Τότε ξαφνικὰ βλέπει πέντε ἀνθρώπους καλοντυμένους καὶ σοβαρούς. Μπῆκαν μὲ εὐλάβειαν εἰς τὸν Ναόν. Ἀπὸ τοὺς τρόπους καὶ τὸ παρουσιαστικὸ τῶν φαινόνταν ξένοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ κατὰ τὸ πρόσωπον ἔμοιαζαν μὲ τοὺς πέντε ἐνδόξους μάρτυρες, Εὐστράτιον, Αὐξέντιον, Εὐγένιον, Μαρδάριον καὶ Ὀρέστην, ὅπως ἤσαν ζωγραφισμένοι στὶς εἰκόνες. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ δύο στάθηκαν στὸ μέρος τοῦ δεξιοῦ ψάλτη, οἱ ἄλλοι δύο στὸ ἀριστερό, καὶ ὁ πέμπτος ποὺ ὁμοίαζε μὲ τὸν Ὀρέστην, ἐπῆγε στὸ ἀναλόγιον. Ὅταν δὲ ἦλθεν ἡ ὥρα, αὐτὸς μὲν ἐκανονάρχει καὶ διάβαζε μὲ ὡραία φωνή, οἱ δὲ ἄλλοι τέσσαρες ἔψαλλαν μὲ γλυκύτατη καὶ λυγερὴ φωνὴ τὰ ἄσματα, τὰ ἱερά. Ὁ ἱερεὺς ἔβλεπε καὶ ἄκουε καὶ ἐχαίρετο καὶ εὐχαριστεῖτο καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν, ποὺ τοῦ ἔστειλε τέτοιους βοηθούς, τὴν στιγμὴν ποὺ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ τὸν βοηθήση. Ἀποροῦσε ὅμως καὶ ἐθαύμαζε ἀφ’ ἑνὸς μὲ τὴν ὁμοιότητα, ποὺ εἶχαν οἱ πέντε αὐτοὶ μὲ τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων, ἀφ’ ἑτέρου ἐθαύμαζεν μὲ πόσην εὐπρέπειαν καὶ ὀρθότητα ἐδιάβαζαν καὶ μὲ τί γλυκύτατη φωνὴ ἔψαλλαν. Βρισκόταν, λοιπόν, σὲ ἀπορίαν, ποιοὶ νὰ ἤσαν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ κάμη. Ἤθελε νὰ τοὺς ἐρωτήση πρὶν τοῦ ὄρθρου ποιοὶ ἤσαν. Βλέποντας ὅμως τὴν σεμνοπρέπειαν καὶ τὴν προθυμίαν ποὺ εἶχαν στὴ ἀκολουθίαν, ἀπεφάσισε νὰ τοὺς ἐρωτήση στὸ τέλος.
Ὅταν ὅμως ἦλθεν ἡ ὥρα νὰ διαβαστῆ τὸ μαρτύριον τῶν Ἁγίων, ἐστάθη εἰς τὸ μέσον καὶ ἐδιάβαζεν ἐκεῖνος, ποὺ ἔμοιαζεν μὲ τὸν Ἅγιον Ὀρέστην. Καὶ αὐτὸς μὲν μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ λαμπρᾶν φωνὴν ἐδιάβαζεν, οἱ δὲ ἄλλοι μὲ πολλὴ εὐχαρίστησι ἄκουαν. Ὅταν δὲ αὐτός, ποὺ διαβαζεν, ἔφθασεν ἐκεῖ ὅπου λέγει, ὅτι προσταξεν ὁ Ἀγρικόλας νὰ τοποθετηθῆ κρεββάτι πυρωμένο καὶ νὰ ξαπλωθῆ ἐπάνω σ’ αὐτὸ ὁ Ὀρέστης καὶ αὐτὸς ὅταν πήγαινε ἐδειλίασεν, δὲν ἐδιάβασαν, ὅμως «ἐδειλίασεν», ὅπως ἦτο γραμμένο, ἀλλὰ «ἐμειδίασεν» (=χαμογέλασε).
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ αὐτός, ποὺ ἔμοιαζεν μὲ τὸν Ἅγιον Εὐστράτιον, σήκωσε τὸ βλέμμα του καὶ βλέποντας αὐτὸν ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὸν Ἅγιον Ὀρέστην τοῦ λέγει:
– Γιατί ἀλλάζεις τὸ ρῆμα καὶ δὲν τὸ λέγεις, ὅπως εἶναι γραμμένο; Διάβασε τὸ δεύτερη φορά, ὅπως εἶναι. Ἀλλὰ αὐτὸς διαβάζει γιὰ δεύτερη φορά, ἀλλὰ πάλι μὲ ἀλλαγμένο ρῆμα, διότι ντρεπόταν νὰ πῆ «ἐδειλίασε». Τότε ὁ Ἅγιος Εὐστράτιος (γιατί αὐτὸς ἦταν), τοῦ λέγει μὲ μεγαλύτερη φωνή:
– Διάβασε τὸ γραμμένο, καθὼς τὸ ἔπαθες, διότι δὲν «ἐμειδίασες» βλέποντας τὸ πυρακτωμένο κρεββάτι, ἀλλὰ «ἐδειλίασες»!
Καὶ μαζὶ μὲ τὸν λόγον αὐτόν, ἔγιναν καὶ οἱ πέντε ἄφαντοι. Ὁ ἱερεύς, βλέπων τὸ παράδοξον αὐτό, ἔμεινε ἀρκετὴ ὥρα ἄφωνος. Ὅταν συνῆλθε, τελείωσε τὴν λειτουργίαν, ὅπως μπόρεσε. Μετὰ τὴν θείαν λειτουργίαν διηγήθηκε σ’ ὅσους Χριστιανοὺς εἶχαν ἔλθει ἐν τῷ μεταξύ, τὴν φανερᾶν ὀπτασίαν καὶ ὅλοι ἐδόξαζαν τὸν Θεόν, ποὺ κάνει θαυμαστούς τούς Ἁγίους του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου