12 Μαΐ 2023

Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου - Ὁ μεγάλος ἀντιαιρετικὸς Πατέρας (12 Μαΐου †)

Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας χαρακτηρίζονται ὡς Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Κι’ αὐτὸ διότι διακρίθηκαν, πέρα ἀπὸ τὴν ἁγιότητά τους, καὶ γιὰ τὴν μεγάλη προσφορά τους στὴν Ἐκκλησία. Ἔχοντας τεράστια...μόρφωση, θεολογικὴ παιδεία καὶ ποιμαντικὴ ἱκανότητα, σημάδεψαν τὴν ἐποχή τους, ἀλλὰ καὶ παραμένουν στοὺς αἰῶνες αὐθεντίες καὶ πρότυπα ἀληθινῶν ποιμένων. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου.

Εἶχε ἰουδαϊκὴ καταγωγή. Οἱ γονεῖς του ἦταν πάμφτωχοι ἀγρότες Ἰουδαῖοι. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βησανδούκη (ἢ Βησανδοὺκ) κοντὰ στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης περὶ τὸ 315. Σύμφωνα ὅμως μὲ κυπριακὴ παράδοση, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Καλοπαναγιώτης, Μαραθάσας τῆς Κύπρου, καὶ μεγάλωσε στὴν Βησανδούκη. Εἶχε ἕνα ἀκόμη ἀδελφὸ τὸν Καλλίτροπο καὶ μία ἀδελφή.

Ἂν καὶ μεγάλωσε σὲ ἰουδαϊκὸ περιβάλλον, μία ἐσωτερικὴ δύναμη τὸν ἔσπρωχνε νὰ ἀναζητήσει τὴν ἀλήθεια ἐκτός τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας. Αὐτὸ ἔγινε ὅταν ἦταν σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν. Ἀφοῦ πέθαναν οἱ γονεῖς του καὶ γνώρισε, δύο ὀνομαστοὺς ἁγίους καὶ σοφοὺς ἀσκητές, τὸν Λουκιανὸ καὶ τὸν Ἰλαρίωνα, οἱ ὁποῖοι τοῦ μίλησαν γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὸν κατήχησαν στὴν χριστιανικὴ πίστη.

Ὁ Ἐπιφάνιος κατηχήθηκε γιὰ ὅσο καιρὸ ἀπαιτοῦνταν, ἀπὸ τοὺς δύο σεβάσμιους καὶ ἔνθερμους μοναχοὺς καὶ ἔγινε γνώστης τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Κατόπιν ἔλαβε τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἑπτὰ ἡμέρες μετὰ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀφιερωθεῖ ψυχὴ τε καὶ σώματι στὸ Χριστό, στὴν πίστη τοῦ Ὁποίου βρῆκε αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε: τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν σωτηρία. Τακτοποίησε τὴν ἀδελφή του σὲ κάποιο γυναικεῖο μοναστήρι καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης. Πῆγε νὰ γνωρίσει ἁγίους ἀσκητὲς καὶ νὰ ζήσει μαζί τους τὴν ἁγία καὶ ἰσάγγελη ζωὴ τῆς ἐρήμου. Συνάντησε τοὺς πλέον ἐπιφανεῖς καὶ ἁγίους ἀσκητές, μὲ τοὺς ὁποίους συγκατοίκησε, ἔχοντάς τους ὡς διδάσκαλους καὶ καθοδηγητές του στὸν πνευματικό του ἀγώνα, γιὰ τὴν τελείωσή του.

Προσευχόταν ἀδιάκοπα, νήστευε, ἀγρυπνοῦσε, μελετοῦσε τὶς ἅγιες γραφὲς καὶ ὑπακούοντας στὶς προτροπὲς τῶν Γερόντων πρόκοβε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα. Σύντομα ἔγινε ὁ ἴδιος παράδειγμα γιὰ ἄλλους ἀσκητές. Ἡ φήμη του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν περιοχή.

Τὸν ἀπασχολοῦσε ἔντονα ἡ δράση τῶν αἱρετικῶν, τοὺς ὁποίους θεωροῦσε ὡς ὄργανα τοῦ διαβόλου, γιὰ τὴν ματαίωση τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Γιὰ νὰ μάθει περισσότερα γιὰ τὶς πλάνες τους συναναστρέφονταν μαζί τους, ἀποκομίζοντας ἔτσι πλούσια ἐμπειρία, τὴν ὁποία χρησιμοποίησε στὴν συνέχεια γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή τους. 

Λίγο μετὰ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου φοίτησε στὶς ἐκεῖ ὀνομαστὲς σχολές, ἀποκτώντας σημαντικὴ θεολογικὴ κατάρτιση καὶ κλασσικὴ παιδεία. Σπούδασε θεολογία καὶ φιλοσοφία καὶ ἔμαθε πέντε γλῶσσες (Ἑλληνικά, Ἑβραϊκά, Λατινικά, Συριακὰ καὶ Κοπτικά).  

Ἀργότερα γύρισε στὴν Παλαιστίνη, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι, συγκέντρωσε μεγάλη ἀδελφότητα καὶ τὴν ποίμανε γιὰ τριάντα περίπου χρόνια, ἀποκτώντας φήμη ἁγίου.

Τὸ 367 μπῆκε σὲ κάποιο πλοῖο νὰ ταξιδέψει σὲ κάποιο τόπο. Ὅμως, κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο, ἐγέρθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή, ἡ ὁποία ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὴν Κύπρο. Προσάραξε στὴν πόλη Σαλαμίνα, ἡ ὁποία εἶχε μετονομασθεῖ σὲ Κωνσταντία, διότι τὴν ἀνοικοδόμησε, μετὰ ἀπὸ κάποιο καταστροφικὸ σεισμό, περὶ τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰώνα, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος (339-361), παίρνοντας ἔτσι ἀπὸ αὐτὸν τὸ ὄνομά της.

Ἡ Κωνσταντία ἦταν ἡ ἕδρα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, ἡ ὁποία ἦταν κενὴ ἐκείνη τὴν περίοδο. Οἱ κάτοικοι ὑποδέχτηκαν μὲ τιμὲς τὸν Ἐπιφάνιο, διότι ἡ φήμη του εἶχε φτάσει ὡς ἐκεῖ καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ καταστεῖ ποιμενάρχης τους. Ἐκεῖνος, παρ’ ὅλες τὶς ἀντιρρήσεις του, δέχτηκε καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας. Θεώρησε τὴν θαυματουργική του ἀκούσια μετάβαση στὴν Κύπρο, ὡς κλήση ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπὸ τὴν θέση του αὐτὴ ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος ξεκίνησε ἕνα τεράστιο ποιμαντικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο. Ἡ πρώτη του ἐνέργεια ἦταν νὰ ἀποδευσμεύσει τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας καὶ νὰ τὴν προσδέσει στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας, διότι πίστευε πὼς ἡ δεύτερη ἐξέφραζε καλλίτερα τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, τὸν ὁποῖο θαύμαζε καὶ εἶχε ὡς πρότυπό του. Ἀντίθετα, θεωροῦσε πὼς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας εἶχε παρεκκλίνει σὲ πλάνες καὶ ἰδιαίτερα πρὸς αὐτὲς τοῦ Ὠριγένη, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε ὡς μέγα αἱρετικὸ καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν καταδίκη τῶν δοξασιῶν του. Μάλιστα δὲν δίστασε νὰ ἔρθει σὲ ρήξη μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱεροσολύμων Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος συμπαθοῦσε τὸν ἀρχαῖο αὐτὸ ἐκκλησιαστικὸ συγγραφέα. Λόγῳ δὲ τῆς πολεμικῆς του πρὸς τὸν Ὠριγένη τήρησε μία ἐπιφυλακτικὴ θέση πρὸς τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν κλασσικὴ παιδεία.  

Ἔστρεψε μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο τὴν προσοχή του καὶ τὴ μέριμνά του στὴν διαφύλαξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅπως οἱ ἀρειανοί, οἱ πνευματομάχοι, οἱ ὠριγενιστές, ἀλλὰ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Ὁ Ἐπιφάνιος, ἐκφράζοντας τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πίστευε πὼς ἡ ἀλήθεια εἶναι συνώνυμη μὲ τὴν σωτηρία, πὼς οἱ πλάνες, οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ κακοδοξίες, ὄχι μόνο δὲν σώζουν, ἀλλὰ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. Εἶναι τὰ ὀλέθρια σπέρματα καὶ ζιζάνια τοῦ διαβόλου στὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποία τείνουν νὰ καταπνίξουν τὸν ἀγαθὸ σπόρο (Ματθ. 13, 2). Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίστηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν προάσπιση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Κατέστη ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον γόνιμους ἀντιαιρετικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡς ἄριστος γνώστης τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμάτων, ἀντιμετώπισε μὲ ἀποτελεσματικότητα τοὺς αἱρετικούς τῆς Μεγαλονήσου. Παράλληλα συνέγραφε στηλιτευτικοὺς λόγους κατὰ ὅλων τῶν αἱρέσεων.

Ἄσκησε ἐπίσης σημαντικὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο, χάρις στὸ ὁποῖο βρῆκαν ἀγάπη καὶ στήριξη χιλιάδες ἀναξιοπαθοῦντες Κύπριοι. Ἐπίσης ἔκτισε πολλοὺς ναούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴν μεγάλη βασιλική τῆς Κωνσταντίας, τὴν ὁποία δὲν πρόλαβε νὰ ἀποπερατώσει καὶ τῆς ὁποίας σώζονται μέχρι σήμερα τὰ ἐρείπια. Ἀκόμα ἀξιώθηκε νὰ ἐπιτελέσει καὶ πολλὰ θαύματα. Θεράπευσε τὴν δαιμονισμένη κόρη τοῦ Πέρση Βασιλιᾶ καὶ ἀνάστησε τὸ νεκρὸ γιὸ ἑνὸς ἄλλου Πέρση ἄρχοντα. Ἀπάλλαξε ἀπὸ ἕνα φοβερὸ λιοντάρι μία περιοχή, τὸ ὁποῖο κατασπάραζε ἀνθρώπους καὶ ζῶα. Ἀπάλλαξε ἀπὸ δαιμόνιο τὸ γιὸ ἑνὸς Ρωμαίου Ἔπαρχου, ὀνόματι Κάλλιστου καὶ ἐπίσης θεράπευσε καὶ αὐτὸν τὸν αὐτοκράτορα Μ. Θεοδόσιο (379-395), ἀπὸ σοβαρὴ πάθηση τῶν ἄκρων. 

Ἦταν ἄνθρωπος ἀγαθῶν προαιρέσεων καὶ εὐκολόπιστος. Αὐτὸ τὸν ὁδήγησε νὰ προβεῖ σὲ κάποιες λανθασμένες ἐπιλογές του, γιὰ τὶς ὁποῖες ἀργότερα μετανόησε. Κυριότερο λάθος του ἦταν νὰ  συνταχθεῖ μὲ τὸν κακεντρεχῆ ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο (385-412), ἐναντίον τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου (354-307). Περισσότερο ἀπ’ ὅλα ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι κάποιοι ὠριγενιστὲς Ἀλεξανδρινοί, διωγμένοι ἀπὸ τὸν Θεόφιλο, βρῆκαν καταφύγιο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀρχιεπίσκοπος ἦταν ὁ Χρυσόστομος.

Τὸ 402 μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἦρθε σὲ ρήξη μὲ αὐτόν, κατηγορώντας τον ὡς αἱρετικό. Γιὰ νὰ πετύχει τὴν καταδίκη τῶν ὠριγενιστῶν συμμάχησε μὲ τοὺς ἀντιπάλους τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἐκμεταλλεύτηκαν αὐτὴν τὴν συμμαχία. Ὁ Χρυσόστομος τοῦ ζήτησε νὰ φύγει. Τελικὰ ὁ Ἐπιφάνιος κατάλαβε τὸ λάθος του, ζήτησε συγνώμη καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κύπρο. Ἀλλὰ  κατὰ τὴν ἐπιστροφή του, στὶς 12 Μαΐου 403, κοιμήθηκε ξαφνικὰ ἐν πλῷ, ὕστερα ἀπὸ τριάντα ἔξι χρόνια ἀρχιερατείας. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ εἶχε μετακομίσει στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφὸς (866-912). Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 12 Μαΐου. 

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος κατατάσσεται στοὺς μεγάλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας. Μᾶς ἄφησε ἕνα τεράστιο καὶ ἀνεκτίμητο συγγραφικὸ ἔργο, ἀντιρρητικὸ κατὰ τῶν μεγάλων αἱρέσεων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Γνωστὸ εἶναι τὸ ἔργο του «Πανάριον», ὅπου ἀποκρούει ὅλες τὶς κακοδοξίες τῆς ἐποχῆς του. Ὁ «Ἀγκυρωτὸς» (σὲ 120 παραγράφους ἐπιτομὴ τῆς Θεολογίας), τὸ «Περὶ τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὄντων ἐν τοῖς στολισμοῖς τοῦ Ἀαρῶν» καὶ ἄλλα πολλά.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.