Ἐν Κυθήροις τῇ 8ῃ Μαρτίου 2025
Ἡ σημερινὴ ἡμέρα, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μιὰ ἰδιαίτερα χαρμόσυνη καὶ πανηγυρικὴ ἡμέρα γιὰ ὅλη τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδοξία. Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ τὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν «ἀναστήλωσιν τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων, γενομένην παρὰ τῶν ἀειμνήστων Αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαὴλ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Θεοδώρας, ἐπὶ πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καὶ ὁμολογητοῦ Μεθοδίου». Γενικότερα ὅμως ὡς ἡμέρα ἀφιερωμένη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἑορτάζομε τὴν νίκη καὶ τὸν θρίαμβό της ἀπέναντι σὲ κάθε αἵρεση διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ὅπως αὐτὴ κατὰ τρόπο θριαμβευτικὸ καὶ πανηγυρικὸ καταγράφεται στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ Χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρρύσωμεν...». Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ περισσότεροι ὕμνοι στὴν ἀσματικὴ ἀκολουθία τοῦ Τριωδίου τῆς Κυριακῆς αὐτῆς, ἂν προσέξουμε, ἔχουν πανηγυρικὸ καὶ πασχάλιο χαρακτῆρα:... «Οὐκέτι τῶν ἀσεβῶν αἱρετικῶν ἡ ὀφρὺς αἴρεται, ἡ γὰρ Θεοῦ δύναμις τὴν Ὀρθοδοξίαν ἐκράτυνεν». Ἀλλὰ καὶ ἡ λιτάνευση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ποὺ γίνεται τὴν ἡμέρα αὐτὴ γύρω ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς ναοὺς καὶ τὰ μοναστήρια, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ ἀναθέματα, τὰ ὁποῖα ἀναγινώσκονται, ὄχι μόνον ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ κάθε αἱρετικοῦ, αἰσθητοποιεῖ ἀκριβῶς ἀκόμη περισσότερο αὐτὴ τὴν νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐτοποθέτησε τὴν ἑορτὴ αὐτὴ μέσα στὴ νηστεία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ μάλιστα στὴν πρώτη Κυριακὴ αὐτῆς. Τὸ ἔκαμε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη, ὅτι σὲ τίποτε δὲν ὠφελεῖ τὸν Χριστιανὸ ὁ ἀγῶνας τὸν ὁποῖο διεξάγει, γιὰ νὰ νεκρώσει τὰ πάθη καὶ νὰ κάμει κτῆμα του τὶς ἀρετές, ἂν δὲν πιστεύει ὀρθά, ἂν δὲν ἀνήκει δηλαδὴ στὴν Ὀρθοδόξη Ἐκκλησία. Ἔξω τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία, ἔστω καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος κατωρθώσει μὲ νηστεῖες καὶ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες ὅλες τὶς ἀρετές. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει σ’ ἕνα λόγο του: «Μένε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ οὗ προδίδοσαι ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ φύγης ἀπὸ Ἐκκλησίας οὐκ αἰτία ἡ Ἐκκλησία. Ἐὰν μὲν γὰρ ᾖς ἔσω, ὁ λύκος οὐκ εἰσέρχεται, ἐὰν δὲ ἐξέλθης ἔξω, θηριάλωτος γίνη. Ἂλλ’ οὐ παρὰ τὴν μάνδραν τοῦτο, ἀλλὰ παρὰ τὴν σὴν μικροψυχίαν. Ἐκκλησίας γὰρ οὐδὲν ἴσον».[1] Μὴ φύγης, λέγει ὁ ἅγιος, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν πρόκειται νὰ προδοθῇς ποτὲ ἀπὸ αὐτήν. Ἐὰν ὅμως φύγης, ἡ αἰτία δὲν ὀφείλεται στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν μείνης μέσα σ’ αὐτήν, ὁ λύκος τῆς αἱρέσεως δὲν τολμᾶ νὰ σὲ βλάψη, ἐὰν δὲ ἐξέλθης, θὰ σὲ κατασπαράξη καὶ αὐτὸ θὰ ὀφείλεται στὴν ἰδική σου μικροψυχία. Τίποτε δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Στὸ Γεροντικὸ ἀναφέρεται ἕνα πολὺ χαριτωμένο περιστατικό, ποὺ ὑπογραμμίζει ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια: Κάποτε ἐπισκέφθηκαν μερικοὶ ἀσκητές τον ἀβὰ Ἀγάθωνα, ποὺ ἦταν ξακουστὸς γιὰ τὴν μεγάλη διάκριση ποὺ εἶχε. Θέλοντας λοιπὸν νὰ τὸν δοκιμάσουν, ἂν ὀργίζεται τὸν ρώτησαν: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ποὺ λένε πὼς εἶσαι πόρνος καὶ ὑπερήφανος;»- «Ναὶ ἀδελφοί μου ἐγὼ εἶμαι», ἀπήντησε ὁ Γέροντας. Τὸν ρωτοῦν καὶ πάλι: –«Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καὶ κατάλαλος;»- «Ναὶ ἀδελφοί μου ἐγὼ εἶμαι», εἶπε πάλι ὁ Γέροντας. Τὸν ρωτοῦν γιὰ τρίτη φορά: - «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός;» Τότε ὁ ἅγιος Ἀγάθων ἀποκρίθηκε: «Ὄχι δὲν εἶμαι αἱρετικός». Οἱ ἀσκητὲς τὸν ρώτησαν νὰ τοὺς πεῖ, γιατί ὅσα τοῦ ἔλεγαν πρῶτα, τὰ παρεδέχετο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ τὸν λόγον αὐτὸν μὲ τὴν κατηγορία τοῦ αἱρετικοῦ δὲν τὸν δέχθηκε. Καὶ ὁ ἅγιος ἐκεῖνος γέροντας τοὺς ἀπήντησε: «Τὰ πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω. Ὄφελος γὰρ ἐστὶ τὴ ψυχή μου. Τὸ δὲ αἱρετικός, χωρισμὸς ἐστὶ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ οὐ θέλω χωρισθῆναι ἀπὸ Θεοῦ». Τὰ πρῶτα τὰ παραδέχομαι, διότι φέρνουν ὠφέλεια στὴν ψυχή μου, τὸ νὰ δεχθῶ ὅμως, ὅτι εἶμαι αἱρετικὸς εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ χωριστῶ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἀσκητὲς τότε θαύμασαν τὴν πνευματικὴ σοφία καὶ διάκριση τοῦ γέροντα καὶ ἔφυγαν πνευματικὰ οἰκοδομημένοι.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἔκαναν μεγάλους ἀγῶνες γιὰ νὰ διαφυλάξουν ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, ὅπως ὁ Κύριος τὴν ἀπεκάλυψε, ὅπως οἱ ἀπόστολοι τὴν ἐδίδαξαν καὶ ὅπως ἡ Ἐκκλησία τὴν παρέλαβε. Ἂν ρίξουμε μιὰ ματιὰ στὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, θὰ διαπιστώσουμε, ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐφυλακίστηκαν, ἄλλοι καθαιρέθηκαν, ἄλλοι ἐδιώχθηκαν, ὑβρίστηκαν καὶ συκοφαντήθηκαν, ὑπέμειναν βασανιστήρια καὶ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐθυσίασαν τὴν ζωή τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο ἀλλὰ δείχνει ἀκριβῶς πόσο μεγάλη εὐασθησία εἶχαν καὶ πόση σημασία ἔδιναν στὶς δογματικὲς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Ἡ ἐπιμονή τους αὐτὴ ὀφείλεται στὸ ὅτι εἶχαν συνειδητοποιήσει, ὅτι ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, σημαίνει μετάπτωση στὴν κατάσταση τῆς αἱρέσεως, σημαίνει θάνατο πνευματικὸ καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Εἶχαν ἀκόμη ἐπισημάνει μὲ τὸν πλούσιο φωτισμὸ τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶχαν μέσα τους, ὅτι ἀκόμη καὶ ἐλάχιστη ἀπόκλιση ἀπὸ τὸ ὀρθὸ δόγμα ἔχει καταστρεπτικὲς συνέπειες, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου «ὃς ἐὰν οὗν λύση μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξη οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μάτθ.5,19). Ἐπίσης καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του ὑπογραμμίζει τὴν ἴδια ἀλήθεια, ὅταν λέγει «ἀλλὰ καὶ ἂν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ’ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμιν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (1,8). Ἑπομένως τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι στὰ θέματα τῆς πίστεως δὲν χωράει συγκατάβασις, δὲν χωράει οἰκονομία καὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προσθέσει, ἢ νὰ ἀφαιρέσει οὔτε τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως ἀπὸ τὴν μόνην σώζουσαν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας.
Οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως δὲν εἶναι ἁπλὲς δογματικὲς προτάσεις, ποὺ διατυπώθηκαν στὶς Οἰκουμενικὲς συνόδους, ἀλλὰ ὅροι ζωῆς, ποὺ παραπέμπουν στὸ ἦθος καὶ στὴν ἴδια τήν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δόγμα εἶναι τόσο ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὸ ἦθος, ἔτσι ὥστε ἀλλοίωση τοῦ ἑνὸς νὰ ἐπιφέρει ἀναπόφευκτα ἀλλοίωση καὶ καταστροφὴ καὶ τοῦ ἄλλου: «Ὦσπερ δόγματα πονηρὰ βίον ἀκάθαρτον εἰσάγειν εἴωθεν, οὕτω καὶ διεφθαρμένος βίος πονηρίαν δογματων πολλάκις ἔτεκεν»,[2] παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον εἶναι Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μέχρι σήμερα μόνον ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μόνον Αὐτὴ διετήρησε ἀναλοίωτο καὶ ἀμετάβλητο τὸν θησαυρὸ τῆς πίστεως, τὴν καθιστᾶ «στῦλο καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τίμ. 3,15), καθοδηγεῖ Αὐτὴν «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω.15,26), ἐνεργεῖ διὰ τῶν μυστηρίων καὶ ἀπεργάζεται τὴν σωτηρίαν καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν μόνο μέσα στοὺς κόλπους της.
Ὡστόσο οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν ἀγωνίστηκαν μόνο γιὰ τὴν διατύπωση καὶ διαφύλαξη τῶν δογμάτων, τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι ποὺ πρὶν ἀπ’ ὅλα ἐβίωσαν τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Δὲν εἶχαν μόνο τὴν Ὀρθοδοξία, εἶχαν καὶ τὴν Ὀρθοπραξία. Ἐτήρησαν μὲ ἀκρίβεια τὶς δεσποτικὲς ἐντολὲς καὶ εὑρῆκαν μέσα σ’ αὐτὲς τὸν Χριστό, τὴν μόνη ἀλήθεια, σὰν ἀνεκτίμητο θησαυρό, ὅπως ἀκριβῶς τὸν εὑρῆκε ὁ Φίλιππος, γιὰ τὸν ὁποῖο κάνει λόγο τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας αὐτῆς. Ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν μικρὴ ἐμπειρία ποὺ εἶχε ἀποκομίσει ἀπὸ τὴν συναναστροφή του μὲ τὸν Χριστό, εἶχε βεβαιωθεῖ βαθειὰ μέσα στὴν ψυχή του, ὅτι Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμίλησαν οἱ προφῆτες, Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἐπερίμεναν, ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτρεξε ἀμέσως στὸν φίλο του τὸν Ναθαναήλ, γιὰ νὰ τὸν καταστήση συγκοινωνὸ καὶ συμμέτοχο αὐτῆς τῆς χαρᾶς, αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Ὅν ἔγραψε Μωϋσὴς ἐν τῷ Νόμω καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ναζαρὲτ» (Ἰω.1,44). Ἂλλ’ ὁ Ναθαναὴλ ἀπορεῖ, ἔχει ἐπιφυλάξεις: «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;». Ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, μία κακόφημη πόλη, μπορεῖ νὰ βγῇ τίποτε καλό; Καὶ τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Φίλιππος: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ἔλα καὶ δὲς μόνος σου. Ἔλα νὰ βεβαιωθεῖς ἐκ πείρας. Ὁ Φίλιππος δὲν προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει μὲ ἐπιχειρήματα καὶ περιγραφές, διότι δὲν θὰ φέρουν κανένα ἀποτέλεσμα. Μόνο μὲ τὴν πεῖρα θὰ βεβαιωθεῖ. Καὶ ὅταν στὴ συνέχεια συναντήθηκε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ βεβαιώθηκε ἐκ πείρας, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας ἀμέσως τὸν ὁμολόγησε: «Ραββί, σὺ εἰ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἰ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὶς ψυχές των εἶχαν καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ πρὸς αὐτὴν καλοῦσαν κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο. Ἐδίδασκαν ἔργῳ καὶ λόγῳ, ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ στὸ ἐσώτατο εἶναι της δὲν εἶναι φιλοσοφίες καὶ θεωρίες, δὲν εἶναι ἕνα σύστημα ἰδεῶν. Εἶναι ἐμπειρία Χριστοῦ, εἶναι ἐμπειρία Θείας Χάριτος, ἐμπειρία θεώσεως.
Σήμερα ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας εὐφραίνεται καὶ πανηγυρίζει τὸν θρίαμβο τῆς Ὄρθο- δοξίας καὶ καθὼς φέρνει στὴ μνήμη μας τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες, ποὺ ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὸς ὁ θρίαμβος, αὐτὴ ἡ νίκη, ὑπαγορεύει καὶ ὑποδεικνύει παράλληλα σ’ ὅλους μας ἕνα διπλὸ χρέος. Τὸ πρῶτο χρέος μας εἶναι νὰ ἀνακαινίσουμε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἄσκηση τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρουμε μέσα μας, ἡ ὁποία ἔχει καταφθαρεῖ καὶ ἐξαχρειωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ κάποιος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας τῶν τελευταίων αἰώνων: «Πόση λογιάζετε νὰ εἶναι ἡ κατάκρισή μας καὶ ἡ κόλασή μας, ὅπου ἀσχημίζομεν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Ὁποὺ φθείρομεν τὸν ἔσω ἄνθρωπον, μὲ τὲς ἐπιθυμίες τῆς ἀπάτης; Δὲν εἶναι ἐπιθυμίες ἀπάτης οἱ ἀδικίες, ὅπου κάμνομεν καὶ αἱ παρανομίες, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία καὶ αἱ ἄλλες ἀκαταστασίες; Τί δὲν βλέπουσι τὰ ὀμμάτια ἄτοπον, τί δὲν ἀκούομεν κακόν; Ἕως πότε νὰ ὑποφέρει ὁ Θεὸς τόσην μας ἀκαταστασίαν, τόσον κακόν, τόσην ἁμαρτίαν; Πότε ἐλπίζεις νὰ βαλθεῖς εἰς τὴν στράταν τῆς δικαιοσύνης; Κάμε τούτην τὴν Χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου ἔμαθες, ὅπου ἑορτάζεις. Στολίσου πράξεις ἀγαθές, κάμε τὴν ἀρετὴν βάσιν τῆς θεωρίας. Ἀνάβηθι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι εἰς τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ μέχρι θανάτου. Μὴ φθείρωμεν λοιπὸν μὲ τὲς κακές μας πράξεις τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μήπως καὶ ὅταν ἔλθη ὁ καιρὸς τοῦ μυστικοῦ γάμου, κρούοντες καὶ ἡμεῖς τὴν θύραν, μᾶς ἀποκριθεῖ ὁ νυμφίος ‘οὐκ οἴδα ὑμᾶς’, δὲν σᾶς γνωρίζω, ἐπειδὴ ἀλλοιωμένην ἔχετε τὴν εἰκόνα μου μὲ τὰ κακά σας ἔργα. Ἀλλὰ ἂς στρέψωμεν εἰς μετάνοιαν δι’ ἐξομολογήσεως. Ἂς καθαρίσωμεν τοὺς ρύπους ἀπὸ τὲς ψυχές μας, διὰ νὰ μᾶς γνωρίσει πρωτότυπον καὶ ἀρχέτυπόν μας καὶ νὰ μᾶς προσκαλέσει ὡς γνησίας εἰκόνας του, εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν του».
Τὸ δεύτερο χρέος μας εἶναι νὰ διαφυλάξωμε τὸν θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἀνόθευτο καὶ ἀναλλοίωτο ἀπὸ κάθε αἱρετικὴ διδασκαλία καὶ πλάνη. Τὸ καθῆκον αὐτὸ εἶναι σήμερα περισσότερο ἀναγκαῖο καὶ ἐπιτακτικὸ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, διότι καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας βάλλεται καὶ πολεμεῖται ἀπὸ πολλὲς σύγχρονες αἱρέσεις, μιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη, εἶναι ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν χαρακτήρισε μιὰ μεγάλη ὁσιακὴ μορφὴ τοῦ περασμένου αἰῶνος, ὁ Σέρβος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση, προϊὸν τῶν συγχρόνων συγκρητιστικῶν τάσεων θρησκευτικῆς ἑνοποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητος, ἀνέπτυξε μέσα στοὺς κόλπους της διάφορες αἱρετικὲς θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ θεωρία τῆς βαπτισματικῆς ἑνότητος, ἡ θεωρία τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ θεωρία τῶν δύο πνευμόνων, ἡ θεωρία τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας κ.α., οἱ ὁποῖες εἶναι ἀσυμβίβαστες μὲ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μὲ τὴν διαχρονικὴ πίστη της ὅτι μόνον αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως ἄλλωστε ὁμολογοῦμε στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως. Πέραν τούτου, μέσῳ μιᾶς ἄλλης θεωρίας, αὐτῆς τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, ἡ ἀκρίβεια τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, γιὰ τὶς ὁποῖες, ὅπως ἀναφέραμε προηγουμένως, πολλοὺς ἀγῶνες καὶ θυσίες ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, σμικρύνεται, σχετικοποιεῖται καὶ ὑποβιβάζεται. Ἡ ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν ὁμολογιῶν τοῦ Παπισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἀποστολικὴ Παράδοση, δὲν θεωρεῖται πλέον ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Οἱ ἀγῶνες τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μεγάλου Φωτίου, ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ ἄλλων, ποὺ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ, ἀκυρώνονται καὶ ἀποδοκιμάζονται στὴν πράξη, τὰ ἀντιαιρετικὰ τοὺς συγγράμματα μὲ τὰ ὁποῖα κατέδειξαν τὶς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ, παραμερίζονται καὶ υἱοθετεῖται ἡ καινοφανὴς ἀντίληψη, ὅτι οἱ δογματικές μας διαφορὲς πρὸς αὐτοὺς ἀποτελοῦν ποικιλία διαφόρων παραδόσεων, ὥστε νὰ παύσουν νὰ ἀποτελοῦν φραγμὸ πρὸς τὴν ἕνωση. Ἐπιχειρεῖται ἔτσι μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος ἑνότητα, παρὰ τὶς τεράστιες δογματικὲς διαφορές, ὥστε τελικὰ οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες νὰ παρουσιάζονται ὡς ἀδελφὲς Ἐκκλησίες μὲ Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἔγκυρα μυστήρια. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως ἡ πλάνη τῆς αἱρέσεως γίνεται σεβαστή, τοποθετεῖται δίπλα στὴν ἀλήθεια, ὡς ἰσότιμη καὶ ἰσόκυρη μὲ αὐτὴν καὶ τελικὰ ἀναμιγ- νύεται μ’ αὐτὴν σὲ μιὰ ἄμικτη μίξη. Ποιά κοινωνία ὅμως μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξὺ ἀληθείας, ποὺ εἶναι φὼς καὶ ψεύδους, ποὺ εἶναι σκότος; Καμία. «Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;», ἐπιβεβαιώνει ὁ ἀπ. Παῦλος (Β΄Κορ.6,14).
Προβάλλουν ὡς ἐπιχείρημα οἱ Οἰκουμενιστὲς τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὴν ἐξ’ αὐτῆς ἀπορρέουσαν ἀνάγκη τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς μεταδόσεως τοῦ θησαυροῦ τῆς πίστεώς της πρὸς αὐτούς. Ἡ ἀγάπη ὅμως ποτὲ δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, οὔτε εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ στραφεῖ ἐναντίον της. Ὅταν ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης δὲν συνυπάρχει μὲ τὸν διάλογο τῆς ἀληθείας, εἶναι ἐπικίνδυνη παγίδα, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ συγκρητιστικὴ ἀδιαφορία καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν σωτηρία. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος «εἰ ποὺ τὴν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου...την ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς».[3] Δὲν ὑπάρχει χειρότερο κακὸ ἀπὸ τὴν στέρηση τῆς σωτηρίας καὶ μόνο ὡς ἔργο ἀγάπης δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ. Πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Στέργιος Σάκκος[4] : «Δὲν χωρίζεται ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὁ διαχωρισμός τους, ἐπὶ ζημίᾳ βεβαίως καὶ τῶν δύο, εἶναι τῶν ἡμερῶν μας ἐπίτευγμα. Εἶναι τὸ κατόρθωμα τοῦ συγχρόνου διαχριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ! Ποτὲ ἄλλοτε ἡ ἀγάπη δὲν χρησιμοποιήθηκε τόσο πρόχειρα ἀνεύθυνα καὶ ὕπουλα εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας. Ποτὲ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δὲν χρησιμοποιήθηκαν στὶς σχέσεις μὲ τοὺς αἱρετικοὺς οἱ ἀνταλλαγὲς ἐπισκέψεων καὶ δώρων, οἱ ἑκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, οἱ ἐναγκαλισμοὶ καὶ οἱ ἀσπασμοὶ μὲ πλήρη, ἢ ἔστω, μερικὴ παραθεώρηση τῆς ἀλήθειας...Ποτέ ἡ ἀγάπη δὲν κατήργησε, οὔτε ὑποβίβασε τὸ δόγμα. Ποτὲ δὲν παραμερίσθηκε ἡ ἀλήθεια χάριν μιᾶς κατ’ ἐπίφασιν εἰρήνης. ‘Ἂν ἡ εἰρήνη περιορίζεται μόνο στὰ λόγια εἶναι καταγέλαστη’,[5] γράφει ὁ Μ. Βασίλειος , ἐνῷ ὁ εὐαίσθητος καὶ πραότατος Θεολόγος Γρηγόριος διαγγέλλει: ‘Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ. Καὶ διὰ τοῦτο τον πραὺν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον’[6]».
Τὸ ἐπιχείρημα λοιπὸν τῆς ἀγάπης, ποὺ κατὰ κόρον προβλήθηκε καὶ διατυμπανίστηκε ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, ἀποδείχθηκε πλάνη καὶ θανάσιμη παγίδα. Τοῦτο φάνηκε καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀποτέλεσμα τῶν μέχρι τώρα γενομένων διαλόγων. Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι διάλογοι ὄχι μόνον δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὁδήγησαν ἀναπόφευκτα σὲ προϊοῦσα φθορὰ καὶ διάβρωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος, σὲ συμβιβασμοὺς καὶ ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις στὸ δόγμα καὶ στὴν Ἐκκλησιαστική μας αὐτοσυνειδησία. Μὲ πολὺ ἐπιπολαιότητα οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι στοὺς Διαχριστιανικοὺς Διαλόγους, ἀνώριμοι ὄντες πνευματικὰ καὶ μὴ ἔχοντες ἁγιοπνευματικὲς ἐμπειρίες, ἅπλωναν γέφυρες, μικρὲς καὶ ἀνεπαρκεῖς, γιὰ νὰ γεφυρώσουν τεράστια χάσματα καὶ νὰ ἐκμηδενίσουν ἀποστάσεις καὶ διαφορές, πολὺ σημαντικὲς στὸ δόγμα καὶ στὸ ἦθος τῶν Ἐκκλησιῶν. Παραθεώρησαν τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἀλήθεια μὲ τὴν αἵρεση δὲν ἔχουν ποσοτικὴ διαφορά. Ἡ αἵρεση δὲν ἔχει ἁπλῶς λιγότερη ἀλήθεια, ὥστε μὲ κάποια προσθήκη νὰ γίνει κι αὐτὴ Ὀρθοδοξία. Ἡ αἵρεση ὅσο μικρὴ καὶ ἂν φαίνεται, εἶναι πλάνη, εἶναι σκοτάδι καὶ ἁμαρτία καὶ θάνατος. Ὁ πνευματικὸς θάνατος ποὺ προξενεῖ ἡ αἵρεση, δὲν παίρνει βελτίωση νὰ γίνει λιγότερο θάνατος καὶ κατόπιν ζωή. Ἔτσι φθάσαμε στὸ τραγικὸ φαινόμενο νὰ διατυπώνονται ἀπὸ Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους καὶ πατριάρχες, ἀντορθόδοξες καὶ βλάσφημες δηλώσεις καὶ νὰ ὑπογράφονται κοινὰ κείμενα μὲ τοὺς αἱρετικούς, ξένα πρὸς τὴν παράδοση καὶ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἀρχικὸς ἐνθουσιασμὸς γιὰ τὴν δῆθεν μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους δυστυχῶς κατέληξε στὸ θλιβερὸ φαινόμενο, μετὰ ἀπὸ 77 χρόνια διαλόγου μὲ τοὺς Προτεστάντες καὶ 45 μὲ τοὺς Παπικούς, νὰ συμμαρτυροῦμε μὲ τὴν πλάνη καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε τοὺς ἑτεροδόξους ὡς ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, μὲ ἔγκυρα μυστήρια αἱ ἀποστολικὴ διαδοχή. Δηλαδή, ἀντὶ ἐμεῖς νὰ τοὺς ὁδηγήσουμε στὴν Ὀρθοδοξία, μᾶς παρέσσυραν αὐτοὶ στὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης, φωτισμένος ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶχε πλούσια μέσα του, διέκρινε τὴν ὀλέθρια αὐτὴ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν καταπολέμησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ βιογράφος του Γέρων Ἴερομ. Ἰσαάκ. Κάποτε σὲ μιὰ σύναξη μοναζουσῶν ἔλεγε τὰ ἑξῆς: «Οἰκουμενισμὸς καὶ Κοινὴ Ἀγορά, ἕνα κράτος μεγάλο, μιὰ θρησκεία στὰ μέτρα τους. Αὐτὰ εἶναι σχέδια διαβόλων».[7] Σὲ μιὰ ἄλλη περίπτωση ἔλεγε: «Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση αὐτό, ποὺ μοῦ εἶπε ἕνας ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο. Τοῦ εἶχα πεῖ: Μὰ τί κατάσταση εἶναι αὐτή; Ἀπὸ τὴ μιὰ ὁ Οἰκουμενισμός, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Σιωνισμός, ὁ Σατανισμός...Σε λίγο θὰ προσκυνοῦμε τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα ἀντὶ γιὰ τὸν δικέφαλο ἀετό. Σήμερα, μοῦ λέγει, δύσκολα βρίσκεις ἐπισκόπους σὰν τὸν ἐπίσκοπο Καισαρείας Παΐσιο τὸν Β΄. Ὁ Παΐσιος ὁ Β΄ τί ἔκανε; Πήγαινε στὸν Σουλτᾶνο γιὰ τὰ αἰτήματά του μὲ ἕνα σχοινὶ δεμένο στὴ μέση, ἀποφασισμένος δηλαδὴ νὰ τὸν κρεμάσουν οἱ Τοῦρκοι. Σὰν νὰ ἔλεγε στὸν Σουλτᾶνο: ‘Μὴν ψάχνεις σχοινὶ καὶ χασομερᾶς, ἅμα θέλεις νὰ μὲ κρεμάσεις, ἕτοιμο τὸ ἔχω τὸ σχοινί’».[8] Ἡ παρὰ πάνω μαρτυρία ἐμφανίζει τὸν Γέροντα νὰ διαμαρτύρεται σὲ κάποιον πατριαρχικὸ ἐπίσκοπο κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ νὰ παρουσιάζει τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν Σιωνισμὸ ὡς τὰ δύο κέρατα τοῦ διαβόλου. Πέραν αὐτῶν εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους μας ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, στὴν ὁποία προχώρησε ὁ ἅγιος ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴν πλειονότητα τῶν Μοναστηριῶν τοῦ ἁγίου Ὅρους, (1969-1972).
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση ἐξακολουθεῖ ὄχι μόνον νὰ ὑφίσταται, παρ’ ὅλο ποὺ πέρασαν 100 καὶ πλέον χρόνια ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεώς της, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξαπλοῦται ἐπικίνδυνα ὅλο καὶ περισσότερο, ὑπογραμμίζει τὸ χρέος ὅλων μας, κλήρου καὶ λαοῦ, γιὰ τὴν ἀποτελεσματικὴ καταπολέμησή της. Τὸ ἄκρως θλιβερὸ καὶ τραγικὸ εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι κατὰ τὴν σχετικὰ πρόσφατη ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, (2016), ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση ὄχι μόνο δὲν καταδικάσθηκε, ἀλλὰ νομιμοποιήθηκε. Ὅπως καὶ ἄλλοτε ἔχουμε ἐπισημάνει, εἶναι ἀνάγκη ὁ κλῆρος καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπαγρυπνεῖ καὶ νὰ διακρίνει τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» (Μάτθ.16,3). Νὰ μείνει ἀνυποχώρητος καὶ ἀσυμβίβαστος στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀληθείας, ἀνεπηρεάστος ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς χαλαρότητος, τοῦ ἐφησυχασμοῦ καὶ τοῦ ἐνδοτισμοῦ, τὸ ὁποῖον κυριαρχεῖ σήμερα, ἰδίως μεταξὺ τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ταγῶν, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες ἐπαινετὲς ἐξαιρέσεις. Νὰ συνειδητοποιήσει καὶ νὰ εὐαισθητοποιηθεῖ ἀπέναντι στὸ σύγχρονο πολυκέφαλο θηρίο, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ προετοιμάζει τὸν ἐρχομὸ τῆς Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας τοῦ σατανᾶ καὶ ποὺ μὲ ὕπουλο τρόπο ἔχει διεισδύσει στὰ σπλάγχνα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἀπειλεῖ θανάσιμα. Εἶναι ἀνάγκη πρὸ παντός, νὰ ἐνεργοποιηθεῖ σ’ ἕνα δυναμικότερο ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα καὶ νὰ ἀπαιτήσει ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία μας νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὴν φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση καὶ νὰ τὴν καταδικάση Συνοδικά, ἀναθεωρῶντας τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Νὰ ἐπισημάνει τοὺς φορεῖς της καὶ νὰ τοὺς καλέση σὲ μετάνοια. Σὲ περίπτωση δὲ ἀμετανοησίας νὰ προχωρήσει στὰ ἐπιβαλόμενα ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων μέτρα. Τέλος νὰ διακόψη τοὺς μέχρι τώρα γενομένους ἀκάρπους καὶ ἐπιβλαβεῖς διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους.
Καλὴ Σαρακοστὴ καὶ καλὸν ἀγῶνα πνευματικόν.
[1] Εἰς Εὐτρόπιον Β΄, PG 51,397.
[2] Εἰς τὸ «Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν ἀδελφοί...», PG 51,252.
[3] PG 60,611.
[4] Ἐφ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», 3 Ἰουνίου 2011
[5] Πατροφίλω ἐπισκόπῳ τῆς ἐν Αἰγεαὶς Ἐκκλησίας, Ἐπιστολὴ ΣΝ, PG 32,932Α
[6] Λόγος Β΄ Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς 82, PG 35,488C.
[7] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, τόμ. Β΄, Ἔκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 176
[8] Γέροντος Παϊσίου...,ο.π. σελ. 230-232
Δεῖτε καὶ τὸ ἄρθρο τοῦ 2013 -Ἄρχιμ. Παῦλος Δημητρακόπουλος, Ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἡ σύγχρονη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐτοποθέτησε τὴν ἑορτὴ αὐτὴ μέσα στὴ νηστεία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ μάλιστα στὴν πρώτη Κυριακὴ αὐτῆς. Τὸ ἔκαμε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη, ὅτι σὲ τίποτε δὲν ὠφελεῖ τὸν Χριστιανὸ ὁ ἀγῶνας τὸν ὁποῖο διεξάγει, γιὰ νὰ νεκρώσει τὰ πάθη καὶ νὰ κάμει κτῆμα του τὶς ἀρετές, ἂν δὲν πιστεύει ὀρθά, ἂν δὲν ἀνήκει δηλαδὴ στὴν Ὀρθοδόξη Ἐκκλησία. Ἔξω τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία, ἔστω καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος κατωρθώσει μὲ νηστεῖες καὶ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες ὅλες τὶς ἀρετές. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει σ’ ἕνα λόγο του: «Μένε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ οὗ προδίδοσαι ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ φύγης ἀπὸ Ἐκκλησίας οὐκ αἰτία ἡ Ἐκκλησία. Ἐὰν μὲν γὰρ ᾖς ἔσω, ὁ λύκος οὐκ εἰσέρχεται, ἐὰν δὲ ἐξέλθης ἔξω, θηριάλωτος γίνη. Ἂλλ’ οὐ παρὰ τὴν μάνδραν τοῦτο, ἀλλὰ παρὰ τὴν σὴν μικροψυχίαν. Ἐκκλησίας γὰρ οὐδὲν ἴσον».[1] Μὴ φύγης, λέγει ὁ ἅγιος, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν πρόκειται νὰ προδοθῇς ποτὲ ἀπὸ αὐτήν. Ἐὰν ὅμως φύγης, ἡ αἰτία δὲν ὀφείλεται στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν μείνης μέσα σ’ αὐτήν, ὁ λύκος τῆς αἱρέσεως δὲν τολμᾶ νὰ σὲ βλάψη, ἐὰν δὲ ἐξέλθης, θὰ σὲ κατασπαράξη καὶ αὐτὸ θὰ ὀφείλεται στὴν ἰδική σου μικροψυχία. Τίποτε δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Στὸ Γεροντικὸ ἀναφέρεται ἕνα πολὺ χαριτωμένο περιστατικό, ποὺ ὑπογραμμίζει ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια: Κάποτε ἐπισκέφθηκαν μερικοὶ ἀσκητές τον ἀβὰ Ἀγάθωνα, ποὺ ἦταν ξακουστὸς γιὰ τὴν μεγάλη διάκριση ποὺ εἶχε. Θέλοντας λοιπὸν νὰ τὸν δοκιμάσουν, ἂν ὀργίζεται τὸν ρώτησαν: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ποὺ λένε πὼς εἶσαι πόρνος καὶ ὑπερήφανος;»- «Ναὶ ἀδελφοί μου ἐγὼ εἶμαι», ἀπήντησε ὁ Γέροντας. Τὸν ρωτοῦν καὶ πάλι: –«Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καὶ κατάλαλος;»- «Ναὶ ἀδελφοί μου ἐγὼ εἶμαι», εἶπε πάλι ὁ Γέροντας. Τὸν ρωτοῦν γιὰ τρίτη φορά: - «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός;» Τότε ὁ ἅγιος Ἀγάθων ἀποκρίθηκε: «Ὄχι δὲν εἶμαι αἱρετικός». Οἱ ἀσκητὲς τὸν ρώτησαν νὰ τοὺς πεῖ, γιατί ὅσα τοῦ ἔλεγαν πρῶτα, τὰ παρεδέχετο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ τὸν λόγον αὐτὸν μὲ τὴν κατηγορία τοῦ αἱρετικοῦ δὲν τὸν δέχθηκε. Καὶ ὁ ἅγιος ἐκεῖνος γέροντας τοὺς ἀπήντησε: «Τὰ πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω. Ὄφελος γὰρ ἐστὶ τὴ ψυχή μου. Τὸ δὲ αἱρετικός, χωρισμὸς ἐστὶ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ οὐ θέλω χωρισθῆναι ἀπὸ Θεοῦ». Τὰ πρῶτα τὰ παραδέχομαι, διότι φέρνουν ὠφέλεια στὴν ψυχή μου, τὸ νὰ δεχθῶ ὅμως, ὅτι εἶμαι αἱρετικὸς εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ χωριστῶ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἀσκητὲς τότε θαύμασαν τὴν πνευματικὴ σοφία καὶ διάκριση τοῦ γέροντα καὶ ἔφυγαν πνευματικὰ οἰκοδομημένοι.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἔκαναν μεγάλους ἀγῶνες γιὰ νὰ διαφυλάξουν ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, ὅπως ὁ Κύριος τὴν ἀπεκάλυψε, ὅπως οἱ ἀπόστολοι τὴν ἐδίδαξαν καὶ ὅπως ἡ Ἐκκλησία τὴν παρέλαβε. Ἂν ρίξουμε μιὰ ματιὰ στὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, θὰ διαπιστώσουμε, ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐφυλακίστηκαν, ἄλλοι καθαιρέθηκαν, ἄλλοι ἐδιώχθηκαν, ὑβρίστηκαν καὶ συκοφαντήθηκαν, ὑπέμειναν βασανιστήρια καὶ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐθυσίασαν τὴν ζωή τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο ἀλλὰ δείχνει ἀκριβῶς πόσο μεγάλη εὐασθησία εἶχαν καὶ πόση σημασία ἔδιναν στὶς δογματικὲς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Ἡ ἐπιμονή τους αὐτὴ ὀφείλεται στὸ ὅτι εἶχαν συνειδητοποιήσει, ὅτι ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, σημαίνει μετάπτωση στὴν κατάσταση τῆς αἱρέσεως, σημαίνει θάνατο πνευματικὸ καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Εἶχαν ἀκόμη ἐπισημάνει μὲ τὸν πλούσιο φωτισμὸ τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶχαν μέσα τους, ὅτι ἀκόμη καὶ ἐλάχιστη ἀπόκλιση ἀπὸ τὸ ὀρθὸ δόγμα ἔχει καταστρεπτικὲς συνέπειες, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου «ὃς ἐὰν οὗν λύση μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξη οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μάτθ.5,19). Ἐπίσης καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του ὑπογραμμίζει τὴν ἴδια ἀλήθεια, ὅταν λέγει «ἀλλὰ καὶ ἂν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ’ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμιν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (1,8). Ἑπομένως τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι στὰ θέματα τῆς πίστεως δὲν χωράει συγκατάβασις, δὲν χωράει οἰκονομία καὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προσθέσει, ἢ νὰ ἀφαιρέσει οὔτε τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως ἀπὸ τὴν μόνην σώζουσαν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας.
Οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως δὲν εἶναι ἁπλὲς δογματικὲς προτάσεις, ποὺ διατυπώθηκαν στὶς Οἰκουμενικὲς συνόδους, ἀλλὰ ὅροι ζωῆς, ποὺ παραπέμπουν στὸ ἦθος καὶ στὴν ἴδια τήν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δόγμα εἶναι τόσο ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὸ ἦθος, ἔτσι ὥστε ἀλλοίωση τοῦ ἑνὸς νὰ ἐπιφέρει ἀναπόφευκτα ἀλλοίωση καὶ καταστροφὴ καὶ τοῦ ἄλλου: «Ὦσπερ δόγματα πονηρὰ βίον ἀκάθαρτον εἰσάγειν εἴωθεν, οὕτω καὶ διεφθαρμένος βίος πονηρίαν δογματων πολλάκις ἔτεκεν»,[2] παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον εἶναι Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μέχρι σήμερα μόνον ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μόνον Αὐτὴ διετήρησε ἀναλοίωτο καὶ ἀμετάβλητο τὸν θησαυρὸ τῆς πίστεως, τὴν καθιστᾶ «στῦλο καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τίμ. 3,15), καθοδηγεῖ Αὐτὴν «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω.15,26), ἐνεργεῖ διὰ τῶν μυστηρίων καὶ ἀπεργάζεται τὴν σωτηρίαν καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν μόνο μέσα στοὺς κόλπους της.
Ὡστόσο οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν ἀγωνίστηκαν μόνο γιὰ τὴν διατύπωση καὶ διαφύλαξη τῶν δογμάτων, τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι ποὺ πρὶν ἀπ’ ὅλα ἐβίωσαν τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Δὲν εἶχαν μόνο τὴν Ὀρθοδοξία, εἶχαν καὶ τὴν Ὀρθοπραξία. Ἐτήρησαν μὲ ἀκρίβεια τὶς δεσποτικὲς ἐντολὲς καὶ εὑρῆκαν μέσα σ’ αὐτὲς τὸν Χριστό, τὴν μόνη ἀλήθεια, σὰν ἀνεκτίμητο θησαυρό, ὅπως ἀκριβῶς τὸν εὑρῆκε ὁ Φίλιππος, γιὰ τὸν ὁποῖο κάνει λόγο τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας αὐτῆς. Ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν μικρὴ ἐμπειρία ποὺ εἶχε ἀποκομίσει ἀπὸ τὴν συναναστροφή του μὲ τὸν Χριστό, εἶχε βεβαιωθεῖ βαθειὰ μέσα στὴν ψυχή του, ὅτι Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμίλησαν οἱ προφῆτες, Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἐπερίμεναν, ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτρεξε ἀμέσως στὸν φίλο του τὸν Ναθαναήλ, γιὰ νὰ τὸν καταστήση συγκοινωνὸ καὶ συμμέτοχο αὐτῆς τῆς χαρᾶς, αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Ὅν ἔγραψε Μωϋσὴς ἐν τῷ Νόμω καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ναζαρὲτ» (Ἰω.1,44). Ἂλλ’ ὁ Ναθαναὴλ ἀπορεῖ, ἔχει ἐπιφυλάξεις: «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;». Ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, μία κακόφημη πόλη, μπορεῖ νὰ βγῇ τίποτε καλό; Καὶ τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Φίλιππος: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ἔλα καὶ δὲς μόνος σου. Ἔλα νὰ βεβαιωθεῖς ἐκ πείρας. Ὁ Φίλιππος δὲν προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει μὲ ἐπιχειρήματα καὶ περιγραφές, διότι δὲν θὰ φέρουν κανένα ἀποτέλεσμα. Μόνο μὲ τὴν πεῖρα θὰ βεβαιωθεῖ. Καὶ ὅταν στὴ συνέχεια συναντήθηκε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ βεβαιώθηκε ἐκ πείρας, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας ἀμέσως τὸν ὁμολόγησε: «Ραββί, σὺ εἰ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἰ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὶς ψυχές των εἶχαν καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ πρὸς αὐτὴν καλοῦσαν κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο. Ἐδίδασκαν ἔργῳ καὶ λόγῳ, ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ στὸ ἐσώτατο εἶναι της δὲν εἶναι φιλοσοφίες καὶ θεωρίες, δὲν εἶναι ἕνα σύστημα ἰδεῶν. Εἶναι ἐμπειρία Χριστοῦ, εἶναι ἐμπειρία Θείας Χάριτος, ἐμπειρία θεώσεως.
Σήμερα ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας εὐφραίνεται καὶ πανηγυρίζει τὸν θρίαμβο τῆς Ὄρθο- δοξίας καὶ καθὼς φέρνει στὴ μνήμη μας τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες, ποὺ ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὸς ὁ θρίαμβος, αὐτὴ ἡ νίκη, ὑπαγορεύει καὶ ὑποδεικνύει παράλληλα σ’ ὅλους μας ἕνα διπλὸ χρέος. Τὸ πρῶτο χρέος μας εἶναι νὰ ἀνακαινίσουμε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἄσκηση τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρουμε μέσα μας, ἡ ὁποία ἔχει καταφθαρεῖ καὶ ἐξαχρειωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ κάποιος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας τῶν τελευταίων αἰώνων: «Πόση λογιάζετε νὰ εἶναι ἡ κατάκρισή μας καὶ ἡ κόλασή μας, ὅπου ἀσχημίζομεν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Ὁποὺ φθείρομεν τὸν ἔσω ἄνθρωπον, μὲ τὲς ἐπιθυμίες τῆς ἀπάτης; Δὲν εἶναι ἐπιθυμίες ἀπάτης οἱ ἀδικίες, ὅπου κάμνομεν καὶ αἱ παρανομίες, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία καὶ αἱ ἄλλες ἀκαταστασίες; Τί δὲν βλέπουσι τὰ ὀμμάτια ἄτοπον, τί δὲν ἀκούομεν κακόν; Ἕως πότε νὰ ὑποφέρει ὁ Θεὸς τόσην μας ἀκαταστασίαν, τόσον κακόν, τόσην ἁμαρτίαν; Πότε ἐλπίζεις νὰ βαλθεῖς εἰς τὴν στράταν τῆς δικαιοσύνης; Κάμε τούτην τὴν Χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου ἔμαθες, ὅπου ἑορτάζεις. Στολίσου πράξεις ἀγαθές, κάμε τὴν ἀρετὴν βάσιν τῆς θεωρίας. Ἀνάβηθι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι εἰς τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ μέχρι θανάτου. Μὴ φθείρωμεν λοιπὸν μὲ τὲς κακές μας πράξεις τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μήπως καὶ ὅταν ἔλθη ὁ καιρὸς τοῦ μυστικοῦ γάμου, κρούοντες καὶ ἡμεῖς τὴν θύραν, μᾶς ἀποκριθεῖ ὁ νυμφίος ‘οὐκ οἴδα ὑμᾶς’, δὲν σᾶς γνωρίζω, ἐπειδὴ ἀλλοιωμένην ἔχετε τὴν εἰκόνα μου μὲ τὰ κακά σας ἔργα. Ἀλλὰ ἂς στρέψωμεν εἰς μετάνοιαν δι’ ἐξομολογήσεως. Ἂς καθαρίσωμεν τοὺς ρύπους ἀπὸ τὲς ψυχές μας, διὰ νὰ μᾶς γνωρίσει πρωτότυπον καὶ ἀρχέτυπόν μας καὶ νὰ μᾶς προσκαλέσει ὡς γνησίας εἰκόνας του, εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν του».
Τὸ δεύτερο χρέος μας εἶναι νὰ διαφυλάξωμε τὸν θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἀνόθευτο καὶ ἀναλλοίωτο ἀπὸ κάθε αἱρετικὴ διδασκαλία καὶ πλάνη. Τὸ καθῆκον αὐτὸ εἶναι σήμερα περισσότερο ἀναγκαῖο καὶ ἐπιτακτικὸ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, διότι καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας βάλλεται καὶ πολεμεῖται ἀπὸ πολλὲς σύγχρονες αἱρέσεις, μιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη, εἶναι ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν χαρακτήρισε μιὰ μεγάλη ὁσιακὴ μορφὴ τοῦ περασμένου αἰῶνος, ὁ Σέρβος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση, προϊὸν τῶν συγχρόνων συγκρητιστικῶν τάσεων θρησκευτικῆς ἑνοποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητος, ἀνέπτυξε μέσα στοὺς κόλπους της διάφορες αἱρετικὲς θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ θεωρία τῆς βαπτισματικῆς ἑνότητος, ἡ θεωρία τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ θεωρία τῶν δύο πνευμόνων, ἡ θεωρία τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας κ.α., οἱ ὁποῖες εἶναι ἀσυμβίβαστες μὲ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μὲ τὴν διαχρονικὴ πίστη της ὅτι μόνον αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως ἄλλωστε ὁμολογοῦμε στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως. Πέραν τούτου, μέσῳ μιᾶς ἄλλης θεωρίας, αὐτῆς τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, ἡ ἀκρίβεια τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, γιὰ τὶς ὁποῖες, ὅπως ἀναφέραμε προηγουμένως, πολλοὺς ἀγῶνες καὶ θυσίες ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, σμικρύνεται, σχετικοποιεῖται καὶ ὑποβιβάζεται. Ἡ ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν ὁμολογιῶν τοῦ Παπισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἀποστολικὴ Παράδοση, δὲν θεωρεῖται πλέον ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Οἱ ἀγῶνες τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μεγάλου Φωτίου, ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ ἄλλων, ποὺ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ, ἀκυρώνονται καὶ ἀποδοκιμάζονται στὴν πράξη, τὰ ἀντιαιρετικὰ τοὺς συγγράμματα μὲ τὰ ὁποῖα κατέδειξαν τὶς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ, παραμερίζονται καὶ υἱοθετεῖται ἡ καινοφανὴς ἀντίληψη, ὅτι οἱ δογματικές μας διαφορὲς πρὸς αὐτοὺς ἀποτελοῦν ποικιλία διαφόρων παραδόσεων, ὥστε νὰ παύσουν νὰ ἀποτελοῦν φραγμὸ πρὸς τὴν ἕνωση. Ἐπιχειρεῖται ἔτσι μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος ἑνότητα, παρὰ τὶς τεράστιες δογματικὲς διαφορές, ὥστε τελικὰ οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες νὰ παρουσιάζονται ὡς ἀδελφὲς Ἐκκλησίες μὲ Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἔγκυρα μυστήρια. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως ἡ πλάνη τῆς αἱρέσεως γίνεται σεβαστή, τοποθετεῖται δίπλα στὴν ἀλήθεια, ὡς ἰσότιμη καὶ ἰσόκυρη μὲ αὐτὴν καὶ τελικὰ ἀναμιγ- νύεται μ’ αὐτὴν σὲ μιὰ ἄμικτη μίξη. Ποιά κοινωνία ὅμως μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξὺ ἀληθείας, ποὺ εἶναι φὼς καὶ ψεύδους, ποὺ εἶναι σκότος; Καμία. «Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;», ἐπιβεβαιώνει ὁ ἀπ. Παῦλος (Β΄Κορ.6,14).
Προβάλλουν ὡς ἐπιχείρημα οἱ Οἰκουμενιστὲς τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὴν ἐξ’ αὐτῆς ἀπορρέουσαν ἀνάγκη τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς μεταδόσεως τοῦ θησαυροῦ τῆς πίστεώς της πρὸς αὐτούς. Ἡ ἀγάπη ὅμως ποτὲ δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, οὔτε εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ στραφεῖ ἐναντίον της. Ὅταν ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης δὲν συνυπάρχει μὲ τὸν διάλογο τῆς ἀληθείας, εἶναι ἐπικίνδυνη παγίδα, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ συγκρητιστικὴ ἀδιαφορία καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν σωτηρία. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος «εἰ ποὺ τὴν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου...την ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς».[3] Δὲν ὑπάρχει χειρότερο κακὸ ἀπὸ τὴν στέρηση τῆς σωτηρίας καὶ μόνο ὡς ἔργο ἀγάπης δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ. Πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Στέργιος Σάκκος[4] : «Δὲν χωρίζεται ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὁ διαχωρισμός τους, ἐπὶ ζημίᾳ βεβαίως καὶ τῶν δύο, εἶναι τῶν ἡμερῶν μας ἐπίτευγμα. Εἶναι τὸ κατόρθωμα τοῦ συγχρόνου διαχριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ! Ποτὲ ἄλλοτε ἡ ἀγάπη δὲν χρησιμοποιήθηκε τόσο πρόχειρα ἀνεύθυνα καὶ ὕπουλα εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας. Ποτὲ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δὲν χρησιμοποιήθηκαν στὶς σχέσεις μὲ τοὺς αἱρετικοὺς οἱ ἀνταλλαγὲς ἐπισκέψεων καὶ δώρων, οἱ ἑκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, οἱ ἐναγκαλισμοὶ καὶ οἱ ἀσπασμοὶ μὲ πλήρη, ἢ ἔστω, μερικὴ παραθεώρηση τῆς ἀλήθειας...Ποτέ ἡ ἀγάπη δὲν κατήργησε, οὔτε ὑποβίβασε τὸ δόγμα. Ποτὲ δὲν παραμερίσθηκε ἡ ἀλήθεια χάριν μιᾶς κατ’ ἐπίφασιν εἰρήνης. ‘Ἂν ἡ εἰρήνη περιορίζεται μόνο στὰ λόγια εἶναι καταγέλαστη’,[5] γράφει ὁ Μ. Βασίλειος , ἐνῷ ὁ εὐαίσθητος καὶ πραότατος Θεολόγος Γρηγόριος διαγγέλλει: ‘Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ. Καὶ διὰ τοῦτο τον πραὺν μαχητὴν ὁπλίζει τὸ πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον’[6]».
Τὸ ἐπιχείρημα λοιπὸν τῆς ἀγάπης, ποὺ κατὰ κόρον προβλήθηκε καὶ διατυμπανίστηκε ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, ἀποδείχθηκε πλάνη καὶ θανάσιμη παγίδα. Τοῦτο φάνηκε καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀποτέλεσμα τῶν μέχρι τώρα γενομένων διαλόγων. Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι διάλογοι ὄχι μόνον δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὁδήγησαν ἀναπόφευκτα σὲ προϊοῦσα φθορὰ καὶ διάβρωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος, σὲ συμβιβασμοὺς καὶ ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις στὸ δόγμα καὶ στὴν Ἐκκλησιαστική μας αὐτοσυνειδησία. Μὲ πολὺ ἐπιπολαιότητα οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι στοὺς Διαχριστιανικοὺς Διαλόγους, ἀνώριμοι ὄντες πνευματικὰ καὶ μὴ ἔχοντες ἁγιοπνευματικὲς ἐμπειρίες, ἅπλωναν γέφυρες, μικρὲς καὶ ἀνεπαρκεῖς, γιὰ νὰ γεφυρώσουν τεράστια χάσματα καὶ νὰ ἐκμηδενίσουν ἀποστάσεις καὶ διαφορές, πολὺ σημαντικὲς στὸ δόγμα καὶ στὸ ἦθος τῶν Ἐκκλησιῶν. Παραθεώρησαν τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἀλήθεια μὲ τὴν αἵρεση δὲν ἔχουν ποσοτικὴ διαφορά. Ἡ αἵρεση δὲν ἔχει ἁπλῶς λιγότερη ἀλήθεια, ὥστε μὲ κάποια προσθήκη νὰ γίνει κι αὐτὴ Ὀρθοδοξία. Ἡ αἵρεση ὅσο μικρὴ καὶ ἂν φαίνεται, εἶναι πλάνη, εἶναι σκοτάδι καὶ ἁμαρτία καὶ θάνατος. Ὁ πνευματικὸς θάνατος ποὺ προξενεῖ ἡ αἵρεση, δὲν παίρνει βελτίωση νὰ γίνει λιγότερο θάνατος καὶ κατόπιν ζωή. Ἔτσι φθάσαμε στὸ τραγικὸ φαινόμενο νὰ διατυπώνονται ἀπὸ Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους καὶ πατριάρχες, ἀντορθόδοξες καὶ βλάσφημες δηλώσεις καὶ νὰ ὑπογράφονται κοινὰ κείμενα μὲ τοὺς αἱρετικούς, ξένα πρὸς τὴν παράδοση καὶ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἀρχικὸς ἐνθουσιασμὸς γιὰ τὴν δῆθεν μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους δυστυχῶς κατέληξε στὸ θλιβερὸ φαινόμενο, μετὰ ἀπὸ 77 χρόνια διαλόγου μὲ τοὺς Προτεστάντες καὶ 45 μὲ τοὺς Παπικούς, νὰ συμμαρτυροῦμε μὲ τὴν πλάνη καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε τοὺς ἑτεροδόξους ὡς ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, μὲ ἔγκυρα μυστήρια αἱ ἀποστολικὴ διαδοχή. Δηλαδή, ἀντὶ ἐμεῖς νὰ τοὺς ὁδηγήσουμε στὴν Ὀρθοδοξία, μᾶς παρέσσυραν αὐτοὶ στὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης, φωτισμένος ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶχε πλούσια μέσα του, διέκρινε τὴν ὀλέθρια αὐτὴ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν καταπολέμησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ βιογράφος του Γέρων Ἴερομ. Ἰσαάκ. Κάποτε σὲ μιὰ σύναξη μοναζουσῶν ἔλεγε τὰ ἑξῆς: «Οἰκουμενισμὸς καὶ Κοινὴ Ἀγορά, ἕνα κράτος μεγάλο, μιὰ θρησκεία στὰ μέτρα τους. Αὐτὰ εἶναι σχέδια διαβόλων».[7] Σὲ μιὰ ἄλλη περίπτωση ἔλεγε: «Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση αὐτό, ποὺ μοῦ εἶπε ἕνας ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο. Τοῦ εἶχα πεῖ: Μὰ τί κατάσταση εἶναι αὐτή; Ἀπὸ τὴ μιὰ ὁ Οἰκουμενισμός, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Σιωνισμός, ὁ Σατανισμός...Σε λίγο θὰ προσκυνοῦμε τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα ἀντὶ γιὰ τὸν δικέφαλο ἀετό. Σήμερα, μοῦ λέγει, δύσκολα βρίσκεις ἐπισκόπους σὰν τὸν ἐπίσκοπο Καισαρείας Παΐσιο τὸν Β΄. Ὁ Παΐσιος ὁ Β΄ τί ἔκανε; Πήγαινε στὸν Σουλτᾶνο γιὰ τὰ αἰτήματά του μὲ ἕνα σχοινὶ δεμένο στὴ μέση, ἀποφασισμένος δηλαδὴ νὰ τὸν κρεμάσουν οἱ Τοῦρκοι. Σὰν νὰ ἔλεγε στὸν Σουλτᾶνο: ‘Μὴν ψάχνεις σχοινὶ καὶ χασομερᾶς, ἅμα θέλεις νὰ μὲ κρεμάσεις, ἕτοιμο τὸ ἔχω τὸ σχοινί’».[8] Ἡ παρὰ πάνω μαρτυρία ἐμφανίζει τὸν Γέροντα νὰ διαμαρτύρεται σὲ κάποιον πατριαρχικὸ ἐπίσκοπο κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ νὰ παρουσιάζει τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν Σιωνισμὸ ὡς τὰ δύο κέρατα τοῦ διαβόλου. Πέραν αὐτῶν εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους μας ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, στὴν ὁποία προχώρησε ὁ ἅγιος ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴν πλειονότητα τῶν Μοναστηριῶν τοῦ ἁγίου Ὅρους, (1969-1972).
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση ἐξακολουθεῖ ὄχι μόνον νὰ ὑφίσταται, παρ’ ὅλο ποὺ πέρασαν 100 καὶ πλέον χρόνια ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεώς της, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξαπλοῦται ἐπικίνδυνα ὅλο καὶ περισσότερο, ὑπογραμμίζει τὸ χρέος ὅλων μας, κλήρου καὶ λαοῦ, γιὰ τὴν ἀποτελεσματικὴ καταπολέμησή της. Τὸ ἄκρως θλιβερὸ καὶ τραγικὸ εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι κατὰ τὴν σχετικὰ πρόσφατη ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, (2016), ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση ὄχι μόνο δὲν καταδικάσθηκε, ἀλλὰ νομιμοποιήθηκε. Ὅπως καὶ ἄλλοτε ἔχουμε ἐπισημάνει, εἶναι ἀνάγκη ὁ κλῆρος καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπαγρυπνεῖ καὶ νὰ διακρίνει τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» (Μάτθ.16,3). Νὰ μείνει ἀνυποχώρητος καὶ ἀσυμβίβαστος στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀληθείας, ἀνεπηρεάστος ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς χαλαρότητος, τοῦ ἐφησυχασμοῦ καὶ τοῦ ἐνδοτισμοῦ, τὸ ὁποῖον κυριαρχεῖ σήμερα, ἰδίως μεταξὺ τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ταγῶν, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες ἐπαινετὲς ἐξαιρέσεις. Νὰ συνειδητοποιήσει καὶ νὰ εὐαισθητοποιηθεῖ ἀπέναντι στὸ σύγχρονο πολυκέφαλο θηρίο, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ προετοιμάζει τὸν ἐρχομὸ τῆς Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας τοῦ σατανᾶ καὶ ποὺ μὲ ὕπουλο τρόπο ἔχει διεισδύσει στὰ σπλάγχνα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἀπειλεῖ θανάσιμα. Εἶναι ἀνάγκη πρὸ παντός, νὰ ἐνεργοποιηθεῖ σ’ ἕνα δυναμικότερο ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα καὶ νὰ ἀπαιτήσει ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία μας νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὴν φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση καὶ νὰ τὴν καταδικάση Συνοδικά, ἀναθεωρῶντας τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Νὰ ἐπισημάνει τοὺς φορεῖς της καὶ νὰ τοὺς καλέση σὲ μετάνοια. Σὲ περίπτωση δὲ ἀμετανοησίας νὰ προχωρήσει στὰ ἐπιβαλόμενα ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων μέτρα. Τέλος νὰ διακόψη τοὺς μέχρι τώρα γενομένους ἀκάρπους καὶ ἐπιβλαβεῖς διαλόγους μὲ τοὺς ἑτεροδόξους.
Καλὴ Σαρακοστὴ καὶ καλὸν ἀγῶνα πνευματικόν.
[1] Εἰς Εὐτρόπιον Β΄, PG 51,397.
[2] Εἰς τὸ «Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν ἀδελφοί...», PG 51,252.
[3] PG 60,611.
[4] Ἐφ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», 3 Ἰουνίου 2011
[5] Πατροφίλω ἐπισκόπῳ τῆς ἐν Αἰγεαὶς Ἐκκλησίας, Ἐπιστολὴ ΣΝ, PG 32,932Α
[6] Λόγος Β΄ Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς 82, PG 35,488C.
[7] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι, τόμ. Β΄, Ἔκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 176
[8] Γέροντος Παϊσίου...,ο.π. σελ. 230-232
Δεῖτε καὶ τὸ ἄρθρο τοῦ 2013 -Ἄρχιμ. Παῦλος Δημητρακόπουλος, Ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἡ σύγχρονη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Μήτε στην αίρεση του Οικουμενισμού!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜήτε στην πλάνη περι υποχρεωτικής αποτείχισης!
Μήτε στα παλαιοημερολογίτικα σχίσματα!
Μήτε στον συνεορτασμό με τους αιρετικούς!