ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ, Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τὸ ὁποῖο ἀρχίζει τὴν 1η Σεπτεμβρίου, ὅρισε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, τὴν 8η τοῦ αὐτοῦ μηνός, νὰ ἑορτάζουμε τὴν μεγάλη θεομητορικὴ ἑορτή του Γενεσίου τῆς Θεοτόκου. Δὲν ὁρίστηκε τυχαῖα ὁ ἑορτασμὸς τῆς αὐτὴ τὴν περίοδο, ὡς πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς μεγάλες ἑορτὲς τοῦ ἔτους, διότι ἡ ὑπερφυσικὴ καὶ θαυματουργικὴ γέννηση τῆς Παναγίας μας ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ὑλοποιήσεως τοῦ θείου σχεδίου γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὁ πιστὸς λαός μας, χωρὶς νὰ γνωρίζει θεολογία καὶ ὁρμώμενος ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τῆς βαθειᾶς του πίστης, ἀντιλαμβάνεται τὴ σπουδαιότητα αὐτοῦ τοῦ μεγάλου γεγονότος καὶ γι’ αὐτὸ ἑορτάζει μὲ κάθε λαμπρότητα τὴ... μεγάλη ἑορτή. Γιορτάζει τὴ γέννηση τῆς ἁγιότερης ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τῆς ἁγνότερης καὶ καθαρότερης γυναίκας, ἡ ὁποία ἐπιλέχτηκε ἀπὸ τὴ Θεία Πρόνοια νὰ γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μέσον τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Ὅπως εἶναι γνωστό, τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια δὲν ἀναφέρουν τίποτε γιὰ τὴν Γέννηση τῆς Θεοτόκου. Τὴν ἀπουσία βιβλικῶν πληροφοριῶν τὴν ἀναπληρώνει ἡ ἄγραφη Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, μαζὶ μὲ τὴν ἁγία Γραφή, τὴν πηγὴ τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως. Ἄλλωστε ἂς μὴ λησμονοῦμε πὼς δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὰ διάκριση μεταξὺ ἁγίας Γραφῆς καὶ Ἱερὰς Παραδόσεως, διότι ἀμφότερες χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία μας ὡς Ἱερὰ Παράδοση. Αὐτὴ τὴ διάκριση τὴν κάνουν οἱ δυτικοὶ αἱρετικοί, οἱ μὲν παπικοὶ γιὰ νὰ ὑπερτονίσουν τὴν Παράδοση, οἱ δὲ Προτεστάντες νὰ ὑπερτονίσουν τὴν ἁγία Γραφή, γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς πλάνες τους. Τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια ἕως ὅτου συγγραφοῦν ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Εὐαγγελιστὲς (60-95 μ. Χ.), ὑπῆρχαν στὴν πρώτη Ἐκκλησία ὡς ἄγραφη προφορικὴ παράδοση. Ἄρα καταχρηστικῶς κάνουμε τὸν διαχωρισμὸ αὐτό. Τὴν Γέννηση λοιπὸν τῆς Θεοτόκου, τοὺς γονεῖς της καὶ τὰ τῆς παιδικῆς ἡλικίας της τὰ διέσωσε ἡ εὐσεβὴς παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
Ἡ πρώτη γραπτὴ μαρτυρία γιὰ τὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ τὸ ἀπόκρυφο λεγόμενο «Πρωτοευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου», τὸ ὁποῖο γράφηκε στὰ μέσα περίπου τοῦ 2ου μ. Χ. αἰῶνα ἀπὸ κάποιον ἄγνωστο χριστιανὸ συγγραφέα, ὁ ὁποῖος χρησιμοποίησε τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου του Ἀδελφοθέου, γιὰ νὰ δώσει κῦρος στὸ σύγγραμμά του. Νὰ διευκρινίσουμε πὼς στὰ χρόνια ἐκεῖνα, πρὶν καὶ μετὰ τὸ Χριστό, εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἕνα εἶδος θρησκευτικῆς γραμματείας, ἡ λεγομένη «ἀπόκρυφη γραμματεία», μὲ ἀγνώστους συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦσαν ἐπιφανῆ καὶ σημαίνοντα βιβλικὰ πρόσωπα, ὡς δῆθεν συγγραφεῖς τῶν ἔργων τους. Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ἡ συλλογὴ τῶν «Ἀπόκρυφων Εὐαγγελίων», ἔργα, κατὰ κανόνα ἀγνώστων αἱρετικῶν, μέσῳ τῶν ὁποίων διέδιδαν τὶς δοξασίες τους. Ὁ χαρακτηρισμός τους «ἀπόκρυφα» δόθηκε ἀπὸ τοὺς ἴδιους γιὰ νὰ δηλώσουν τὸ δῆθεν σπουδαῖο περιεχόμενο τῶν «εὐαγγελίων» τους, τὸ ὁποῖο προορίζονταν γιὰ τοὺς λίγους σοφοὺς τῶν ὁμάδων τους καὶ ἦταν ἀποκλεισμένο στοὺς ἀμύητους.
Τὸ εἰρημένο ἀπόκρυφο «Πρωτοευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου», πῆρε τὴν ὀνομασία αὐτὴ ὡς δῆθεν τὸ πρῶτο καταγραμμένο «εὐαγγέλιο». Ὅμως αὐτὸ δὲν εὐσταθεῖ, διότι ὅπως εἶναι ἀποδειγμένο, ἕπεται χρονικὰ τῶν κανονικῶν Εὐαγγελίων. Ξεχωρίζει βεβαίως ἀπὸ τὰ ἄλλα «ἀπόκρυφα εὐαγγέλια» ὡς πρὸς τὸν περιορισμένο ἀριθμὸ πλανῶν του, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἄγνωστος συγγραφέας δὲν ἦταν αἱρετικός, ἀλλὰ μέλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἁπλὰ προσπάθησε νὰ καταγράψει τὴν προφορικὴ παράδοση, χρησιμοποιῶντας τὴ μέθοδο τῆς «ἀπόκρυφης γραμματείας» καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου του Ἀδελφοθέου, γιὰ νὰ δώσει κῦρος στὸ σύγγραμμά του. Ὅμως, ἀπ’ ὅτι φαίνεται, δὲν ἦταν ἀρκετὰ μορφωμένος καὶ γιὰ τοῦτο περιγράφει τα
γεγονότα μὲ πολλὴ ἀφέλεια. Παρὰ ταῦτα, διέθετε ζωηρὴ φαντασία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες διέκριναν τὴν ἀγαθὴ διάθεση τοῦ συγγραφέα καὶ δέχτηκαν τὸ ἔργο του ὡς ἱστορικὴ πηγὴ γιὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα στεροῦνταν ἄλλων γραπτῶν πηγῶν. Ἄλλωστε τὸ περιεχόμενό του δὲν ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν προφορικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καὶ φυσικὰ μὲ τὴν διδασκαλία της.
Ἡ γέννηση λοιπὸν τῆς Θεομήτορος καὶ παιδική της ζωὴ εἶναι καταγραμμένη στὸ «εὐαγγέλιο» αὐτό. Σύμφωνα μ’ αὐτό, οἱ γονεῖς τῆς Θεοτόκου ὀνομάζονταν Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ἦταν εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι καὶ ἀνῆκαν στὴν κατηγορία ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔτρεφαν μὲ ἀδημονία τὴν προσμονὴ τοῦ ἀναμενόμενου Μεσσία. Ἀνῆκαν στὴ μικρὴ μερίδα τῶν εὐσεβῶν Ἰουδαίων, στὸ «ὑπόλειμμα», οἱ ὁποῖοι εἶχαν μείνει πιστοὶ στὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν καὶ στὴν τήρηση τοῦ Νόμου. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ ἀνδρόγυνο εἶχε ἐκλεγεῖ, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει ἀπὸ τὴ Θεία Πρόνοια νὰ γίνει, ὁ μὲν Ἰωακεὶμ ὁ πάππος, ἡ δὲ Ἄννα ἡ μάμμη, κατὰ σάρκα, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἰωακεὶμ καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, τοῦ γιοῦ τοῦ Ἰακώβ, ἦταν γιὸς τοῦ Ἐλιακεὶμ καὶ ἀπόγονος τοῦ ἔνδοξου βασιλιᾶ Δαβίδ. Τὸ ὄνομά του σημαίνει στὰ ἑβραϊκὰ «ὁ ἀνυψωθεὶς ἀπὸ τὸ Θεό». Ἰδιώτευε καὶ κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλὴμ σὲ δική του πολυτελῆ ἔπαυλη, κοντὰ στὴ δεξαμενὴ Βηθεσδᾶ. Νυμφεύτηκε τὴν Ἄννα, θυγατέρα τοῦ Ματθὰν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευὶ καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Τὸ ὄνομά της σημαίνει στὰ ἑβραϊκὰ «χάρις, εὔνοια». Εἶχε δύο ἀδελφές, τὴ Μαρία, μητέρα της Σαλώμης καὶ τὴν Σοβῇ, μητέρα τῆς Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία γέννησε τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Ἀνῆκαν καὶ οἱ δύο στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἀπὸ τὴν ὁποία, σύμφωνα μὲ τοὺς προφῆτες θὰ προερχόταν ὁ Μεσσίας. Ἀνῆκαν ἐπίσης ἀμφότεροι στὴ μικρὴ μερίδα τῶν εὐσεβῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι περίμεναν μὲ ἀδημονία καὶ πίστη τὴν ἔλευσή του καὶ εὔχονταν νὰ κατάγεται ἀπὸ τὴ γενιά τους.
Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ζοῦσαν προσευχόμενοι, νηστεύοντας καὶ κάνοντας ἔργα φιλανθρωπίας. Εἶχαν τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἦταν κοντά. Τοὺς στεναχωροῦσε ὅμως ἀφάνταστα τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν ἄκληροι καὶ δὲν θὰ ἀξιώνονταν νὰ προέλθει ἀπὸ τὴ γενιά τους ὁ μεγάλος Ἀναμενόμενος. Ἡ Ἄννα ἦταν στεῖρα καὶ προχωρημένης ἡλικίας. Ἡ ἀτεκνία ἦταν μεγάλο ὄνειδος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, μᾶλλον κατάρα καὶ ἀποστροφὴ τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἄτεκνους συζύγους. Αὐτὴ τὴν ἀποστροφὴ τῆς ἰουδαϊκῆς κοινωνίας βίωνε καὶ τὸ εὐσεβὲς ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα. Σὲ κάθε δημόσια ἐκδήλωση εἰσέπρατταν τὴν περιφρόνηση. Ὅμως ποτὲ δὲν ἔχασαν τὴν πίστη τους στὸ Θεὸ καὶ Τὸν παρακαλοῦσαν νυχθημερὸν νὰ τοὺς ἀξιώσει νὰ γίνουν γονεῖς, παρὰ τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας τους.
Οἱ ἄτεκνοι θεωροῦνταν στιγματισμένοι ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὰ δῶρα τους δὲν γινόταν δεκτὰ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ. Σὲ μιὰ μεγάλη ἑορτὴ ὁ Ἰωακεὶμ μετέβη στὸ Ναό, γιὰ νὰ προσφέρει τὰ δῶρα του στὸ Θεό, μαζὶ μὲ πλῆθος ἄλλων Ἰουδαίων. Ὅμως ἐκεῖ τὸν περίμενε μιὰ μεγάλη πίκρα. Ὁ ἀρχιερέας Ρουβὶμ ἀρνήθηκε νὰ δεχτεῖ τὶς προσφορές του καὶ τὸν ἀπέπεμψε, λέγοντάς του: «Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προσφέρεις πρῶτος τὰ δῶρα σου, καθότι σπέρμα οὐκ ἐποίησας ἐν τῷ Ἰσραήλ», ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶσαι ἄτεκνος. Ὁ δίκαιος ἄνδρας λυπήθηκε πολὺ καὶ ἀπάντησε στὸν ἀρχιερέα: «Μόνο ἐγὼ εἶμαι, ἀνάμεσα στὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ἄτεκνος;». Ἀλλὰ θυμήθηκε τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν εὐσεβής, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἄτεκνος καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ ἀποκτήσει κλήρα, τὸν Ἰσαάκ. Αὐτὴ ἡ σκέψη τὸν παρηγόρησε καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐλπίδα ὅτι ἴσως κάμει ὁ Θεὸς ἔλεος καὶ ἀποκτήσει καὶ αὐτὸς παιδί.
Γύρισε λυπημένος καὶ προβληματισμένος στὸ σπίτι του. Χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφτεὶ ἡ Ἄννα, ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔστησε σκηνή. Ἐκεῖ, γιὰ σαράντα ἡμερονύκτια, μὲ νηστεία καὶ ἀδιάκοπη καὶ θερμὴ προσευχή, παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ μὴ γυρίσει στὸ σπίτι του, ἂν δὲν τοῦ ἀποκαλυφτεῖ καὶ τοῦ φανερωθεῖ ἡ αἰτία της ἀτεκνίας του. Ταυτόχρονα ἡ Ἄννα θρηνοῦσε διπλᾶ στὸ σπίτι τους, τὴν περίεργη καὶ ἀπρόσμενη
ἐξαφάνιση τοῦ ἀγαπημένου τῆς συζύγου καὶ τὴν ἀτεκνία της. Ἔφτασε ὅμως μιὰ σημαντικὴ ἑορτὴ καὶ ἡ ὑπηρέτριά της Ἰουδὶθ τὶς εἶπε: «Κυρά μου μέχρι πότε θὰ ταπεινώνεις τὴν ψυχή σου; Νά, ἔφτασε ἡ μεγάλη ἡμέρα τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πενθεῖς. Πᾶρε ὅμως αὐτὸν ἐδῶ τον κεφαλόδεσμο, ποῦ μοῦ ἔδωσε ἡ γυναῖκα ποῦ τὸν ἔφτιαξε καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸν ἀνοίξω ἐγώ, μιὰ ὑπηρέτρια, ἐπειδὴ ἔχει σημασία βασιλική». Ὅμως ἡ Ἄννα τὴν ἐπέπληξε θυμωμένη καὶ μὲ λυγμούς της εἶπε: «Φύγε ἀπὸ κοντά μου· αὐτὸ ἐγὼ ποτὲ δὲν τὸ ἔκανα καὶ ὅμως ὁ Κύριος μὲ ταπείνωσε πάρα πολύ. Μήπως κάποιος πονηρός σου τὸν ἔδωσε καὶ ἦρθες γιὰ νὰ μὲ κάνεις συμμέτοχη στὴν ἁμαρτία σου;». Ἡ Ἰουδὶθ τῆς ἀπάντησε, μὲ θυμὸ καὶ αὐθάδεια: «Τί νὰ σοῦ καταραστῶ, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔκλεισε τὴ μήτρα σου γιὰ νὰ μὴν ἀφήσεις ἀπογόνους στὸν Ἰσραήλ;». Ἡ Ἄννα περίλυπη, φόρεσε τὰ νυφικά της ροῦχα καὶ κατέβηκε στὸν κῆπο, γιὰ περίπατο, μήπως καὶ ἁπαλύνει τὸ διπλὸ πόνο της. Ἡ ὥρα ἦταν περὶ τὴν 9η, στάθηκε κάτω ἀπὸ μιὰ δάφνη καὶ προσευχήθηκε θερμά, μὲ δάκρυα στὰ μάτια στὸ Θεό, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, εὐλόγησε τὴ δούλη σου, ἄκουσε τὴ δέησή μου. Ὅπως εὐλόγησες τὴ μήτρα της Σάρας καὶ γέννησε τὸν Ἰσαάκ, ἀξίωσε καὶ μένα νὰ γίνω μητέρα». Σηκώνοντας ψηλὰ τὰ μάτια εἶδε στὰ κλαδιὰ τῆς δάφνης μιὰ φωλιὰ γεμάτη νεοσσοὺς καὶ ἔβγαλε θρηνητικὴ κραυγὴ λέγοντας: «Ἀλίμονο σὲ μένα, ποιός μὲ γέννησε καὶ ποιά μήτρα μὲ κυοφόρησε; Γιατί νὰ εἶμαι ἄτεκνη καὶ ὡς ἐκ τούτου καταραμένη στὰ μάτια τοῦ Ἰσραήλ, νὰ μὲ λοιδοροῦν καὶ νὰ μὲ προσβάλλουν ἀκόμα καὶ στὸ ναό σου; Ἀλίμονο μου, δὲν ἀξιώθηκα νὰ μοιάσω οὔτε μὲ τὰ πουλιά, τὰ ὁποῖα εἶναι γόνιμα. Δὲν ἐξομοιώθηκα οὔτε μὲ τὰ ἄγρια θηρία, τὰ ὁποῖα καὶ ἐκεῖνα εἶναι γόνιμα, χάρη σὲ σένα Κύριε. Δὲν ἐξομοιώθηκα μὲ τὰ νερὰ αὐτά, ἀφοῦ καὶ τοῦτα εἶναι γόνιμα. Ἀλίμονο μου, μὲ ποιόν ἐξομοιώθηκα; Οὔτε μὲ τὴ γῆ, ἀφοῦ καὶ αὐτὴ προσφέρει τοὺς καρποὺς στὸν καιρό της καὶ εὐλογεῖ ἐσένα, Κύριε»!
Ἀφοῦ τελείωσε τὴν προσευχή της καὶ ἐξέθεσε τὸ πικρὸ παράπονό της στὸ Θεό, κάθισε στὸ πεζούλι νὰ ἀναπαυτεῖ. Τότε ἔγινε τὸ μεγάλο θαῦμα, τῆς παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου λαμπροφορεμένος καὶ ἀπαστράπτων, λέγοντάς της: «Ἄννα, ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν προσευχή σου. Θὰ συλλάβεις καὶ θὰ γεννήσεις· ὁ καρπός σου θὰ γίνει γνωστὸς σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη»! Ἡ ἁγία γυναῖκα κατάλαβε ὅτι οἱ ἱκεσίες της εἰσακούστηκαν στὸ Θεό, πίστεψε χωρὶς δισταγμὸ στὴν ὀπτασία καὶ εἶπε: «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός μου· ἂν γεννήσω, εἴτε ἀγόρι εἴτε κορίτσι, θὰ τὸ προσφέρω ὡς δῶρο στὸν Κύριο τὸν Θεό μου, γιὰ νὰ τὸν λατρεύει καὶ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ σ’ ὅλη τὴ ζωή του»!
Ὁ ἄγγελος ὅμως πῆγε στὴ ἔρημο καὶ ἀνήγγειλε καὶ στὸν Ἰωακεὶμ τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα, λέγοντάς του: «Ἰωακείμ, ἄκουσε Κύριος ὁ Θεὸς τὴν προσευχή σου. Γύρνα πίσω στὸ σπίτι σου, γιατί ἡ Ἄννα, ἡ γυναῖκα σου, θὰ μείνει ἔγκυος»! Περιχαρὴς ἐπέστρεψε στὴν οἰκία του, ὅπου τὸν περίμενε ἡ ἐν πλήρῃ ἀγαλλιάσει ἡ Ἄννα. Ἔτρεξε, κρεμάστηκε ἀπὸ τὸν τράχηλο τοῦ καὶ μὲ χαρά του εἶπε: «Ξέρω τώρα καὶ δὲν ἀμφιβάλω, ὅτι ὁ Θεὸς μὲ εὐλόγησε πάρα πολύ. Τώρα πιὰ δὲν εἶναι χήρα, καὶ ἡ ἄτεκνη καὶ θὰ μείνω ἔγκυος»! Ὁ Ἰωακεὶμ ἦταν τότε ὀγδόντα τριῶν ἐτῶν καὶ ἡ Ἄννα ἑβδομῆντα. Μετὰ τὴν σύλληψη τὸ εὐσεβὲς ἀνδρόγυνο ὑποσχέθηκε νὰ ἀφιερώσει τὸ παιδί του στὸ Θεό, στὸν ὁποῖο ἀνῆκε, ἀφοῦ Ἐκεῖνος τοὺς τὸ χάρισε. Ἡ περίοδος τῆς ἐγκυμοσύνης ἦταν μιὰ διαρκὴς εὐχαριστήρια ὠδὴ στὸ Θεὸ γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο ποὺ τοὺς χάρισε, ἕνας ἀσίγαστος αἶνος πρὸς τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος δύναται νὰ καταλύει τοὺς φυσικοὺς νόμους.
Ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἐννέα μῆνες, ἡ Ἄννα γέννησε καὶ μὲ ἀγωνία ρώτησε τὴ μαῖα γιὰ τὸ φῦλο τοῦ βρέφους καὶ ἐκείνη τῆς ἀπάντησε ὅτι ἦταν κορίτσι. Τότε ἡ Ἄννα εὐχαρίστησε τὸ Θεό, λέγοντας: «Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτη». Καὶ ἔβαλαν τὴ νεογέννητη στὸ κρεβατάκι της καὶ τῆς ἔδωσαν οἱ γονεῖς τὸ ὄνομα
Μαριάμ, τὸ ὄνομα τῆς γιαγιᾶς της, τῆς μητέρας τῆς μητέρας της, τὸ ὁποῖο σημαίνει στὰ ἑβραϊκὰ «κυρία» καὶ ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ γίνει ἡ Κυρία τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀγγέλων.
Ἀφοῦ ἡ μικρὴ κόρη ἔγινε τριῶν ἐτῶν, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα θεώρησαν ὅτι ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ὑπόσχεσή τους στὸ Θεό. Πῆραν τὴ Μαρία καὶ τὴν πῆγαν
στὸ Ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴμ νὰ τὴν ἀφιερώσουν στὸ Θεό. Πίστευαν οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ὅτι ὁ Ναὸς τῶν Ἱεροσολύμων ἦταν ὁ τόπος τῆς κατοικίας καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, τὸ θεοσκότεινο καὶ ἄβατο μέρος τοῦ Ναοῦ, παρὰ μονάχα στὸν ἀρχιερέα τοῦ ἔτους καὶ μόνο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ «Ἐξιλασμοῦ», θεωροῦνταν ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ, φωτισμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διέγνωσαν τὴν ἁγιότητα τῆς κορασίδας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὴν ὁδήγησαν στὴν εἰδικὴ πτέρυγα τῶν παρακείμενων κτισμάτων, ὅπου διέμειναν οἱ ἀφιερωμένες παρθένες, ἀλλὰ τὴν ὁδήγησαν στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, γιὰ νὰ διαφυλαχτεὶ ἡ ἁγνότητά της καὶ ἡ ἁγιότητά της.
Ἐκεῖ ἔμεινε τρεφόμενη ἀπὸ οὐράνια τροφὴ καὶ ὑπηρετούμενη ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους, μέχρι ποὺ οἱ ἱερεῖς τὴν ἀρραβώνιασαν μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ γονεῖς της εἶχαν κοιμηθεῖ ὅταν ἐκείνη ἦταν ἕντεκα χρονῶν, ὁ Ἰωακεὶμ σὲ ἡλικία ἐνενῆντα δύο ἐτῶν καὶ ἡ Ἄννα ὀγδόντα τριῶν.
Ἡ ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες θεομητορικὲς ἑορτές, καθιερώθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ ἑορτάζονται ἀπὸ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες, μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου (431) καὶ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας (451), ὅταν ἀποκρυσταλλώθηκε τὸ δόγμα περὶ τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου. Σύμφωνα μὲ ἀρχαῖες μαρτυρίες, ἡ ἑορτή του Γενεσίου της καθιερώθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου μ. Χ. αἰῶνα, μὲ ἀρχὲς τοῦ 6ου στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σύντομα διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Στὴ Δύση καθιερώθηκε πρὸς τὰ τέλη τοῦ 7ου αἰῶνα ἀπὸ Ἕλληνες μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν στὴν Ἰταλία, μετὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν Ἀράβων. Ὁρίστηκε δὲ νὰ ἑορτάζεται στὶς 8 Σεπτεμβρίου.
Σπουδαῖοι ὑμνογράφοι καὶ μουσουργοὶ συνέθεσαν γιὰ τὴν ἑορτή, σπουδαίους ὕμνους, μὲ ὕψιστο θεολογικὸ περιεχόμενο, τὸ ὁποῖο ἐκφράζει τὴν περὶ τῆς Θεοτόκου διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ Γερμανὸς Α΄ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, ὁ Ἰωσὴφ Ὑμνογράφος, ἔχουν γράψει κανόνες, κοντάκια, τὰ ὁποῖα ψάλλονται κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς. Πολλὴ σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ ἁγιογραφία τῆς ἑορτῆς. Γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι ἁγιογράφοι ἱστόρησαν θαυμάσιες εἰκόνες του Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, οἱ ὁποῖες βρίσκονται σὲ μεγάλα μοναστικὰ κέντρα, ὅπως τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ σὲ ἐνοριακοὺς ναούς, πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς θεωροῦνται θαυματουργές. Ἐπίσης πλῆθος μονῶν καὶ ναῶν σὲ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο εἶναι ἀφιερωμένες στὴ σεπτή της Γέννηση.
Ὅπως προαναφέραμε, ὁ εὐσεβὴς λαός μας, ἔχει αὐξημένο τὸ αἰσθητήριο τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖο συντελέστηκε χάρις στὴν ὑπέρτατη συμβολὴ τῆς Παναγίας μας καὶ γιὰ τοῦτο τὴν τιμᾶ ὅπως ταιριάζει στὸ πάνσεπτο πρόσωπό της. Αὐτή, μετὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀπολαμβάνει ὕψιστη τιμητικὴ προσκύνηση καὶ ἀποτελεῖ τὸ προσφιλέστερο ἀνθρώπινο πρόσωπο τῆς ἱστορίας. Μὲ τὸ νὰ ἀξιωθεῖ νὰ γίνει ἡ μητέρα τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατέστη καὶ δική μας μητέρα, ἀφοῦ ὁ Λυτρωτής μας Χριστός, μᾶς ἔκαμε ἀδέλφια του, ὅπως τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐπειδὴ «ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι», «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφοὺς αὐτοὺς καλεῖν» (Ἔβρ.2,11 καὶ 17). Ἡ εὐσεβὴς ἐξιστόρηση τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου μας διδάσκει, γιὰ πολλοστὴ φορά, τὴν ἄμετρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς τοὺς παραστρατημένους στὴν ἁμαρτία ἀνθρώπους καὶ τὴν ἀσύλληπτη, γιὰ τὸν πεπερασμένο νοῦ μας, ὑλοποίηση τοῦ προαιώνιου σχεδίου της ἐν Χριστῷ
ἀπολύτρωσής μας. Ἡ Παναγία μας εἶναι, μετὰ τὸ Χριστό, τὸ κύριο πρόσωπο τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου. Ἡ συμβολή της ὑπῆρξε καθοριστική, διότι μόνον αὐτὴ ὑπῆρξε τὸ πλέον μοναδικὸ σκεῦος νὰ δεχτεῖ στὰ πάναγνα σπλάχνα της τὸ Θεό. Πέραν τῶν θεολογικῶν διδαγμάτων ἀπὸ τὴν μεγάλη ἑορτή, μποροῦμε νὰ πάρουμε καὶ πολλὰ καὶ ὑψηλὰ ἠθικὰ διδάγματα, γιὰ τὴν δική μας πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ προκοπή. Μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀκράδαντη πίστη τῶν ἁγίων προπατόρων Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννας, ἀπὸ τὴν ἄκρα ταπείνωσή τους, ἀπὸ τὴν ἀδιάσειστη ἐλπίδα τους στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν πιστότητα καὶ ἐκπλήρωση τῶν εὐσεβῶν ὑποσχέσεών τους στὸ Θεό. Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι τὰ δύο αὐτὰ βιβλικὰ πρόσωπα, κατέχουν ξεχωριστὴ θέση στὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ τοὺς ἐπικαλούμαστε σὲ κάθε ἱκεσία στὴν ἐκκλησιαστική μας λατρεία.
Ἡ Γέννηση τῆς Θεομήτορος ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον χαροποιὰ γεγονότα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τὴν χαραυγὴ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Αὐτὴ τὴν ἱερὴ χαρὰ ἐκφράζει κάλλιστα καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, στὸ θαυμάσιο ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χὰρὰν ἐμήνυσε πὰσῃ τῇ οἰκουμένῃ, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χρὶστὸς ὁ Θὲὸς ἡμῶν, καὶ λύσας τὴν κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν, καὶ καταργήσας τὸν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζῶὴν τὴν αἰώνιον»! Ὁμοίως αὐτὴ τὴν αἰσιοδοξία ἐκφράζει καὶ τὸ θαυμάσιο τροπάριο, τοῦ κοντακίου, ποίημα τοῦ μεγάλου Ρωμανοῦ του Μελωδοῦ: «Ἡ προσευχὴ ὁμοῦ καὶ στεναγμός, τῆς στεὶρώσεως καὶ ἀτεκνώσεως Ἰὠακείμ τε καὶ Ἄννης, εὐπρόσδεκτος, καὶ εἰς τὰ ὦτα Κυρίου ἐλήλυθε, καὶ ἐβλάστησαν κὰρπὸν ζωηφόρον τῷ κόσμῳ· ὁ μὲν γὰρ προσευχὴν ἐν τῷ ὄρει ἐτέλει, ἡ δὲ ἐν παραδείσῳ ὄνειδος φέρει· ἀλλὰ μετὰ χάράς, ἡ στεῖρα τίκτει τὴν Θεοτόκον, καὶ τρὸφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Εἴθε, ἡ ἀνεκλάλητη καὶ ἀνέκφραστη αὐτὴ χαρὰ νὰ εἶναι μόνιμη κατάσταση στὴν ψυχή μας καὶ ἡ χάρη τῆς Θεοτόκου νὰ μᾶς σκεπάζει κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, θωρακίζοντάς μας ἀπὸ κάθε κακό, «ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι» (Α΄Τιμ.2,2).
Ὁ πιστὸς λαός μας, χωρὶς νὰ γνωρίζει θεολογία καὶ ὁρμώμενος ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τῆς βαθειᾶς του πίστης, ἀντιλαμβάνεται τὴ σπουδαιότητα αὐτοῦ τοῦ μεγάλου γεγονότος καὶ γι’ αὐτὸ ἑορτάζει μὲ κάθε λαμπρότητα τὴ... μεγάλη ἑορτή. Γιορτάζει τὴ γέννηση τῆς ἁγιότερης ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τῆς ἁγνότερης καὶ καθαρότερης γυναίκας, ἡ ὁποία ἐπιλέχτηκε ἀπὸ τὴ Θεία Πρόνοια νὰ γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μέσον τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Ὅπως εἶναι γνωστό, τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια δὲν ἀναφέρουν τίποτε γιὰ τὴν Γέννηση τῆς Θεοτόκου. Τὴν ἀπουσία βιβλικῶν πληροφοριῶν τὴν ἀναπληρώνει ἡ ἄγραφη Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, μαζὶ μὲ τὴν ἁγία Γραφή, τὴν πηγὴ τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως. Ἄλλωστε ἂς μὴ λησμονοῦμε πὼς δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὰ διάκριση μεταξὺ ἁγίας Γραφῆς καὶ Ἱερὰς Παραδόσεως, διότι ἀμφότερες χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία μας ὡς Ἱερὰ Παράδοση. Αὐτὴ τὴ διάκριση τὴν κάνουν οἱ δυτικοὶ αἱρετικοί, οἱ μὲν παπικοὶ γιὰ νὰ ὑπερτονίσουν τὴν Παράδοση, οἱ δὲ Προτεστάντες νὰ ὑπερτονίσουν τὴν ἁγία Γραφή, γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς πλάνες τους. Τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια ἕως ὅτου συγγραφοῦν ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Εὐαγγελιστὲς (60-95 μ. Χ.), ὑπῆρχαν στὴν πρώτη Ἐκκλησία ὡς ἄγραφη προφορικὴ παράδοση. Ἄρα καταχρηστικῶς κάνουμε τὸν διαχωρισμὸ αὐτό. Τὴν Γέννηση λοιπὸν τῆς Θεοτόκου, τοὺς γονεῖς της καὶ τὰ τῆς παιδικῆς ἡλικίας της τὰ διέσωσε ἡ εὐσεβὴς παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
Ἡ πρώτη γραπτὴ μαρτυρία γιὰ τὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ τὸ ἀπόκρυφο λεγόμενο «Πρωτοευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου», τὸ ὁποῖο γράφηκε στὰ μέσα περίπου τοῦ 2ου μ. Χ. αἰῶνα ἀπὸ κάποιον ἄγνωστο χριστιανὸ συγγραφέα, ὁ ὁποῖος χρησιμοποίησε τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου του Ἀδελφοθέου, γιὰ νὰ δώσει κῦρος στὸ σύγγραμμά του. Νὰ διευκρινίσουμε πὼς στὰ χρόνια ἐκεῖνα, πρὶν καὶ μετὰ τὸ Χριστό, εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἕνα εἶδος θρησκευτικῆς γραμματείας, ἡ λεγομένη «ἀπόκρυφη γραμματεία», μὲ ἀγνώστους συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦσαν ἐπιφανῆ καὶ σημαίνοντα βιβλικὰ πρόσωπα, ὡς δῆθεν συγγραφεῖς τῶν ἔργων τους. Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ἡ συλλογὴ τῶν «Ἀπόκρυφων Εὐαγγελίων», ἔργα, κατὰ κανόνα ἀγνώστων αἱρετικῶν, μέσῳ τῶν ὁποίων διέδιδαν τὶς δοξασίες τους. Ὁ χαρακτηρισμός τους «ἀπόκρυφα» δόθηκε ἀπὸ τοὺς ἴδιους γιὰ νὰ δηλώσουν τὸ δῆθεν σπουδαῖο περιεχόμενο τῶν «εὐαγγελίων» τους, τὸ ὁποῖο προορίζονταν γιὰ τοὺς λίγους σοφοὺς τῶν ὁμάδων τους καὶ ἦταν ἀποκλεισμένο στοὺς ἀμύητους.
Τὸ εἰρημένο ἀπόκρυφο «Πρωτοευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου», πῆρε τὴν ὀνομασία αὐτὴ ὡς δῆθεν τὸ πρῶτο καταγραμμένο «εὐαγγέλιο». Ὅμως αὐτὸ δὲν εὐσταθεῖ, διότι ὅπως εἶναι ἀποδειγμένο, ἕπεται χρονικὰ τῶν κανονικῶν Εὐαγγελίων. Ξεχωρίζει βεβαίως ἀπὸ τὰ ἄλλα «ἀπόκρυφα εὐαγγέλια» ὡς πρὸς τὸν περιορισμένο ἀριθμὸ πλανῶν του, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἄγνωστος συγγραφέας δὲν ἦταν αἱρετικός, ἀλλὰ μέλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἁπλὰ προσπάθησε νὰ καταγράψει τὴν προφορικὴ παράδοση, χρησιμοποιῶντας τὴ μέθοδο τῆς «ἀπόκρυφης γραμματείας» καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου του Ἀδελφοθέου, γιὰ νὰ δώσει κῦρος στὸ σύγγραμμά του. Ὅμως, ἀπ’ ὅτι φαίνεται, δὲν ἦταν ἀρκετὰ μορφωμένος καὶ γιὰ τοῦτο περιγράφει τα
γεγονότα μὲ πολλὴ ἀφέλεια. Παρὰ ταῦτα, διέθετε ζωηρὴ φαντασία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες διέκριναν τὴν ἀγαθὴ διάθεση τοῦ συγγραφέα καὶ δέχτηκαν τὸ ἔργο του ὡς ἱστορικὴ πηγὴ γιὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα στεροῦνταν ἄλλων γραπτῶν πηγῶν. Ἄλλωστε τὸ περιεχόμενό του δὲν ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν προφορικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καὶ φυσικὰ μὲ τὴν διδασκαλία της.
Ἡ γέννηση λοιπὸν τῆς Θεομήτορος καὶ παιδική της ζωὴ εἶναι καταγραμμένη στὸ «εὐαγγέλιο» αὐτό. Σύμφωνα μ’ αὐτό, οἱ γονεῖς τῆς Θεοτόκου ὀνομάζονταν Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ἦταν εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι καὶ ἀνῆκαν στὴν κατηγορία ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔτρεφαν μὲ ἀδημονία τὴν προσμονὴ τοῦ ἀναμενόμενου Μεσσία. Ἀνῆκαν στὴ μικρὴ μερίδα τῶν εὐσεβῶν Ἰουδαίων, στὸ «ὑπόλειμμα», οἱ ὁποῖοι εἶχαν μείνει πιστοὶ στὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν καὶ στὴν τήρηση τοῦ Νόμου. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ ἀνδρόγυνο εἶχε ἐκλεγεῖ, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει ἀπὸ τὴ Θεία Πρόνοια νὰ γίνει, ὁ μὲν Ἰωακεὶμ ὁ πάππος, ἡ δὲ Ἄννα ἡ μάμμη, κατὰ σάρκα, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἰωακεὶμ καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, τοῦ γιοῦ τοῦ Ἰακώβ, ἦταν γιὸς τοῦ Ἐλιακεὶμ καὶ ἀπόγονος τοῦ ἔνδοξου βασιλιᾶ Δαβίδ. Τὸ ὄνομά του σημαίνει στὰ ἑβραϊκὰ «ὁ ἀνυψωθεὶς ἀπὸ τὸ Θεό». Ἰδιώτευε καὶ κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλὴμ σὲ δική του πολυτελῆ ἔπαυλη, κοντὰ στὴ δεξαμενὴ Βηθεσδᾶ. Νυμφεύτηκε τὴν Ἄννα, θυγατέρα τοῦ Ματθὰν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευὶ καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Τὸ ὄνομά της σημαίνει στὰ ἑβραϊκὰ «χάρις, εὔνοια». Εἶχε δύο ἀδελφές, τὴ Μαρία, μητέρα της Σαλώμης καὶ τὴν Σοβῇ, μητέρα τῆς Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία γέννησε τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Ἀνῆκαν καὶ οἱ δύο στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἀπὸ τὴν ὁποία, σύμφωνα μὲ τοὺς προφῆτες θὰ προερχόταν ὁ Μεσσίας. Ἀνῆκαν ἐπίσης ἀμφότεροι στὴ μικρὴ μερίδα τῶν εὐσεβῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι περίμεναν μὲ ἀδημονία καὶ πίστη τὴν ἔλευσή του καὶ εὔχονταν νὰ κατάγεται ἀπὸ τὴ γενιά τους.
Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ζοῦσαν προσευχόμενοι, νηστεύοντας καὶ κάνοντας ἔργα φιλανθρωπίας. Εἶχαν τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἦταν κοντά. Τοὺς στεναχωροῦσε ὅμως ἀφάνταστα τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν ἄκληροι καὶ δὲν θὰ ἀξιώνονταν νὰ προέλθει ἀπὸ τὴ γενιά τους ὁ μεγάλος Ἀναμενόμενος. Ἡ Ἄννα ἦταν στεῖρα καὶ προχωρημένης ἡλικίας. Ἡ ἀτεκνία ἦταν μεγάλο ὄνειδος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, μᾶλλον κατάρα καὶ ἀποστροφὴ τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἄτεκνους συζύγους. Αὐτὴ τὴν ἀποστροφὴ τῆς ἰουδαϊκῆς κοινωνίας βίωνε καὶ τὸ εὐσεβὲς ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα. Σὲ κάθε δημόσια ἐκδήλωση εἰσέπρατταν τὴν περιφρόνηση. Ὅμως ποτὲ δὲν ἔχασαν τὴν πίστη τους στὸ Θεὸ καὶ Τὸν παρακαλοῦσαν νυχθημερὸν νὰ τοὺς ἀξιώσει νὰ γίνουν γονεῖς, παρὰ τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας τους.
Οἱ ἄτεκνοι θεωροῦνταν στιγματισμένοι ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὰ δῶρα τους δὲν γινόταν δεκτὰ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ. Σὲ μιὰ μεγάλη ἑορτὴ ὁ Ἰωακεὶμ μετέβη στὸ Ναό, γιὰ νὰ προσφέρει τὰ δῶρα του στὸ Θεό, μαζὶ μὲ πλῆθος ἄλλων Ἰουδαίων. Ὅμως ἐκεῖ τὸν περίμενε μιὰ μεγάλη πίκρα. Ὁ ἀρχιερέας Ρουβὶμ ἀρνήθηκε νὰ δεχτεῖ τὶς προσφορές του καὶ τὸν ἀπέπεμψε, λέγοντάς του: «Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προσφέρεις πρῶτος τὰ δῶρα σου, καθότι σπέρμα οὐκ ἐποίησας ἐν τῷ Ἰσραήλ», ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶσαι ἄτεκνος. Ὁ δίκαιος ἄνδρας λυπήθηκε πολὺ καὶ ἀπάντησε στὸν ἀρχιερέα: «Μόνο ἐγὼ εἶμαι, ἀνάμεσα στὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ἄτεκνος;». Ἀλλὰ θυμήθηκε τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν εὐσεβής, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἄτεκνος καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ ἀποκτήσει κλήρα, τὸν Ἰσαάκ. Αὐτὴ ἡ σκέψη τὸν παρηγόρησε καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐλπίδα ὅτι ἴσως κάμει ὁ Θεὸς ἔλεος καὶ ἀποκτήσει καὶ αὐτὸς παιδί.
Γύρισε λυπημένος καὶ προβληματισμένος στὸ σπίτι του. Χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφτεὶ ἡ Ἄννα, ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔστησε σκηνή. Ἐκεῖ, γιὰ σαράντα ἡμερονύκτια, μὲ νηστεία καὶ ἀδιάκοπη καὶ θερμὴ προσευχή, παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ μὴ γυρίσει στὸ σπίτι του, ἂν δὲν τοῦ ἀποκαλυφτεῖ καὶ τοῦ φανερωθεῖ ἡ αἰτία της ἀτεκνίας του. Ταυτόχρονα ἡ Ἄννα θρηνοῦσε διπλᾶ στὸ σπίτι τους, τὴν περίεργη καὶ ἀπρόσμενη
ἐξαφάνιση τοῦ ἀγαπημένου τῆς συζύγου καὶ τὴν ἀτεκνία της. Ἔφτασε ὅμως μιὰ σημαντικὴ ἑορτὴ καὶ ἡ ὑπηρέτριά της Ἰουδὶθ τὶς εἶπε: «Κυρά μου μέχρι πότε θὰ ταπεινώνεις τὴν ψυχή σου; Νά, ἔφτασε ἡ μεγάλη ἡμέρα τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πενθεῖς. Πᾶρε ὅμως αὐτὸν ἐδῶ τον κεφαλόδεσμο, ποῦ μοῦ ἔδωσε ἡ γυναῖκα ποῦ τὸν ἔφτιαξε καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸν ἀνοίξω ἐγώ, μιὰ ὑπηρέτρια, ἐπειδὴ ἔχει σημασία βασιλική». Ὅμως ἡ Ἄννα τὴν ἐπέπληξε θυμωμένη καὶ μὲ λυγμούς της εἶπε: «Φύγε ἀπὸ κοντά μου· αὐτὸ ἐγὼ ποτὲ δὲν τὸ ἔκανα καὶ ὅμως ὁ Κύριος μὲ ταπείνωσε πάρα πολύ. Μήπως κάποιος πονηρός σου τὸν ἔδωσε καὶ ἦρθες γιὰ νὰ μὲ κάνεις συμμέτοχη στὴν ἁμαρτία σου;». Ἡ Ἰουδὶθ τῆς ἀπάντησε, μὲ θυμὸ καὶ αὐθάδεια: «Τί νὰ σοῦ καταραστῶ, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔκλεισε τὴ μήτρα σου γιὰ νὰ μὴν ἀφήσεις ἀπογόνους στὸν Ἰσραήλ;». Ἡ Ἄννα περίλυπη, φόρεσε τὰ νυφικά της ροῦχα καὶ κατέβηκε στὸν κῆπο, γιὰ περίπατο, μήπως καὶ ἁπαλύνει τὸ διπλὸ πόνο της. Ἡ ὥρα ἦταν περὶ τὴν 9η, στάθηκε κάτω ἀπὸ μιὰ δάφνη καὶ προσευχήθηκε θερμά, μὲ δάκρυα στὰ μάτια στὸ Θεό, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, εὐλόγησε τὴ δούλη σου, ἄκουσε τὴ δέησή μου. Ὅπως εὐλόγησες τὴ μήτρα της Σάρας καὶ γέννησε τὸν Ἰσαάκ, ἀξίωσε καὶ μένα νὰ γίνω μητέρα». Σηκώνοντας ψηλὰ τὰ μάτια εἶδε στὰ κλαδιὰ τῆς δάφνης μιὰ φωλιὰ γεμάτη νεοσσοὺς καὶ ἔβγαλε θρηνητικὴ κραυγὴ λέγοντας: «Ἀλίμονο σὲ μένα, ποιός μὲ γέννησε καὶ ποιά μήτρα μὲ κυοφόρησε; Γιατί νὰ εἶμαι ἄτεκνη καὶ ὡς ἐκ τούτου καταραμένη στὰ μάτια τοῦ Ἰσραήλ, νὰ μὲ λοιδοροῦν καὶ νὰ μὲ προσβάλλουν ἀκόμα καὶ στὸ ναό σου; Ἀλίμονο μου, δὲν ἀξιώθηκα νὰ μοιάσω οὔτε μὲ τὰ πουλιά, τὰ ὁποῖα εἶναι γόνιμα. Δὲν ἐξομοιώθηκα οὔτε μὲ τὰ ἄγρια θηρία, τὰ ὁποῖα καὶ ἐκεῖνα εἶναι γόνιμα, χάρη σὲ σένα Κύριε. Δὲν ἐξομοιώθηκα μὲ τὰ νερὰ αὐτά, ἀφοῦ καὶ τοῦτα εἶναι γόνιμα. Ἀλίμονο μου, μὲ ποιόν ἐξομοιώθηκα; Οὔτε μὲ τὴ γῆ, ἀφοῦ καὶ αὐτὴ προσφέρει τοὺς καρποὺς στὸν καιρό της καὶ εὐλογεῖ ἐσένα, Κύριε»!
Ἀφοῦ τελείωσε τὴν προσευχή της καὶ ἐξέθεσε τὸ πικρὸ παράπονό της στὸ Θεό, κάθισε στὸ πεζούλι νὰ ἀναπαυτεῖ. Τότε ἔγινε τὸ μεγάλο θαῦμα, τῆς παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου λαμπροφορεμένος καὶ ἀπαστράπτων, λέγοντάς της: «Ἄννα, ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν προσευχή σου. Θὰ συλλάβεις καὶ θὰ γεννήσεις· ὁ καρπός σου θὰ γίνει γνωστὸς σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη»! Ἡ ἁγία γυναῖκα κατάλαβε ὅτι οἱ ἱκεσίες της εἰσακούστηκαν στὸ Θεό, πίστεψε χωρὶς δισταγμὸ στὴν ὀπτασία καὶ εἶπε: «Ζεῖ Κύριος ὁ Θεός μου· ἂν γεννήσω, εἴτε ἀγόρι εἴτε κορίτσι, θὰ τὸ προσφέρω ὡς δῶρο στὸν Κύριο τὸν Θεό μου, γιὰ νὰ τὸν λατρεύει καὶ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ σ’ ὅλη τὴ ζωή του»!
Ὁ ἄγγελος ὅμως πῆγε στὴ ἔρημο καὶ ἀνήγγειλε καὶ στὸν Ἰωακεὶμ τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα, λέγοντάς του: «Ἰωακείμ, ἄκουσε Κύριος ὁ Θεὸς τὴν προσευχή σου. Γύρνα πίσω στὸ σπίτι σου, γιατί ἡ Ἄννα, ἡ γυναῖκα σου, θὰ μείνει ἔγκυος»! Περιχαρὴς ἐπέστρεψε στὴν οἰκία του, ὅπου τὸν περίμενε ἡ ἐν πλήρῃ ἀγαλλιάσει ἡ Ἄννα. Ἔτρεξε, κρεμάστηκε ἀπὸ τὸν τράχηλο τοῦ καὶ μὲ χαρά του εἶπε: «Ξέρω τώρα καὶ δὲν ἀμφιβάλω, ὅτι ὁ Θεὸς μὲ εὐλόγησε πάρα πολύ. Τώρα πιὰ δὲν εἶναι χήρα, καὶ ἡ ἄτεκνη καὶ θὰ μείνω ἔγκυος»! Ὁ Ἰωακεὶμ ἦταν τότε ὀγδόντα τριῶν ἐτῶν καὶ ἡ Ἄννα ἑβδομῆντα. Μετὰ τὴν σύλληψη τὸ εὐσεβὲς ἀνδρόγυνο ὑποσχέθηκε νὰ ἀφιερώσει τὸ παιδί του στὸ Θεό, στὸν ὁποῖο ἀνῆκε, ἀφοῦ Ἐκεῖνος τοὺς τὸ χάρισε. Ἡ περίοδος τῆς ἐγκυμοσύνης ἦταν μιὰ διαρκὴς εὐχαριστήρια ὠδὴ στὸ Θεὸ γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο ποὺ τοὺς χάρισε, ἕνας ἀσίγαστος αἶνος πρὸς τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος δύναται νὰ καταλύει τοὺς φυσικοὺς νόμους.
Ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἐννέα μῆνες, ἡ Ἄννα γέννησε καὶ μὲ ἀγωνία ρώτησε τὴ μαῖα γιὰ τὸ φῦλο τοῦ βρέφους καὶ ἐκείνη τῆς ἀπάντησε ὅτι ἦταν κορίτσι. Τότε ἡ Ἄννα εὐχαρίστησε τὸ Θεό, λέγοντας: «Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτη». Καὶ ἔβαλαν τὴ νεογέννητη στὸ κρεβατάκι της καὶ τῆς ἔδωσαν οἱ γονεῖς τὸ ὄνομα
Μαριάμ, τὸ ὄνομα τῆς γιαγιᾶς της, τῆς μητέρας τῆς μητέρας της, τὸ ὁποῖο σημαίνει στὰ ἑβραϊκὰ «κυρία» καὶ ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ γίνει ἡ Κυρία τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀγγέλων.
Ἀφοῦ ἡ μικρὴ κόρη ἔγινε τριῶν ἐτῶν, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα θεώρησαν ὅτι ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ὑπόσχεσή τους στὸ Θεό. Πῆραν τὴ Μαρία καὶ τὴν πῆγαν
στὸ Ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴμ νὰ τὴν ἀφιερώσουν στὸ Θεό. Πίστευαν οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ὅτι ὁ Ναὸς τῶν Ἱεροσολύμων ἦταν ὁ τόπος τῆς κατοικίας καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, τὸ θεοσκότεινο καὶ ἄβατο μέρος τοῦ Ναοῦ, παρὰ μονάχα στὸν ἀρχιερέα τοῦ ἔτους καὶ μόνο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ «Ἐξιλασμοῦ», θεωροῦνταν ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ, φωτισμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διέγνωσαν τὴν ἁγιότητα τῆς κορασίδας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὴν ὁδήγησαν στὴν εἰδικὴ πτέρυγα τῶν παρακείμενων κτισμάτων, ὅπου διέμειναν οἱ ἀφιερωμένες παρθένες, ἀλλὰ τὴν ὁδήγησαν στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, γιὰ νὰ διαφυλαχτεὶ ἡ ἁγνότητά της καὶ ἡ ἁγιότητά της.
Ἐκεῖ ἔμεινε τρεφόμενη ἀπὸ οὐράνια τροφὴ καὶ ὑπηρετούμενη ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους, μέχρι ποὺ οἱ ἱερεῖς τὴν ἀρραβώνιασαν μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσήφ. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ γονεῖς της εἶχαν κοιμηθεῖ ὅταν ἐκείνη ἦταν ἕντεκα χρονῶν, ὁ Ἰωακεὶμ σὲ ἡλικία ἐνενῆντα δύο ἐτῶν καὶ ἡ Ἄννα ὀγδόντα τριῶν.
Ἡ ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες θεομητορικὲς ἑορτές, καθιερώθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ ἑορτάζονται ἀπὸ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες, μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου (431) καὶ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας (451), ὅταν ἀποκρυσταλλώθηκε τὸ δόγμα περὶ τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου. Σύμφωνα μὲ ἀρχαῖες μαρτυρίες, ἡ ἑορτή του Γενεσίου της καθιερώθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου μ. Χ. αἰῶνα, μὲ ἀρχὲς τοῦ 6ου στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σύντομα διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Στὴ Δύση καθιερώθηκε πρὸς τὰ τέλη τοῦ 7ου αἰῶνα ἀπὸ Ἕλληνες μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν στὴν Ἰταλία, μετὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν Ἀράβων. Ὁρίστηκε δὲ νὰ ἑορτάζεται στὶς 8 Σεπτεμβρίου.
Σπουδαῖοι ὑμνογράφοι καὶ μουσουργοὶ συνέθεσαν γιὰ τὴν ἑορτή, σπουδαίους ὕμνους, μὲ ὕψιστο θεολογικὸ περιεχόμενο, τὸ ὁποῖο ἐκφράζει τὴν περὶ τῆς Θεοτόκου διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ Γερμανὸς Α΄ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, ὁ Ἰωσὴφ Ὑμνογράφος, ἔχουν γράψει κανόνες, κοντάκια, τὰ ὁποῖα ψάλλονται κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς. Πολλὴ σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ ἁγιογραφία τῆς ἑορτῆς. Γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι ἁγιογράφοι ἱστόρησαν θαυμάσιες εἰκόνες του Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, οἱ ὁποῖες βρίσκονται σὲ μεγάλα μοναστικὰ κέντρα, ὅπως τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ σὲ ἐνοριακοὺς ναούς, πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς θεωροῦνται θαυματουργές. Ἐπίσης πλῆθος μονῶν καὶ ναῶν σὲ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο εἶναι ἀφιερωμένες στὴ σεπτή της Γέννηση.
Ὅπως προαναφέραμε, ὁ εὐσεβὴς λαός μας, ἔχει αὐξημένο τὸ αἰσθητήριο τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖο συντελέστηκε χάρις στὴν ὑπέρτατη συμβολὴ τῆς Παναγίας μας καὶ γιὰ τοῦτο τὴν τιμᾶ ὅπως ταιριάζει στὸ πάνσεπτο πρόσωπό της. Αὐτή, μετὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό, ἀπολαμβάνει ὕψιστη τιμητικὴ προσκύνηση καὶ ἀποτελεῖ τὸ προσφιλέστερο ἀνθρώπινο πρόσωπο τῆς ἱστορίας. Μὲ τὸ νὰ ἀξιωθεῖ νὰ γίνει ἡ μητέρα τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατέστη καὶ δική μας μητέρα, ἀφοῦ ὁ Λυτρωτής μας Χριστός, μᾶς ἔκαμε ἀδέλφια του, ὅπως τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐπειδὴ «ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι», «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφοὺς αὐτοὺς καλεῖν» (Ἔβρ.2,11 καὶ 17). Ἡ εὐσεβὴς ἐξιστόρηση τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου μας διδάσκει, γιὰ πολλοστὴ φορά, τὴν ἄμετρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς τοὺς παραστρατημένους στὴν ἁμαρτία ἀνθρώπους καὶ τὴν ἀσύλληπτη, γιὰ τὸν πεπερασμένο νοῦ μας, ὑλοποίηση τοῦ προαιώνιου σχεδίου της ἐν Χριστῷ
ἀπολύτρωσής μας. Ἡ Παναγία μας εἶναι, μετὰ τὸ Χριστό, τὸ κύριο πρόσωπο τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου. Ἡ συμβολή της ὑπῆρξε καθοριστική, διότι μόνον αὐτὴ ὑπῆρξε τὸ πλέον μοναδικὸ σκεῦος νὰ δεχτεῖ στὰ πάναγνα σπλάχνα της τὸ Θεό. Πέραν τῶν θεολογικῶν διδαγμάτων ἀπὸ τὴν μεγάλη ἑορτή, μποροῦμε νὰ πάρουμε καὶ πολλὰ καὶ ὑψηλὰ ἠθικὰ διδάγματα, γιὰ τὴν δική μας πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ προκοπή. Μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀκράδαντη πίστη τῶν ἁγίων προπατόρων Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννας, ἀπὸ τὴν ἄκρα ταπείνωσή τους, ἀπὸ τὴν ἀδιάσειστη ἐλπίδα τους στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν πιστότητα καὶ ἐκπλήρωση τῶν εὐσεβῶν ὑποσχέσεών τους στὸ Θεό. Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι τὰ δύο αὐτὰ βιβλικὰ πρόσωπα, κατέχουν ξεχωριστὴ θέση στὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ τοὺς ἐπικαλούμαστε σὲ κάθε ἱκεσία στὴν ἐκκλησιαστική μας λατρεία.
Ἡ Γέννηση τῆς Θεομήτορος ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον χαροποιὰ γεγονότα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἀφοῦ ἀποτελεῖ τὴν χαραυγὴ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Αὐτὴ τὴν ἱερὴ χαρὰ ἐκφράζει κάλλιστα καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, στὸ θαυμάσιο ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χὰρὰν ἐμήνυσε πὰσῃ τῇ οἰκουμένῃ, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χρὶστὸς ὁ Θὲὸς ἡμῶν, καὶ λύσας τὴν κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν, καὶ καταργήσας τὸν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζῶὴν τὴν αἰώνιον»! Ὁμοίως αὐτὴ τὴν αἰσιοδοξία ἐκφράζει καὶ τὸ θαυμάσιο τροπάριο, τοῦ κοντακίου, ποίημα τοῦ μεγάλου Ρωμανοῦ του Μελωδοῦ: «Ἡ προσευχὴ ὁμοῦ καὶ στεναγμός, τῆς στεὶρώσεως καὶ ἀτεκνώσεως Ἰὠακείμ τε καὶ Ἄννης, εὐπρόσδεκτος, καὶ εἰς τὰ ὦτα Κυρίου ἐλήλυθε, καὶ ἐβλάστησαν κὰρπὸν ζωηφόρον τῷ κόσμῳ· ὁ μὲν γὰρ προσευχὴν ἐν τῷ ὄρει ἐτέλει, ἡ δὲ ἐν παραδείσῳ ὄνειδος φέρει· ἀλλὰ μετὰ χάράς, ἡ στεῖρα τίκτει τὴν Θεοτόκον, καὶ τρὸφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Εἴθε, ἡ ἀνεκλάλητη καὶ ἀνέκφραστη αὐτὴ χαρὰ νὰ εἶναι μόνιμη κατάσταση στὴν ψυχή μας καὶ ἡ χάρη τῆς Θεοτόκου νὰ μᾶς σκεπάζει κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, θωρακίζοντάς μας ἀπὸ κάθε κακό, «ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι» (Α΄Τιμ.2,2).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου