Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Διονυσίου Ταμπάκη:
«Ὅταν οἱ Ἅγιοι ἔχουνε χιοῦμορ»
ΜΕΣΑ στὴ χορεία τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ξεχωριστῆ εἶναι καὶ ἡ θέση τοῦ Προφήτου Ἠλία. Ἐπίσης ὁ ίδιος ὁ Προφήτης, ἐνόσω δέν ἔχει ἀκόμη πεθάνει σωματικά, θά ξαναέλθει στά έσχατα τῆς ἱστορίας για να καταγγείλλει τόν Ἀντίχριστο καί τά όργανά του.
Ὅμως, ὅπως σὲ ὅλους τούς Ἁγίους, ἔτσι καὶ σὲ ἐκεῖνον δὲν ἀπέλειπεν τὸ χιοῦρορ καὶ οἱ ἑτοιμόλογες γεμάτες θάρρος ἀπαντήσεις του .
Ἂς μεταφερθοῦμε λοιπὸν στὸ καρμήλιον Ὅρος τότε ποὺ ὁ προφήτης Ἠλίας (*) προσκαλεῖ τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης σ’ ἕναν πρωτότυπο διαγωνισμό. Παραγγέλει συγκεκριμένα: «Ἄς μας δώσουν δυὸ βόϊδια καὶ ἂς ἐκλέξουν αὐτοί (Οἱ Ἱερεῖς τοῦ Βάαλ), ἕνα βόϊδι νὰ τὸ κόψουν εἰς τεμάχια καὶ νὰ τὸ ἐπιθέσουν ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα. Φωτιὰ ὅμως νὰ μὴ ἀνάψουν. Τὸ ἴδιο θὰ κάμω καὶ ἐγὼ στὸ βόϊδι τὸ ἄλλο καὶ δὲν θὰ ἀνάψω φωτιὰ ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου. Σεῖς, οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, θὰ φωνάζετε καὶ θὰ παρακαλῆτε τὸν θεόν σας καὶ ἐγὼ ἐπίσης θὰ ἐπικαλεσθῶ τὸ...ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου. Ἐκεῖνος ὁ Θεὸς θὰ εἶναι ἀληθινὸς καὶ πραγματικός, ὁ ὁποῖος θὰ ἀκούση τὴν προσευχὴν καὶ θὰ στείλη πῦρ ἐπάνω στὸ θυσιαστήριον».
Ὅλοι οἱ παριστάμενοι ἀντιπρόσωποι τοῦ λαοῦ, ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν “καλὸς εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον μας εἶπες ἂς γίνη ἔτσι”.
Ἐκεῖνοι λοιπὸν ἐπῆραν τὸν μόσχον, ἠτοίμασαν αὐτὸν καὶ ἐπεκαλοῦντο τὸ ὄνομα τοῦ Βαάλ ἀπὸ τὴν πρωίαν ἕως τὴν μεσημβρίαν καὶ ἔλεγαν “ὢ Βαάλ, ἐπάκουσέ μας. Ἄκουσε τὴν προσευχήν μας, Βαάλ” ! Ἀλλὰ ὁ θεὸς των οὔτε τοὺς ἤκουσεν οὔτε καὶ τοὺς ἀπήντησεν. Ἐκεῖνοι δὲ ἔτρεχαν γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον, τὸ ὁποῖον κατεσκεύασαν, παρακαλοῦντες συνεχῶς τὸν Βααλ.
Ἐφθασεν ἡ μεσημβρία, καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης, εἰρωνευόμενος πρὸς αὐτούς, τοὺς εἶπε “παρακαλέσατε αὐτὸν μὲ ἀκόμη μεγαλυτέραν φωνήν, διότι εἶναι θεὸς ! Ἴσως φλυαρεῖ κάπου, πιθανὸν νὰ εὑρίσκεται πρὸς σωματικήν του ἀνάγκην,(**) δὲν ἀποκλείεται καὶ νὰ κοιμᾶται. Φωνάξτε, διὰ νὰ ἐξυπνήση” !
Ἀφοῦ οἱ προφῆτες τῶν βδελυρῶν θεῶν δὲν βρῆκαν ἄκρη, ἐγκατέλειψαν τότε καταντροπιασμένοι τὶς ἄκαρπες προσπάθειές τους καὶ ἀναλαμβάνει τώρα ὁ Προφήτης Ἠλίας παραγγέλοντας πάλι: “ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐγὼ θὰ ἑτοιμάσω τὸν μόσχον διὰ τὸ ὁλοκαύτωμα μού”. Ἐκεῖνοι ἀπεμακρύνθησαν ὀλίγον καὶ ἀπεχώρησαν ἀπὸ ἐκεῖ. Εἶπε τότε ὁ Ἡλιοῦ πρὸς τὸν λαὸν “πλησιάσατε ἐδῶ κοντὰ μου”. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἐπλησίασε πρὸς αὐτόν. Ἐπῆρεν ὁ Ἡλιοῦ δώδεκα λίθους, κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἔκτισε μὲ τοὺς λίθους αὐτοὺς θυσιαστήριον ἐπ' ὀνόματι τοῦ Κυρίου. Ξαναέκτισε δηλαδὴ καὶ ἀνεκαίνισεν ἐκεῖ προηγούμενον θυσιαστήριον, τὸ ὁποῖον εἶχε καταστραφεῖ. Ἔκαμεν ἐπίσης γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον τοῦτο μεγάλο αὐλάκι, ποὺ ἐχωροῦσε δυὸ μετρητᾶς νεροῦ (25 περίπου κιλά).
Ἐστοίβασε τὰ σχισμένα ξύλα ἐπάνω στὸ θυσιαστήριον αὐτό, ποὺ εἶχε κάμει, ἐτεμάχισε τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ ἔθεσε τὰ τεμάχια τοῦ ζώου ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα, ποὺ εἶχε στοιβάσει στὸ θυσιαστήριον, καὶ εἶπε “φέρετέ μου τέσσαρας ὑδρίας νερό (συμβολικά, γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων) καὶ χύσατέ το ἐπάνω στὸ ὁλοκαύτωμα καὶ εἰς τὰ ξύλα”. Ἐκεῖνοι δὲ ἔκαμαν, ὅπως τοὺς εἶπεν.
Ὁ Ἠλίας εἶπε “κάμετε τὸ ἴδιο διὰ δευτέραν φοράν”. Καὶ διὰ δευτέραν φορᾶν ἔρριψαν νερό. Εἶπε πάλιν “διὰ τρίτην φορᾶν τὸ ἴδιο”. (τρεῖς φορὲς εἰς τύπον Τῆς Ἁγίας καὶ Ζωοποιοῦ Τριάδος) Καὶ ἐκεῖνοι ἔχυσαν νερὸ διὰ τρίτην φορᾶν.
Τὸ νερό, ποὺ ἐχύθη, ἔτρεχεν ὁλόγυρα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐγέμισε τὸ αὔλακι νερό.
Ὁ Ἠλίας προσηυχήθη μὲ μεγάλην κραυγὴν στὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε “Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰσραήλ, ἄκουσε τὴν προσευχήν μου. Κύριε, ἄκουσε σήμερον τὴν προσευχήν μου καὶ στεῖλε πῦρ ἐπάνω στὸ θυσιαστήριον αὐτό, διὰ νὰ γνωρίση ὅλος αὐτὸς ὁ ἰσραηλιτικὸς λαός, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ.
Ἔπεσε δὲ τότε πῦρ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν παρὰ Κυρίου, τὸ ὁποῖον κατέφαγε τὰ τεμάχια τοῦ πρὸς ὁλοκαύτωσιν ζώου, τὰ ξύλα καὶ τὸ ὕδωρ, ποὺ εὐρίσκετο εἰς τὴν αὔλακα. Ἀκόμη δὲ κατέφαγε καὶ τοὺς λίθους, ἔγλειψε δὲ καὶ αὐτὸ τὸ χῶμα.
Ὅλος ὁ λαὸς τότε ὅταν εἶδε τὸ καταπληκτικὸν θαῦμα, ἔπεσεν στὸ ἔδαφος, προσεκύνησαν τὸν Θεὸν καὶ εἶπαν “ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός μας, αὐτὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς Θεός». (Γ΄Βασ.ιη΄ 23-39)
(*) Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ καταδιώκονταν λυσαλέως ὁ νόμος Τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας ἀπὸ τὸν συγκριτιστή (συγκριτισμὸς: ὅταν κάνεις σαλάτα καί κουλουβάχατα ὅλες τὶς θρησκεῖες μαζί. Βλέπε τὰ καρναβάλια τοῦ σημερινοῦ Οἰκουμενισμοῦ) Βασιλιᾶ Ἀχαὰβ καὶ τὴν γυναίκα του τὴν Ἰεζάβελ (ἱστορικῆς λάμιας) οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν εἶχαν ἀφήσει σὲ χλωρὸ κλαρὶ, ἀλλὰ μὲ ἄκρατοφθόνο πολεμούσανε νὰ τὸν ἐξοντώσουνε. Τὰ τέλη καὶ τῶν δυονῶν ὅπως τὰ προφήτευσε ὁ Ἠλίας ἦταν τρομερὰ: ὁ μὲν Ἀχαὰβ ἀφοῦ πέθανε ἀπὸ βέλος στὰ πνευμόνια του, χοῖροι καὶ σκυλιὰἔγλειψαν τὸ αἷμα του καὶ πόρνες λούσθησαν μὲ τὸ ὕδωρ τῆς κρήνης, ὅπου ὑπῆρχεν ἀκόμη τὸ αἷμα του. Ἡ δὲ ἡ Ἰεζάβελ ἀφοῦ τὴν πέταξαν οἱ σφετεριστὲς τοῦ θρόνου ἀπ΄ τὸ παράθυρο. Κατόπιν τὴν ποδοπάτησαν τὰ ἄλογα καὶ τὸ σῶμα της ἔγινε βορὰ (φαϊ) τῶν σκύλων.
(**) Ἴσως καὶ νὰ ἔπιασε τὸν Βαὰλ κόψιμο. Ὅπως ἄλλωστε βεβαιώνει καὶ τὸ σοφὸν γνωμικὸν «Ἀνάγκα καὶ θεοὶ πείθονται». Γι΄ αυτὸ ἡ Τουαλέτα ὀνομάζεται συνάμα καὶ Ἀναγκαῖο. Εὐκαιρίας δοθείσης θυμήθηκα τώρα τὴν δασκάλα τοῦ Τοτοῦ ὅταν τὸν ρώτησε: «Ποιὸ εἶναι τὸ ποιὸ ταχύτατο πράγμα στὸν κόσμο; Τὸ Φῶς ἢ ἡ Σκέψη; Καὶ ὁ Τοτὸς ἀπαντᾶ: -Ἡ εὐκοίλια, διότι χθὲς τὸ βράδυ ποὺ μὲ ἔπιασε δὲν πρόλαβα οὔτε τὸ φῶς νὰ ἀνάψω οὔτε κὰν νὰ τὸ σκεφτῶ.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου