Ἕνα χαρακτηριστικὸ ποίημα-θρῆνος ἀπὸ τὸ β’ μισὸ τοῦ 15ου αἰῶνα, τοῦ Ἐμμανουὴλ Γεωργηλὰ Λιμενίτη ἀπὸ τὴν Ρόδο, σχετικὰ μὲ τὴν οἰκτρὴ μοῖρα τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὴν Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐκείνη τὴν μαύρη Τρίτη 29 Μαΐου 1453.
Γιὰ τὸ σημερινὸ Ἕλληνα, ἡ γλῶσσα τοῦ ποιήματος μοιάζει σὰ νὰ λαλήθηκε ἐχθές...
Γιὰ τὸ σημερινὸ Ἕλληνα, ἡ γλῶσσα τοῦ ποιήματος μοιάζει σὰ νὰ λαλήθηκε ἐχθές...
“Ἐκείν’ ἡ μέρα σκοτεινή, ἀστραποκαημένη,
τῆς Tρίτης τῆς ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνίκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶν τὴν μάναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμένα ἀπὸ τὸν σφόνδυλα, ὅλ᾿ ἁλυσοδεμένα,...
δεμένα ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν,
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρηνισμὸν καρδίας,
τρέμουν ὡς φυλλοκάλαμον ἐξετραχηλισμένα,
γυμνά, χωρὶς πουκάμισον, ἐξάγκωνα δεμένα·
βλέπουν ἐμπρὸς καὶ πίσω των, μὴ νὰ δοῦν τοὺς γονεῖς των,
καὶ βλέπουν τοὺς πατέρας των ἐξάγκωνα δεμένους·
ὁ κύρης βλέπει τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶ τὸν κύρην,
ἄφωνοι δίχως ὁμιλιὰν διαβαίνουν τὸ μαγκούριν.
Oἱ μάνες οἱ ταλαίπωρες ὑπᾶν ξεγυμνωμένες,
τῆς Πόλης οἱ πολίτισσες ἐξανασκεπασμένες,
πλούσιες, πτωχὲς ἀνάκατα, μὲ τὸ σκοινὶ δεμένες,
τῆς Πόλης οἱ εὐγενικὲς οἱ ἀστραποκαημένες·
ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν βλέπει σιδηρωμένον,
θωροῦν καὶ τὸν πατέρα των μὲ ἅλυσον δεμένον,
καὶ δύο ἀδελφάδες εὔμορφες, πολλὰ ὡραιωμένες,
ἐντροπιασμένα ἐπάγαιναν μὲ τὸ σκοινὶν δεμένες.
Ἐστράφησαν ὀπίσω τες, βλέπουν τοὺς ἀδελφούς των
ὁμάδιν μὲ τὸν κύρην των νὰ κλαίγουν, νὰ θρηνοῦνται.
Tὸ δάκρυον τὸ ἀστάλακτον, ὁ βοϊσμὸς κλαμάτου,
ἐφαίνετο ἐβύθιζεν ἡ σφαίρωσις τοῦ Kρόνου,
220 νὰ κλαίει μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴν μάναν,
τὰ κλάματα νὰ λούνουνται ὁ φίλος μὲ τὸν φίλον,
ὁ σύντεκνος τὴν σύντεκνον, ὁ γείτων πάλιν γείτων,
νὰ κλαίουν, νὰ θρηνίζονται, νὰ μεγαλοφωνάζουν,
ἐκ τὴν μεγάλην συμφορὰν πικρᾶς αἰχμαλωσίας.”
τῆς Tρίτης τῆς ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνίκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶν τὴν μάναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμένα ἀπὸ τὸν σφόνδυλα, ὅλ᾿ ἁλυσοδεμένα,...
δεμένα ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν,
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρηνισμὸν καρδίας,
τρέμουν ὡς φυλλοκάλαμον ἐξετραχηλισμένα,
γυμνά, χωρὶς πουκάμισον, ἐξάγκωνα δεμένα·
βλέπουν ἐμπρὸς καὶ πίσω των, μὴ νὰ δοῦν τοὺς γονεῖς των,
καὶ βλέπουν τοὺς πατέρας των ἐξάγκωνα δεμένους·
ὁ κύρης βλέπει τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶ τὸν κύρην,
ἄφωνοι δίχως ὁμιλιὰν διαβαίνουν τὸ μαγκούριν.
Oἱ μάνες οἱ ταλαίπωρες ὑπᾶν ξεγυμνωμένες,
τῆς Πόλης οἱ πολίτισσες ἐξανασκεπασμένες,
πλούσιες, πτωχὲς ἀνάκατα, μὲ τὸ σκοινὶ δεμένες,
τῆς Πόλης οἱ εὐγενικὲς οἱ ἀστραποκαημένες·
ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν βλέπει σιδηρωμένον,
θωροῦν καὶ τὸν πατέρα των μὲ ἅλυσον δεμένον,
καὶ δύο ἀδελφάδες εὔμορφες, πολλὰ ὡραιωμένες,
ἐντροπιασμένα ἐπάγαιναν μὲ τὸ σκοινὶν δεμένες.
Ἐστράφησαν ὀπίσω τες, βλέπουν τοὺς ἀδελφούς των
ὁμάδιν μὲ τὸν κύρην των νὰ κλαίγουν, νὰ θρηνοῦνται.
Tὸ δάκρυον τὸ ἀστάλακτον, ὁ βοϊσμὸς κλαμάτου,
ἐφαίνετο ἐβύθιζεν ἡ σφαίρωσις τοῦ Kρόνου,
220 νὰ κλαίει μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴν μάναν,
τὰ κλάματα νὰ λούνουνται ὁ φίλος μὲ τὸν φίλον,
ὁ σύντεκνος τὴν σύντεκνον, ὁ γείτων πάλιν γείτων,
νὰ κλαίουν, νὰ θρηνίζονται, νὰ μεγαλοφωνάζουν,
ἐκ τὴν μεγάλην συμφορὰν πικρᾶς αἰχμαλωσίας.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου