27 Μαρ 2022

Κι ἀπ' τά δάκρυα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων...

Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
«Στόν τόπο πού κρεμοῦσαν οἱ καπεταναῖοι τ' ἅρματα, κρεμοῦν οἱ γύφτοι τά νταούλια». Αὐτή ἡ παροιμία μου ἔρχεται στό νοῦ, ὅταν γιορτάζουμε τό «ἄφραστον θαῦμα» τῆς Ἐπανάστασης τοῦ '21. Σκαλίζω στό χαρτί τά ὀνόματα τῶν ἡρώων πού μᾶς νεκρανάστησαν καί ντρέπομαι γιά τήν σημερινή κατάντια μας.

Τότε ξεσηκώθηκε τό Γένος, λέξη πού μοσχοβολᾶ, θυμίζει ἐκεῖνο τόν νεκρώσιμο ψαλμό τῆς Αὐτοκρατορίας μας «σώπασε κυρά Δέσποινα καί μήν πολυδακρύζεις/ πάλε μέ χρόνια μέ καιρούς πάλε δικά μας θά 'ναι», ψαλμός χαρμολύπης, μέ μιάν ἐπωδό γεμάτη... ἀναστάσιμη πίστη.

Ἔπεσε ἡ Πόλις καί ἔλαμψε τό Γένος. «Πάντα τά ἔνδοξα ἡμῶν κατέπεσαν», θρηνολογεί ὁ χρονογράφος. Χάθηκαν τά ἔνδοξα, ἀλλά προβάλλει ἡ «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», τό Γένος. Στόν τόπο τοῦ θνητοῦ Αὐτοκράτορα, ἀνακηρύσσει εὐθύς νέο Αὐτοκράτορα, ἀθάνατο: Τόν μαρμαρωμένο Βασιλιᾶ. Καί γιά θρόνο του ὑψώνει ἕναν τάφο. Καί ποῦ τοποθετεῖ αὐτόν τόν ταφόθρονο; Στήν βεβηλωμένη τῆς Ὀρθοδοξίας Ἀκρόπολη, κάτω ἀπό τούς θόλους τῆς Ἀγιά - Σοφιάς. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὁ Κυρηναῖος τοῦ Γένους, σηκώνει τόν σταυρό τῆς αἰχμαλωσίας. Γι' αὐτό τήν σημαία του Εἰκοσιένα κρατᾶ ἕνας δεσπότης καί κάτω ἀπ' τά «ματωμένα ράσα» γονατισμένοι οἱ ξακουστοί πολέμαρχοι...

Τί νά γράψω γιά το Εἰκοσιένα, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι; Θυμᾶμαι ἐκεῖνον τόν σπαρακτικότατο ψαλμό τοῦ Σολωμοῦ, τήν «Γυναῖκα τῆς Ζάκυθος». «Καί ἐσυνέβηκε αὐτές τίς ἡμέρες ὅπου οἱ Τοῦρκοι ἐπολιορκοῦσαν τό Μεσολόγγι...».... Καί τά ἑπόμενα λόγια τοῦ ποιητῆ τοῦ Γένους, ἕνα - ἕνα ἀραδιασμένα, εἶναι σάν τίς ψηφῖδες, πού συνταίριαζαν οἱ μεγάλοι μάστοροι τοῦ Βυζαντίου, γιά νά ἱστορήσουν τό Πάθος.

«Καί οἱ πλέον πάμφτωχοι ἐβγάνανε τ' ὀβολάκι τους καί τό δίνανε καί κάνανε τό σταυρό του κοιτάζοντας κατά τό Μεσολόγγι καί κλαίοντας».

Σκέφτομαι. Δάσκαλος, ἐδῶ στή Μακεδονία, δίπλα στό ὑπερφίαλο ξέφτι, πού καμώνεται πώς εἶναι κράτος ἀλεξανδρινό, πρέπει νά σταλάξω στίς καρδιές τῶν μαθητῶν μου κάτι ἀπό ἐκεῖνα τά δοξασμένα χρόνια. Ἄς μείνουν στήν ἄκρη γιά λίγο οἱ γραμματικές καί οἱ δεκαδικοί. Ψάχνω κείμενα, ἄνθη μυρίπνοα τῶν ἀγωνιστῶν, γιά νά ἀναπληρώσω καί τά σχολικά ψευτίσματα. Ἐξάλλου, τέτοιες μέρες - «ἐθνικῆς ἀνατάσεως» τίς ἔλεγαν παλιά - βρίσκουν εὐκαιρία τά ἀπολειφάδια τοῦ προοδευτισμοῦ, νά ἐξεμέσουν τά δηλητήριά τους.

Καί μέσα στά σχολεῖα ἰδίως, ὅπου βάζουν τούς μαθητές νά τραγουδοῦν καί νά ἀπαγγέλουν εἰρηνόφιλες, φραγκολεβαντίνικες μουρμοῦρες. («Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί» καί ὄχι οἱ εἰρηνόφιλοι). «Τό κακό θά σᾶς ἔρθει ἀπό τούς διαβασμένους», κανοναρχοῦσε ὁ Πατροκοσμάς. Δέν ἔλεγε μορφωμένους. Ὁ λαός μας τούς διαβασμένους, τούς ὀνόμαζε πολύξερους, ἐνῶ τούς μορφωμένους, γνωστικούς.

Οὔτε τόν «Θούριο» δέν διδάσκουμε πια....διαβάζω τό «ὡς πότε παλικάρια», γιά τό ὁποῖο γράφει ὁ Ρίζος Νερουλός, «ἐγώ ὁ ἴδιος, παριστάμενος κάποτε εἰς μιάν διασκέδασιν Τούρκων ὑπουργῶν, τούς ἤκουσα νά διατάσσουν τούς Ἕλληνας μουσικούς νά τραγουδήσουν τόν Θούριον...ο ἦχος ἤρεσεν τόσον εἰς τούς Τούρκους, ὥστε εἶχον ἀποστηθίσει τάς πρώτας λέξεις χωρίς νά λάβουν ποτέ περιέργειαν νά πληροφορηθοῦν τήν ἔννοιάν των...»....

Διασώζει ὁ Γάλλος φιλόλογος καί ἱστορικός Κ. Φωριέλ, στό βιβλίο του «τά δημοτικά τραγούδια τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος», κάτι τό ἐξαιρετικό. Ἀξίζει νά διαβαστεῖ. (Ἀπό τό περιοδικό «Γνώσεις», ἐκδ. 1953). «Τό 1817 ἕνας φίλος μου ταξίδευε στή Μακεδονία μέ τήν συνοδεία ἑνός καλόγερου. Ὅταν ἔφτασαν σ' ἕνα χωριό, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα δέν συγκράτησε, σταμάτησαν γιά ἀνάπαυση σ' ἕνα ἀρτοπωλεῖο, τό ὁποῖο ἦταν συγχρόνως καί τό πανδοχεῖο τῆς περιοχῆς. Ἕνα νέο παιδί, ἕνας Ἠπειρώτης, τράβηξε τήν προσοχή τους. Τό παράστημά του ἦταν περήφανο, μέ ὄψη ἀγέρωχης ὀμορφιᾶς, τοῦ ὁποίου τά μπράτσα, οἱ γυμνές κνῆμες, τό στῆθος, ἔδιναν τόν τύπο τῆς κομψότητας καί τοῦ σφρίγους. Παρατήρησε μέ προσοχή τούς δύο ταξιδιῶτες καί στρεφόμενος στόν λαϊκό, τόν ρώτησε: Ξέρεις νά διαβάζεις; Ἐκεῖνος συγκατάνευσε καί ὁ νεαρός Ἠπειρώτης τόν παρακάλεσε νά τόν ἀκολουθήσει σέ γειτονικό ἀγρό. Κάθισαν σ' ἕναν σωρό ἀπό πέτρες. Τό παιδί τότε ἔβαλε τό χέρι του στόν κόρφο του καί ἔβγαλε κάτι, πού ἦταν δεμένο μ' ἕναν σπάγκο. Ἦταν ἕνα μικρό βιβλίο, ὁ Θούριος τοῦ Ρήγα. Τό δίνει στόν ξένο καί τόν παρακαλεῖ νά του τό διαβάσει. Ὁ ταξιδιώτης τό πῆρε καί ἄρχισε νά τό ἀπαγγέλει μέ στόμφο. Ὕστερα ἀπό λίγα λεπτά σήκωσε τά μάτια του καί ἔμεινε ἔκπληκτος». (Συνεχίζω στήν καθαρεύουσα). «Ὁ ἀκροατής του δέν ἦτο πλέον ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Τό πρόσωπόν του ἐφαίνετο φλογισμένον καί ὅλα τά χαρακτηριστικά του ἀπέδιδον ἔξαρσιν. Τά μισοανοικτά του χείλη ἐδονοῦντο. Χείμαρρος δακρύων ἔπιπτεν ἀπό τά μάτια του, ἐνῶ τό σκιῶδες στῆθος του ἐταράσσετο καί συνεσπᾶτο». «Γιά πρώτη φορά ἀκοῦς νά σοῦ διαβάζουν τό βιβλιαράκι αὐτό; ρωτᾶ ὁ ταξιδιώτης. Ὄχι, τοῦ ἀπαντᾶ σκουπίζοντας τά μάτια του μέ τήν ἀνάστροφη τῆς παλάμης του. Τό ἔχω ἀκούσει πολλές φορές. Παρακαλῶ τούς διαβάτες καί μου τό διαβάζουν συχνά... Καί πάντοτε κλαῖς; Ναί, πάντοτε...» Τί νά πεῖς γι' αὐτό τό ἀνεκλάλητο μεγαλεῖο; Τό Γένος μέ δάκρυα στά μάτια, κάνοντας τό σταυρό του, ἀξιώθηκε τήν ἐλευθερία του.


«Ἦταν μιά ἐκκλησιά εἰς τόν δρόμον καί τό καθισιό μου ἦταν ὅπου ἔκλαιγα την Ἑλλάς: Παναγία μου, βοήθησε καί τούτην τήν φοράν τούς Ἕλληνες διά νά ἐμψυχωθοῦν. Καί ἐπῆρα ἕνα δρόμο κατά την Πιάνα. Εἰς τόν δρόμον ἀπάντησα τόν ξάδελφόν μου Ἀντώνιον, τοῦ Ἀναστάση Κολοκοτρώνη, μέ ἑφτά ἀνιψίδια μοῦ, ἐγινήκαμε ἐννιά, καί τό ἄλογό μου δέκα∙ ἐγώ ἤμουν καί χωρίς ντουφέκι». Ἐννιά καί ἕνα ἄλογο, ἄοπλοι, μέ τήν εὐχή τῆς Παναγίας, ἐκάμαμε τήν Ἐπανάσταση, γράφει ὁ Κολοκοτρώνης. Καί πάλι δάκρυα γιά τήν... Ἑλλάς. Τί ἐκπληκτικό! Ἀπό τήν οἰμωγή τῆς Ἅλωσης, «σώπασε Κυρά- Δέσποινα», μέχρι τήν ἁγιασμένη Ἐπανάσταση, τό Γένος «πολυδακρύζει», ἔτσι ὅπως τοῦ δίδασκαν οἱ Γεροντάδες του.

«Ὁ βουλόμενος ἀναστήναι...οφείλει δάκρυσι καί στεναγμοίς...νύκτωρ καί μεθ' ἡμέραν ζητεῖν τήν τοῦ Θεοῦ βοήθειαν καί θείαν ἀντίληψιν». («Φιλοκαλία», τομ. Ἀ΄). Αὐτά τά δάκρυα μᾶς ἔσωσαν. Ὑπάρχουν κι ἄλλα, πικροδάκρυα γιά τίς σημερινές προκοπές μας. Εἶναι τοῦ Σολωμοῦ. Θρῆνος καί παραίνεση μαζί. Γράφει τό 1842 σέ γράμμα του στόν Τερτσέτη, τή μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, λόγια πού ἐξεικονίζουν καί τή σημερινή Ἑλλάδα: «Εἶναι εἴκοσι ἕνα χρόνια πού σάν σήμερα ἡ Ἑλλάδα ἔσπασε τίς ἁλυσίδες. Ἡ μέρα αὐτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι μέρα γιά χαρά καί γιά δάκρυα. Χαρά γιά τά μελλούμενα, δάκρυα γιά τήν σκλαβιά τήν περασμένη. Καί γιά τό σήμερα τί νά πῶ; Ἡ διαφθορά εἶναι τόσο γενική κι ἔχει ρίζες τόσο βαθιές πού σέ κάνει νά σαστίζεις.

Μόνο ὅταν τά αἴτια τῆς διαφθορᾶς ἐξολοθρευτοῦν πέρα ὡς πέρα, θά μπορέσουμε νά 'χουμε μιά ἠθική ἀναγέννηση. Τότε τό μέλλον μας θά εἶναι μεγάλο, ὅταν ὅλα στηριχτοῦν στήν ἠθική, ὅταν θριαμβεύσει ἡ δικαιοσύνη, ὅταν τά γράμματα καλλιεργηθοῦν ὄχι γιά  μάταιη ἐπίδειξη, παρά γιά ὄφελος τοῦ λαοῦ, πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό παιδεία καί ἀπό μόρφωση ἐθνική. Τότε θά ἔχουμε - ἤ μᾶλλον θά ἔχουν τά παιδιά μας - μιά ἠθική ἀναγέννηση καί τό μέλλον τῆς πατρίδας μας θά εἶναι μεγάλο».

Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς

1 σχόλιο:

  1. εἴμαστε τυχεροί πού δέν εἶναι οἱ ἰσλαμιστές στήν Αἴγυπτο 100.000.000 καί 80.000.000 οἱ τοῦρκοι. Καί κατά Μάζη 4.000.000 (+15000 οὐκρανούς πού ἤδη ἔχουν ἔλθη) βασιβουζοῦκοι ἐδῶ. Μέ λίγα λόγια νομίζω εἴμαστε χαμένοι! θά ἀναπολοῦμε τά 2.000.000 στρατό πού εἶναι στούς ὑπονόμους.
    λύσεις ὀρφανοτροφεῖα σέ κάθε πόλη ὄχι ἐκτρώσεις ἄνθρωποι εἶναι ὄχι ζῶα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.