῖς ἐμπίστους μοναχοὺς ἐπιβιβάζεται σὲ πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν Κύπρο. Μὲ τὸ γράμμα στὸν αὐτοκρὰτορα, τὸν πληροφορεῖ ὅτι παραιτεῖται ἀπὸ τὴν ἠγουμενία ἀλλὰ, συγχρόνως, τοῦ ὑποδεικνύει τὸν μοναχὸ Εὐθύμιο, νὰ ἀναλάβει τὸ ἀξίωμα.
Φθάνοντας στὴν Κύπρο, διαμένει στὴν Μονὴ τῶν Ἱερέων καὶ ἀποστέλλει τὸν μοναχὸ Θεόδοτο στὴ Λαύρα, μὲ ἀποστολή νὰ παρακολουθεῖ τὴν ἐξέλιξη τῶν ὑποθέσεων τῆς Μονῆς. Μόλις ἡ πορεία τῶν πραγμάτων τῆς Μονῆς πῆρε ἀρνητικὴ τροπή, ὁ Θεόδοτος ἐπιστρέφει στὴν Κύπρο καὶ ἐνημερὼνει τὸν Ἀθανάσιο γιὰ τὴν κατάσταση. Ὁ αὐτοκράτωρ, διαβάζοντας τὴν ἐπιστολή τοῦ Ἀθανασίου, λυπεῖται, καθιστᾶ τὸν μοναχὸ Εὐθύμιο ἡγούμενο τῆς Λαὺρας καὶ, πάραυτα, ἀποστέλλει γράμματα πρὸς ἀναζήτηση τοῦ Ἀθανασίου, ὁ ὀποῖος κρυβόταν στὴν Μονὴ τῶν Ἱερέων.
Τὰ γράμματα ἔφθασαν καὶ στὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τῶν Ἱερέων, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὸν συνοδό του, μοναχὸ Ἀντώνιο, πρὸς ἐξακρίβωση. Ὁ Ἀθανάσιος ἀπέφυγε νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του. Ἀναχωρεῖ μὲ τὸν Ἀντώνιο καὶ φθάνει στὴν πόλη Ἀττάλεια τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου φθάνει ἐπίσης καὶ ὁ μοναχός Θεόδοτος, ὁ ὁποῖος πληροφορεῖ τὸν Ἀθανάσιο γιὰ τὴν θλιβερὴ κατάσταση τῆς Λαύρας. Ἔτσι, χωρὶς χρονοτριβή, ἀποφασίζει νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μονή. Ἡ ἐπάνοδός του στὴ Λαύρα ἔδωσε χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση στοὺς πατέρες, οἱ ὁποῖοι δοκιμάσθηκαν ἀρκετὰ κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας του, κατὰ τὴν ὁποία διακινδύνεψε καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς Μονῆς.
Φθάνοντας στὴν Κύπρο, διαμένει στὴν Μονὴ τῶν Ἱερέων καὶ ἀποστέλλει τὸν μοναχὸ Θεόδοτο στὴ Λαύρα, μὲ ἀποστολή νὰ παρακολουθεῖ τὴν ἐξέλιξη τῶν ὑποθέσεων τῆς Μονῆς. Μόλις ἡ πορεία τῶν πραγμάτων τῆς Μονῆς πῆρε ἀρνητικὴ τροπή, ὁ Θεόδοτος ἐπιστρέφει στὴν Κύπρο καὶ ἐνημερὼνει τὸν Ἀθανάσιο γιὰ τὴν κατάσταση. Ὁ αὐτοκράτωρ, διαβάζοντας τὴν ἐπιστολή τοῦ Ἀθανασίου, λυπεῖται, καθιστᾶ τὸν μοναχὸ Εὐθύμιο ἡγούμενο τῆς Λαὺρας καὶ, πάραυτα, ἀποστέλλει γράμματα πρὸς ἀναζήτηση τοῦ Ἀθανασίου, ὁ ὀποῖος κρυβόταν στὴν Μονὴ τῶν Ἱερέων.
Τὰ γράμματα ἔφθασαν καὶ στὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τῶν Ἱερέων, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὸν συνοδό του, μοναχὸ Ἀντώνιο, πρὸς ἐξακρίβωση. Ὁ Ἀθανάσιος ἀπέφυγε νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του. Ἀναχωρεῖ μὲ τὸν Ἀντώνιο καὶ φθάνει στὴν πόλη Ἀττάλεια τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου φθάνει ἐπίσης καὶ ὁ μοναχός Θεόδοτος, ὁ ὁποῖος πληροφορεῖ τὸν Ἀθανάσιο γιὰ τὴν θλιβερὴ κατάσταση τῆς Λαύρας. Ἔτσι, χωρὶς χρονοτριβή, ἀποφασίζει νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μονή. Ἡ ἐπάνοδός του στὴ Λαύρα ἔδωσε χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση στοὺς πατέρες, οἱ ὁποῖοι δοκιμάσθηκαν ἀρκετὰ κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας του, κατὰ τὴν ὁποία διακινδύνεψε καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς Μονῆς.
Στή Βασιλεύουσα
Ἀφοῦ ἐτακτοποίησε καλῶς ὅλα τὰ πράγματα τῆς Λαύρας, ἀπεφάσισε νὰ μεταβεῖ στὴν Βασιλεύουσα πρὸς συνάντηση τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ. Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀνδρῶν ὑπῆρξε συγκινητική καὶ, ἀκόμη περισσότερο, σημαντικὴ καὶ χρήσιμη. Δὲν ἔγινε ἁπλῶς ἡ διάλυση τῶν παρεξηγήσεων ἀλλὰ ὑπῆρξε σταθμός, ὄχι μόνον γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Λαύρας ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Ὁ Ἀθανάσιος ἐγνώριζε πολὺ καλὰ, ὅτι ὁ Νικηφόρος Φωκὰς, ἀπὸ τὴν θέση τὴν ὁποία πλέον κατεῖχε, θὰ βοηθοῦσε ἀποτελεσματικὰ τὴ Λαύρα. Πράγματι, ὁ αὐτοκράτωρ ἐξέδωσε, χάρη τοῦ Ἀθανασίου, ὑπὲρ τῆς Λαύρας τρία χρυσόβουλλα, τὰ ὁποῖα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θεσμική τους διάσταση, παραχωροῦσαν στὴν νεόδμητη Λαύρα σημαντικὲς δωρεές. Στὸ χρυσόβουλλό του, τὸ ὁποῖο εἶχε χαρακτῆρα Τυπικοῦ γιὰ τὴ Λαύρα, ὁ Φωκὰς περιέχει μία ρήτρα μεγάλης σημασίας: κανεὶς δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνει στὴ Λαύρα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Ἡ Λαύρα, ἡ ὁποία ἀπὸ ἰδιωτικὴ κατέστη βασιλικὴ-αὐτοκρατορική, μὲ τὴν ἀνάρρηση τοῦ Φωκὰ στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο καθιεροῦται ἐλευθέρα καὶ αὐτοδέσποτος ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἢ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή.
Ὁ Νικηφόρος, κτίτωρ τῆς Μονῆς, ἔχει τὴν κυριότητά της σὲ ὅλη τὴν διὰρκεια τῆς ζωῆς του καὶ μετὰ τὸν θάνατό του περιέρχεται στὸ Ἀθανάσιο, ὁ ὀποῖος εἶναι ἰσόβιος ἡγούμενος. Ὁ Φωκὰς μὲ τὸ χρυσόβουλλό του ἀπαγορεύει τὴν παραχώρηση τῆς Λαὺρας σὲ πρόσωπο ξένο πρὸς αὐτήν, κοσμικὸ ἢ ἐκκλησιαστικὸ, ἢ σὲ ἄλλη Μονή. Παράλληλα, χορηγεῖ στὴ Λαύρα χρηματικὲς παροχὲς σὲ ἐτήσια βάση, ἀναγκαῖες γιὰ τὴν συντήρησή της. Ἔτσι, ἡ Λαύρα καθίσταται αὐτοκρατορικό μοναστήρι, μὲ κοινοβιακὸ χαρακτῆρα, μὲ πλοῦτο καὶ εὐμάρεια.
Τὴν ἴδια περίοδο, λόγῳ τῆς φήμης τοῦ Ἀθανασίου καὶ τῆς ἐντυπωσιακῆς ἐξελίξεως τῆς Λαύρας, μοναχοί ἀπὸ πολλὲς περιοχὲς προσέρχονται νὰ ὑποταχθοῦν. Μεταξὺ αὐτῶν, ἔρχο¬νται ἀπὸ τὴν Ρώμη, Καλαβρία, Ἰταλία, Ἰβηρία, Ἀρμενία κ.λ.π. Ὅλοι αὐτοὶ βρὶσκουν καταφύγιο τὴν Λαύρα, ἡ ὁποία τὴν περίοδο αὐτὴ (964 972) ἦταν τὸ μόνο σημαντικὸ μοναστικὸ ἵδρυμα, ἐκτὸς τοῦ Πρωτάτου, στὸν Ἄθω.
Αὐτὴ ἡ πρωτόγνωρη ἄνοδος τῆς Λαύρας δημιούργησε ὁρισμένες ἀντιδράσεις ἀπὸ πολλοὺς Ἀθωνίτες ἀσκητές, ἐρημῖτες καὶ ἡγουμένους μονυδρίων. Ἡ βασικὴ διαμαρτυρία ἐπικεντρωνόταν, στὸ ὅτι μὲ τὴν μεγάλη οἰκονομικὴ δραστηριότητα, τὶς ἄφθονες χρηματικὲς δωρεὲς κ.λπ. ἀλλοιωνόταν ἡ μοναχικὴ παράδοση τοῦ Ὅρους καὶ ὁ χαρακτῆρας τοῦ ἁγιορείτικου ἀσκητικοῦ πνεύματος, ὅπως τότε ὑπῆρχε στὸν Ἄθω.
Ἡ δολοφονία τοῦ Νικηφόρου Φωκά, δημιούργησε μία νέα ἐποχὴ καὶ τροπὴ στὰ ἁγιορείτικα πράγματα. Ὅσοι ἀντιδροῦσαν ἢ διαφωνοῦσαν μὲ τὸν Ἀθανάσιο, θεώρησαν κατάλληλη τὴν εὐκαιρία νὰ ἀνακόψουν τὴν πορεία του. Ἔτσι, ἔστειλαν ἀντιπροσωπεία στὸ νέο αὐτοκράτορα, στὸν ὁποῖο διετύπωσαν τὶς αἰτιάσεις τους.
Ὁ Ἀθανάσιος ἐγνώριζε πολὺ καλὰ, ὅτι ὁ Νικηφόρος Φωκὰς, ἀπὸ τὴν θέση τὴν ὁποία πλέον κατεῖχε, θὰ βοηθοῦσε ἀποτελεσματικὰ τὴ Λαύρα. Πράγματι, ὁ αὐτοκράτωρ ἐξέδωσε, χάρη τοῦ Ἀθανασίου, ὑπὲρ τῆς Λαύρας τρία χρυσόβουλλα, τὰ ὁποῖα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θεσμική τους διάσταση, παραχωροῦσαν στὴν νεόδμητη Λαύρα σημαντικὲς δωρεές. Στὸ χρυσόβουλλό του, τὸ ὁποῖο εἶχε χαρακτῆρα Τυπικοῦ γιὰ τὴ Λαύρα, ὁ Φωκὰς περιέχει μία ρήτρα μεγάλης σημασίας: κανεὶς δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνει στὴ Λαύρα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Ἡ Λαύρα, ἡ ὁποία ἀπὸ ἰδιωτικὴ κατέστη βασιλικὴ-αὐτοκρατορική, μὲ τὴν ἀνάρρηση τοῦ Φωκὰ στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο καθιεροῦται ἐλευθέρα καὶ αὐτοδέσποτος ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἢ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή.
Ὁ Νικηφόρος, κτίτωρ τῆς Μονῆς, ἔχει τὴν κυριότητά της σὲ ὅλη τὴν διὰρκεια τῆς ζωῆς του καὶ μετὰ τὸν θάνατό του περιέρχεται στὸ Ἀθανάσιο, ὁ ὀποῖος εἶναι ἰσόβιος ἡγούμενος. Ὁ Φωκὰς μὲ τὸ χρυσόβουλλό του ἀπαγορεύει τὴν παραχώρηση τῆς Λαὺρας σὲ πρόσωπο ξένο πρὸς αὐτήν, κοσμικὸ ἢ ἐκκλησιαστικὸ, ἢ σὲ ἄλλη Μονή. Παράλληλα, χορηγεῖ στὴ Λαύρα χρηματικὲς παροχὲς σὲ ἐτήσια βάση, ἀναγκαῖες γιὰ τὴν συντήρησή της. Ἔτσι, ἡ Λαύρα καθίσταται αὐτοκρατορικό μοναστήρι, μὲ κοινοβιακὸ χαρακτῆρα, μὲ πλοῦτο καὶ εὐμάρεια.
Τὴν ἴδια περίοδο, λόγῳ τῆς φήμης τοῦ Ἀθανασίου καὶ τῆς ἐντυπωσιακῆς ἐξελίξεως τῆς Λαύρας, μοναχοί ἀπὸ πολλὲς περιοχὲς προσέρχονται νὰ ὑποταχθοῦν. Μεταξὺ αὐτῶν, ἔρχο¬νται ἀπὸ τὴν Ρώμη, Καλαβρία, Ἰταλία, Ἰβηρία, Ἀρμενία κ.λ.π. Ὅλοι αὐτοὶ βρὶσκουν καταφύγιο τὴν Λαύρα, ἡ ὁποία τὴν περίοδο αὐτὴ (964 972) ἦταν τὸ μόνο σημαντικὸ μοναστικὸ ἵδρυμα, ἐκτὸς τοῦ Πρωτάτου, στὸν Ἄθω.
Αὐτὴ ἡ πρωτόγνωρη ἄνοδος τῆς Λαύρας δημιούργησε ὁρισμένες ἀντιδράσεις ἀπὸ πολλοὺς Ἀθωνίτες ἀσκητές, ἐρημῖτες καὶ ἡγουμένους μονυδρίων. Ἡ βασικὴ διαμαρτυρία ἐπικεντρωνόταν, στὸ ὅτι μὲ τὴν μεγάλη οἰκονομικὴ δραστηριότητα, τὶς ἄφθονες χρηματικὲς δωρεὲς κ.λπ. ἀλλοιωνόταν ἡ μοναχικὴ παράδοση τοῦ Ὅρους καὶ ὁ χαρακτῆρας τοῦ ἁγιορείτικου ἀσκητικοῦ πνεύματος, ὅπως τότε ὑπῆρχε στὸν Ἄθω.
Ἡ δολοφονία τοῦ Νικηφόρου Φωκά, δημιούργησε μία νέα ἐποχὴ καὶ τροπὴ στὰ ἁγιορείτικα πράγματα. Ὅσοι ἀντιδροῦσαν ἢ διαφωνοῦσαν μὲ τὸν Ἀθανάσιο, θεώρησαν κατάλληλη τὴν εὐκαιρία νὰ ἀνακόψουν τὴν πορεία του. Ἔτσι, ἔστειλαν ἀντιπροσωπεία στὸ νέο αὐτοκράτορα, στὸν ὁποῖο διετύπωσαν τὶς αἰτιάσεις τους.
Τό κυπαρίσσι τοῦ Ἁγίου
Τό τυπικό τοῦ Ἰωάννου Τζιμισκῆ
Τό τυπικό τοῦ Ἰωάννου Τζιμισκῆ
Ὁ νέος αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Τζιμισκὴς (969-976) προσκάλεσε τὸν Ἀθανάσιο στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὴν συνάντηση, ὁ αὐτοκράτωρ, παρ’ ὅτι ἐγνώριζε τὸν στενὸ δεσμὸ τοῦ Ἀθανασίου μὲ τὸν δολοφονηθέντα αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκὰ (963 – 969), ὄχι μόνον δὲν ἔδειξε ἀντιπάθεια ἢ ἐχθρότητα πρὸς τὸν Ἀθανάσιο, ὅπως ἀνέμεναν οἱ ἀντιφρονοῦντες, ἀλλά ἔδειξε φιλικὴ στάση καὶ πραγματοποίησε ὅλα του τὰ αἰτήματα. Ἡ στάση αὐτὴ ἄμβλυνε τὶς ἀντιθέσεις καὶ ὁδήγησε στὴ συμφιλίωση τῶν δύο πλευρῶν. Ἀποτέλεσμα τῶν διαβουλεύσεων ἦταν νὰ ἀποσταλεῖ στὸν Ἄθω ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου, Εὐθύμιος, προκειμένου νά λυθεῖ ὁριστικὰ τὸ ἁγιορείτικο ζήτημα. Μὲ τὴν εὐκαιρία ἐκείνης τῆς συναντήσεως ὁ Ἰωάννης Τζιμισκὴς ἐξέδωσε χρυσόβουλλο ὑπὲρ τῆς Λαύρας καὶ ἐπικύρωσε ὅλες τὶς διατάξεις τοῦ χρυσοβούλλου τοῦ προκατόχου του.
Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου Εὐθύμιος ἦλθε στὸν Ἀθανάσιο. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς διαβουλεύσεις μεταξὺ τῶν ἁγιορειτῶν, συνετάγη ἕνα κείμενο, ποὺ ἐνέκριναν ὅλοι οἱ ἡγούμενοι καὶ τὸ ὑπέγραψεν ὁ Πρῶτος, 57 ἡγούμενοι τοῦ Ἄθω καὶ ἄλλοι πρόκριτοι ἁγιορεῖτες. Τὸ κείμενο αὐτό, γνωστὸ ὡς Τυπικό τοῦ Τζιμισκή, φέρει ἐπίσης καὶ τὴν ὀνομασία «Τράγος», γιατί εἶχε γραφεῖ «ἐπὶ αἰγείου(κατσικίσιου) δέρματος» (περγαμηνή). Ὁ «Τράγος», ἀπὸ τῆς καθιερώσεώς του, φυλάσσεται στὸ Σκευοφυλάκιο τοῦ Πρωτάτου καὶ τῆς Ἱ. Κοινότητος.
Μετὰ τὴν κύρωση καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Τσιμιζκῆ, ὁ Ἀθανάσιος ἀπε-ρίσπαστος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν διοίκηση τῆς Λαύρας καὶ τὰ πνευματικά του κα-θήκοντα. Ἰδιαίτερα ἐμερίμνησε γιὰ τὴν διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς Μονῆς, τὴν ὀρθὴ διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν, τὴν λειτουργικὴ εὐταξία καὶ διάφορα ἄλλα προσωπικὰ θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ γενικότερα.
Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου Εὐθύμιος ἦλθε στὸν Ἀθανάσιο. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς διαβουλεύσεις μεταξὺ τῶν ἁγιορειτῶν, συνετάγη ἕνα κείμενο, ποὺ ἐνέκριναν ὅλοι οἱ ἡγούμενοι καὶ τὸ ὑπέγραψεν ὁ Πρῶτος, 57 ἡγούμενοι τοῦ Ἄθω καὶ ἄλλοι πρόκριτοι ἁγιορεῖτες. Τὸ κείμενο αὐτό, γνωστὸ ὡς Τυπικό τοῦ Τζιμισκή, φέρει ἐπίσης καὶ τὴν ὀνομασία «Τράγος», γιατί εἶχε γραφεῖ «ἐπὶ αἰγείου(κατσικίσιου) δέρματος» (περγαμηνή). Ὁ «Τράγος», ἀπὸ τῆς καθιερώσεώς του, φυλάσσεται στὸ Σκευοφυλάκιο τοῦ Πρωτάτου καὶ τῆς Ἱ. Κοινότητος.
Μετὰ τὴν κύρωση καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Τσιμιζκῆ, ὁ Ἀθανάσιος ἀπε-ρίσπαστος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν διοίκηση τῆς Λαύρας καὶ τὰ πνευματικά του κα-θήκοντα. Ἰδιαίτερα ἐμερίμνησε γιὰ τὴν διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς Μονῆς, τὴν ὀρθὴ διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν, τὴν λειτουργικὴ εὐταξία καὶ διάφορα ἄλλα προσωπικὰ θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ γενικότερα.
Τό τυπικό τοῦ Ἀθανασίου
Ὁ Ἀθανάσιος, συνέταξε τὸ Τυπικό του, τὸ ὁποῖο διακρίνεται σὲ τρία μέρη: τὸ «Τυπικό», τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται σὲ θέματα διοικητικά, ὅπως ἡ ἐκλογὴ ἡγουμένου, τὰ καθήκοντα, οἱ ἐξουσίες, οἱ ὑποχρεώσεις, ἡ διαδοχή, τὰ καθήκοντα τῶν προκρίτων ἀδελφῶν κ.α. Ἡ «Διατύπωση», ποὺ ἀποτελεῖ σύντομο κείμενο, ἀναφερόμενο κυρίως στὸν τρόπο ἐκλογῆς τοῦ ἡγουμένου, τὸν διορισμό ἐπιτρόπων κ.α., καὶ ἡ «Ὑποτύπωση», ἕνα εἶδος λειτουργικοῦ τυπικοῦ. Ἀναφέρεται, δηλαδὴ, στὴν τέλεση τῶν Ἱ. Ἀκολουθιῶν ὅλου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ Ἀθανάσιος, ἀνεγνωρίσθη καὶ καθιερώθη ὡς ὁ ἀναμορφωτὴς ἀρχηγέτης καὶ πατριάρχης τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ. Ἡ συμβολή του στὴν καθιέρωση καὶ ἀναγνώριση τοῦ μοναχικοῦ καθεστῶτος τῆς ἀθωνικῆς πολιτείας ὑπῆρξε καταλυτικὴ καὶ πανθομολογούμενη.
Ἔζησε βίον, πέραν τῶν διοικητικῶν του ἱκανοτήτων, ὁσιακόν. Ἡ ἀρετὴ του ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ πολλούς. Διεκρίνετο γιὰ τὴν σοφία, τὴν εὐγένεια, τὴν πραότητα, τὸ φιλάνθρωπον πρὸς ὅλους, τὴν φιλοξενία, τὴν ἀσκητικότητα.
Ὑπῆρξε κατὰ τὸν βιογράφο του: «Ἀρχή πάντων καὶ τέλος… πᾶσι τύπος καὶ νόμος ἤν… πολύτροπος καὶ πολυειδὴς τὴν κυβέρνησιν… Χριστόν τὸν ἑαυτοῦ ποιμένα μιμούμενος». Ὁ Ἀθανάσιος ἐκοιμήθη περὶ τὸ 1000 μ.Χ. Πάνδημος ὑπῆρξε ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του, ὅπου παρέστη ἡ τοῦ «Ὅρους Γερουσία». Ἀνεγνωρίσθη Ὅσιος καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 5ην Ἰουλίου.
Ἔζησε βίον, πέραν τῶν διοικητικῶν του ἱκανοτήτων, ὁσιακόν. Ἡ ἀρετὴ του ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ πολλούς. Διεκρίνετο γιὰ τὴν σοφία, τὴν εὐγένεια, τὴν πραότητα, τὸ φιλάνθρωπον πρὸς ὅλους, τὴν φιλοξενία, τὴν ἀσκητικότητα.
Ὑπῆρξε κατὰ τὸν βιογράφο του: «Ἀρχή πάντων καὶ τέλος… πᾶσι τύπος καὶ νόμος ἤν… πολύτροπος καὶ πολυειδὴς τὴν κυβέρνησιν… Χριστόν τὸν ἑαυτοῦ ποιμένα μιμούμενος». Ὁ Ἀθανάσιος ἐκοιμήθη περὶ τὸ 1000 μ.Χ. Πάνδημος ὑπῆρξε ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του, ὅπου παρέστη ἡ τοῦ «Ὅρους Γερουσία». Ἀνεγνωρίσθη Ὅσιος καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 5ην Ἰουλίου.
Θαύματα τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου
Ἐκεῖνο, ὅμως, τὸ ὁποῖο ἰδιαίτερα χαρακτήριζε τὸν Ὅσιον Ἀθανάσιο, δὲν ἦταν τόσο ἡ ἵδρυση τῆς Λαύρας, ἡ συμβολή του στὴν διαμόρφωση τοῦ ἁγιορείτικου καθεστῶτος, οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς αὐτοκράτορες τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ συγκρότηση τῆς προσωπικότητάς του. Ὁ Ὅσιος ὑπῆρξε κατ’ ἐξοχὴν ἕνας γνὴσιος μοναχός, ἕνας αὐθεντικὸς ἀσκητής. Κέντρο τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ πνευματική του κατάρτιση, ἡ κατάκτηση τῶν δωρεῶν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσωπικότης του συγκρίνεται μὲ τὶς μεγάλες προσωπικότητες τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, ὅπως τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, τοῦ Θεόδωρου τοῦ Στουδίτου κ.α Ἐβίωσε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν αὐθεντική του διασταση, κατέκτησε τὴν ἀρετὴ καὶ ἀξιώθηκε θείων χαρισμάτων καὶ δωρεῶν καὶ, ὅπως σημειώνει ὁ ἐγκωμιαστής του, «τοῖς ἀγγέλοις ἐφάμιλλος ὤφθη»[15]. Ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τοῦ θαυματουργεῖν. Ὁ βιογράφος του ἀναφέρει μερικὰ ἀπὸ τὰ θαὺματα, τὰ ὁποῖα ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον ἐποίησε.
Μεταξὺ αὐτῶν ἀναφέρουμε:
Μεταξὺ αὐτῶν ἀναφέρουμε:
Ἡ θεραπεία τοῦ μοναχοῦ Ἀθανασίου
Ἡ παράδοσις τῆς Μονῆς διασώζει τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ περιστατικό.
Ἡ παράδοσις τῆς Μονῆς διασώζει τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ περιστατικό.
Ὁ μοναχὸς Ἀθανάσιος, ὁ ἀποθηκάριος, στὴν ἀρχή τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, εὑρισκόμενος κάποτε στὸν Μυλοπόταμο, ἔπαθε ὑδρωπικία. Βλέποντας τὴν κατάστασή του, ὁ Ὅσιος τοῦ ὑπέδειξε νὰ μεταβεῖ στὴ Λαύρα γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὸν ἰατρὸ τῆς Μονῆς. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, οἱ ἰατροὶ ποὺ τὸν ἐξέτασαν δὲν πί-στευαν ὅτι θὰ θεραπευθεῖ. Τότε ὁ Πατήρ τον λυπήθηκε γιὰ τὴν κατάσταση του καί, ἀφοῦ ἄγγιξε μὲ τὸ χέρι του τὴν κοιλιά, εἶπε «Ὕπαγε τέκνον, τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Οὐδὲν κακὸν ἔχεις». Ἀμέσως, μὲ τὸν λόγο ὁ μοναχὸς ἔγινε ὑγιής.
Τάφος τοῦ Ὁσίου
Ἡ ἐμφάνιση τῆς Παναγίας στόν Ὅσιο
Ἡ ἐμφάνιση τῆς Παναγίας στόν Ὅσιο
Κατὰ τὸ ἔτος 963, συνέβη λιμὸς στήν του διάσταση, κατάκτησε τὴν ἀρετὴ καὶ Αὐτοκρατορία, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθη ἔλλειψη τροφῶν καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει ἡ οἰκοδομὴ τῆς Λαύρας καὶ νὰ ἐξαντλοῦνται τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ τρόφιμα, ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισεν νὰ μεταβεῖ στὶς Καρυές, γιὰ νὰ συμβουλευθεῖ τὸν Πρῶτο καὶ τοὺς γέροντες ἐπὶ τοῦ πρακτέου. Ἐνῶ λοιπὸν ἐπορεύετο πρὸς τὶς Καρυές, σὲ ἀρκετὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Μονή, συναντᾶ μιὰ σεμνοτάτην καὶ ὠραιωτάτην γυναῖκα. Ἀπὸ τὴν θέα της ἐταράχθη. Ἀλλὰ πρώτη ἡ γυνὴ ἐρώτα τὸν Ἀθανάσιον «Πόθεν ἔρχεσαι, Ἀθανάσιε, καὶ ποῦ πορεύεσαι;».
Ἔκπληκτος, ὁ Ὅσιος ἀπάντησε «Ποία εἶσαι ἐσύ, ἡ ὁποία μοῦ ὁμιλεῖς καὶ γνωρίζεις τὸ ὄνομά μου;».
«Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ προστάτις σου» ἀπαντᾶ ἐκείνη καὶ συνεχίζει «Ἀλλ’ εἶπε μοί, διατὶ ἐγκατέλιπες τὴν Λαύραν καὶ ποῦ μεταβαίνεις;»
Καὶ ὁ Ὅσιος: «Δὲν πιστεύω ὅτι εἶσαι ἡ Κεχαριτωμένη, ἐὰν δὲν ἰδῶ κάποιο σημεῖον».
«Δίκαιον ἔχεις, Ἀθανάσιε, διὰ νὰ πιστεύσεις, ἰδού» ἀπάντησε. «Χτύπησε σταυροειδῶς μὲ τὴν ράβδο σου αὐτὴν τὴν πέτρα ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος καὶ θὰ ἰδεῖς εὐθὺς νὰ ἀναβλύζει ἄφθονον καὶ ἀστείρευτον ὕδωρ».
Πεισθεὶς ὁ Ὅσιος, ἐκτύπησε τὴν ἐνώπιόν του πέτρα καὶ ἀμέσως ἀνέβλυσεν ὕδωρ, καὶ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἔκτοτε ὀνομάσθηκε ὕδωρ τοῦ ἁγιάσματος, ἕνθα ἐκτίσθη ναΰδριον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Μετὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο, προσέπεσε ἐνώπιον τῆς Παναγίας καὶ ἐζήτησε συγγνώμη. Τότε ἡ Παναγία ὑποσχέθηκε στὸν Ὅσιο νὰ ἀναλάβει τὴν τροφοδοσία τῆς Μονῆς καὶ τῶν ἄλλων ἀναγκαίων καὶ τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Λαύρα, καὶ ἔγινε εὐθὺς ἄφαντος.
Ὁ Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στὴ Μονή. Μόλις διέβη τὴν κεντρικὴν πύλη καὶ εἰσῆλθεν στὴν αὐλή, βλέπει ἐνώπιόν του καὶ πάλι τὴν Ὑπεραγίαν θεοτόκον, ἡ ὁποία τὸν ὁδήγησε στὴν ἀποθήκη τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἦταν πλέον πλήρης τροφίμων. Δεικνύουσα δὲ ἡ Παναγία τὴν εὐλογία ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, λέγει στὸν Ὅσιο «θέλω, τέκνον μου Ἀθανάσιε, εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴν ὀρίσης ἐσὺ καὶ οἱ διάδοχοί σου οἰκονόμον εἰς τὴν Μονήν, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ Οἰκονόμισσα τῆς Λαύρας μέχρι τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων» καὶ ἔγινε πάλι ἄφαντος. Πράγματι, ὁ Ὅσιος κατόπιν αὐτῶν συνέχισε τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Λαύρας, μέχρι συντελέσεως τῆς ὁποίας ἐπήρκεσεν ἡ εὐλογία ἐκείνη τῶν τροφίμων. Στὸ σημεῖο ὅπου ἐνεφανίσθη ἡ Παναγία, ἀνηγέρθη ὕστερα καὶ ὑπάρχει ἕως σήμερον τὸ Προσκυνητάριον τῆς Παναγίας τῆς Οἰκονομίσσης, μετ’ ἀκοιμήτου κανδήλας.
Ὁ Αλεξανδρείας Σιλβέστρος καί ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου
Ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι: «Κατὰ τὴν ζῶσαν καὶ ἀδιάκοπον παράδοσιν τῆς Μονῆς λέγεται ὅτι, ζῶν ὁ Ὅσιος, εἶχεν ἀφήσει ἐντολὴν περὶ μὴ ἐκταφῆς του, ἡ ὁποία καὶ ἐτηρέτο ἐπὶ αἰῶνες. Ἀλλά, κατὰ τὴν παράδοσιν ἐπίσης, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος, ὅτε τὸ 1575 μετέτρεψε τὴν Μονὴ ἀπὸ ἰδιορρύθμου εἰς κοινόβιον, ἠθέλησεν ἐξ εὐλάβειας ν’ ἀνοίξει τὸν τάφον. Ἀφοῦ λοιπόν ἔπεισε τοὺς Πατέρας, ἐπεχείρησε μετ’ αὐτῶν τὸ ἄνοιγμα τοῦ τάφου. Ὅταν ἐκτύπησαν διὰ τῶν σχετικῶν ἐργαλείων πρὸς διάνοιξιν, ἐξῆλθον ἐκεῖθεν φλόγες πυρός, αἱ ὁποῖαι κατετρόμαξαν τὸν Πατριάρχην καὶ τοὺς περὶ αὐτόν, ὥστε νὰ σταματήσουν πάραυτα τὸ ἐγχείρημα. Οὕτως ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου παραμένει μέχρι σήμερα ἄθικτος, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Πατρός».
Τὰ ὅρια καὶ τὸ μέγεθος τῆς πνευματικῆς συγκροτήσεως καὶ ἀκτινοβολίας τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου παριστᾶ τὸ Ἀπολυτίκιο αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν σοῦ κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετὰ σώματος, πρὸς ἀοράτους συμπλοκὰς ἐχωρήσας ἀοίδημε, καὶ κατετραυματίσας τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστὸς σὲ ἠμείψατο, πλουσίαις δωρεαῖς δι’ ὃ Πάτερ, πρέσβευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Βιβλιογραφία
Παν. Κ. Χρήστου, Τὸ Ἅγιον Ὅρος, Θέσ/νίκη 1987.
Ν. Σβορώνου, Ἡ σημασία τῆς ἵδρυσης τοῦ Ἁγίου Ὅρους, Ἐκδόσεις Πανσέληνος.
Ἔκπληκτος, ὁ Ὅσιος ἀπάντησε «Ποία εἶσαι ἐσύ, ἡ ὁποία μοῦ ὁμιλεῖς καὶ γνωρίζεις τὸ ὄνομά μου;».
«Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ προστάτις σου» ἀπαντᾶ ἐκείνη καὶ συνεχίζει «Ἀλλ’ εἶπε μοί, διατὶ ἐγκατέλιπες τὴν Λαύραν καὶ ποῦ μεταβαίνεις;»
Καὶ ὁ Ὅσιος: «Δὲν πιστεύω ὅτι εἶσαι ἡ Κεχαριτωμένη, ἐὰν δὲν ἰδῶ κάποιο σημεῖον».
«Δίκαιον ἔχεις, Ἀθανάσιε, διὰ νὰ πιστεύσεις, ἰδού» ἀπάντησε. «Χτύπησε σταυροειδῶς μὲ τὴν ράβδο σου αὐτὴν τὴν πέτρα ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος καὶ θὰ ἰδεῖς εὐθὺς νὰ ἀναβλύζει ἄφθονον καὶ ἀστείρευτον ὕδωρ».
Πεισθεὶς ὁ Ὅσιος, ἐκτύπησε τὴν ἐνώπιόν του πέτρα καὶ ἀμέσως ἀνέβλυσεν ὕδωρ, καὶ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἔκτοτε ὀνομάσθηκε ὕδωρ τοῦ ἁγιάσματος, ἕνθα ἐκτίσθη ναΰδριον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Μετὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο, προσέπεσε ἐνώπιον τῆς Παναγίας καὶ ἐζήτησε συγγνώμη. Τότε ἡ Παναγία ὑποσχέθηκε στὸν Ὅσιο νὰ ἀναλάβει τὴν τροφοδοσία τῆς Μονῆς καὶ τῶν ἄλλων ἀναγκαίων καὶ τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Λαύρα, καὶ ἔγινε εὐθὺς ἄφαντος.
Ὁ Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στὴ Μονή. Μόλις διέβη τὴν κεντρικὴν πύλη καὶ εἰσῆλθεν στὴν αὐλή, βλέπει ἐνώπιόν του καὶ πάλι τὴν Ὑπεραγίαν θεοτόκον, ἡ ὁποία τὸν ὁδήγησε στὴν ἀποθήκη τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἦταν πλέον πλήρης τροφίμων. Δεικνύουσα δὲ ἡ Παναγία τὴν εὐλογία ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, λέγει στὸν Ὅσιο «θέλω, τέκνον μου Ἀθανάσιε, εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴν ὀρίσης ἐσὺ καὶ οἱ διάδοχοί σου οἰκονόμον εἰς τὴν Μονήν, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ Οἰκονόμισσα τῆς Λαύρας μέχρι τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων» καὶ ἔγινε πάλι ἄφαντος. Πράγματι, ὁ Ὅσιος κατόπιν αὐτῶν συνέχισε τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Λαύρας, μέχρι συντελέσεως τῆς ὁποίας ἐπήρκεσεν ἡ εὐλογία ἐκείνη τῶν τροφίμων. Στὸ σημεῖο ὅπου ἐνεφανίσθη ἡ Παναγία, ἀνηγέρθη ὕστερα καὶ ὑπάρχει ἕως σήμερον τὸ Προσκυνητάριον τῆς Παναγίας τῆς Οἰκονομίσσης, μετ’ ἀκοιμήτου κανδήλας.
Ὁ Αλεξανδρείας Σιλβέστρος καί ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου
Ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι: «Κατὰ τὴν ζῶσαν καὶ ἀδιάκοπον παράδοσιν τῆς Μονῆς λέγεται ὅτι, ζῶν ὁ Ὅσιος, εἶχεν ἀφήσει ἐντολὴν περὶ μὴ ἐκταφῆς του, ἡ ὁποία καὶ ἐτηρέτο ἐπὶ αἰῶνες. Ἀλλά, κατὰ τὴν παράδοσιν ἐπίσης, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος, ὅτε τὸ 1575 μετέτρεψε τὴν Μονὴ ἀπὸ ἰδιορρύθμου εἰς κοινόβιον, ἠθέλησεν ἐξ εὐλάβειας ν’ ἀνοίξει τὸν τάφον. Ἀφοῦ λοιπόν ἔπεισε τοὺς Πατέρας, ἐπεχείρησε μετ’ αὐτῶν τὸ ἄνοιγμα τοῦ τάφου. Ὅταν ἐκτύπησαν διὰ τῶν σχετικῶν ἐργαλείων πρὸς διάνοιξιν, ἐξῆλθον ἐκεῖθεν φλόγες πυρός, αἱ ὁποῖαι κατετρόμαξαν τὸν Πατριάρχην καὶ τοὺς περὶ αὐτόν, ὥστε νὰ σταματήσουν πάραυτα τὸ ἐγχείρημα. Οὕτως ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου παραμένει μέχρι σήμερα ἄθικτος, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Πατρός».
Τὰ ὅρια καὶ τὸ μέγεθος τῆς πνευματικῆς συγκροτήσεως καὶ ἀκτινοβολίας τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου παριστᾶ τὸ Ἀπολυτίκιο αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν σοῦ κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετὰ σώματος, πρὸς ἀοράτους συμπλοκὰς ἐχωρήσας ἀοίδημε, καὶ κατετραυματίσας τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστὸς σὲ ἠμείψατο, πλουσίαις δωρεαῖς δι’ ὃ Πάτερ, πρέσβευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Βιβλιογραφία
Παν. Κ. Χρήστου, Τὸ Ἅγιον Ὅρος, Θέσ/νίκη 1987.
Ν. Σβορώνου, Ἡ σημασία τῆς ἵδρυσης τοῦ Ἁγίου Ὅρους, Ἐκδόσεις Πανσέληνος.
Ὀδ. Λαμψίδη, Μία παραλλαγὴ τῆς βιογραφίας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, Πέρ. Βυζαντινά, Τόμος 6, θές/νίκη 1974. J. Noret, Leuren University Pres Sancti Athanasii Athonitae νίμα α’ καὶ β’.
Μόν. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Ἀθῆναι 1975.
Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Ὁ ἀθωνικὸς μοναχισμός, Ἀθήνα 1992.
Παύλου Μόν. Λαυριώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Ἅγιον Ὅρος 2007. Schlumberger, Ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς, Ἀθῆναι 1905.
Ph. Meyer, Die Hauptur Kunden fur die Geschighte der Athoski Ster, Leipzig 1894.
Παντελεήμονος Μόν. Λαυριώτου, Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη, Ἀθῆναι 1937.
Μόν. Νικοδήμου Νεοσκητιώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Ἀθῆναι 1975.
Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Ὁ ἀθωνικὸς μοναχισμός, Ἀθήνα 1992.
Παύλου Μόν. Λαυριώτου, Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Ἅγιον Ὅρος 2007. Schlumberger, Ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς, Ἀθῆναι 1905.
Ph. Meyer, Die Hauptur Kunden fur die Geschighte der Athoski Ster, Leipzig 1894.
Παντελεήμονος Μόν. Λαυριώτου, Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη, Ἀθῆναι 1937.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου