Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος ὁ Νέος, γεννήθηκε στὸν Ἅγιο Λαυρέντιο τοῦ Πηλίου τὸ 1667 μ.Χ. Ὁ πατέρας τοῦ ὀνομαζόταν Κώστας Σταματίου καὶ ἡ μητέρα τοῦ Μέλω. Σὲ ἡλικία 15 χρονῶν ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ τὸ 1682 μ.Χ. πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργαζόταν σ' ἕνα καπηλιό.
Ἐνῶ ὁ ἅγιος εἶχε ἤδη τέσσερα χρόνια στὴν Κωνσταντινούπολη, συνέβη τὸ ἑξῆς γεγονὸς στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Οἱ κάτοικοι τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου καὶ τῆς περιοχῆς, ἐπειδὴ καταπιέζονταν σκληρὰ ἀπὸ τὴ βαριὰ καὶ ἄδικη φορολογία, ἀποφάσισαν νὰ προσφύγουν στοὺς ἐπιτρόπους τοῦ Σουλτάνου, ἡ ὁποία ὅριζε τὰ χωριὰ ἐκεῖνα. Πράγματι ἐπέτυχαν κάποια μείωση τῆς φορολογίας καὶ ἐπέστρεψαν. Ὁ Βοεβόδας ὅμως ὄχι μόνο δὲν ἀναγνώρισε τὰ ἔγγραφα τῶν ἐπιτρόπων καὶ τὰ ἀπέρριψε ὡς πλαστὰ ἀλλὰ συνέλαβε καὶ τρεῖς ἀπὸ τὴν ἐπιτροπὴ τῶν κατοίκων, ποὺ εἶχαν πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, τοὺς ἔδεσε ὡς κακούργους, τοὺς πῆγε ὁ ἴδιος στὴν Πόλη καὶ ἐνήργησε νὰ...φυλακιστοῦν ὡς ἔνοχοι ἐσχάτης προδοσίας.
Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ οἱ συμπατριῶτες τοὺς στέλνουν ἀμέσως στὴν Πόλη μία ἐπιτροπὴ σκοπεύοντας νὰ ἀπευθυνθοῦν στὴν ἴδια τὴν βασιλομήτορα γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν τοὺς δεσμῶτες. Καθὼς δὲν γνώριζαν πὼς καὶ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπευθυνθοῦν, προθυμοποιήθηκε ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος νὰ τοὺς βοηθήσει, ἀφοῦ γνώριζε καλὰ καὶ τὴν τουρκικὴ γλώσσα. Πῆρε μάλιστα ὁ ἴδιος τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν ἔδωσε σὲ ἀνώτατο ἀξιωματοῦχο τοῦ Σουλτάνου. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε ἤδη δεχθεῖ τὶς διαβολὲς τοῦ Βοεβόδα τοῦ Πηλίου. Διέταξε ἀμέσως ἐξαγριωμένος νὰ συλληφθεῖ ὁ Ἅγιος καὶ νὰ παραδοθεῖ στὸν Βοεβόδα γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ γιὰ τὴν αὐθάδειά του. Ὁ Βοεβόδας διέταξε νὰ τὸν δέσουν μὲ ἁλυσίδες καὶ τοῦ ζήτησε χαράτσι τεσσάρων ἐτῶν γιὰ ὅσο χρόνο ἔλειπε ἀπὸ τὸ χωριό του. Ὡστόσο, ἐπειδὴ φοβόταν μήπως προσφύγουν οἱ ὑπόλοιποί της ἐπιτροπῆς στὴν ἴδια τὴ βασιλομήτορα, σκεφτόταν ν’ ἀπολύσει τελικά τους τέσσερις κρατούμενους. Κάποιος ὅμως συμπατριώτης τοῦ Ἁγίου, ζηλότυπος γέρος, ἀπὸ φθόνο μήπως ἕνα ἀσήμαντο καὶ φτωχὸ παιδὶ θεωρηθεῖ εὐεργέτης τοῦ τόπου του, τὸν συκοφάντησε ὅτι αὐτὸς ὑποκίνησε τὴν ὅλη ὑπόθεση καὶ ὅτι ἂν τὸν ἐλευθέρωνε σίγουρα θὰ καταμήνυε τὸν Βοεβόδα στὴν βασιλομήτορα. Ἔτσι ὁ Βοεβόδας διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν σκληρὰ μέχρι θανάτου.
Ἐνῶ ὁ ἅγιος βασανιζόταν ἄσπλαχνα κάποια μέρα κατάφερε νὰ ἐλευθερώσει τὸ ἕνα του πόδι καὶ προσπάθησε ἀργοπατώντας νὰ δραπετεύσει. Τὸν ἀντιλήφθησαν ὅμως ἀπὸ τὸν θόρυβο τῶν ἁλυσίδων καὶ τὸν συνέλαβαν. Ὁ Βοεβόδας ἦρθε τότε καὶ ἄρχισε νὰ τὸν χτυπᾶ μὲ ἕνα τσεκούρι. Ὁ ἅγιος του λέγει: «τί μὲ χτυπᾶς μὲ τόση σκληροκαρδία; Ἢ δὲν γνωρίζεις ὅτι εἶμαι καὶ ἀπὸ σένα καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες σου καλύτερος»; Αὐτὸ θεωρήθηκε ὁμολογία πίστεως στὸ ἰσλάμ, ὅτι δῆθεν ὁ Ἅγιος ἔλεγε πὼς εἶναι καλύτερος μωαμεθανὸς ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀμέσως ὁ Βοεβόδας διέταξε νὰ περιτμηθεῖ. Ὁ Ἅγιος ἀντιστεκόταν γενναία λέγοντας: «ἐγὼ Χριστιανὸς εἶμαι καὶ δὲν ἀρνοῦμαι τὴν ἁγία μου πίστη». Τὸν βασάνισαν τότε καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακὴ τῶν κακούργων. Κατόπιν τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀνώτατο θρησκευτικὸ ἡγέτη τῶν μουσουλμάνων καὶ τοὺς ἄλλους ἀξιωματούχους οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις γιὰ ἀξιώματα, πλούτη, τιμὲς τὴν προσπάθεια γιὰ ἐξισλαμισμό. Ἐπειδὴ ὁ ἅγιος ἔμενε σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ τὸν ὁδήγησαν στὸν βεζύρη, ὁ ὁποῖος προσπάθησε καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του νὰ ἐξισλαμίσει τὸν μάρτυρα μὲ ἀκόμα μεγαλύτερες ὑποσχέσεις. Ὁ ἅγιος οὔτε καν πρόσεχε τὰ λόγια τους ἀλλὰ τοὺς ἔλεγε: «Μὴν ἀργοπορεῖτε καὶ χάνετε τὸν καιρό σας, ὅ,τι εἶναι νὰ κάνετε κάντε τὸ γρήγορα. Ὁποιονδήποτε θάνατο καὶ ἄν μου δώσετε θὰ τὸν δεχθῶ προθυμότατα γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ μου. Μὴν ἀργοπορεῖτε λοιπόν. Θέλετε νὰ μὲ κάψετε; Νὰ μαζέψω ἐγὼ τὰ ξύλα καὶ νὰ ἑτοιμάσω τὴν φωτιά. Θέλετε νὰ μὲ ἀπαγχονίσετε; Νὰ ἑτοιμάσω μὲ τὰ ἴδιά μου τὰ χέρια τὴ θηλειά. Θέλετε νὰ μὲ ἀποκεφαλίσετε; Δῶστε μου τὸ ξίφος νὰ τὸ ἀκονίσω ἐγὼ ὅσο χρειάζεται». Μὴ μπορώντας νὰ τὸν ἀνεχθοῦν ἄλλο διέταξε ὁ βεζύρης τὸν ἀποκεφαλισμό του. Ἀφοῦ ὅλη ἐκείνη τὴ νύχτα τὸν βασάνισαν, πρὶν ἀκόμη ξημερώσει τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Κάποιους Χριστιανοὺς ποὺ συνάντησαν τοὺς χαιρέτισε ταπεινὰ καὶ ζήτησε νὰ τὸν συγχωρήσουν. Ἐκεῖνοι κατάλαβαν τὸν λόγο, ἀκολούθησαν φοβισμένοι ἀπὸ μακριὰ καὶ ὑπῆρξαν αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ τέλους του. Στὴν πύλη τοῦ Γενὴ τζαμιοῦ πρὸς τὸν Κεράτιο ὁ Ἅγιος γονάτισε καὶ περίμενε τὸν δήμιο. Οἱ ἄπιστοι προσπάθησαν καὶ αὐτὴ τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ κάμψουν τὸ φρόνημά του, μάταια ὅμως. Ὁ δήμιος γιὰ νὰ κάνει ὀδυνηρότερη τὴν ἐκτέλεση τὸν χτύπησε τρεῖς φορὲς στὸ λαιμὸ μὲ τὸ ξίφος καὶ μετὰ ἁρπάζοντας μὲ τὸ αἱμοβόρο του χέρι τὰ μαλλιὰ τοῦ ἁγίου τὸν ἀποκεφάλισε. Ἦταν δεκαεννέα ἐτῶν.
Ἐνῶ τὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα καθόταν λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ ἅγιο λείψανο, ἕνα ἀστέρι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε, στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸ ἅγιο λείψανο καὶ σχημάτιζε σταυρό. Συγχρόνως πλῆθος ἀνθρώπων ἐμφανίστηκε καὶ περικύκλωνε τὸν μάρτυρα. Νομίζοντας ὅτι τὸ πλῆθος ἐκεῖνο εἶναι Χριστιανοὶ ποὺ ἦρθαν νὰ κλέψουν τὸ λείψανο ὅρμησαν κατὰ κεῖ ἀλλὰ πλησιάζοντας δὲν εἶδαν τίποτα πέρα ἀπὸ τὸ ἱερὸ σῶμα τοῦ ἁγίου.
Ἐπειδὴ ξημέρωνε καὶ ἄρχισε ἡ κίνηση, φοβήθηκαν οἱ ἐκτελεστὲς μήπως ἀντιληφθοῦν οἱ Χριστιανοὶ τί συνέβαινε καὶ ζητήσουν νὰ πάρουν τὸν ἅγιο νὰ τὸν θάψουν καὶ νὰ τὸν τιμοῦν. Ἔριξαν ἀμέσως τὸ σῶμα στὴ θάλασσα, τὴν δὲ κεφαλὴ πῆγαν στὸν βεζύρη ὡς ἀπόδειξη τῆς ἐκτέλεσης. Τὸ ἅγιο λείψανο ἀντὶ νὰ βυθισθεῖ βγῆκε πλέοντας ἀπὸ τὸν Κεράτιο ἀλλὰ μένει ἄγνωστο τὸ ποὺ προσορμίστηκε. Τὴν ἁγία κεφαλὴ ζήτησαν μέσω τοῦ Πατριαρχείου οἱ Χριστιανοὶ ποὺ εἶχε συναντήσει ὁ ἅγιος στὸ δρόμο, γιὰ νὰ τὴν θάψουν δῆθεν. Τὴν ἔβαλαν σὲ ἀργυρὴ θήκη καὶ τὴν κατέθεσαν στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὰ Ταταύλα.
Ἀργότερα ὁ Δοσίθεος Σελευκείας, συμπατριώτης τοῦ μάρτυρος, τὴν ἔστειλε στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, στὸ σπίτι του, ποὺ εἶχε ἀνοικοδομηθεῖ σὲ ναό, μετὰ ἀπὸ θαυμαστὴ προτροπὴ τοῦ ἴδιου του Ἁγίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου