Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, στά πλαίσια τῆς ἑρμηνείας πού ἔγινε στό κήρυγμα τῆς Κυριακής 10 Ἰουνίου τοῦ 2001.
Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων: τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας. Γι' αὐτό μᾶς δόθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπ' τὸν Θεό μας. Ὡς δωρεὰ γιὰ νὰ λειτουργήσουνε μέσα της οἱ Ἅγιοι Πάντες. Καὶ τὸ κείμενο τὸ εὐαγγελικὸ ποὺ ἀκούσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἰπωμένο καὶ γραμμένο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ματθαίου, νομίζεις πὼς θέλει νὰ ὁρίσει τὰ κοινὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἁγίων Πάντων. Κάποιος, βέβαια, μπορεῖ νὰ ἀντιτείνει καὶ νὰ πεῖ πὼς οἱ Ἅγιοι διακρίνονται ποικιλοτρόπως. Ἔχουν τὴ δική τους προσωπικότητα. Πῶς μποροῦμε νὰ διαγράψουμε μέσα σὲ μερικὲς γραμμὲς τὰ κοινὰ χαρακτηριστικά τους;
Κι ὅμως, ἂν σκεφτοῦμε τὸν τρόπο ποὺ λειτουργεῖ ἡ θεότητα καὶ ἡ ζωή μας, ποὺ εἶναι ἑνότητα καὶ διάκριση, αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε. Καὶ ὁ Θεὸς Ὁμοούσιος εἶναι καὶ διακρίνεται σὲ Πρόσωπα. Καὶ ἔτσι, παρ' ὅλο ποὺ τὰ Πρόσωπα διατηροῦνε... τὴ δική τους αὐτοτέλεια, τὰ δικά τους χαρακτηριστικά, μποροῦν νὰ εἶναι μέσα σὲ ἕναν χῶρο ὁμοουσιότητας, ἡ ὁποία ἀκριβῶς περιγράφεται στὸ Εὐαγγέλιο [ποὺ ἀκούσαμε] πρὶν ἀπὸ λίγο γιὰ νὰ δείξει τὰ κοινὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἁγίων, τὰ δικά μας χαρακτηριστικὰ ὡς μέλλοντες Ἅγιοι, πέρα ἀπὸ τὴν προσωπικότητα ποὺ καλλιεργοῦμε μέσα ἀπὸ τὰ δικά μας, «ἴ-δι-α», τὰ «ἴδια» προσωπικὰ χαρίσματα. Νὰ δοῦμε τὰ ἁπλᾶ, μικρὰ στοιχεῖα μέσα ἀπὸ τὸν βηματισμὸ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου γιὰ νὰ κατανοήσουμε αὐτὰ τὰ κοινὰ στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τοὺς Ἁγίους, γνωστούς τε καὶ ἀγνώστους. Αὐτὰ τὰ σημεῖα τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὸν βηματισμὸ εἶναι καὶ μιὰ πρόκληση ταυτόχρονα γιὰ τὸν νοῦ μας καὶ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ σκεφτόμαστε.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο εἶναι ἡ ὁμολογία. Λέει: «Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει ἐμένα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ὁμολογήσω». Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ὁμολογία; Αὐτὴ ἡ ὁμολογία δὲν εἶναι ἀκριβῶς μιὰ κουβέντα γιὰ τὰ πράγματα, οὔτε μιὰ κουβέντα γιὰ μιὰ ἰδεολογία, οὔτε μιὰ ἀνάλυση μιᾶς ἰδεολογίας – ἀλίμονο ἂν τὸ Εὐαγγέλιο ἐκφραζόταν μέσα ἀπὸ μιὰ ἔκφραση ἰδεολογικῶν τομῶν καὶ ἀναλύσεων. Τὸ «ὁμολογία» εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ἡ λέξη: «ὁμο-λογῶ», «ἔχω κοινὸ λόγο». «Ὁμολογῶ» σημαίνει «λειτουργῶ τὴν κοινότητα» καὶ «δίνω Λόγο στὴν κοινότητα» – φυσικά, τὸν μοναδικὸ Λόγο ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴ ζωή, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς Λόγος. Ὁμολογῶ λοιπὸν σημαίνει λειτουργῶ τὴν ἑνότητα, καὶ τὴ λειτουργῶ ὄχι μὲ ἄλλα μέτρα, μὲ ἄλλα μέσα, μὲ ἄλλες θεωρίες, μὲ ἄλλες ἰδεολογίες, ἀλλὰ τὴ λειτουργῶ μόνο μέσα ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ λειτουργήσει τὴν ἑνότητα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Νὰ λοιπὸν ἡ ὁμολογία. «Ὅποιος ὁμολογήσει ἐμένα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους», ὅποιος λειτουργήσει μὲ μένα τὴν ἑνότητα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Καὶ θαρρεῖς καὶ τί εἶναι ζωὴ καὶ λειτουργιέται ἔτσι, κι ἂν δὲν λειτουργήσουμε ἐν Χριστῷ τὴν ἑνότητα τοῦ κόσμου, ὅλα καταρρέουνε καὶ ὅλα διαλύονται, ὅλα γίνονται σκουπίδια, ὅλα γίνονται σκόνη. Καὶ προσπαθοῦμε νὰ κρατήσουμε τὰ πράγματα ὄρθια καὶ νὰ τὰ συντηρήσουμε. Δὲν γίνεται μὲ τίποτε. Τὰ κράτη, τὰ ἔθνη, οἱ λαοί, ἡ παγκόσμια κοινότητα, οἱ μικρὲς ὁμάδες, ἡ οἰκογένεια, ποὺ προσπαθοῦν μὲ πολὺ καλὲς διαθέσεις νὰ συγκρατήσουν τὰ στοιχεῖα τῆς ἑνότητας, κάθε μέρα ὁσονούπω διαλύονται εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθησαν, ἂν δὲν λειτουργήσουν τὴν ὁμο-λογία, τὴν ἐν Χριστῷ ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἑνότητας, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο στοιχεῖο τοῦ βηματισμοῦ στὸν χῶρο τῆς κοινῆς ἐκφράσεως τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων.
Καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκεῖ, ἔρχεται ἐκεῖνο τὸ παράξενο καὶ πολὺ χτυπητό, ποὺ πραγματικὰ διαλύει τὸ μυαλό, ποὺ λέει: «Ὅποιος ἀγαπάει τὸν πατέρα του ἢ τὴ μητέρα του ἢ τὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο πρόσωπο περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, πέρα ἀπὸ ἐμένα καὶ πρὶν ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος». Καὶ τότε, Χριστέ μου, γιατί μᾶς τοὺς ἔδωσες πλάϊ μας;. Καὶ εἶναι τόσο ἀληθινὸ τὸ κείμενο καὶ τόσο συγκλονιστικό, πραγματικά, γιατί ἂν δὲν γνωρίσεις τὸ «φίλον», τὴν Ἀγάπη, τὴν Ὄντως Ἀγάπη, πῶς θὰ μπορέσεις νὰ ἀγαπήσεις; Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ Ἀγάπη, καὶ ὁ Χριστὸς ἐκφράζει αὐτὴ τὴν ἀγάπη μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς σαρκώσεώς του. Κι ἂν Αὐτὸν δὲν γνωρίσουμε, τότε πῶς μποροῦμε νὰ ἀγαπήσουμε; Ἡ φράση ποὺ λένε τα κείμενα τὰ πατερικά, πὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀγαπήσεις ἄνθρωπο ἂν δὲν ἀγαπήσεις τὸν Χριστό, εἶναι τόσο ἀληθινή, ὅσο ὅτι σήμερα τὸ πρωὶ βγῆκε ὁ ἥλιος [καὶ μετὰ ἀπὸ] τὸ βράδυ θὰ ἀνατείλει. Καὶ ἀκόμα πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἔκφραση. «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος». Καί, ναί, δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσεις τίποτε, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ σάπια ἀγάπη, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ ἀποδειχθεῖ τὸ σάπιο, καὶ θὰ ἀποδειχθεῖ τὸ ἀντίπαλο, καὶ θὰ ἀποδειχθεῖ τὸ διχαστικό, καὶ θὰ λειτουργήσει ἡ καταστροφή, καὶ θὰ λειτουργήσει ἡ βαθιὰ ἐσωτερικὴ ἀρρώστια. Γιατί νόμιζες ποὺ ἀγαποῦσες καὶ δὲν ἀγάπησες, γιατί δὲν πρόλαβες νὰ ἀγαπήσεις Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι Ἀγάπη, καὶ ἤθελες νὰ ἀγαπήσεις πρὶν ἀπὸ Ἐκεῖνον τὰ ἄλλα τὰ πράγματα, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Καὶ αὐτὸ εἶναι κοινὸ χαρακτηριστικὸ τῶν Ἁγίων: φάνηκε ποὺ ἀγαπούσανε πρῶτα Κάτι Ἄλλο, πέρα ἀπὸ τοὺς δικούς τους, κι ὅμως ἤθελαν νὰ ἀγαπήσουν τοὺς δικούς τους, γι' αὐτὸ ἀγάπησαν πρῶτα Ἐκεῖνον.
Καὶ ἀκολουθεῖ τὸ τρίτο κείμενο τοῦ βηματισμοῦ, τὸ ὁποῖο, καὶ αὐτό, χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ ἰδιότροπη ἔκφραση σκέψεως, ποὺ μπορεῖ νὰ ξαφνιάζει καὶ πάλι τὸ μυαλὸ καὶ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ τὸ διαλύει τὸ μυαλὸ μέσα ἀπὸ τὴ σκέψη ὅτι ἐμεῖς, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ σταθοῦμε πάνω στὸν κόσμο καὶ γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε μέσα στὸν κόσμο, πρέπει νὰ λειτουργήσουμε ἄλλα πράγματα τοῦ κόσμου. Ἦταν ἡ ἀγάπη, καὶ ἤτανε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο σημαίνει «νὰ μὲ ἀκολουθήσετε, παίρνοντας τὸν σταυρό σας», λέει. Κοιτᾶξτε, σταυρὸ ἔχουν ὅλοι, ἀλλὰ τὸν ἔχουν χωρὶς νὰ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστό. Ἐδῶ εἶναι ἡ μεγάλη διαφορὰ τοῦ κειμένου. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴ σηκώνει σταυρό. Τὸν θέλει, δὲν τὸν θέλει, τὸν «πιάνει», δὲν τὸν «πιάνει», τὸν ἀναλύει, δὲν τὸν ἀναλύει, τὸν κατανοεῖ καὶ δὲν τὸν κατανοεῖ. Οἱ πιὸ πολλοὶ τὸν κατανοοῦνε, γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἐκφράζονται μὲ δυσαρέσκεια γιὰ τὴ ζωή τους. Ἔρχεται λοιπὸν νὰ μπεῖ μιὰ ἄλλη τομή. Ἔχεις ποὺ ἔχεις ἕναν σταυρό. Τότε νὰ ἀκολουθεῖς τὸν Χριστό. Καὶ τότε ὁ σταυρὸς θὰ εἶναι μιὰ ἀκολουθία Χριστοῦ, ἄρα θὰ εἶναι σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ θὰ εἶναι ἄλλος βηματισμός, ἄρα θὰ εἶναι μιὰ θεραπεία. Ἀκολουθῶντας τὸν Χριστό, ὁ σταυρὸς γίνεται γεγονὸς θεραπευτικὸ γιὰ ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ξεπερνᾶμε τὰ δικά μας – τα κρυμμένα, τὰ μοναδικά μας, τὰ μοναχικά μας, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐκφράζουν μόνο τὴ ζωή μας καὶ τίποτα ἄλλο, καὶ κλεινόμαστε στὸν πόνο μας καὶ διαμαρτυρόμαστε. Καὶ βγαίνουμε ἔξω καὶ λέμε δὲν ξέρουμε ἂν ἔχουμε πόνο ἢ δὲν ἔχουμε, ἐμεῖς θὰ κάνουμε μιὰ ἔξοδο. Καὶ κάνοντας τὴν ἔξοδο, ἀκολουθῶντας τὸν Χριστό, ὁ πόνος εἶναι ἄλλος πόνος. Εἶναι πόνος γιὰ νὰ ἀλλάξει ὅλη ἡ κοινότητα, καὶ αὐτὸν τὸ σταυρὸ τὸν σηκώνεις ὄχι πιὰ ἀπὸ σένα καὶ γιὰ σένα, τὸν σηκώνεις γιὰ ὅλους. Καὶ τότε αὐτὸς ὁ πόνος γίνεται πανηγυρικός, γιατί ἔχει κάτι νὰ κάνει γιὰ τὴ ζωή.
Καὶ τέλος, τὸ κείμενο ἐπανέρχεται στὶς παράξενες σκέψεις καὶ λέει: «Ὅποιος δὲν ἄφησε τὴ γυναῖκα του, τὰ παιδιά του...» καὶ τὰ λοιπά, καὶ τὰ λοιπά. Καὶ εἶναι παράξενο: νὰ ἀφήσεις, τί νὰ ἀφήσεις; Ἂν ὑπάρχει ἕνας μηχανισμὸς ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ καὶ εἶναι λανθασμένος, πρέπει νὰ τὸν διαλύσεις καὶ μετὰ τὸ χέρι τοῦ καλοῦ τεχνίτη νὰ τὸν ξαναφτιάξει. Καὶ ὁ Χριστὸς λέει: Ὅλα διαλῦστε τα, ἀφῆστε τὰ ὅλα, γιὰ νὰ τὰ γιατρέψετε. Καὶ ὅταν τὰ γιατρέψετε, τότε θὰ τὰ συγκροτήσετε. Μὴν πᾶτε νὰ κρατήσετε πράγματα τὰ ὁποῖα εἶναι ἑνωμένα μέσα ἀπὸ φθορά. Διαλῦστε τα ὅλα, κάντε τα σκόνη, καὶ πιάστε τὸ κάθε ἕνα χωριστὰ καὶ ξανὰ γιατρέψτε τα μέσα ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τό «νὰ ἀφήσεις τὸν πατέρα σου, τὴ μητέρα σου, τὴ γυναῖκα σου, τὰ παιδιά σου». Γιατί ὡς τώρα λάθος τὰ κρατοῦσες. Διάλυσέ τα ὅλα καὶ κοίταξέ τα μὲ τὸ μάτι τὸ θεραπευτικὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἄσε το «νὰ τὰ γιατρέψεις ἐσύ», καὶ ἄσε Ἐκεῖνον νὰ τὰ γιατρέψει. Καὶ ἀφοῦ θὰ γιατρευτοῦν μέσα ἀπὸ τὸν Χριστό, τότε ὅλα θὰ ἑνωθοῦν ἀπὸ Αὐτὸν καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ δική σου δύναμη, ἀπὸ τὰ δικά σου χρήματα, ἀπὸ τὴ δική σου ἐξυπνάδα, ἀπὸ τὸ δικό σου καλὸ ἢ κακὸ ποὺ διαθέτεις ὡς σκέψη καὶ ἰδεολογία. Τὰ διαλύεις ὅλα, λοιπόν, καὶ τὰ ἀφήνεις στὸν Χριστό, γιατί εἶσαι ἀδύνατος νὰ κάνεις κάτι γι' αὐτά. Καὶ τὰ ἀφήνεις ὅλα. Καὶ ἀφήνοντάς τα, ποῦ τὰ ἀφήνεις; Στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅλα θεραπεύονται, καὶ τότε τὰ ξαναβρίσκεις. Καὶ ὅλα ἀποκτοῦν ἑνότητα, καὶ ὅλα ἀποκτοῦν κάλλος, καὶ ὅλα ἀποκτοῦν φῶς.
Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἁγίων, Πάντων τῶν Ἁγίων, τοὺς ὁποίους σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμάει ἐπωνύμως τε καὶ ἀνωνύμως. Καὶ τοὺς τιμάει γιατί τοιουτοτρόπως ἀγωνίστηκαν. Ὁ καθένας μὲ αὐτὰ τὰ κοινὰ στοιχεῖα, καὶ ὁ καθένας στὸν τόπο του, μὲ τὸν τρόπο του, μὲ τὸ πρόσωπό του, μὲ τὰ χαρακτηριστικά του, μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζουν τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅμως εἶχαν κοινὴ πορεία.
Κοινὴ πορεία εἶναι ἡ δική μας ἡ πορεία, ὁ δικός μας δρόμος, ὁ καθημερινός μας δρόμος. Τὰ βήματα τὰ ὁποῖα ἀνέλυσα πρὶν ἀπὸ λίγο, ὅσο συνοπτικὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει αὐτὸς ὁ μικρὸς χρόνος, χαρακτηρίζουν ὁλόκληρη τὴ ζωή μας καὶ ὅλη τὴ δυνατότητα νὰ γίνει ἡ ζωή μας Ζωή μας. Καὶ τότε, ἂν ἡ ζωή μας γίνει Ζωή μας, ποὺ σημαίνει ζωὴ ἐν Χριστῷ, τότε μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε γιὰ τὸ σήμερα, γιὰ τὸ αὔριο, γιὰ τὸ χθές, γιὰ τὸ πάντα, γιὰ τὴ ζωή, γιὰ τοὺς δικούς μας καὶ γιὰ ὅλους. Χωρὶς Αὐτόν, ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ μικρὴ ἢ μεγάλη ἀπελπισία. Οἱ Ἅγιοι Πάντες μᾶς προκαλοῦν: διαλέξτε τί προτιμᾶτε.
Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια κειμένου
Ἑλένη Κονδύλη
Κι ὅμως, ἂν σκεφτοῦμε τὸν τρόπο ποὺ λειτουργεῖ ἡ θεότητα καὶ ἡ ζωή μας, ποὺ εἶναι ἑνότητα καὶ διάκριση, αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε. Καὶ ὁ Θεὸς Ὁμοούσιος εἶναι καὶ διακρίνεται σὲ Πρόσωπα. Καὶ ἔτσι, παρ' ὅλο ποὺ τὰ Πρόσωπα διατηροῦνε... τὴ δική τους αὐτοτέλεια, τὰ δικά τους χαρακτηριστικά, μποροῦν νὰ εἶναι μέσα σὲ ἕναν χῶρο ὁμοουσιότητας, ἡ ὁποία ἀκριβῶς περιγράφεται στὸ Εὐαγγέλιο [ποὺ ἀκούσαμε] πρὶν ἀπὸ λίγο γιὰ νὰ δείξει τὰ κοινὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἁγίων, τὰ δικά μας χαρακτηριστικὰ ὡς μέλλοντες Ἅγιοι, πέρα ἀπὸ τὴν προσωπικότητα ποὺ καλλιεργοῦμε μέσα ἀπὸ τὰ δικά μας, «ἴ-δι-α», τὰ «ἴδια» προσωπικὰ χαρίσματα. Νὰ δοῦμε τὰ ἁπλᾶ, μικρὰ στοιχεῖα μέσα ἀπὸ τὸν βηματισμὸ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου γιὰ νὰ κατανοήσουμε αὐτὰ τὰ κοινὰ στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τοὺς Ἁγίους, γνωστούς τε καὶ ἀγνώστους. Αὐτὰ τὰ σημεῖα τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὸν βηματισμὸ εἶναι καὶ μιὰ πρόκληση ταυτόχρονα γιὰ τὸν νοῦ μας καὶ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ σκεφτόμαστε.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο εἶναι ἡ ὁμολογία. Λέει: «Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει ἐμένα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ὁμολογήσω». Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ὁμολογία; Αὐτὴ ἡ ὁμολογία δὲν εἶναι ἀκριβῶς μιὰ κουβέντα γιὰ τὰ πράγματα, οὔτε μιὰ κουβέντα γιὰ μιὰ ἰδεολογία, οὔτε μιὰ ἀνάλυση μιᾶς ἰδεολογίας – ἀλίμονο ἂν τὸ Εὐαγγέλιο ἐκφραζόταν μέσα ἀπὸ μιὰ ἔκφραση ἰδεολογικῶν τομῶν καὶ ἀναλύσεων. Τὸ «ὁμολογία» εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ἡ λέξη: «ὁμο-λογῶ», «ἔχω κοινὸ λόγο». «Ὁμολογῶ» σημαίνει «λειτουργῶ τὴν κοινότητα» καὶ «δίνω Λόγο στὴν κοινότητα» – φυσικά, τὸν μοναδικὸ Λόγο ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴ ζωή, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς Λόγος. Ὁμολογῶ λοιπὸν σημαίνει λειτουργῶ τὴν ἑνότητα, καὶ τὴ λειτουργῶ ὄχι μὲ ἄλλα μέτρα, μὲ ἄλλα μέσα, μὲ ἄλλες θεωρίες, μὲ ἄλλες ἰδεολογίες, ἀλλὰ τὴ λειτουργῶ μόνο μέσα ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ λειτουργήσει τὴν ἑνότητα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Νὰ λοιπὸν ἡ ὁμολογία. «Ὅποιος ὁμολογήσει ἐμένα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους», ὅποιος λειτουργήσει μὲ μένα τὴν ἑνότητα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Καὶ θαρρεῖς καὶ τί εἶναι ζωὴ καὶ λειτουργιέται ἔτσι, κι ἂν δὲν λειτουργήσουμε ἐν Χριστῷ τὴν ἑνότητα τοῦ κόσμου, ὅλα καταρρέουνε καὶ ὅλα διαλύονται, ὅλα γίνονται σκουπίδια, ὅλα γίνονται σκόνη. Καὶ προσπαθοῦμε νὰ κρατήσουμε τὰ πράγματα ὄρθια καὶ νὰ τὰ συντηρήσουμε. Δὲν γίνεται μὲ τίποτε. Τὰ κράτη, τὰ ἔθνη, οἱ λαοί, ἡ παγκόσμια κοινότητα, οἱ μικρὲς ὁμάδες, ἡ οἰκογένεια, ποὺ προσπαθοῦν μὲ πολὺ καλὲς διαθέσεις νὰ συγκρατήσουν τὰ στοιχεῖα τῆς ἑνότητας, κάθε μέρα ὁσονούπω διαλύονται εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθησαν, ἂν δὲν λειτουργήσουν τὴν ὁμο-λογία, τὴν ἐν Χριστῷ ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἑνότητας, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο στοιχεῖο τοῦ βηματισμοῦ στὸν χῶρο τῆς κοινῆς ἐκφράσεως τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων.
Καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκεῖ, ἔρχεται ἐκεῖνο τὸ παράξενο καὶ πολὺ χτυπητό, ποὺ πραγματικὰ διαλύει τὸ μυαλό, ποὺ λέει: «Ὅποιος ἀγαπάει τὸν πατέρα του ἢ τὴ μητέρα του ἢ τὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο πρόσωπο περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, πέρα ἀπὸ ἐμένα καὶ πρὶν ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος». Καὶ τότε, Χριστέ μου, γιατί μᾶς τοὺς ἔδωσες πλάϊ μας;. Καὶ εἶναι τόσο ἀληθινὸ τὸ κείμενο καὶ τόσο συγκλονιστικό, πραγματικά, γιατί ἂν δὲν γνωρίσεις τὸ «φίλον», τὴν Ἀγάπη, τὴν Ὄντως Ἀγάπη, πῶς θὰ μπορέσεις νὰ ἀγαπήσεις; Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ Ἀγάπη, καὶ ὁ Χριστὸς ἐκφράζει αὐτὴ τὴν ἀγάπη μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς σαρκώσεώς του. Κι ἂν Αὐτὸν δὲν γνωρίσουμε, τότε πῶς μποροῦμε νὰ ἀγαπήσουμε; Ἡ φράση ποὺ λένε τα κείμενα τὰ πατερικά, πὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀγαπήσεις ἄνθρωπο ἂν δὲν ἀγαπήσεις τὸν Χριστό, εἶναι τόσο ἀληθινή, ὅσο ὅτι σήμερα τὸ πρωὶ βγῆκε ὁ ἥλιος [καὶ μετὰ ἀπὸ] τὸ βράδυ θὰ ἀνατείλει. Καὶ ἀκόμα πιὸ ἀληθινὴ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἔκφραση. «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος». Καί, ναί, δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσεις τίποτε, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ σάπια ἀγάπη, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ ἀποδειχθεῖ τὸ σάπιο, καὶ θὰ ἀποδειχθεῖ τὸ ἀντίπαλο, καὶ θὰ ἀποδειχθεῖ τὸ διχαστικό, καὶ θὰ λειτουργήσει ἡ καταστροφή, καὶ θὰ λειτουργήσει ἡ βαθιὰ ἐσωτερικὴ ἀρρώστια. Γιατί νόμιζες ποὺ ἀγαποῦσες καὶ δὲν ἀγάπησες, γιατί δὲν πρόλαβες νὰ ἀγαπήσεις Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι Ἀγάπη, καὶ ἤθελες νὰ ἀγαπήσεις πρὶν ἀπὸ Ἐκεῖνον τὰ ἄλλα τὰ πράγματα, καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Καὶ αὐτὸ εἶναι κοινὸ χαρακτηριστικὸ τῶν Ἁγίων: φάνηκε ποὺ ἀγαπούσανε πρῶτα Κάτι Ἄλλο, πέρα ἀπὸ τοὺς δικούς τους, κι ὅμως ἤθελαν νὰ ἀγαπήσουν τοὺς δικούς τους, γι' αὐτὸ ἀγάπησαν πρῶτα Ἐκεῖνον.
Καὶ ἀκολουθεῖ τὸ τρίτο κείμενο τοῦ βηματισμοῦ, τὸ ὁποῖο, καὶ αὐτό, χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ ἰδιότροπη ἔκφραση σκέψεως, ποὺ μπορεῖ νὰ ξαφνιάζει καὶ πάλι τὸ μυαλὸ καὶ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ τὸ διαλύει τὸ μυαλὸ μέσα ἀπὸ τὴ σκέψη ὅτι ἐμεῖς, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ σταθοῦμε πάνω στὸν κόσμο καὶ γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἐκφραστοῦμε μέσα στὸν κόσμο, πρέπει νὰ λειτουργήσουμε ἄλλα πράγματα τοῦ κόσμου. Ἦταν ἡ ἀγάπη, καὶ ἤτανε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο σημαίνει «νὰ μὲ ἀκολουθήσετε, παίρνοντας τὸν σταυρό σας», λέει. Κοιτᾶξτε, σταυρὸ ἔχουν ὅλοι, ἀλλὰ τὸν ἔχουν χωρὶς νὰ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστό. Ἐδῶ εἶναι ἡ μεγάλη διαφορὰ τοῦ κειμένου. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴ σηκώνει σταυρό. Τὸν θέλει, δὲν τὸν θέλει, τὸν «πιάνει», δὲν τὸν «πιάνει», τὸν ἀναλύει, δὲν τὸν ἀναλύει, τὸν κατανοεῖ καὶ δὲν τὸν κατανοεῖ. Οἱ πιὸ πολλοὶ τὸν κατανοοῦνε, γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἐκφράζονται μὲ δυσαρέσκεια γιὰ τὴ ζωή τους. Ἔρχεται λοιπὸν νὰ μπεῖ μιὰ ἄλλη τομή. Ἔχεις ποὺ ἔχεις ἕναν σταυρό. Τότε νὰ ἀκολουθεῖς τὸν Χριστό. Καὶ τότε ὁ σταυρὸς θὰ εἶναι μιὰ ἀκολουθία Χριστοῦ, ἄρα θὰ εἶναι σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ θὰ εἶναι ἄλλος βηματισμός, ἄρα θὰ εἶναι μιὰ θεραπεία. Ἀκολουθῶντας τὸν Χριστό, ὁ σταυρὸς γίνεται γεγονὸς θεραπευτικὸ γιὰ ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ξεπερνᾶμε τὰ δικά μας – τα κρυμμένα, τὰ μοναδικά μας, τὰ μοναχικά μας, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐκφράζουν μόνο τὴ ζωή μας καὶ τίποτα ἄλλο, καὶ κλεινόμαστε στὸν πόνο μας καὶ διαμαρτυρόμαστε. Καὶ βγαίνουμε ἔξω καὶ λέμε δὲν ξέρουμε ἂν ἔχουμε πόνο ἢ δὲν ἔχουμε, ἐμεῖς θὰ κάνουμε μιὰ ἔξοδο. Καὶ κάνοντας τὴν ἔξοδο, ἀκολουθῶντας τὸν Χριστό, ὁ πόνος εἶναι ἄλλος πόνος. Εἶναι πόνος γιὰ νὰ ἀλλάξει ὅλη ἡ κοινότητα, καὶ αὐτὸν τὸ σταυρὸ τὸν σηκώνεις ὄχι πιὰ ἀπὸ σένα καὶ γιὰ σένα, τὸν σηκώνεις γιὰ ὅλους. Καὶ τότε αὐτὸς ὁ πόνος γίνεται πανηγυρικός, γιατί ἔχει κάτι νὰ κάνει γιὰ τὴ ζωή.
Καὶ τέλος, τὸ κείμενο ἐπανέρχεται στὶς παράξενες σκέψεις καὶ λέει: «Ὅποιος δὲν ἄφησε τὴ γυναῖκα του, τὰ παιδιά του...» καὶ τὰ λοιπά, καὶ τὰ λοιπά. Καὶ εἶναι παράξενο: νὰ ἀφήσεις, τί νὰ ἀφήσεις; Ἂν ὑπάρχει ἕνας μηχανισμὸς ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ καὶ εἶναι λανθασμένος, πρέπει νὰ τὸν διαλύσεις καὶ μετὰ τὸ χέρι τοῦ καλοῦ τεχνίτη νὰ τὸν ξαναφτιάξει. Καὶ ὁ Χριστὸς λέει: Ὅλα διαλῦστε τα, ἀφῆστε τὰ ὅλα, γιὰ νὰ τὰ γιατρέψετε. Καὶ ὅταν τὰ γιατρέψετε, τότε θὰ τὰ συγκροτήσετε. Μὴν πᾶτε νὰ κρατήσετε πράγματα τὰ ὁποῖα εἶναι ἑνωμένα μέσα ἀπὸ φθορά. Διαλῦστε τα ὅλα, κάντε τα σκόνη, καὶ πιάστε τὸ κάθε ἕνα χωριστὰ καὶ ξανὰ γιατρέψτε τα μέσα ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τό «νὰ ἀφήσεις τὸν πατέρα σου, τὴ μητέρα σου, τὴ γυναῖκα σου, τὰ παιδιά σου». Γιατί ὡς τώρα λάθος τὰ κρατοῦσες. Διάλυσέ τα ὅλα καὶ κοίταξέ τα μὲ τὸ μάτι τὸ θεραπευτικὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἄσε το «νὰ τὰ γιατρέψεις ἐσύ», καὶ ἄσε Ἐκεῖνον νὰ τὰ γιατρέψει. Καὶ ἀφοῦ θὰ γιατρευτοῦν μέσα ἀπὸ τὸν Χριστό, τότε ὅλα θὰ ἑνωθοῦν ἀπὸ Αὐτὸν καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ δική σου δύναμη, ἀπὸ τὰ δικά σου χρήματα, ἀπὸ τὴ δική σου ἐξυπνάδα, ἀπὸ τὸ δικό σου καλὸ ἢ κακὸ ποὺ διαθέτεις ὡς σκέψη καὶ ἰδεολογία. Τὰ διαλύεις ὅλα, λοιπόν, καὶ τὰ ἀφήνεις στὸν Χριστό, γιατί εἶσαι ἀδύνατος νὰ κάνεις κάτι γι' αὐτά. Καὶ τὰ ἀφήνεις ὅλα. Καὶ ἀφήνοντάς τα, ποῦ τὰ ἀφήνεις; Στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅλα θεραπεύονται, καὶ τότε τὰ ξαναβρίσκεις. Καὶ ὅλα ἀποκτοῦν ἑνότητα, καὶ ὅλα ἀποκτοῦν κάλλος, καὶ ὅλα ἀποκτοῦν φῶς.
Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν Ἁγίων, Πάντων τῶν Ἁγίων, τοὺς ὁποίους σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμάει ἐπωνύμως τε καὶ ἀνωνύμως. Καὶ τοὺς τιμάει γιατί τοιουτοτρόπως ἀγωνίστηκαν. Ὁ καθένας μὲ αὐτὰ τὰ κοινὰ στοιχεῖα, καὶ ὁ καθένας στὸν τόπο του, μὲ τὸν τρόπο του, μὲ τὸ πρόσωπό του, μὲ τὰ χαρακτηριστικά του, μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζουν τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅμως εἶχαν κοινὴ πορεία.
Κοινὴ πορεία εἶναι ἡ δική μας ἡ πορεία, ὁ δικός μας δρόμος, ὁ καθημερινός μας δρόμος. Τὰ βήματα τὰ ὁποῖα ἀνέλυσα πρὶν ἀπὸ λίγο, ὅσο συνοπτικὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει αὐτὸς ὁ μικρὸς χρόνος, χαρακτηρίζουν ὁλόκληρη τὴ ζωή μας καὶ ὅλη τὴ δυνατότητα νὰ γίνει ἡ ζωή μας Ζωή μας. Καὶ τότε, ἂν ἡ ζωή μας γίνει Ζωή μας, ποὺ σημαίνει ζωὴ ἐν Χριστῷ, τότε μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε γιὰ τὸ σήμερα, γιὰ τὸ αὔριο, γιὰ τὸ χθές, γιὰ τὸ πάντα, γιὰ τὴ ζωή, γιὰ τοὺς δικούς μας καὶ γιὰ ὅλους. Χωρὶς Αὐτόν, ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ μικρὴ ἢ μεγάλη ἀπελπισία. Οἱ Ἅγιοι Πάντες μᾶς προκαλοῦν: διαλέξτε τί προτιμᾶτε.
Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια κειμένου
Ἑλένη Κονδύλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου