2 Νοε 2022

Οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες Θεόδωρος, Λάμπρος καί Ἀνώνυμος, οἱ Βραχωρίτες (2 Νοεμβρίου †)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Ἅγιοι ἀναδείχτηκαν ἀπό ὅλες τίς κοινωνικές τάξεις καί τά ἐπαγγέλματα. Πολλούς ἁγίους ἔδωσε καί τό ἐπάγγελμα τῶν ἐμπόρων, παρά τό γεγονός ὅτι εἶναι συνδεδεμένο μέ τήν ἄδικη συχνά ἀντίληψη ὅτι τό ἐπάγγελμα τοῦ ἐμπόρου εἶναι συνώνυμο μέ τήν κλοπή. Ἀνάμεσα στούς ἐμπόρους ἁγίους συγκαταλέγονται καί οἱ Νεομάρτυρες Θεόδωρος, Λάμπρος καί Ἀνώνυμος (δέν μᾶς ἔχει διασωθεῖ τό ὄνομά του), οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν στό Βραχώρι (Ἀγρίνιο) στά 1786).
Ἔζησαν κατά τόν 18ο αἰῶνα καί καταγόταν ἀπό τήν Πελοπόννησο καί ἀσκοῦσαν τό ἐπάγγελμα τοῦ ἐμπόρου. Λόγῳ τῶν ἐμπορικῶν τους δραστηριοτήτων, ἔκαναν συχνά ταξίδια σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα καί στά Βαλκάνια. Μάλιστα γιά νά διευκολύνουν τίς συναλλαγές τους, εἶχαν μάθει καί τήν ἀλβανική διάλεκτο. Εἰκάζεται ὅτι...οἱ τρεῖς αὐτοί ἔμποροι ἦταν συνεταῖροι καί εἶχαν μιά μεγάλη ἐμπορική ἑταιρεία στήν ἰδιοκτησία τους, ἡ ὁποία εἶχε δραστηριότητες καί ἐκτός τῆς Πελοποννήσου.
Στά 1786 ἔκαναν ἕνα ἐμπορικό ταξίδι στά ξακουστά Γιάννενα. Ὅταν τέλειωσαν τίς δουλειές τους πῆραν το δρόμο τοῦ γυρισμοῦ, γιά τήν πατρίδα τους, τό ὁποῖο ἦταν κοπιαστικό, ἐπώδυνο καί ἐπικίνδυνο μέ τά μέσα συγκοινωνίας τῆς ἐποχῆς καί τούς κινδύνους, πού ἐνέδρευαν στό δρόμο. Ὅταν ἔφτασαν στό Βραχώρι, τό σημερινό Ἀγρίνιο, νύχτωσαν καί ἦταν ἀναγκασμένοι νά διανυκτερεύσουν ἐκεῖ.
Ἡ πόλη κατοικοῦνταν κυρίως ἀπό Τούρκους καί Ἑβραίους, καί ἦταν καλά ὀχυρωμένη γιά το φόβο τῶν ἀντιποίνων τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων, τούς ὁποίους καταπίεζαν ἀφόρητα. Ἐπίσης πρέπει νά ἀναφέρουμε πώς τό Βραχώρι ἦταν σημαντικό κέντρο τῆς ὀθωμανικῆς διοίκησης τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος καί κέντρο συγκέντρωσης τῶν φόρων, πού πλήρωναν ὑπέρμετρα οἱ Ἕλληνες καί προορίζονταν γιά τήν Ὑψηλή Πύλη, το Σουλτᾶνο στήν Πόλη. Μάλιστα εἶχαν τοποθετηθεῖ εἰδικοί φοροεισπράκτορες, μέ ἄτεγκτο πραγματικά χαρακτῆρα, οἱ ὁποῖοι εἰσέπρατταν τόν διαβόητο κεφαλικό φόρο ἀπό τούς ἄτυχους ρωμιούς, φροντίζοντας νά τόν εἰσπράττουν μέ βία. Γι' αὐτό οἱ ρωμιοί φρόντιζαν νά βρίσκουν πολλές δικαιολογίες νά τόν ἀποφύγουν. Αὐτό ἔκαμαν καί οἱ τρεῖς περαστικοί ἔμποροι, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὑποχρεωμένοι νά πληρώσουν φόρο, περνῶντας ἀπό τήν πόλη.
Ὅταν ἔφτασαν στήν κεντρική πύλη τῆς πόλεως, ἐκεῖ τούς περίμεναν οἱ κακεντρεχεῖς φοροεισπράκτορες (γιομπρουκτσῆδες) στό τελωνεῖο (γιομπρούκι), γιά νά τούς ἀδειάσουν τίς σακοῦλες τους. Ἐκεῖνοι σκέφτηκαν νά προσποιηθοῦν τούς μουσουλμάνους γιά νά ἀποφύγουν τήν καταβολή τῶν φόρων. Ντύθηκαν μουσουλμανικά ἐνδύματα καί τούς χαιρέτισαν μέ τόν μουσουλμανικό χαιρετισμό: «σαλάμ ἀλέκουμ». Ἐκεῖνοι τούς πέρασαν γιά Ἀρβανῖτες μουσουλμάνους ἐμπόρους καί τούς ἄφησαν νά εἰσέλθουν στήν πόλη καί νά ξενυχτήσουν ἐλεύθερα.
Οἱ τρεῖς ταξιδιῶτες ἔμποροι πῆγαν σέ κάποιο σπίτι κάποιου χριστιανοῦ γνωστοῦ τους, ὅπου κατέλυσαν νά περάσουν τή νύχτα καί τό ἑπόμενο πρωί νά συνεχίσουν τό ταξίδι τους γιά τήν πατρίδα τους. ἀλλά οἱ τοῦρκοι ἤθελαν νά βεβαιωθοῦν γιά τό ποιοί ἦταν, καί κατ' ἄλλους νά μάθουν νέα ἀπό τά Γιάννενα, ἔστειλαν ἄνθρωπό τους νά τούς ἀκολουθήσει κρυφά, νά δοῦν πού πῆγαν. Ὁ τοῦρκος ὅταν ἔφτασε στό σπίτι, ἔπεσε σέ συζήτηση πού εἶχαν οἱ τρεῖς ἔμποροι, σχετικά μέ τόν τρόπο πού γλύτωσαν το φόρο. Τούς ἄκουσε νά λένε στόν σπιτονοικοκύρη «εὐτυχῶς, μ' ἕνα "σαλάμ'" γλυτώσαμε τήν καταβολή τοῦ φόρου»!
Ὁ τοῦρκος κατάσκοπος κατάλαβε ὅτι ἦταν χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι τούς ξεγέλασαν. Ἀμέσως ἔτρεξε νά τό ἀναγγείλει στούς ἀνθρώπους, πού τόν ἔστειλαν νά τούς παρακολουθήσει. Δέν πέρασε παρά ἐλάχιστος χρόνος, ὅπου ὅρμισαν στό σπίτι, γκρεμίζοντας τήν πόρτα καί συλλαμβάνοντας τούς τρεῖς ἐμπόρους.
Συμπεριφερόμενοι σάν θηρία ἀνήμερα καί λυσσασμένα τους ἅρπαξαν, τούς ξυλοφόρτωσαν καί τούς ἔσυραν δεμένους στόν τοῦρκο ἰεροδικαστή, στόν ὁποῖο τούς κατάγγειλαν ὅτι: «Αὐτοί οἱ τρεῖς ἄνθρωποι ἐνῶ εἶναι ρωμιοί περνῶντας σήμερα ἀπό τό γιομπρούκι μας χαιρέτησαν μέ τό "σαλάμ ἀλέκουμ". Πρέπει λοιπόν ν' ἀνακριθοῦν γιατί τό εἶπαν αὐτό τό ὁποῖο εἶναι χαρακτηριστικό τῶν Τούρκων καί ὄχι τῶν Ρωμιῶν. Καί ἄν μέν περιγέλασαν τήν πίστη πρέπει σύμφωνα μέ τόν νόμο, νά τιμωρηθοῦν, ἄν δέ ἀγάπησαν τό Ἰσλάμ, διαφορετικά, νά περιτμηθοῦν καί νά τιμηθοῦν». Ὁ τοῦρκος δικαστής τους ρώτησε ἄν ἀληθεύουν οἱ κατηγορίες. Τότε οἱ τρεῖς ἄνδρες ἀπάντησαν μέ θάρρος, εἰλικρίνεια καί χωρίς ὑπεκφυγές: «Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι χαιρετίσαμε τούρκικα, γιά νά μήν πληρώσουμε τόν φόρο, ὄχι ὅμως πώς ἀγαπήσαμε τό Ἰσλάμ»!
Ὁ κριτής, ἀφοῦ ἄκουσε μέ ἔκπληξη τήν θαρραλέα ἀπολογία τους, τούς γνώρισε τίς συνέπειες τῆς πράξης τους, ὑποδεικνύοντάς τους πώς θά γλύτωναν ἀπ' αὐτές: «Τό σφάλμα σας εἶναι βαρύ. Δέν ἔχετε ἄλλη ἐπιλογή νά γλυτώσετε τή ζωή σας, παρά νά γίνεται τοῦρκοι καί νά σπασθεῖτε τό Ἰσλάμ. Εἰδεμή θά βασανιστεῖτε καί θά θανατωθεῖτε»!
Οἱ τρείς ἄνδρες δέ χρειάστηκε νά τό σκεφτοῦν. Ἀμέσως ἔδωσαν τήν ἀπάντηση στό δικαστή: «Ἐμεῖς, ἐνδοξότατε ἀφέντη, εἴπαμε αὐτόν τόν λόγο, γιά νά γλυτώσουμε χρήματα, ὅμως τό ν' ἀρνηθοῦμε τήν πίστη μας εἶναι ἀδύνατον, κάνε μᾶς ό, τί θέλεις»! Ὁ δικαστής ἔγινε ἔξαλλος ἀπό το θυμό του καί οὐρλιάζοντας σάν ἄγριο θηρίο, ἔδωσε διαταγή νά τούς δείρουν ἀλύπητα καί νά τούς ρίξουν στό πιό σκοτεινό καί ὑγρό κελί τῆς φυλακῆς.
Ἐκεῖ οἱ τρεῖς ἄνδρες ἔδινε ὁ ἕνας στόν ἄλλο παρηγοριά καί δύναμη, διότι ἤξεραν πολύ καλά τια μαρτύρια καί τί τέλος τους περίμενε. Ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς, ὁ ὁποῖος ἦταν καί μορφωμένος, τούς εἶπε πώς «προσέχετε ἀδελφοί μου, μή δειλιάσει κανένας καί χάσει αὐτό τό κελεπούρι πού μᾶς ἔτυχε. Λίγο θά ὑπομείνουμε καί τήν αἰώνια ζωή θά κερδίσουμε. Νά μή λυπηθοῦμε οὔτε συγγενεῖς, οὔτε φίλους, οὔτε τήν πρόσκαιρη πατρίδα ἀλλά νά σταθοῦμε ἀνδρεῖοι στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πᾶμε χαίροντες στήν ἄλλη πατρίδα, ὅπου δέν ἔχει τέλος ποτέ»! Προσεύχονταν μέ θέρμη ψυχῆς, παρακαλῶντας το Θεό, ὄχι νά τούς σώσει, ἀλλά νά τούς στηρίξει στήν ὁμολογία τους καί στά μαρτύρια ὡς τό τέλος.
Ἀφοῦ πέρασαν κάποιες μέρες, χωρίς φαγητό καί νερό, τούς ὁδήγησαν καί πάλι στό δικαστή, πιστεύοντας ὅτι θά «εἶχαν λογικευθεί» καί θά ἀλλαξοπιστοῦσαν. Ὁ δικαστής τους ἐπανέλαβε πώς ὁ μόνος τρόπος νά σώσουν τή ζωή τους, ἦταν νά ἀσπασθοῦν τό Ἰσλάμ καί νά γίνουν τοῦρκοι. Νά τούς δοθοῦν προνόμια, τιμές καί δόξες. Ἐκεῖνοι ὅμως, μέ ἕνα στόμα καί μιά καρδιά ἀπέρριψαν καί πάλι τίς προτάσεις καί τα δέλεαρ τοῦ δικαστῆ. Εἶχαν πάρει τήν εὐλογημένη ἀπόφαση νά χύσουν τό αἷμα τους γιά τό Χριστό, τόν ἀληθινό Θεό. Νά μήν ἀνταλλάξουν τήν αἰώνια βασιλεία μέ τήν πρόσκαιρη καλοπέραση, ἀκολουθῶντας μιά ψεύτικη θρησκεία. Ὁ δικαστής ἔδωσε καί πάλι διαταγή νά βασανιστοῦν καί νά φυσλακισθούν.
Μετά ἀπό πέντε ἡμέρες βασανισμῶν, ὁ δικαστής μέ τόν μουλεσήμη (διοικητή) τῆς πόλεως ἔβγαλαν διαταγή γιά τή θανάτωσή τους. Θάνατος δι' ἀπαγχονισμοῦ! Τούς πῆραν καί τούς ὁδήγησαν σέ τρία διαφορετικά σημεῖα νά τούς ἐκτελέσουν. Τόν ἕναν τόν κρέμασαν σέ ἕναν πλάτανο στήν ἀγορά τῆς πόλεως (τζαρσί). Τόν ἕτερο τόν κρέμασαν στό πλάτανο, δίπλα στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί τόν τρίτο στήν ἄκρη τῆς πλατείας, στήν εἴσοδο τῆς πόλεως. Ἦταν 2 Νοεμβρίου 1786. Οἱ τρεῖς μακάριοι αὐτοί ἄνδρες ἀντάλλαξαν τήν πρόσκαιρη αὐτή ζωή μέ τήν αἰωνιότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.