Ξέρω. Ὁ τίτλος εἶναι βαρύς. Διευκρινίζω. Δέν μιλάω γιά τόν χῶρο πού ζοῦμε. Γιά το, ἐπαναλαμβάνω πάλιν καί πολλάκις, κράτος- «σκαντζόχοιρο». Φτάνει μιά κλεφτή ματιά σέ ἕνα κεντρικό δελτίο, ὄχι εἰδήσεων, ἀλλά ἀνήκουστων ἐγκλημάτων καί ἐξωφρενικῶν ἀνομιῶν. Δέν μιλάω γι' αὐτήν τήν σαβανωμένη Ἑλλάδα. Αὐτό εἶναι ἐφιάλτης.
«Πολιτεία βυθισμένη στή νύχτα
κοιμητήριο μ' ἐπάλληλους
πολυώροφους τάφους νεκρῶν
πού ροχαλίζουν»,
γράφει ὁ κεκοιμημένος Θεσσαλονικιός ποιητής Γιῶργος Βαφόπουλος, στό ποίημά του «Πολυκατοικία», πού θά μπορούσαμε νά τό μετονομάσουμε «ἡ τωρινή Ἑλλάδα». Μιά Ἑλλάδα πού καθημερινῶς «βιάζεται» ἀπό ἡμέτερα καί... λαθραῖα ταγκαλάκια, πού ξεβράστηκαν ἀπό τίς κολάσεις τῆς Ἀσίας. Καί ὅσο θά συνεχίζεται ἡ παρανοϊκή ἀτιμωρησία, τό κακό θά πληθαίνει.
Εἶναι κλειστά καί τά σχολεῖα, νά ξεκαρδιστοῦμε (κυριολεκτικά, ἔξω+καρδιά) λίγο μέ τά παιδιά. Νά μιλήσεις λίγο μέ σοβαρούς, ἀξιόπιστους καί ἀληθινούς ἀνθρώπους, νά ἰαθεῖς μέ τό ἀπροσποίητο καί εἰλικρινές γέλιο τους.
Νηστεία τῆς Παναγίας. Πλησιάζει ἡ πανέκλαμπρος, παπαδιαμάντειος λέξη, ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς ἑλληνοσώτειρας. Ναί. Θαῦμα τῆς Παναγίας εἶναι το ὅτι ὑπάρχουμε σήμερα ὡς λαός ἱστορικός. Καί θά ἔπρεπε ἡ λεγόμενη ἡγεσία τοῦ τόπου ἐκείνη τήν ἡμέρα νά κάνει μετάνοιες μπροστά στό εἰκόνισμά της, εὐχαριστῶντας την γιά τήν μεσιτεία της ὑπέρ τοῦ Γένους. Ἄν ἦταν ἡγεσία ρωμαίικη... Σέ κάθε κρίσιμη στιγμή τοῦ νεότερου ἐθνικοῦ βίου, οἱ πρωταγωνιστές σ' αὐτήν, τήν Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν, προσφεύγουν.
Ὁ Κολοκοτρώνης εὐλαβεῖτο πολύ τήν Παναγία. Στά 1821 ξεκίνησε ἀπό τήν Καλαμάτα γιά τήν Τρίπολη. Στά χωριά πού περνοῦσε, χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, οἱ ἱερεῖς ἔβγαιναν μέ τά ἑξαπτέρυγα, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά γονάτιζαν καί ἔκαναν δεήσεις. Γρήγορα ὅμως ὁ πρῶτος ἐνθουσιασμός ἔσβησε. Ὁ Ἀναγνωσταράς, ὁ Μαυρομιχάλης, ὁ Παπαφλέσσας τράβηξαν γι' ἀλλοῦ. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀπέμεινε κατάμονος μέ τό ἄλογό του στήν Καρύταινα. Τί θά ἔκανε; Τί θά μποροῦσε νά κάνει ἕνας μονάχος, ὁλομόναχος; Τό πᾶν! Ὅταν φλογίζει τήν καρδιά του ἡ φλόγα τῆς πίστεως. Ἀλλ' ἄς ἀφήσουμε τόν ἴδιο τό Γέρο τοῦ Μοριᾶ νά μας τά διηγηθει: «Ἔκατσα πού ἐσκαπέτισαν μέ τά μπαϊράκια τους, ἀπέ ἐκατέβηκα κάτου· ῆτον μιά ἐκκλησιά εἰς τόν δρόμον, ἡ Παναγία στό Χρυσοβίτσι, καί τό καθησιό μου ἦτο ὅπου ἔκλαιγα την Ἑλλάς». Σίμωσε, ἔδεσε τό ἄλογό του σ' ἕνα δέντρο, μπῆκε μέσα, γονάτισε:
— «Παναγιά μου, εἶπε, ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του, καί τά μάτια του δάκρυσαν. Παναγιά μου, βοήθησε καί τούτη τή φορά τούς Ἕλληνες νά ἐμψυχωθοῦν. Ἔκανε το σταυρό του. Ἀσπάσθηκε τήν εἰκόνα της, βγῆκε ἀπό τό ἐκκλησάκι, πήδησε στ' ἄλογό του κι ἔφυγε».
Διαβάζω γιά τόν Νότη Μπότσαρη: «Τό παλιό οἰκογενειακό εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, πού κρατᾶ τό Χριστό ἀγκαλιά της, δέν ἔλειπε ποτέ, ὅπως καί τά ὅπλα τοῦ ἀπό σιμά του. Στούς τελευταίους ἀγῶνες τοῦ Σουλίου ἐναντίον τοῦ Χουρσίτ, ἔπειτα ἀπό κάθε μάχη, ἀπό κάθε νίκη, ἀντί γιά τραγούδια καί χορούς, διέταζε συγκέντρωση τίς ἐκκλησιές, προσευχές, λειτουργίες, παρακλήσεις.
Στίς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Μεσολογγίου, μιλῶντας καί γράφοντας εἶχε πάντοτε τό ὄνομα τῆς Παναγίας στό στόμα του».
Ἡ περίφημη Καρατάσαινα, γυναῖκα καί μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατά τήν καταστροφή τῆς Νάουσας, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καί ὁδηγήθηκε, μαζί μέ πλῆθος αἰχμάλωτα γυναικόπαιδα στήν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νά ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι' αὐτό», γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Πουκεβίλ στήν ἱστορία του «ἐβύθισαν ἐντός σάκκου, τόν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μέ ὄφεις, τήν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Ἀβδούλ Λουμπούτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της, θά ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καί βασάνων. Ἀλλά αἱ πληγαί πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τάς φλέβας της μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καί ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτῳ τῶν δημίων της, ὑπέρ τῶν ὁποίων δέν ἔπαυσεν νά προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλουμένη τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναί γυναῖκες». Ἐδῶ, καί δέν κάνω λάθος, διαβάζουμε συναξάρι νεομάρτυρος.
Ὁ Καραϊσκάκης ἦταν πιστότατος, μέ ἰδιαίτερο σεβασμό στήν Ἱερά Μονή Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Ἀφιέρωσε μάλιστα τό ἀσημένιο κάλυμμα στήν εἰκόνα της μέ τρία παράσημά του, ἀργυρά,ἀργυρᾶ ἀστέρια, εἰς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης. Συγκεκριμένα, ὁ στρατηγός πού ταλαιπωροῦνταν ἀπό θέρμη (ἑλονοσία), ἔταξε στήν Παναγιά νά τοῦ χαρίσει τήν γιατρειά, ὥστε νά συνεχίσει τούς ἔνδοξους ἀγῶνες του γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους καί θά τήν ἔντυνε μέ ἀργυρόχρυσο "πουκάμισο". Πράγματι, γιατρεύτηκε μέ θαυματουργική ἐπέμβαση τῆς Παναγίας μας, κατά τήν παραμονή του στή Μονή.
Στή μάχη τῆς Κλείσοβας στό Μεσολόγγι -τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στά 1826- ἐχθρικό βόλι σπάζει στά δύο τό σπαθί τοῦ Κίτσου Τζαβέλα, χωρίς νά ἀγγίζει τόν πολέμαρχο. Ὅλοι τότε εἶπαν πώς ἦταν θαῦμα τῆς Παναγίας. Κι ὁ Τζαβέλας ἀφήνοντας γιά μιά στιγμή τή μάχη, πηγαίνει στήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Προσκυνᾶ εὐλαβικά τό εἰκόνισμα τῆς Εὐαγγελίστριας καί τῆς ἀφιερώνει τά κομμάτια ἀπ' τό σπαθί του λέγοντας:
— Παναγιά μου, σήμερα ὅπου σέ γιορτάζουμε, σοῦ ἀφιερώνω τοῦτο καί βόηθα τά παλληκάρια νά νικήσουμε τόν ἐχθρό. Ἡ Θεοτόκος ἔστερξε στήν παράκληση τοῦ Τζαβέλα καί τοῦ χάρισε δοξασμένη νίκη.
Καί σ' ὅλους τούς μετέπειτα ἐθνικούς ἀγῶνες γιά τήν ἀπελευθέρωση τῶν σκλαβωμένων πατρίδων στήν Παναγία προστρέχουν οἱ ἀντρειωμένοι ἥρωές μας. «Ἔκαμα χθές ἕνα τάμα εἰς τήν Θεοτόκο Παρθένα, τήν Πλατυτέρα νά βοηθήσει τήν Μακεδονία μας», γράφει ὁ ἀετός τῆς Μακεδονίας, Παῦλος Μελάς, στήν γυναῖκα τοῦ Ναταλία.
Τήν 1η Φεβρουαρίου 1941, δημοσιεύτηκε διάλογος ἑνός συντάκτη τοῦ περιοδικοῦ «ΖΩΗ» μέ τραυματίες πολέμου μές στό θάλαμο νοσοκομείου: «Ἐκεῖ πάνω, κύριε, ἔχουμε γίνει ἄλλοι ἄνθρωποι. Νά τό ξέρετε. Νά τό λέτε παντοῦ. Εἴμαστε τά παιδιά τῆς Παναγίας. Ἡ Μεγαλόχαρη εἶναι μάνα καί προστάτιδά μας».
«Μέ βλέπετε; μᾶς λέει ἕνας νεαρός τραυματίας πολεμιστής, ἀπό τό ἀντικρινό κρεβάτι. Ἐγώ δέν ἤμουν θρῆσκος. Δέν πίστευα σέ θαύματα. Ἡ γριά μάνα μοῦ θυμιάτιζε τά βραδάκια τό εἰκόνισμα τῆς Παναγίας κι ἐγώ μέσα μου τήν κορόϊδευα. Ἀλλά τώρα, ἄν μου τά πεῖ ἄλλος αὐτά, θά τόν θεωρήσω ἐχθρό μου. Σᾶς μιλάω ἴσια. Αὐτά πού εἶδα ἐκεῖ πάνω στήν Ἀλβανία, δέν εἶναι ἕνα θαῦμα, εἶναι χίλια θαύματα. Κάθε ὕψωμα πού παίρνουμε, εἶναι ἕνα θαῦμα. Κάθε μάχη, κάθε ἐξόρμηση δική μας, ἕνα θαῦμα. Κάθε μέρα πολέμου πού περνᾶ, ἕνα μεγάλο θαῦμα. Ὁ Θεός εἶναι μαζί μας...».... (Μερόπη Σπυροπούλου, «Στήν ἐποποιϊα του β1940-41. Μέ πίστη», ἐκδ. «Ἀρχονταρίκι»).
Σκέφτομαι ἕνας πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδος νά πήγαινε στίς παρακλήσεις τῆς Παναγίας, ὄχι μέ τό ἀξίωμα, μέ ἀγήματα καί τούς τηλεοπτικούς δορυφόρους του. Μόνος, ταπεινά σάν τόν Κολοκοτρώνη καί νά τήν παρακαλεῖ γονατιστός. Ἔτσι δέν γίνονται τά νικητήρια θαύματα;
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου