Ἡ ἔνδοξη πόλη τῶν Ἀθηνῶν δέν φημίζεται μόνον γιά τό προχριστιανικό της παρελθόν, ἀλλά καί γιά τό μετέπειτα χριστιανικό της. Ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια ἀνάδειξε μεγάλους ἁγίους. Στά μαῦρα χρόνια τῆς τουρκικῆς δουλείας ἀνάδειξε ἐπίσης καί πολλούς Νεομάρτυρες. Ἕνας ἀπό αὐτούς ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Ἀθηναῖος.
Γεννήθηκε στήν Ἀθήνα στά μισά τοῦ 18ου αἰῶνα. Οἱ γονεῖς τοῦ Μῆτρος καί Καλομοίρα, ἦταν πάμφτωχοι καί ἄσημοι ἄνθρωποι, ἀλλά εὐσεβεῖς χριστιανοί. Μεγάλωσαν τόν γιό τους Ἀντώνιο μέ στοργή καί τοῦ ἐνέπνευσαν τήν πίστη στόν ἀληθινό Τριαδικό Θεό. Μέσα στή φτώχεια τούς κατόρθωσαν νά τοῦ μάθουν... στοιχειώδη γράμματα, ὅσα μποροῦσαν νά μάθουν οἱ ὑπόδουλοι Ρωμηοί. Ὅταν ἔγινε δώδεκα χρονῶν, θέλοντας νά βοηθήσει οἰκονομικά τήν πτωχή οἰκογένειά του, παραδόθηκε στή δούλεψη ἑνός πλούσιου τουρκαλαβανοῦ, ἀπό τούς πολλούς οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν στήν Ἀθήνα καί λυμαίνονταν τίς πλούσιες γαῖες τῆς Ἀττικῆς γῆς. Ὁ Ἀντώνιος ὑπέδειξε ἀσυνήθιστη ἐργατικότητα καί τιμιότητα, ὥστε ἀπέκτησε τήν ἐμπιστοσύνη τῶν ἀφεντικῶν του.
Τέσσερα χρόνια μετά, στά 1770, κατέπλευσε στήν Πελοπόννησο ἡ Ρωσική ἀρμάδα, ὑπό τόν Ὀρλόφ, γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Μοριᾶ. Τότε ἔσπευσαν πολλοί τουρκαλβανοί γιά νά καταπνίξουν τήν ἐπανάσταση καί νά λεηλατήσουν τούς ἐπαναστατημένους Μοραΐτες. Μεταξύ αὐτῶν ἔσπευσε καί τό ἀφεντικό τοῦ Ἀντωνίου, παίρνοντας μαζί του καί τό δοῦλο του Ἀντώνιο. Ἀφοῦ καταπνίγηκε ἡ ἐπανάσταση καί ἔγιναν ἀπίστευτες σφαγές καί δηώσεις, ὁ τουρκαλβανός πούλησε τόν Ἀντώνιο σέ κάποιους Ἀγαρηνούς ἐμίρηδες. Ἐκεῖνοι εὐθύς του ζήτησαν νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά ἀσπασθεῖ τό Ἰσλάμ. Τόν ἀπειλοῦσαν καθημερινά καί τόν βασάνιζαν, ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνιόταν κατηγορηματικά νά ἀρνηθεῖ τό Χριστό.
Μετά ἀπό κάποιο καιρό τόν πῆραν μαζί τους στό Δούναβη ποταμό καί τόν κατάταξαν στό τουρκικό στρατό. Ἐκεῖ ἄρχισαν νά τόν μεταπωλούν διαδοχικά σέ διάφορους τούρκους ἀφέντες, πέντε φορές. Ὅλοι τους τόν ἐξεβίαζαν νά ἐξισλαμισθεῖ καί νά ἀναβαθμιστεῖ στόν τουρκικό στρατό. Τόν κολάκευαν καί τοῦ ἔταζαν χρήματα, τιμές καί ἀξιώματα. Μετά τήν πεισματική του ἄρνηση τόν φοβέριζαν καί τόν βασάνιζαν. Ὅμως ὁ Ἀντώνιος ἔμεινε ἀμετακίνητος στήν πίστη καί τήν εὐσέβεια τῶν πατέρων του.
Ὅταν εἶδαν ὅτι ἦταν μάταιοι οἱ κόποι τους, τόν πούλησαν σέ ἕναν ὀρθόδοξο Χριστιανό ἐπιχειρηματία, μεταξουργό, στήν Κωνσταντινούπολη, γιά τετρακόσια γρόσια. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἦταν ἀγαθῶν προθέσεων καί ἀγαποῦσε τόν Ἀντώνιο, διότι τόν ὑπηρετοῦσε μέ ζῆλο καί τιμιότητα. Βοηθοῦσε τή γυναῖκα του στό σπίτι καί στό ἐργαστήριό του. Ἐκεῖ τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἐπισκεφτεῖ κάποιο πνευματικό καί νά ἐξομολογηθεῖ, μέ συντριβή καρδιᾶς τά ἁμαρτήματά του καί νά κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων στόν Ἅγιο Νικόλαο στό Τουμπιαλί.
Ὕστερα ἀπό λίγο καιρό εἶδε ἕνα παράξενο ὄνειρο. Τόν ἐπισκέφτηκε μιά ὄμορφη ἀρχοντική γυναῖκα, ἡ ὁποία τοῦ ὑποσχέθηκε βοήθεια, δύναμη καί προστασία, σκεπάζοντάς τον μέ τό φόρεμά της. Ὁ Ἀντώνιος τό ἐξέλαβε ὡς μήνυμα μαρτυρίου.
Πράγματι τό πρωί, ὅταν πῆγε στό ἐργαστήριο, πέρασε ἀπό ἐκεῖ ὁ τελευταῖος Ἀγαρηνός ἀφέντης του, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιωματικός τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ (χιλίαρχος). Τόν ἀναγνώρισε καί ἀποφάσισε νά τόν τιμωρήσει γιά τήν πείσμωνα ἄρνησή του νά ἐξισλαμισθεῖ. Ἄρχισε νά φωνάζει, συκοφαντῶντας τον, πώς ὁ νέος αὐτός εἶχε ἐξισλαμισθεῖ καί ἀρνήθηκε τό Ἰσλάμ καί ἔγινε ξανά χριστιανός. Μάλιστα φρόντισε νά βρεῖ καί μερικούς ψευδομάρτυρες γιά νά γίνει πιστευτός ἀπό τίς τουρκικές ἀρχές. Ἡ ἄρνηση τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας τιμωρεῖται μέ θάνατο ἀπό τό Κοράνιο, ἐκτός καί ἄν μεταστρεφόταν καί πάλι στό Ἰσλάμ. Οἱ παριστάμενοι τόν ἅρπαξαν καί μέ βρισιές καί ἀνηλεῆ χτυπήματα τόν ἔσυραν καί τόν ὁδήγησαν στόν δικαστή Μουράτ Μουλάν, καταγγέλλοντάς ὅτι καταφρόνησε τό Ἰσλάμ. Ὁ δικαστής τόν ρώτησε ἄν ἀληθεύουν οἱ κατηγορίες καί ἐκεῖνος μέ θάρρος του ἀπάντησε ὅτι γεννήθηκε χριστιανός, μεγάλωσε ὡς χριστιανός, οὐδέποτε ἀρνήθηκε τήν πίστη του καί οὐδέποτε θά τήν ἀρνηθεῖ.
Ὁ δικαστής ἄρχισε νά τοῦ τάζει χρήματα, ἀξιώματα καί τιμές ἄν ἐξισλαμίζονταν. Ἀλλά ἐκεῖνος παρέμεινε ἀμετάπειστος καί ἔδειξε μέ τήν ἔκφραση τοῦ προσώπου του νά τά περιγελᾶ τά ταξίματα, ἀπαντῶντας στόν δικαστή: «μή νομίζει ὅτι μπορεῖς νά μοῦ ἀλλάξεις τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ μέ αὐτές σου τίς φοβέρες καί γι' αὐτό βασάνιζε, μαστίγωνε καί κομμάτιαζε τό σῶμα μου καί σκέψου καί κανέναν ἄλλον καινούργιο καί ὀδυνηρότατο θάνατο γιά μένα, ἐπειδή πιό πιθανό εἶναι νά γίνεις ἐσύ Χριστιανός, παρά ἐγώ νά ἀρνηθῶ τόν Χριστό καί νά μήν ὁμολογῶ ὅτι εἶναι Υἱός Θεοῦ καί ἀληθινός Θεός». Ἀλλά ὁ δικαστής ἦταν ἄνθρωπος δίκαιος καί κατάλαβε ὅτι ἐπρόκειτο γιά σκευωρία καί ἄρχισε νά βρίζει τούς ψευδομάρτυρες. Τούς ἀποκάλεσε πονηρούς καί ψεῦτες, διότι μεταχειρίζονται τέτοιες ἐλεεινές μεθόδους νά ἐξισλαμίζουν χριστιανούς. Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπέμειναν καί τόν ἀπείλησαν ὅτι θά τόν κατήγγειλαν στούς ἀνωτέρους του γιά μεροληψία ὑπέρ τῶν ἀρνητῶν τοῦ Ἰσλάμ. Τότε ὁ δικαστής φοβήθηκε καί ἄρχισε νά παρακαλεῖ τόν Ἀντώνιο νά λυπηθεῖ τά νιᾶτα του καί νά ἀσπασθεῖ τό Ἰσλάμ, διότι ἄλλος τρόπος νά σωθεῖ δέν ὑπῆρχε.
Τότε ὁ Ἀντώνιος τοῦ ἀποκρίθηκε πώς ὁ Χριστός εἶπε ὅτι, ὅποιος τόν ἀρνηθεῖ μπροστά στούς ἀνθρώπους θά τόν ἀρνηθεῖ καί Ἐκεῖνος μπροστά στόν Πατέρα Του καί ἄρχισε νά φωνάζει ὅτι εἶναι καί θά παραμείνει Χριστιανός! Ἔτσι χωρίς τή θέλησή του ὁ δικαστής καί νά ξεφορτωθεῖ τούς ψευδομάρτυρες, τόν παρέπεμψε στόν φίλο του βεζύρη Μεχμέτ Μελέκ πασᾶ, μηνύοντάς του κρυφά, ὅτι πρόκειται γιά σκευωρία καί ζητοῦσε ἀπό αὐτόν νά τόν ἀπαλλάξει.
Τόν ὁδήγησαν σ' αὐτόν γιά νά τόν ἀνακρίνει. Κατάλαβε καί αὐτός ὅτι ἦταν ψευδεῖς οἱ κατηγορίες καί θέλησε νά τόν σώσει,, ὅμως φοβοῦνταν τό φανατισμένο ὄχλο. Τόν ρώτησε τά ἴδια πράγματα καί τοῦ ἔταξε πλούτη καί τιμές ἄν δεχόταν νά ἐξισλαμισθεῖ. Ὁ Ἀντώνιος ἔδωσε τίς ἴδιες ἀπαντήσεις, δέν ἄφηνε κανένα περιθώριο νά ἐξισλαμισθεῖ. Τότε ἀναγκάστηκε ἄν τόν φυλακίσει, νομίζοντας πώς ἐκεῖ θά συνειδητοποιοῦσε τήν δύσκολη θέση του καί θά ὑπέκυπτε. Τόν ἔριξε στή φοβερή φυλακή Μουχζούρ.
Ἀλλά ἀντί νά καμφθεῖ ἐκεῖ, δυνάμωσε ἡ ἀντίστασή του. Μέ ἔκπληξη οἱ δεσμοφύλακες καί οἱ συγκρατούμενοί του διαπίστωσαν ὅτι, ἀντί νά ἀνησυχεῖ καί νά λυπᾶται, ἦταν χαρούμενος καί ἔψελνε ἀδιάκοπα ὅσους ὕμνους θυμόταν. Ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη του ὅσα χρήματα εἶχε καί τά μοίρασε στούς φτωχούς φυλακισμένους. Ἔγραψε γράμμα στό ἀφεντικό του νά τόν συγχωρέσει, διότι δέν πρόλαβε νά ἐξοφληθεῖ μέ τή δούλεψή του τό ποσό πού δαπάνησε νά τόν ἀγοράσει. Ἐπίσης τόν παρακάλεσε μετά τό θάνατό του νά ἀναλάβει τά μνημόσυνά του καί νά διαμηνύσει στούς γονεῖς του το θάνατό του, νά παρηγορηθοῦν γιά τό μακάριο τέλος του.
Ὁ βεζύρης μάταια περίμενε πώς ὁ Ἀντώνιος θά ὑπέκυπτε. Παράλληλα οἱ ψευδομάρτυρες συγκέντρωναν κάθε μέρα φανατισμένους τούρκους, οἱ ὁποῖοι φωνασκοῦσαν ἔξω ἀπό τό σπίτι καί τό γραφεῖο του. Ὅταν πέρασε καιρός καί ὁ βεζύρης δέν τόν εἶχε θανατώσει πῆγαν στό σουλτᾶνο, ὅπου τόν κατάγγειλαν ὅτι καλύπτει ἕναν ἐξωμότη καί μεροληπτεῖ ὑπέρ του. Ἐκεῖνος φοβούμενος ταραχές τοῦ πλήθους, ἔβγαλε καταδικαστική ἀπόφαση, τήν διά ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Χωρίς τή θέλησή του καί πάλι ὁ βεζύρης ἀναγκάστηκε νά ἐκτελέσει τή διαταγή.
Τόν πῆραν ἀπό τή φυλακή, τόν ἔδεσαν πισθάγκωνα καί τόν ὁδήγησαν στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Ἐκεῖνος ἔτρεχε χαρούμενος, σάν νά πήγαινε σέ πανηγύρι. Ὁ δήμιος χτύπησε τρεῖς φορές ἐλαφρά τή φονική χατζάρα στόν τράχηλο τοῦ Μάρτυρα, μήπως φοβόταν καί ἄλλαζε γνώμη, ἀλλά ἐκεῖνος φώναζε, ἐπαναλαμβάνοντας τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Κύριε, εἰς τάς χεῖρας σου παρατίθημι τό πνεῦμα μου»! Βλέποντας ὅτι ἦταν μάταιο νά περιμένει, ἀπέκοψε τήν τίμια κεφαλή τοῦ Μάρτυρα. Ὁ ἀοίδιμος ἔλαβε ἔτσι το στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί ἡ ψυχή του πέταξε στά οὐράνια νά συναντήσει το Δεσπότη Χριστό, νά συμβασιλεύει μαζί Του στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἦταν 5 Φεβρουαρίου τοῦ 1774.
Οἱ Χριστιανοί της Βλάγκας συγκέντρωσαν τό ποσό τῶν ἑβδομῆντα γροσίων, μέ τά ὁποῖα ἐξαγόρασαν τό τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρα, τό ὁποῖο μετέφεραν ἐν πομπῇ καί μέ ἐπινίκια ἄσματα στήν ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου τό ἔθαψαν μέ τιμές. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 5 Φεβρουαρίου, ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου