8 Μαΐ 2023

Σύντομο ἱστορικό τοῦ θεσμοῦ τῶν ἰδιωτικῶν Ἡσυχαστηρίων στήν Ἑλλάδα καί ἡ ἀντισυνταγματική κατάργηση τῆς αὐτοδιοίκησής τους.

Χαράλαμπος Ἄνδραλης, Δικηγόρος
Ἡ Βαυαροκρατία ἔκλεισε μέ το ἀπό 25-9-1833 βασιλικό διάταγμα, τετρακόσια δώδεκα (412) μοναστήρια στήν τότε Ἑλληνική Ἐπικράτεια, κρατικοποιῶντας τήν περιουσία τους καί δημεύοντας ἀκόμα καί τά ἱερά σκεύη τῆς λατρείας, τίς εἰκόνες, τίς οἰκοσκευές κ.λπ. Ἄφησε μόλις ἑκατόν πενῆντα ἕνα (151) μοναστήρια σέ λειτουργία, ὡς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σέ ἐξάρτηση δηλαδή ἀπό τό κράτος καί μάλιστα μέ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου πάνω σέ αὐτά.

Ἡ νομική αὐτή διαστροφή καί ἡ κατάργηση τοῦ αὐτοδιοικήτου τῶν μονῶν, σέ συνδυασμό μέ δυτικές... μισσιοναριστικές ἀντιλήψεις περί κοινωνικῆς προσφορᾶς τῶν μοναχῶν, ἔπληξαν βαθέως τόν ἑλλαδικό μοναχισμό.

Ἔκτοτε, ὁ μοναχισμός στόν Ἑλλαδικό χῶρο παρότι δέν ἐξέλειψε ποτέ, ἔφθινε μέχρι καί τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνα, ὁπότε καί ἐμφανίστηκε ἀθόρυβα ὁ διωγμένος ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, Μητροπολίτης Πενταπόλεως Νεκτάριος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ ἀναβιωτής τοῦ αὐτοδιοίκητου μοναχισμοῦ στήν Ἑλλάδα.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, πρίν τήν ἔνταξή του στόν κοσμικό κλῆρο, ἔζησε ἕνα μικρό χρονικό διάστημα στό κοινόβιο τῆς Νέας Μονῆς Χίου, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Μέσα ἀπό τίς γνωστές περιπέτειες, κατέληξε τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στήν Αἴγινα, ὅπου μαζί μέ πνευματικές του θυγατέρες ἵδρυσαν κοινόβιο γυναικεῖο μοναστήρι, στό ὁποῖο ἐγκαταβιοῦσε καί ἐκεῖνος ὡς πνευματικός τῶν καλογραιῶν.

Ἡ στιγμή τῆς ἄτυπης ἵδρυσης τῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἦταν ἱστορική, ὄχι μόνο γιατί δημιουργήθηκε ἕνα μοναστήρι πού ἔμελε νά λάβει παγκόσμια ἀκτινοβολία καί νά βοηθήσει χιλιάδες ψυχές, ἀλλά καί διότι ὑπῆρξε τό πρῶτο μοναστήρι ἰδιωτικοῦ δικαίου στό Ἑλληνικό κράτος, νομική μορφή πού ἀργότερα ὀνομάστηκε «Ἡσυχαστήριο», γιά νά διαχωρίζεται ἀπό ἐκεῖνα πού εἶναι δημοσίου δικαίου.

Κάθε ἀγαθό ἐκκλησιαστικό ἔργο, ὅμως, βρίσκει σθεναρή πειρασμική ἀντίσταση, ὥσπου νά ἐξαγιασθεί μέ τίς ἀρετές τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀνεξικακίας. Ἔτσι καί τό Ἡσυχαστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος πέρασε πολλές περιπέτειες μέχρι νά ἀναγνωριστεῖ νομικά. Ὅπως πληροφορούμαστε ἀπό  τούς βιογράφους του, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μέ ἐπιμονή ζητοῦσε ἀπό τήν ἁρμόδια ἐκκλησιαστική ἀρχή (τότε Μητρόπολη Ἀθηνῶν) τήν ἔγκριση καί ἀναγνώριση τῆς Μονῆς ὡς ἰδιωτικῆς, ὑπό τήν πνευματική ἐποπτεία τῆς Μητροπόλεως. Τήν ἐποχή ἐκείνη, κάτι τέτοιο ἦταν πρωτόγνωρο, καθώς τά μοναστήρια λειτουργοῦσαν ὑπό τή μορφή ΝΠΔΔ, ἐνῶ τά ἐλάχιστα ἰδιωτικά κοινόβια ὀρθοδόξων μοναχῶν, δέν ἀναγνωρίζονταν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τό κράτος καί λειτουργοῦσαν παράτυπα.

Ὁ ἐξόριστος Μητροπολίτης, ἐκτός ἀπό τά ἄλλα βάσανα πού ὑπέμεινε ἀπό το φθόνο ἐκκλησιαστικῶν καί μή προσώπων, εἶχε νά ἀντιμετωπίσει καί τή σταθερή ἄρνηση τῶν Μητροπολιτῶν Ἀθηνῶν, Θεοκλήτου Μηνοπούλου καί Μελετίου Μεταξάκη, γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Μονῆς του.

Παρά ταῦτα ὁ Ἅγιος δέν ἔκανε καμία ὑποχώρηση στή νομική μορφή πού ὁραματιζόταν νά δώσει στό Μοναστήρι του, παρότι ὡς χαρακτῆρας ἦταν ἤπιος καί ὑποχωρητικός. Τό γεγονός αὐτό, μᾶς ἰσχυροποιεῖ τήν πεποίθηση ὅτι ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου δέν ἦταν ἀποτέλεσμα «καπρίτσιου» ἤ ἐκκλησιαστικοῦ καπετανάτου, ἀλλά ἀποτέλεσμα θείας πληροφορίας γιά τήν ἀνεύρεση τοῦ χαμένου -  ἐλέῳ βαυαροκρατίας - αὐτοδιοίκητου καί ἀπρόσκοπτου μοναχισμοῦ.

Μάλιστα, ὁ κανονισμός τοῦ Μοναστηριοῦ, κατόπιν παρακλήσεως τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, συνετάχθη ἀπό τόν Πρύτανη τῶν Ἡσυχαστῶν, τόν διακριτικό Ὅσιο Δανιήλ τόν Κατουνακιώτη τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1908, ὁ ὁποῖος δέν ἔφερε καμία ἀντίρρηση στήν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου γιά τή νομική φύση τῆς Μονῆς καί ὁ ὁποῖος σέ καμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ἀπειθής πρός τήν Ἐκκλησία.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐκοιμήθη τό 1920 χωρίς νά ἔχει ἀναγνωριστεῖ τό μοναστήρι του. Στήν ἰδιόγραφη διαθήκη του διατύπωσε τήν ἐπιθυμία του νά λάβει τό μοναστήρι νομική προσωπικότητα ἰδιωτικοῦ δικαίου, γεγονός πού πραγματοποιήθηκε κατ' εὐδοκίαν τοῦ Κυρίου, ἀρκετά ἔτη μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὑπό τήν παλλαϊκή ἀναγνώριση τοῦ Ἁγίου ὡς θαυματουργοῦ καί χαριτόβρυτου, ἀναγνωρίστηκε ἀπό τό Κράτος καί τήν Ἐκκλησία ἡ νόμιμη ἵδρυση καί λειτουργία μονῶν ἰδιωτικοῦ δικαίου ἀρχικά μέ τό ἄρθρο 33 τοῦ ν.δ. 126/1969 καί ἀργότερα, καταργουμένου τοῦ νομοθετικοῦ διατάγματος, μέ τό ἄρθρο 39 παρ. 10 του ν. 590/1977.

Ἔτσι, ἡ Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης ἔγινε τό πρῶτο ἐπίσημο Μοναστήρι Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, μέ τή μορφή ἱδρύματος, ἀνεξάρτητο ἀπό τό κράτος καί ὑφιστάμενο στήν πνευματική μόνο ἐποπτεία τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου καί ὄχι στήν ἀπόλυτη ἐξουσία του. Οὐσιαστικά, ἔγινε τό πρῶτο μοναστήρι τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, πού λειτουργοῦσε κατά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ὅπως οἱ Μονές στή Ρωμανία (Βυζάντιο), οἱ ὁποῖες κατατάσσονταν στά εὐαγῆ ἱδρύματα καί μάλιστα μέ ἰδιαίτερη νομική προσωπικότητα[1].

Ἔκτοτε, ἱδρύθηκαν καί ἄλλα ἰδιωτικοῦ δικαίου Ἡσυχαστήρια. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τίς μονές Ἁγίου Ἰωάννη Εὐαγγελιστοῦ Σουρωτής Θεσσαλονίκης καί Ἁγίου Ἀρσενίου Καππαδόκου Χαλκιδικής, ἱδρυθεῖσες ἀπό πνευματικά τέκνα τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου κατά τίς ὑποδείξεις του, Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στό Μήλεσι Ωρωποῦ, ἱδρυθεῖσα ἀπό τόν Ἅγιο Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη, Κεχαριτωμένης Τροιζηνίας, ἱδρυθεῖσα ἀπό το Γέροντα Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, Παναγίας Γλυκοφιλούσας Ραψάνης, ἱδρυθεῖσα ἀπό πνευματικές θυγατέρες τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτη καί Ἀριζονίτη κατά τίς ὑποδείξεις του, Τιμίου Προδρόμου στή Μεταμόρφωση Χαλκιδικής, ἱδρυθεῖσα ἀπό το Γέροντα Γρηγόριο Παπασωτηρίου, Ἁγίας Τριάδος καί Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ἱδρυθεῖσες ἀπό το Γέροντα Συμεῶν Κραγιόπουλο κ.λπ.

Ὅλοι αὐτοί οἱ ὁσιακῆς βιωτῆς ἱδρυτές ἡσυχαστηρίων, φρόντισαν ὄχι τυχαία,τυχαῖα νά ἱδρύσουν Μονές ἰδιωτικοῦ καί ὄχι δημοσίου δικαίου. Κανένας δέν μπορεῖ νά κατηγορήσει τούς Ἁγίους καί τούς ὁσιακῆς μνήμης Γέροντες γιά ἀντιεκκλησιαστικό φρόνημα, ἀνυπακοή, ἐγωισμό, ἀνταρσία. Κινήθηκαν κανονικῶς καί νομίμως, γιά τήν ἵδρυση ΝΠΙΔ, διότι ἡ ἐπιθυμία τους ἦταν νά δώσουν τή συγκεκριμένη νομική μορφή στίς Μονές τους, ὑπολογίζοντας τίς διαφορές στό νομικό καθεστώς καί τή λειτουργία, ἀπό ἐκεῖνες τίς Ἱερές Μονές πού λειτουργοῦν ὡς ΝΠΔΔ. Στήν ἐπιλογή τους νά ἱδρύσουν ἰδιωτικά Ἡσυχαστήρια, συγκατένευσε τόσο ὁ οἰκεῖος Ἀρχιερέας, κατά τά ὁριζόμενα στόν Δ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καί ἡ Ἱερά Σύνοδος. Ἀκολουθῶντας τή διαδικασία πού ὁρίζει ὁ νόμος, ὑπέβαλαν στήν ἁρμόδια ἐκκλησιαστική ἀρχή (οἰκεῖο Ἱεράρχη ἤ ΔΙΣ) τό αἴτημά τους, τό ὁποῖο ἔγινε δεκτό. Κατ' αὐτόν τόν τρόπο, στά πλαίσια τῆς οἰκονομικῆς καί κοινωνικῆς ἐλευθερίας πού κατοχυρώνεται στό ἄρθρο 5 τοῦ Συντάγματος, συνέταξαν τό καταστατικό λειτουργίας, σύμφωνο μέ τούς Ἱερούς Κανόνες, τίς Ἱερές Παραδόσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τούς νόμους τοῦ κράτους.

Οἱ σημερινοί διάδοχοί τους ἔχουν τήν ἠθική ὑποχρέωση (τήν ὁποία ἐκτελοῦν στό ἀκέραιο, πρός τιμήν τους) νά διατηρήσουν τό νομικό χαρακτῆρα τῶν κοινοβίων τους καί ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία νά σεβαστεῖ τήν ἐπιθυμία τῶν ἱδρυτῶν τους, ἡ ὁποία ἐπιθυμία εἶχε καί τήν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία γιά παραπάνω ἀπό μισό αἰῶνα δεχόταν ἀσμένως καί σοφῶς τήν ἵδρυση ἰδιωτικῶν ἡσυχαστηρίων, κάτι πού προστάτευε καί τήν περιουσία τῶν Μονῶν αὐτῶν ἀπό τίς αὐθαίρετες παρεμβάσεις τῆς Πολιτείας, ὅπως ὁ ἐκκλησιομάχος Νόμος Τρίτση. Ἄλλωστε, τά Ἡσυχαστήρια πάντα τελοῦσαν ὑπό τήν πνευματική ἐποπτεία τοῦ Ἐπισκόπου, κατά τούς Ἱερούς Κανόνες καί οὐσιαστικά ἀποτελοῦσαν καί ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τῶν τοπικῶν Ἐκκλησίων, διατηρῶντας, ὅμως, τήν αὐτοδιοίκησή τους.

Ὡστόσο, τά τελευταῖα χρόνια ἐπιχειρεῖται ἡ κατάργηση τοῦ αὐτοδιοικήτου τῶν ἡσυχαστηρίων καί ἡ ἐξίσωσή τους μέ τίς μονές δημοσίου δικαίου. Πιό συγκεκριμένα, μέ τό ἄρθρο 50 παρ. 2α τοῦ νόμου 4559/2018 (ΦΕΚ Ἀ΄ 142/3.8.2018) τροποποιήθηκε ὁ καταστατικός χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὥστε νά δίνεται ἡ δυνατότητα νά συμπληρώνονται καί νά τροποποιοῦνται ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο κατόπιν προτάσεως τοῦ οἰκείου Ἀρχιερέως, τά καταστατικά τῶν Ἡσυχαστηρίων μέ τά ὁποῖα ρυθμίζονται τά τῆς διοικήσεως, διαχειρίσεως ἐλέγχου καί ἐν γένει λειτουργίας αὐτῶν, ὡς καί τα τῆς ὑπηρεσιακῆς ἐν  γένει καταστάσεως τοῦ προσωπικοῦ αὐτῶν.

Μέ τήν ἴδια τροποποίηση δίνεται ἡ δυνατότητα στόν οἰκεῖο Μητροπολίτη νά ἀσκεῖ ἐπί τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων τῆς ἐπαρχίας του ὄχι μόνο πνευματική ἐποπτεία, ἀλλά καί τόν ἔλεγχο τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως, ἀσχέτως ἀντιθέτων προβλέψεων στά ἱδρυτικά κείμενα των Ἡσυχαστηρίων καί τοῦ ἕως σήμερα καθεστῶτος λειτουργίας τους.

Μέ αὐτόν τόν τρόπο τά Ἡσυχαστήρια χάνουν τήν αὐτοδιοίκησή τους, παρότι εἶναι ἀναγνωρισμένες - ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν Πολιτεία - ἑνώσεις προσώπων ἰδιωτικοῦ δικαίου. Δίνεται δέ στόν ἑκάστοτε Ἀρχιερέα ἡ δυνατότητα νά τροποποιεῖ κατά τό δοκοῦν τά καταστατικά καί τόν κανονισμό λειτουργίας τους, χωρίς τή συγκατάθεση τῶν μοναστῶν καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά καθιστᾶ τά ἡσυχαστήρια, ἀπολύτως ἐξαρτώμενα ἀπό τόν ἴδιο.

Ἡ νομοθετική ἐξίσωση μέ τά μοναστήρια δημοσίου δικαίου πάσχει πολλαπλῆς ἀντισυνταγματικότητας, καθώς ἔρχεται σέ καταφανῆ σύγκρουση μέ τά ἄρθρα 4 (Ἰσότητα τῶν Ἑλλήνων), 5 (Ἐλεύθερη ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας, προσωπική ἐλευθερία), 13 (Περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας), 17 (Προστασία τῆς ἰδιοκτησίας)  καί 109  (Διαθήκη, κωδίκελλος, δωρεά) τοῦ Συντάγματος, καθώς ἡ συνταγματικά ἀπαραβίαστη ἰδιωτική περιουσία τῶν ἡσυχαστηρίων πού ἀποκτήθηκε μέ προσωπική ἐργασία, κληρονομιές καί δωρεές, μπορεῖ νά τεθεῖ ὑπό τή διαχείριση τρίτων προσώπων καί μάλιστα ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξες Μονές, ἐνῶ δέν τυγχάνουν ἴδιας μεταχείρισης καθιδρύματα ἄλλων δογμάτων καί θρησκειῶν, οὔτε φυσικά τά μή θρησκευτικά νομικά πρόσωπα.

Ἐπί τη βάσει τῆς παραπάνω ἀντιμοναστικής νομοθετικῆς τροποποίησης, κυρώθηκε ὁ ὑπ' ἀρ. 337/2021 (ΦΕΚ 37/Α/28-2-2022) Γενικός Κανονισμός λειτουργίας τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ὁ κανονισμός υἱοθετεῖ τις συνταγματικά ἀπαράδεκτες τροποποιήσεις πού ἐξισώνουν τά ἡσυχαστήρια μέ τίς Μονές δημοσίου δικαίου καί τίς θέτουν ὑπό τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου. Ὁ κανονισμός ἔχει προσβληθεῖ ἁρμοδίως ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί ἀναμένεται ἡ συζήτηση ἐπί τῆς αἰτήσεως ἀκυρώσεως, ἐντός τοῦ μηνός Μαΐου.

Εἶναι πολύ διδακτική ἡ ὄχι πολύ παλιά ἱστορία τῆς κόντρας κεκοιμημένου σήμερα πρώην ἐπισκόπου καί τῆς ἀδελφότητας γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς, μέ σκοπό τήν οἰκονομική ἐκμετάλλευση τῆς Μονῆς καί τοῦ Ἁγίου της ἀπό τόν ἴδιο (ὅπως ἀπεφάνθη ἡ Ἑλληνική Δικαιοσύνη σέ ἀνώτατο ἐπίπεδο), ἡ ὁποία κόντρα κατέληξε σέ διασυρμό τοῦ ἰδίου καί βαρύτατο σκανδαλισμό τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος καί βεβαιώνει ὅτι ὅποιος ἀδικεῖ τά Μοναστήρια καί τούς Ἁγίους τους, πρός κέντρα λακτίζει.

Ἰσχυρή πεποίθηση τοῦ γράφοντος εἶναι ὅτι ἄν τό Στέ δέν βάλει ἀνάχωμα στόν ἀντιμοναστικό καί ἀντισυνταγματικό κανονισμό, θά βάλουν οἱ Ἅγιοι ἱδρυτές τῶν Ἡσυχαστηρίων.

[1] Μαρία Τατάγια: Τό Νομικό Καθεστώς τῶν Ἡσυχαστηρίων στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, Θεσσαλονίκη 2003, σέλ 28. (Διατριβή ΑΠΘ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.