Ἡ Θεσσαλονίκη ὑπῆρξε κοιτίδα ἀνάδειξης ἁγίων. Ἑκατοντάδες εἶναι οἱ Θεσσαλονικεῖς ἅγιοι οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν τὰ ἱερὰ συναξάρια. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Θεωνᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Μία ὄντως σημαντικὴ προσωπικότητα, ἡ ὁποία σημάδεψε τὴν πόλη τὸν 16ο αἰώνα.
Δὲν ἔχουμε ἐπαρκεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν νεανική του ἡλικία, οὔτε γνωρίζουμε ἐπακριβῶς τὸν τόπο γεννήσεώς του. Γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰώνα, σύμφωνα μὲ παράδοση, στὴ Λέσβο καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε τὴν ὀνομασία Λέσβιος. Πιθανὸν νὰ πῆρε τὴν ὀνομασία... αὐτή, ἐπειδὴ διετέλεσε πνευματικὸς στὴ νῆσο, στὸ Πλωμάρι, στὴν ἀρχὴ τῆς ἱερατικῆς του διακονίας. Δὲν γνωρίζουμε οὔτε τὰ ὀνόματα τῶν γονέων του, ἀλλὰ εἰκάζουμε ὅτι ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι.
Ἔχουμε τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Θεωνᾶς ἀναχώρησε νέος γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἐκάρη μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων. Ἐκεῖ ἄρχισε τὸν προσωπικό του ἀγώνα γιὰ κάθαρση τῶν παθῶν του. Προσευχόταν μὲ τὶς ὧρες, ἀγρυπνοῦσε καὶ νήστευε. Μάλιστα ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ τὴ σιωπή, ἔπαιρνε λίγα τρόφιμα καὶ ἀποσύρονταν σὲ ἐρημικὸ μέρος, ὅπου προσεύχονταν ἀδιάκοπα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ τελευταία γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἰδιαίτερα προσευχόταν γιὰ τὸ σκλαβωμένο γένος μας, τὸ ὁποῖο στέναζε κάτω ἀπὸ τὴν δυναστεία τῶν ἀλλοθρήσκων Ὀθωμανῶν.
Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ ἕναν ἐνάρετο γέροντα τὸν (μετέπειτα ἅγιο) Ἰάκωβο, τοῦ ὁποίου ἔγινε μαθητὴς καὶ ὑποτακτικός. Κοντὰ στὸν Ἰάκωβο ἔμαθε τὰ μυστικὰ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Κάθε μέρα ἀνέβαινε προοδευτικὰ τὴν πνευματικὴ τελειότητα. Εἶχε νεκρώσει τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν κόσμο καὶ ζοῦσε ὡς ἄγγελος.
Στὰ 1518 ὁ Γέροντας Ἰάκωβος κάλεσε τοὺς μαθητές του, στοὺς ὁποίους ἀποκάλυψε ὅραμά του, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο τὸν καλοῦσε ὁ Θεὸς νὰ πάει στὴν Αἰτωλοακαρνανία, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Δερβέκιστας, κοντὰ στὸ Θέρμο της Αἰτωλία, διότι ἡ περιοχὴ εἶχε ἀνάγκη πνευματικῆς ἀφυπνίσεως. Καλοῦνταν νὰ ἐργαστεῖ πνευματικὰ γιὰ τὸ λαό, ὁ ὁποῖος κείτονταν σὲ βαθὺ σκοτάδι, ἐξαιτίας τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Ὁ Θεωνᾶς τοῦ ζήτησε νὰ τὸν πάρει μαζί του καὶ τὸν ἀκολούθησε μὲ πολλὴ χαρά. Ὅταν ἔφτασαν στὴν Ναύπακτο ἔψαχναν γιὰ τὸ Μοναστήρι. Κάθε βράδυ, καὶ οἱ δύο, ἔβλεπαν ἕνα οὐράνιο διάχυτο φῶς σὲ μία περιοχή. Αὐτὸ τὸ φῶς ἔβλεπαν καὶ οἱ λίγοι μοναχοί της Μονῆς, καθὼς καὶ κάτοικοι τῶν γύρω περιοχῶν. Μάλιστα προέβλεπαν πὼς κάτι καλὸ θὰ συμβεῖ.
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ὁδοιπορία καὶ μὲ ὁδηγὸ τὸ φῶς, οἱ δύο ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ἔφτασαν στὴ Μονή, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν ἐνθουσιωδῶς δεκτοὶ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα. Θεωροῦσαν μεγάλη εὐλογία νὰ ἔχουν μαζί τους πνευματικοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ «Περιβόλι τῆς Παναγίας», σταλμένοι ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ Ἰάκωβος ἀποσύρθηκε σὲ κοντινὴ σπηλιὰ νὰ ζήσει ὡς ἀσκητής. Κατέβαινε κάθε Κυριακὴ στὴ Μονὴ γιὰ νὰ κοινωνήσει καὶ νὰ διδάξει τοὺς μοναχούς. Πολλοὶ Χριστιανοὶ συνέρρεαν στὴ Μονὴ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντα καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν.
Ἔστειλε τότε τὸν Θεωνὰ στὸν Μητροπολίτη Ἄρτας Ἀκάκιο, γιὰ νὰ πάρει τὴν ἄδεια τοῦ ἐξομολόγου καὶ νὰ ζητήσει ἀρωγὴ γιὰ τὴ Μονή. Πῆρε τὴν ἄδεια τοῦ ἐξομολόγου καὶ σημαντικὴ οἰκονομικὴ βοήθεια καὶ ἡ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου μεταβλήθηκε ἔτσι σὲ πνευματικὸ φάρο τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Πλῆθος ἀνθρώπων ἔτρεχαν στὸν Γέροντα Ἰάκωβο καὶ στὸν Θεωνὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ πάρουν τὴ συμβουλὴ καὶ τὴν εὐλογία τους.
Ὅμως, ὁ μισόκαλος διάβολος φθόνησε τὸ ἔργο τῆς Μονῆς καὶ θέλησε νὰ τὸ καταστρέψει. Κάποιοι ἄθλιοι συκοφάντες ἔφτασαν στὴν Ἄρτα καὶ ἔπεισαν τὸν Ἐπίσκοπο νὰ ἀναφέρει στὶς τουρκικὲς ἀρχὲς ὅτι ἡ Μονὴ ἦταν ἐκκολαπτήριο
ἐπαναστατῶν! Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὰ Τρίκαλα τῆς Θεσσαλίας, γιὰ ἀπολογία στὸν Μπέη. Τὸν ἀκολούθησε πιστὰ καὶ ὁ Θεωνᾶς. Ἂν καὶ ὁ Μπέης πείστηκε γιὰ τὴν ἄδικη συκοφαντία ἐναντίον του, τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή. Ἄοκνος συμπαραστάτης τοῦ ὁ Θεωνᾶς, ὁ ὁποῖος μπαινόβγαινε στὴ φυλακὴ καὶ τὸν διακονοῦσε.
Ὁ Μπέης τῶν Τρικάλων, κατόπιν διαταγῆς τοῦ Σουλτάνου, τὸν ἔστειλε νὰ δικαστεῖ στὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου καταδικάστηκε καὶ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ τὸν ἱεροδιάκονο Ἰάκωβο καὶ τὸν μοναχὸ Διονύσιο, τὴν 1η Νοεμβρίου τοῦ 1520.
Ὁ Θεωνᾶς ἐπέστρεψε στὴ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου ἔγινε ἡγούμενος καὶ συνέχισε ἐπάξια τὸ πνευματικό, κοινωνικὸ καὶ ἐθνικὸ ἔργο τοῦ Γέροντά του. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ δύστροπος Μητροπολίτης Ἄρτας Ἀκάκιος, ὑποκινούμενος ἀπὸ διεφθαρμένους ἀνθρώπους, διέλυσε τὴ Μονὴ καὶ ἐδίωξε καταχείμωνα τοὺς μοναχούς, τοὺς ὁποίους φιλοξένησε, ὡς τὴν ἄνοιξη, κάποιος εὐσεβὴς προύχοντας τῆς περιοχῆς.
Στὰ 1522 ὁ Θεωνᾶς καὶ ἡ ἀδελφότητα πῆγαν στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ Μονὴ Σίμωνος Πέτρας. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ δὲν στερίωσαν, διότι οἱ τοῦρκοι εἶχαν λεηλατήσει τὴ Μονὴ καὶ οἱ μοναχοὶ πεινοῦσαν. Γι’ αὐτὸ ἔφυγαν γιὰ τὴν Γαλάτιστα τῆς Χαλκιδικῆς, ὅπου ἀνακαίνισαν τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτριας, στὴν ὁποία ὁ Θεωνᾶς ἔγινε ἡγούμενος. Κατόπιν πληροφοριῶν κάποιου Ἀρτινοῦ Ἱερέα, ἀνακάλυψαν τὰ λείψανα τῶν Νεομαρτύρων Ἰακώβου, Ἰακώβου ἱεροδιακόνου καὶ Διονυσίου μοναχοῦ, τὰ ὁποία μετέφεραν στὴ Μονή. Σὲ λίγο καιρὸ ἡ Μονὴ ἔγινε γνωστὴ καὶ πλῆθος κόσμου ἔτρεχε νὰ πάρει τὶς εὐλογίες τοῦ Θεωνᾶ, ὁ ὁποῖος ἦταν πλέον γνωστὸς ὡς ἐξέχουσα πνευματικὴ μορφή. Δίδασκε καὶ ἐξομολογοῦσε ἀσταμάτητα! Κοντὰ τοῦ θήτευσε μία ἄλλη μεγάλη προσωπικότητα, ὁ ξακουστὸς διδάσκαλος Θεοφάνης, ὁ ὁποῖος τὸ 1560 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Παροναξίας.
Ὁ Θεὸς ὅμως προόριζε τὸν Θεωνὰ γιὰ ὑψηλότερη διακονία. Κλῆρος καὶ λαὸς τὸν ἐξέλεξε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Ἀπὸ τὴ νέα του ἐκκλησιαστική του θέση ἄσκησε ἐξαιρετικὸ ποιμαντικό, πνευματικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο, σὲ μία ἐποχὴ ἀνυπέρβλητων ἐμποδίων, παρ’ ὅλο ὅτι ποίμανε τὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1541 μέχρι τὸν Μάιο τοῦ 1542, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικά. Τὸ λείψανό του μεταφέρθηκε θαυματουργικὰ στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Τὸ 1821 μεταφέρθηκε στὴ Σκόπελο καὶ ἀργότερα στὴν Μονὴ Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στὶς 4 Ἀπριλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου