17 ἐτῶν
Ὁ Ρωμανός Διογένης γεννήθηκε τό 1023 καί καταγόταν ἀπό ἐπιφανῆ οἰκογένεια στρατιωτικῶν τῆς Καισάρειας στήν Καππαδοκία. Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος Διογένης[1] καί ἡ μητέρα του ἦταν ἀνιψιά τοῦ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Γ' τοῦ Ἀργυροῦ[2]. Τό 1064, ὡς Δούκας τῆς Σαρδικής (Σόφια) [3], ἀπέκρουσε τίς ἐπιδρομές τῶν Πετσενέγων[4], ἀπωθῶντας τούς πέρα ἀπό τόν Ἴστρο (Δούναβη) ἐνῶ τιμήθηκε μέ τόν τίτλο τοῦ Βεστάρχη[5]. Συνωμότησε γιά νά ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἐξουσία τούς ἀριστοκράτες τοῦ παλατιοῦ, πού τούς θεωροῦσε ὑπεύθυνους γιά τή δραματική κατάσταση, στήν ὁποία βρισκόταν ἡ Ρωμανία. Ὅμως... προδόθηκε καί ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στή Σύγκλητο νά δικασθεῖ. Τελικά ὑπό το φόβο τῆς λαϊκῆς ἐξέγερσης ἄν καταδικαζόταν, ὁ Ρωμανός Διογένης ἀθωώθηκε. Ἀργότερα νυμφεύθηκε τήν αὐτοκράτορα Εὐδοκία[6] καί ἔγινε συναυτοκράτορας. Ἦταν 1η Ἰανουαρίου 1067 ὅταν ὁ Ρωμανός ἀνακηρύχθηκες αὐτοκράτορας τῆς Ρωμανίας. Ἀμέσως ἄρχισε τό ἔργο τῆς ἀνόρθωσής της. Τό μεγαλύτερο βάρος τό ἔδωσε στήν ἀναδιοργάνωση τοῦ στρατοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου