5 Μαρ 2022

Ἅγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς) Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος (5 Μαρτίου †)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Οὐδέποτε ὑπῆρξε στήν Ἐκκλησία ἀπουσία πατερικῶν μορφῶν. Ὅπως σέ κάθε ἐποχή, καί στούς σύγχρονους χρόνους ἀναδείχνονται Πατέρες καί διδάσκαλοι. Μιά τέτοια σύγχρονη πατερική μορφή ὑπῆρξε καί ὁ Σέρβος νεοφανής ἅγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς), ἐπίσκοπος Ζίτσης καί Ἀχρίδος, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τήν προσωνυμία «ὁ Σέρβος Χρυσόστομος», λόγῳ τῆς ρητορικῆς του δεινότητας καί τῶν ἀγώνων του γιά τήν μόνη σώζουσα ὀρθόδοξη πίστη.
Γεννήθηκε στίς 23 Δεκεμβρίου 1880 στό χωριό Λέλιτς τῆς Νότιας Σερβίας ἀπό φτωχούς, πολύτεκνους καί εὐσεβεῖς γονεῖς. Τά πρῶτα γράμματα τά ἔμαθε στή Ἱερά Μονή Τσέλιε. Ἀπό μικρό παιδί ἔδειξε μιά ἀσυνήθιστη ἀγάπη γιά τήν Ἐκκλησία καί κλίση γιά τήν ἀρετή καί τήν προσευχή. Ἀπομονώνονταν συχνά καί προσεύχονταν μέ τίς ὧρες. Μετά τήν ἐγκύκλιο μόρφωσή του εἰσήχθη... στήν Ἱερατική Σχολή τοῦ Ἁγίου Σάββα στό Βελιγράδι. Ἐκεῖ ἔδειξε ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια στίς σπουδές του, ὥστε τό Πατριαρχεῖο τῆς Σερβίας, ἐκτιμῶντας τήν φιλομάθειά του καί τό ἦθος του, τόν ἔστειλε μέ ὑποτροφία γιά ἀνώτερες σπουδές στήν Ἑλβετία, τήν Γερμανία καί τήν Ἀγγλία. Ἔμαθε ἐπίσης ἄριστα ἑπτά γλῶσσες.
Παράλληλα μέ τίς σπουδές του καλλιέργησε καί τήν πνευματική του πρόοδο. Πίστευε ἀκράδαντα στό Θεό καί φλέγονταν ἀπό πόθο νά ὑπηρετήσει τήν Ἐκκλησία. Μελετοῦσε μέ πάθος τούς Πατέρες καί τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Τό 1908 ὑπέβαλε τό Πανεπιστήμιο τῆς Βέρνης διδακτορική διατριβή μέ θέμα: «Ἡ πίστη στήν Ἀνά-σταση τοῦ Χριστοῦ, ὡς θεμελιῶδες δόγμα τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Ἀκολούθως σπούδασε τό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης καί ὑπέβαλε ἄλλῃ διατριβῇ στό Πανεπιστήμιο τῆς Γενεύης σχετικά μέ τή φιλοσοφία τοῦ Μπέρκλεϋ.
Τό 1909 ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, ὅπου ὅμως ἀρρώστησε βαριά ἀπό δυσεντερία καί λίγο ἔλειψε νά πεθάνει. Ὅταν ἀνάρρωσε πῆρε τήν ἀπόφαση νά γίνει μοναχός στή Ἱερά Μονή Ρακόβιτσα καί στή συνέχεια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀργότερα διορίστηκε καθηγητής στήν Ἱερατική Σχολή τοῦ Ἁγίου Σάββα στό Βελιγράδι καί συνάμα ὁρίστηκε ἱεροκήρυκας στήν σερβική πρωτεύουσα. Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε ξεσπάσει ὁ Ἀ΄ παγκόσμιος πόλεμος, κατά τή διάρκεια τοῦ ὁποίου ἐπέδειξε σπουδαῖο φιλανθρωπικό ἔργο στόν δοκιμαζόμενο σερβικό λαό. Στά 1915 στάλθηκε στήν Ἀγγλία καί στίς Η.Π.Α. γιά νά ζητήσει βοήθεια ἀπό τούς Σέρβους μετανάστες γιά τούς πεινασμένους της Σερβίας.
Τό 1919 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ζίτσης καί δύο χρόνια ἀργότερα μετατέθηκε στήν ἱστορική Ἐπισκοπή τῆς Ἀχρίδος. Ἡ ἐπισκοπική του διακονία σημαδεύτηκε ἀπό ὑποδειγματική ποιμανατορία. Λειτουργοῦσε μέ κατάνυξη καί κήρυττε μέ φλογερό πάθος. Ἦταν ἰδιαίτερα χαρισματικός ρήτορας, ὁ ὁποῖος σαγήνευε τούς πολυπληθεῖς ἀκροατές τῶν κηρυγμάτων του. Ἐργάστηκε ἄοκνα γιά τήν πνευματική ἀφύπνιση τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί γιά τήν ἀνέγερση ναῶν καί μοναστηριῶν. Παράλληλα ἄσκησε ἕνα ἀξιοθαύμαστο φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο, μέ τήν σύσταση ἱδρυμάτων, ὅπως ὀρφανοτροφείων, ὅπου ἔβρισκαν καταφύγιο χιλιάδες ὀρφανά καί ἐγκαταλειμμένα παιδιά. Ἦταν πολύ ἀγαπητός ἀπό τό λαό του, τόν ὁποῖο θεωροῦσε πνευματικό τοῦ πατέρα καί προστάτη του.
Παρ' ὅλο τόν φόρτο τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας ἀσκοῦνταν καί ό ἴδιος στήν ἀρετή καί τήν πνευματική πρόοδο, προσευχόταν, νήστευε, ἀγρυπνοῦσε. Θαύμαζε τόν ἁγιορείτικο μοναχισμό καί φρόντιζε νά ἔρχεται συχνά στό Ἅγιο Ὄρος γιά πνευματικό ἀνεφοδιασμό. Ἐπισκεπτόταν συνήθως τήν Ἱερά Μονή Παντελεήμονος, ὅπου συνδέθηκε μέ τόν ὅσιο Σιλουανό (+1938), τοῦ ὁποίου θαύμαζε τήν ἁγία βιωτή. Ἐκεῖ γνώρισε καί τόν Γέροντα Σωφρόνιο (+1993).
Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὑπῆρξε σπουδαῖος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας πληθώρας ἀξιόλογων ἔργων, τά ὁποῖα ἐξέδωσε σέ εἴκοσι τόμους. Τά διακρίνει ἡ βαθειά του ὀρθόδοξη θεολογική σκέψη, ἡ ποιητικότητα, ἡ γλαφυρότητα καί ἀκρίβεια. Τό σημαντικότερο σύγγραμμά του εἶναι ὁ «Πρόλογος τῆς Ἀχρίδος», συνοπτικά συναξάρια ἁγίων ὅλων των ἡμερῶν τοῦ ἔτους, μέ σχόλια καί πνευματικές νουθεσίες. Συνέθεσε ἐπίσης πολλά ποιήματα, ἐκκλησιαστικούς ὕμνους καί ἀκολουθίες. Ἀκόμα ἄφησε περισσότερες ἀπό τριακόσιες ἐπιστολές - ἀπαντήσεις σέ δύσκολα ποιμαντικά προβλήματα, τά ὁποῖα τοῦ ὑπέβαλλαν οἱ πιστοί. Εἶναι δέ τέτοια ἡ συγγραφική του καλλιέπεια ὥστε ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς εἶχε πεῖ γιά τόν ἅγιο Νικόλαο πώς «Ἄς μέ συγχωρέσει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀλλά ὁ Νικόλαος τόν ξεπέρασε»!
Ἦταν ἀκραιφνής ὀρθόδοξος. Βαδίζοντας στά βήματα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε τή βεβαιότητα καί διακήρυττε ὅτι Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μοναδική καί ἀληθινή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί πώς ἔξω ἀπό αὐτή ὑπάρχει τό σχίσμα καί ἡ αἵρεση. Μελέτησε ὅσο ὀλίγοι τόν δυτικό χριστιανισμό, τόν παπισμό καί τίς πολυάριθμες ὁμάδες τοῦ κατακερματισμένου προτεσταντισμοῦ καί πείστηκε ὅτι αὐτός βρίσκεται σέ τρομερές πλάνες, οἱ ὁποῖες δέν ἀφήνουν περιθώρια γιά νά ἔχει τήν παραμικρή ἐκκλησιαστική ὑπόσταση Τό 1930 ἔλαβε μέρος στήν Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη στή Μονή Βατοπεδίου στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἐξέφρασε μέ σαφήνεια τήν προσήλωσή του στήν Ὀρθοδοξία καί διατράνωσε τήν ἀντίθεσή του στά πρώιμα τότε ἀνοίγματα τῶν ὀρθοδόξων πρός τούς αἱρετικούς καί τό κοσμικό φρόνημα. Τό 1937 κατάγγειλε μέ σφοδρότητα τή συμφωνία Γιουγκοσλαβίας καί Βατικανοῦ, μέ τήν ὁποία θά γινόταν ἡ χώρα του πεδίο ἱεραποστολῆς τῶν αἱρετικῶν παπικῶν. Κατόρθωσε νά ματαιώσει τήν ὑπογραφή της, ἀλλά ὄχι καί τήν γενοκτονία, ἡ ὁποία ἐπακολούθησε λίγα χρόνια μετά τό (1941-45), περισσότεροι ἀπό 880.000 Σέρβοι ὀρθόδοξοι βρῆκαν τραγικό θάνατο ἀπό τούς παπικούς Κροάτες Οὐστάσι, ὅταν ἀρνήθηκαν τόν βίαιο ἐκλατινισμό τους, μέ τήν καθοδήγηση τοῦ παπικοῦ «κλήρου» καί κύρια τοῦ «ἀρχιεπισκόπου» τοῦ Ζάγκρεμπ Α. Στέπινατς (νῦν παπικοῦ ἁγίου!) καί τήν προτροπή τοῦ Βατικανοῦ!
Ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶχε μελετήσει σέ βάθος καί τήν εὐρωπαϊκή φιλοσοφία καί ἱστορία, διαπιστώνοντας τήν πνευματική γύμνια τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ὀφείλεται στήν ἀλλοίωση τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος ἀπό τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό. Παρατήρησε τήν ραγδαία καί προκλητική ἀποβολή τῆς χριστιανικῆς κληρονομιᾶς καί τήν υἱοθέτηση μιᾶς παράδοξης εἰδωλολατρίας, τῆς λατρείας τοῦ ἀνθρώπου καί ό, τί ἔχει σχέση μέ τήν ὑλιστική καί ἡδονιστική ἀπόλαυσή του. Γι' αὐτό ἀποκάλεσε τήν Εὐρώπη «Λευκή Δαιμονία». Πρόβλεψε δέ πώς ἡ πανίσχυρη Εὐρώπη σύντομα θά γίνει συντρίμμια, λόγῳ αὐτῶν τῶν ἐπιλογῶν της. Διαπίστωσε πώς «Ὁ Χριστός ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν Εὐρώπη, ὅπως ἄλλοτε ἀπό τήν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, μετά ἀπό αἴτημα τῶν κατοίκων της».
Κατά τή διάρκεια τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προσέφερε ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες στό δοκιμαζόμενο λαό του. Ὄρθωσε μέ ἡρωισμό τό ἀνάστημά του στούς βαρβάρους καί ἀπάνθρωπους φασίστες καί ναζιστές κατακτητές. Διαμαρτυρήθηκε μέ παρρησία ἐναντίον τῶν μαζικῶν ἐκτελέσεων στό Κράλιεβο. Κατάγγειλε μέ σφοδρότητα τήν ὑποκρισία τῶν δυτικῶν χριστιανικῶν (ὑποτίθεται) κρατῶν, ἰδιαίτερα γιά τήν ἀδιαφορία καί τήν δικαιολόγηση τῆς φοβερῆς γενοκτονίας τῶν 880.000 νεκρῶν Σέρβων Ὀρθοδόξων ἀπό τούς φασίστες παπικούς Κροάτες Οὐστάσι. Εἶναι ὁ πρῶτος πού θά τούς ἀνακηρύξει Νεομάρτυρες καί θά συνθέσει ὑπέροχη Ἀκολουθία πρός τιμήν τους.
Γιά τήν πατριωτική καί ἀντιστασιακή του δράση τό 1941 συνελήφθη καί ὁδηγήθηκε στίς φυλακές Νταχάου, μαζί μέ τόν μαρτυρικό Σέρβο Πατριάρχη Γαβριήλ, γιά τρία φρικτά χρόνια. Ἀπελευθερώθηκε στίς 8 Μαΐου 1945 ἀπό τούς συμμάχους. Ἀλλά καί πάλι δέν βρῆκε ἡσυχία καί ἐλευθερία νά ἀσκήσει τά ποιμαντικά του καθήκοντα. Τό ἄθεο καί ἀπάνθρωπο μαρξιστικό καθεστώς, πού ἐγκαθιδρύθηκε στήν Γιουγκοσλαβία, πρῶτο του μέλημα ἦταν ὁ διωγμός τῆς Ἐκκλησίας καί γενικά κάθε θρησκευτικῆς πίστεως καί ἐκδήλωσης. Ὁ ἅγιος Νικόλαος στοχοποιήθηκε ἀπό τούς κομμουνιστές, τόν ὁποῖο χαρακτήρισαν «ἐχθρό τοῦ λαοῦ», αὐτόν τόν μεγάλο ἀνθρωπιστή, ὁ ὁποῖος διέσωσε χιλιάδες ἀνθρώπους στά χρόνια τῆς κατοχῆς καί ἐπέδειξε πρωτοφανῆ πατριωτικό φρόνημα!
Ἔτσι ἐξαναγκάστηκε νά ξενιτευτεῖ. Τό 1946 μετέβη στήν Ἀμερική, ὅπου ἀναδείχθηκε σπουδαῖος ποιμένας, διδάσκαλος, καθηγητής, κήρυκας, ὁμολογητής καί ὅσιος στό Νέο Κόσμο. Ἀπέβη ἕνας φλογερός ἀπόστολος τῆς Ὀρθοδοξίας στήν ἀμερικανική ἤπειρο, σέ μιά ἐποχή, πού ἔκανε τήν ἐμφάνισή του ὁ πρώιμος οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος σχετικοποιεῖ τήν Ὀρθοδοξία μας. Διορίστηκε καθηγητής στήν σερβική Ἱερατική Σχολή τῆς Λίμπερτυβιλ (Ἰλλινόϊς), στήν Θεολογική Ἀκαδημία Ἁγίου Βλαδίμηρου καί στίς Ἱερατικές Σχολές τῆς Τζόρντανβιλ (Νέας Ὑόρκη) καί Ἁγίου Τύχωνος (Πενσυλβανία).
Ὄντας καθηγητής στήν Σχολή τοῦ Ἁγίου Τύχωνος, κοιμήθηκε ξαφνικά, ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νά τελέσει τή Θεία Λειτουργία στίς 5 Μαρτίου 1956. Τά λείψανά του μεταφέρθηκαν στή Σερβία τό 1991 καί τοποθετήθηκαν στήν Ἱερά Μονή Τσέλιε, δίπλα μέ τά ἱερά λείψανα τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς (+1979). Ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του ἔγινε το Μάϊο τοῦ 2003 ἀπό τή Σερβική Ἐκκλησία καί ἡ μνήμη του ὁρίστηκε νά ἑορτάζεται στίς 5 Μαρτίου, τήν ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.