12 Νοε 2019

Γιατί ἡ συνηγορία ὑπὲρ τοῦ Μαζάουερ*

Τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ ἀπὸ τὸ Ἄρδην τ. 91
Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου τοῦ Γιάννη Ταχόπουλου (Ἡ Θεσσαλονίκη, ὁ Μαζάουερ καὶ τὰ φαντάσματα τοῦ ὀθωμανισμοῦ), ξαναδιάβασα τὸ βιβλίο τοῦ Μὰρκ Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη, πόλη τῶν φαντασμάτων, καὶ ἐνίωσα πολὺ μεγαλύτερη ἀπορία ἀπ’ ὅ,τι στὴν πρώτη, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἀνάγνωσή του. Καὶ ὄχι μόνο γιατί τὸ διάβασα προσεκτικότερα, ἀλλὰ κυρίως διότι, στὰ ἀρκετὰ χρόνια ποὺ μεσολάβησαν ἀπὸ τὴν πρώτη ἔκδοσή του στὰ ἑλληνικά, τὸ 2006, δὲν παρουσιάστηκε ποτὲ μία σοβαρὴ κριτικὴ ἀποτίμηση τοῦ συγκεκριμένου ἔργου, ἐνῶ συνεχίζονταν οἱ διθύραμβοι, καὶ κατέστη πλέον, μέσα σὲ ἐλάχιστα χρόνια, σχεδὸν κλασικό, τουλάχιστον γιὰ τοὺς ἱστορικούς, καὶ ὡς τὸ βιβλίο «ἀναφορᾶς» σχετικὰ μὲ τὴ νεώτερη Θεσσαλονίκη.
Καὶ ἡ ἀπορία μου –ἡ ὁποία κάποιες στιγμὲς μετατρέπεται σὲ ὀργὴ– ἑδράζεται στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ βιβλίο τοῦ Μαζάουερ ἐντάσσεται τόσο ἐμφανῶς στὸ εἶδος τοῦ ἱστορικοῦ ἀφηγήματος καὶ ὄχι τῆς ἱστορίας, καὶ μάλιστα μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια τοῦ ὄρου, ὥστε εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτη ἡ ἀποδοχή του ὡς ἑνὸς βιβλίου ἱστορίας, ποὺ συνιστᾶ μάλιστα τομὴ στὴν ἱστοριογραφία. Καὶ μόνο ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ ΑΠΘ, Ἰωάννης Τουλουμάκος, θὰ ἐπιχειρήσει μία συνοπτική, ἀλλὰ....

εὐθύβολη βιβλιοκριτικὴ στὸ ἔργο τοῦ συνολικά, ἐπισημαίνοντας τὰ τεράστια καὶ προφανῆ κενά του, ἐνῶ καὶ ὁ ἐπίσης Θεσσαλονικιός, Εὐάγγελος Χεκίμογλου, θὰ ἐπιμείνει στὶς ἀποσιωπήσεις τοῦ βιβλίου τοῦ Μαζάουερ γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῶν ἐξισλαμισμῶν .

Γράφει σχετικὰ ὁ Ι. Τουλουμάκος:
Σὲ παλαιότερες ἐποχές, οἱ πρωτοετεῖς φοιτητὲς τῆς Ἱστορίας μάθαιναν πὼς ἐπιστημονικὸ ἀλλὰ καὶ ἠθικὸ χρέος τοῦ ἱστορικοῦ εἶναι νὰ «βρεῖ τί πραγματικὰ συνέβη», δήλ. τὴν ἀλήθεια, μακριὰ ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ὀργὴ καὶ ὅτι, ἂν δὲν μπορέσει νὰ βρεῖ τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ οἱ γνωστικὲς δυνατότητες εἶναι περιορισμένες, πρέπει πάντως ἡ ἀναζήτησή της νὰ ἀποτελεῖ σὲ κάθε περίπτωση τὸν μόνο σκοπό του, ἀκριβέστερα: νὰ εἶναι στάση ζωῆς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀντίληψη αὐτή, ὑπῆρξαν ὅμως, ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, καὶ ἄλλες – ὅπως ὅτι ἡ Ἱστορία μπορεῖ νὰ ἀποβλέπει στὴν τέρψη ἢ τὸν ἐντυπωσιασμό, ἢ ἀκόμη νὰ εἶναι θεραπαινίδα προκαταλήψεων ἢ ἰδεοληψίας. Ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν καὶ σήμερα καί, ὅπως γνωρίζω, τείνουν νὰ παραμερίσουν τὴν πρώτη.
Τὸ βιβλίο τοῦ M. Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη, Πόλη τῶν Φαντασμάτων, μπορεῖ νὰ ἀνήκει στὴ δεύτερη ἢ τρίτη κατηγορία, σίγουρα ὅμως δὲν ἀνήκει στὴν πρώτη, η, σὲ ἄλλη διατύπωση, δὲν θέλει νὰ βρεῖ «τί πραγματικὰ συνέβη», δήλ. τὴν ἀλήθεια. Ἔχει ἕνα σαφῆ «προγραμματικὸ χαρακτήρα», ὅπως δείχνουν οἱ ἐπιλογὲς τῶν μαρτυριῶν (ὅπου καὶ ὅπως γίνονται στὸ βιβλίο), οἱ σχετικὲς κρίσεις του, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου.
Θὰ ἔλεγα πὼς τὸ βιβλίο τοῦ Μαζάουερ ἀποτέλεσε τὸ πιὸ ἐπιτυχημένο ἐγχείρημα τῆς ἀποδομητικῆς «νέας ἱστορίας» τῶν τελευταίων εἴκοσι χρόνων. Ὄχι μόνο γιατί γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα καὶ κυκλοφορία, ἀλλὰ κυρίως διότι προσανατόλισε τὴ μελέτη τῆς ἱστορίας τῆς Θεσσαλονίκης πρὸς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἴσως πού, στὶς περασμένες δεκαετίες, αὐτὴ ἡ ἱστορία ἦταν ἐπίσης μονόπλευρα προσανατολισμένη πρὸς τὴν ἀντίστροφη κατεύθυνση.
Τὸ βιβλίο τοῦ Μ., ὅπως καὶ ἀνάλογες σχετικὲς μελέτες , χρησιμοποιώντας τὸ κενό της ἑλληνικῆς ἱστοριογραφίας γιὰ τὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦν τοὺς Ἑβραίους ἢ τοὺς μουσουλμάνους τῆς Θεσσαλονίκης, ἐμφανίζεται ὡς ἕνα βιβλίο ποὺ θεραπεύει αὐτὴ τὴν ἔλλειψη. Ὡστόσο, τὸ γιατρικὸ εἶναι τόσο δυνατό, ὥστε κινδυνεύει νὰ ἐξοντώσει τὸν ἀσθενῆ, διότι ὁ Μαζάουερ καὶ οἱ σὺν αὐτῶ τείνουν νὰ ὑποκαταστήσουν τὴν ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης, στὸ σύνολό της, ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν κοινοτήτων ποὺ προαναφέρθηκαν.
Ἐπιπλέον, ὁ Μ. χρησιμοποιεῖ ἕνα ἀκόμα τέχνασμα. Γράφει καὶ δὲν γράφει «ἱστορία», ὅπως ἐπεσήμανε καὶ ὁ καθηγητὴς Τουλουμάκος, καὶ ἔτσι, μπορεῖ εὔκολα νὰ ἀποκρούσει τὰ βέλη γιὰ τὶς ἱστορικὲς ἀνακρίβειες καὶ ἀποσιωπήσεις τοῦ βιβλίου. Γιὰ ὅσους τὸν ἐπικρίνουν, γράφει μία ἱστορικὴ ἀφήγηση. Γιὰ ὅσους τὸν ἀποδέχονται καὶ τὸν ἐκθειάζουν, γράφει «Τὸ βιβλίο γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης». Ἔτσι μόνο μπορεῖ νὰ συγχωρηθεῖ –πιστεύει– ἡ ἔλλειψη βιβλιογραφίας, ἡ χρησιμοποίηση ἀποκλειστικὰ δευτερευουσῶν βιβλιογραφικῶν πηγῶν καὶ οἱ ἀφηρημένες ἀναφορὲς καὶ διαβεβαιώσεις χωρὶς παραπομπές. Γιὰ παράδειγμα, δὲν ἔχει διαβάσει οὔτε καν τὸ βιβλίο τοῦ Ἐβλιᾶ Τσελεμπί, τῆς μόνης δηλαδὴ ὀθωμανικῆς πηγῆς, σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, καὶ μία παραπομπὴ ποὺ γίνεται σ’ αὐτὸν (βλ. σ. 117 ) ἀφορᾶ ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου ποὺ παρατίθεται ἀπὸ ἄλλον συγγραφέα. Καὶ ὅμως, τὸ βιβλίο τοῦ Τσελεμπὶ ἔχει ἐκδοθεῖ σὲ πάμπολλες γλῶσσες καὶ στὰ ἑλληνικά, ἤδη ἀπὸ τὸ 1991. Σὲ βιβλίο ἱστορίας γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη ἀγνοεῖ, σκανδαλωδῶς, ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἔργα ποὺ ἔχουν γραφεῖ γι’ αὐτήν, τὸ βιβλίο τοῦ Κωστῆ Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη: τομὴ τῆς μεταπρατικῆς πόλης. Κάπου ἀναφέρεται, en passant, στὸν «κατακτητὴ ὀρθόδοξο Βαλκάνιο ἔμπορα», χωρὶς νὰ ἀναφέρει ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν περιβόητη ἔκφραση τοῦ σημαντικότερου συγγραφέα γιὰ τὴν οἰκονομικὴ ἱστορία τῶν Βαλκανίων, τοῦ Στόγιαν Στογιάνοβιτς. Καὶ θὰ μποροῦσα νὰ ἀναφέρω πάμπολλα ἀνάλογα παραδείγματα τῆς προφανοῦς καὶ ἀπαράδεκτης προχειρότητας στὸν βιβλιογραφικὸ ἐξοπλισμὸ τοῦ βιβλίου.
Γράφει γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη χωρὶς τὴν παραμικρὴ νύξη στὴν πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ ζωή της ἢ τὴ σημαντικὴ ποιητικὴ καὶ λογοτεχνικὴ παράδοση τῆς πόλης. Μήπως γιατί ἦταν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ἑλληνική; Σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς πάμπολλες ἀναφορές του στὰ πορνεία, καὶ τὰ καφὲ σαντᾶν. Τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ δημιουργία τοῦ ὁποίου, τὸ 1926, ἀποτέλεσε τομὴ γιὰ τὴν ἱστορία τῆς πόλης, δὲν ἀξιώνεται οὔτε καν μία ἀναφορά. Τὸ ἴδιο συμβαίνει σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὶς σχέσεις τῆς πόλης μὲ τὴν ἀγροτικὴ ἐνδοχώρα, σχέσεις οἱ ὁποῖες θὰ φώτιζαν διαφορετικὰ καὶ τὸν ρόλο καὶ τὸν χαρακτήρα τῆς προφανῶς, δέ, ἐξωραΐζει συστηματικὰ τὴν κοινωνικὴ καὶ πολιτιστικὴ πραγματικότητα τῆς πόλης κάτω ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κυριαρχία.
Ἡ προκατάληψή του εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε χαρακτηρίζει ἐπανειλημμένα τὸ ’21 ὡς ἐξέγερση μᾶλλον περιορισμένης σημασίας καὶ ποτὲ ὡς ἐπανάσταση μὲ τεράστιο ρόλο γιὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ πράγματα. Ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ ἐργατικὸ κίνημα καὶ τὴν Φεντερασιὸν ἀφιερώνει πολὺ λιγότερες σελίδες, ἀπ’ ὅ,τι γιὰ τὰ ρὸζ φανάρια τῆς πόλης.
Εἶναι προφανὲς ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα βιβλίο ποὺ ἐντάσσεται στὴν παράδοση τοῦ Πιὲρ Λοτὶ καὶ τοῦ ὀριενταλισμοῦ, ὑποτιμώντας ἐντελῶς μία ἀληθινὰ ὁλιστική, ὅπως θέλει ὁ ἴδιος νὰ εἶναι, περιγραφὴ τῆς Θεσσαλονίκης.
Καί, ὅπως ὁ Πιὲρ Λοτί, στὸν 19ο αἰώνα, ὑπῆρξε ὁ πρῶτος συνήγορος τοῦ ὀθωμανισμοῦ, ἔτσι καὶ ὁ Μαζάουερ ἐπανέρχεται σὲ μία καθαρὰ ἀπολογητικὴ γιὰ τοὺς Ὀθωμανοὺς ἀντίληψη τῆς κατεχόμενης Θεσσαλονίκης.
Δὲν θὰ ἀναφέρω τὰ πάμπολλα παραδείγματα ποὺ παραθέτει ὁ Ταχόπουλος στὸ βιβλίο του γιὰ τὴ μεροληπτικότητα τοῦ Μ. ἔναντί της τουρκικῆς καταπίεσης. Σημασία ἔχει νὰ δοῦμε τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί αὐτοῦ του ἱστορικοῦ ἀφηγήματος.
Ἡ Θεσσαλονίκη, μέσα σὲ ἕνα αἰώνα, γνώρισε ἀνατροπὲς καὶ συγκρούσεις χωρὶς προηγούμενο. Τὸ 1912, ὅταν ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατό, ἦταν μία πόλη μὲ πολλὲς ἐθνοτικὲς ὁμάδες, μεγαλύτερη τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἑβραϊκή, καὶ ἀκολουθοῦσαν ἡ μουσουλμανικὴ καὶ ἡ ἑλληνική, ἐκτὸς ἀπὸ μικρότερες Βουλγάρων, Σλαβομακεδόνων, Ἀρμενίων, Εὐρωπαίων κ.λπ. Ἀπὸ τότε, ἤδη μέσα σὲ δώδεκα χρόνια, τὸ πρόσωπο τῆς πόλης ἀναμορφώθηκε ριζικά. Οἱ μουσουλμάνοι, μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν, θὰ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ ἕνα μεγαλύτερο ἀριθμὸ προσφύγων ἀπὸ τὴ Μ. Ἀσία, τὸν Πόντο καὶ τὴν Ἄν. Θράκη. Τέλος, τὸ 1940-44, ἡ μεγαλύτερη στὴν Ἑλλάδα ἑβραϊκὴ κοινότητα θὰ ἐξοντωθεῖ ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Ἔτσι, τὸ 1945, μέσα δηλαδὴ σὲ τριάντα τρία χρόνια, τὸ πρόσωπο τῆς πόλης εἶχε ριζικὰ μεταβληθεῖ. Ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ πληθυσμοῦ ἦταν πρόσφυγες καὶ κατὰ τὸ 99% Ἕλληνες.
Ἡ συγκέντρωση πληθυσμοῦ στὴν πόλη λόγω τοῦ ἐμφυλίου καὶ ἡ ἀστυφιλία τῶν ἀμέσως ἑπόμενων δεκαετιῶν, μὲ τὴ συγκέντρωση ἐπήλυδων ἀπὸ τὸν ὅλο χῶρο τῆς Μακεδονίας, ἀκόμα καὶ τῆς Θράκης, θὰ μεταβάλει τὴ Θεσσαλονίκη σὲ μία κυριολεκτικὰ νέα πόλη, ποὺ πληθυσμιακὰ καὶ πολιτισμικὰ εἶχε ἐλάχιστη σχέση μὲ ἐκείνη τοῦ 1912. Αὐτὴ ἡ ριζικὴ ἀνατροπὴ τῆς σύνθεσης καὶ τῶν μεγεθῶν τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πόλης εἶχε σὰν συνέπεια, τουλάχιστον τὶς πρῶτες μεταπολεμικὲς δεκαετίες, καὶ δεδομένης τῆς σύγκρουσης μὲ τὸν βουλγαρικὸ καὶ σλαβομακεδονικὸ ἐθνικισμὸ –ἀκόμα καὶ στὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου–, νὰ δημιουργηθεῖ μία εὔλογη παράδοση ἐμμονῆς στὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα καὶ ἐνίοτε στὴν ὑποβάθμιση τοῦ ρόλου τῶν παλαιότερων παραδόσεων καὶ πληθυσμῶν ποὺ εἶχαν ζήσει στὴν πόλη.
Εἶναι ἀπολύτως φυσικό, γιὰ τοὺς Ποντίους, τοὺς Μικρασιάτες, τοὺς ἀγρότες ἀπὸ τὴ Χαλκιδικὴ καὶ τὴ Δ. Μακεδονία, ποὺ ἦρθαν νὰ κατοικήσουν στὴ μεγαλούπολη, ἡ ἀποκλειστικὴ ἀναφορά τους νὰ εἶναι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ὁ Ἅγιος Δημήτριος καὶ ἡ ἀπελευθέρωση τῆς πόλης τὸ 1912!
Ὁ Μαζάουερ καὶ οἱ σὺν αὐτῶ προσάπτουν, στὸ ἑλληνικὸ κράτος καὶ τοὺς Ἕλληνες, ὅτι ἀποσιώπησαν ἢ «ξέχασαν» –πραγματοποιώντας ἔτσι μία «γενοκτονία τῆς μνήμης»– τὴν παρουσία τῶν μουσουλμάνων καὶ τῶν ἑβραίων στὴν πόλη. Ἀκόμα καὶ ἂν δεχτοῦμε ἐν μέρει κάτι τέτοιο, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς ἡ προσφυγιά, ποὺ κατέκλυσε τὴ φτωχομάνα Θεσσαλονίκη, προερχόταν ἀπὸ κάποια ἄλλη πραγματικὴ γενοκτονία, στὴν ὁποία εἶχαν χάσει τοὺς πατεράδες, τὰ ἀδέλφια καὶ τὰ παιδιά τους.
Οἱ ξεριζωμένοι πληθυσμοί, ποὺ συγκεντρώθηκαν στὴ Θεσσαλονίκη, εἶχαν ὡς μοναδικὸ ἑνοποιητικὸ στοιχεῖο τὴν ἑλληνική τους ταυτότητα καὶ δὲν ἐνίωθαν καθόλου δεμένοι μὲ τὴν ἱστορία τῶν παλαιότερων ἐθνοτικῶν κοινοτήτων τῆς πόλης, τὴν ὁποία ἐν πολλοῖς ἀγνοοῦσαν. Ἐὰν μάλιστα προστεθεῖ σὲ αὐτὸ καὶ ἡ ἐπιβίωση τοῦ Μακεδονικοῦ Ζητήματος μέχρι τὶς μέρες μας, ποὺ ἐνισχύει τὶς τάσεις γιὰ ἐθνικὴ συνοχὴ τῶν Ἑλλήνων, τότε μποροῦμε εὔκολα νὰ κατανοήσουμε γιατί ἡ ἀναφορὰ στὶς «χαμένες κοινότητες», τῆς ἱστορίας τῆς πόλης, ἦταν μέχρι πρόσφατα ἰδιαίτερα ἰσχνή.
Καὶ ὅποιος δὲν κατανοεῖ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ἑνὸς λαοῦ, τοῦ ὁποίου οἱ πόλεις ἀνασκάφτηκαν ἀναρίθμητες φορὲς στὴ μακρὰ ἱστορία του καὶ ἔπρεπε διαρκῶς νὰ ἀναγεννιοῦνται ἐκ τοῦ μηδενὸς –σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ ἱστορικὴ συνέχεια καὶ τὴ διάρκεια τῶν πόλεων στὴ Δύση, οἱ ὁποῖες δὲν ἀντιμετώπισαν ἀνάλογες καταστροφές– «δὲν ξέρει ποῦ πατᾶ καὶ ποῦ πηγαίνει» καὶ ἐν τέλει δὲν εἶναι καν ἱστορικός.
Εἶναι στρατευμένος προπαγανδιστὴς μίας ἀντίληψης ποὺ δὲν θέλει νὰ δεῖ τὴ συνολικὴ εἰκόνα, μία ἑλληνικὴ πόλη 2.300 χρόνων, συνδεδεμένη πάντα μὲ τὴν εὐρύτερη μοίρα τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ ἀπομονώνει μία περίοδο τεσσάρων ἢ πέντε αἰώνων, κατὰ τὴν ὁποία κατοικοῦνταν –μετὰ τὴ βίαιη κατάληψη καὶ ἐξανδραποδισμὸ τῶν κατοίκων της– καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐθνότητες, ὡς τὸ ἀποκλειστικὸ καὶ ἀποφασιστικὸ κέντρο τῆς ἱστορίας της. Καὶ γιατί ἄραγε ὁ συγγραφέας μας δὲν ἐκκινεῖ, ὅπως εἶναι καὶ πολὺ φυσικὸ γιὰ κάθε ἱστορικὸ βιβλίο, μὲ ἕνα κεφάλαιο σχετικὸ μὲ τὴν πρὸ-ὀθωμανικὴ Θεσσαλονίκη, τὴ Συμβασιλεύουσα τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν κοινωνικῶν ἀγώνων; Διότι, σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, θὰ ἀναδεικνυόταν ἡ συνέχεια τῆς πόλης καὶ προφανῶς τὰ μεγάλα της φαντάσματα, μὲ τοὺς Ζηλωτὲς καὶ τὴν ἐπανάστασή τους, τὸν Εὐστάθιο καὶ τὴν ἑλληνομάθειά του, τὸν Γρηγόριο Παλαμά, τὸν Νικόλαο Καβάσιλα! Ὅμως, σὲ ἄλλα φαντάσματα στόχευε ὁ συγγραφέας, ἐκεῖνα τοῦ ὀθωμανισμοῦ ἀποκλειστικά!
Ἐξάλλου, εἶναι ἀπολύτως χαρακτηριστικὴ ἡ προσπάθεια νὰ περιγραφεῖ ἡ Θεσσαλονίκη ἔξω καὶ πέρα ἀπὸ τοὺς γειτονικοὺς ἀγροτικοὺς καὶ ἡμιαστικοὺς πληθυσμούς, ποὺ προφανῶς μετέβαλαν τὰ δεδομένα ὑπὲρ τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ καὶ εἰς βάρος τῶν ἄλλων κοινοτήτων, οἱ ὁποῖες ἔτσι θὰ μετατρέπονταν σὲ μειονοτικὲς ὁμάδες.
Ὁ Μαζάουερ καὶ ἡ «ἐλὶτ» τῆς Θεσσαλονίκης
Ἡ ἐπιτυχία ὅμως αὐτοῦ του βιβλίου θὰ πρέπει νὰ μᾶς βάλει σὲ σκέψεις. Διότι, δὲν ἦρθε ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρία, ἀλλὰ μέσα στὸ εὐρύτερο πλαίσιο μίας ἐθνοαποδομητικῆς ἱστοριογραφίας, ἡ ὁποία, ἐδῶ καὶ εἴκοσι-τριάντα χρόνια, ἐπιχειρεῖ νὰ προσαρμόσει τὴν Ἑλλάδα στὰ νέα μεγέθη της, τὰ μεγέθη μίας μικρῆς ἐπαρχίας τῆς Εὐρώπης, πράγμα ποὺ προϋποθέτει τὴν κατεδάφιση ἢ τουλάχιστον τὴν ἀποσύνδεση τῶν σημερινῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν ἀπὸ ἕνα ἱστορικὸ παρελθόν, ποὺ κάνει τοὺς Ἕλληνες νὰ νιώθουν ἀκόμα ἕνα «μεγάλο ἔθνος». Καί, ὅπως λέει πράγματι ὁ Μ. στὸ βιβλίο του: «Καθὼς τὰ μικρὰ κράτη ἐνσωματώνονται σ’ ἕναν εὐρύτερο κόσμο… ἕνα ἄλλο μέλλον μπορεῖ νὰ χρειάζεται ἕνα ἄλλο παρελθόν».
Διότι, ἂν πράγματι ἡ Θεσσαλονίκη, τὸ 1430, παύει νὰ εἶναι ἑλληνική, ὅπως ἰσχυρίζεται ἔντεχνα ὁ Μαζάουερ, καὶ ξαναγίνεται ἑλληνικὴ τὸ 1912, καὶ μάλιστα ἡ διαδικασία ἐλληνοποίησης συνεχίζεται μέχρι τὴ δεκαετία τοῦ ’50, τότε οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ σύγχρονοι ἑλληνικοὶ πληθυσμοὶ –στὴν περίπτωσή μας, οἱ κάτοικοι τῆς Θεσσαλονίκης– εἶναι ἕνα νεοπαγὲς ἱστορικὸ δημιούργημα ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἱστορία τῶν 2.300, στὴν περίπτωση τῆς Θεσσαλονίκης, ἢ τῶν 4.000 χρόνων, γιὰ τὸν ἑλληνισμὸ καὶ τὰ ἑλληνικὰ φύλα στὸ σύνολό τους. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὸ βιβλίο τοῦ Μ., παρὰ τὶς ἀνακρίβειες, τὶς ἀτέλειες καὶ τὴν «ἐλαφρότητά» του, προεβλήθη σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀπὸ τὴν ἐθνομηδενιστικὴ ἱστοριογραφία καὶ τὴν πνευματικὴ ἐλὶτ τῆς χώρας. Διότι βρισκόταν σὲ ἁρμονία ἤ, μᾶλλον, συνιστοῦσε ὀργανικὸ στοιχεῖο τῆς συνολικῆς ἀπόπειρας νὰ ἀποκοπεῖ ὁ νεώτερος ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ διάρκεια καὶ τὸ ἱστορικό του παρελθόν.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ σήμερα μένει νὰ γραφεῖ μία ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ ὁποία θὰ συμπεριλάβει, ὡς δευτερεύουσα ἀλλὰ ὑπαρκτὴ πλευρά της, καὶ τὴν παρουσία τῶν Ὀθωμανῶν, παρότι κατακτητῶν, καὶ ἀκόμα περισσότερο τῶν Ἑβραίων, παρότι εἰσαχθέντων, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος, ἀπὸ τοὺς κατακτητές. Καὶ τὸ εὐσύνοπτο βιβλίο τοῦ Γιάννη Ταχόπουλου, μέσα ἀπὸ τὴ συστηματικὴ καταγραφὴ τῶν σφαλμάτων καὶ τῶν παρασιωπήσεων τοῦ βιβλίου τοῦ Μαζάουερ, ἀρθρώνει, ταυτόχρονα, καὶ ἕναν λόγο γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἱστορία τῆς Θεσσαλονίκης.
Πῶς καὶ γιατί, ὅμως, μία ἀνάλογη σιγή, ἀλλὰ καὶ πληθώρα ἐνθουσιωδῶν ἀναφορῶν, παρατηρήθηκε στὴν ἴδια τὴ Θεσσαλονίκη; Ἂν ψάξουμε τὶς ρίζες τοῦ φαινομένου, θὰ χρειαστεῖ μᾶλλον νὰ πᾶμε πολὺ μακριά, σὲ ἕναν βαθύτατο πολιτικὸ καὶ ἰδεολογικὸ διχασμὸ τῆς πόλης.
Ἐξ αἰτίας τῆς προσφυγικῆς καταγωγῆς μεγάλου μέρους τῶν Θεσσαλονικέων, ἢ τῆς ἀγροτικῆς προέλευσής τους, σὲ ἕναν τόπο ὅπου ἡ ἀνάμνηση τῆς τουρκικῆς παρουσίας εἶναι πολὺ πρόσφατη καὶ ἀκόμα πιὸ πρόσφατες οἱ συγκρούσεις γύρω ἀπὸ τὸ Μακεδονικό, ἡ πλειοψηφία τῶν κατοίκων τῆς πόλης ἐμφορεῖται ἀπὸ μία ἔντονα πατριωτικὴ ἰδεολογία, ἐνίοτε καὶ μὲ ἰσχυρὰ συντηρητικὰ καὶ ὀρθόδοξα στοιχεῖα. Ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι ἡ πόλη τῶν βυζαντινῶν ναῶν, τῆς γειτνίασης μὲ τὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ μέ… τὰ Σκόπια.
Σὲ αὐτὰ τὰ πλαίσια καὶ δεδομένης τῆς προϊστορίας τῆς ἰσχυρῆς ἑβραϊκῆς παρουσίας στὸ ἐργατικὸ κίνημα καὶ τῶν συγκρούσεων τοῦ Ἐμφυλίου, μὲ ἀποκορύφωμα τὸ Μακεδονικὸ στὰ 1948-49, ἡ Ἀριστερά της πόλης, μειοψηφικῆ, ἀνέπτυξε μία ἔντονα ἐθνομηδενιστικὴ ἀντίληψη. Σὲ αὐτὴ συνέβαλε, στὴ μεταπολιτευτικὴ περίοδο ἰδιαίτερα, καὶ ἡ παρουσία τοῦ Πανεπιστημίου, εἰδικὰ οἱ σχολὲς τῶν Ἐπιστημῶν τοῦ Ἀνθρώπου, ὅπου οἱ ἀποδομητικὲς ἀντιλήψεις στὴν ἱστορία, τὴν παιδαγωγική, τὴ γλωσσολογία, ἦταν πολὺ ἰσχυρότερες ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες στὴν Ἀθήνα.
Ἀντίθετα, ὁ πλειοψηφικὸς «πατριωτικὸς» χῶρος θὰ ἐκφραστεῖ πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴ Δεξιά, τὸ Κέντρο καί, τὶς περασμένες δεκαετίες, ἀπὸ τὸ ΠΑΣΟΚ, ποὺ θὰ ἐνσωματώσει ἕνα μεγάλο μέρος καὶ τῆς «πατριωτικῆς ἀριστερᾶς» ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχτεῖ τὶς ἰσχυρὰ ἐθνομηδενιστικὲς ἀντιλήψεις τῶν κυρίαρχων ἀριστερῶν κομμάτων.
Ὡστόσο, αὐτὸς ὁ πολιτικὸ-πολιτισμικὸς διαχωρισμὸς ὑπέκρυπτε καὶ ἕναν ἄλλον, κοινωνικὸ ἢ οἰονεῖ κοινωνικό, ἀνάμεσα σὲ μία σχετικὰ μικρή, ἀλλὰ ἰσχυρή, ὁμάδα Θεσσαλονικέων «εὐπατρίδων» καὶ μία πλειοψηφία ἐπήλυδων –προσφυγικῆς ἢ ἀγροτικῆς προέλευσης– ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχει λάβει πολλὲς μορφές.
Ἡ ὁμάδα κάποιων «παλιῶν Θεσσαλονικέων», ποὺ γιὰ χρόνια ἐνίωθε νὰ «πνίγεται» ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν «ἄξεστων» ἐπήλυδων κάθε εἴδους, σὲ συμμαχία μὲ τὴν πανεπιστημιακὴ καὶ πολιτισμικὴ ἀριστερά, ἀναπολεῖ αἴφνης τὴν «πολυεθνικὴ» Θεσσαλονίκη, «τὴ Θεσσαλονίκη τῶν φαντασμάτων», γιὰ νὰ ἀντιπαρατεθεῖ στὴν «ἑλληνικούρα» ποὺ τὴν περιστοιχίζει. Διότι ἡ παλιὰ Θεσσαλονίκη, ἡ πρὶν τὸ 1912, ἐξιδανικεύεται, ἔτσι, σὲ μία «πολυπολιτισμικὴ μητρόπολη», τὴν ὁποία κατέστρεψε ἡ ἐνσωμάτωση τῆς πόλης στὸ στενὸ καὶ «ἐπαρχιώτικο» ἑλληνικὸ κράτος μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της.
Αὐτὴ ἡ ἀντίθεση θὰ ἐκφραστεῖ πολὺ ἔντονα καὶ στὶς πολιτικὲς διαμάχες ποὺ διαπερνοῦν τὴν πόλη, ἰδιαίτερα στὸ δημοτικὸ ἐπίπεδο.
Αὐτὴ ἡ θεσσαλονικιώτικη ἐλίτ, συσπειρωμένη γύρω ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο καὶ τὸ κέντρο τῆς πόλης, εἶδε στὸ βιβλίο τοῦ Μ. κάτι σὰν τὸ «λίμπρο ντ’ ὄρο» μίας καταγωγῆς πατρικίων, ἔστω κι ἂν αὐτὸ τὸ βιβλίο ὑποβαθμίζει τὴν ἑλληνικὴ παρουσία στὴ Θεσσαλονίκη. Φαντασιακά, νιώθουν περισσότερο ταυτισμένοι μὲ τὰ φαντάσματα μίας «κοσμοπολίτικης» πόλης, παρὰ μὲ τὴ συμπρωτεύουσα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀντίθεση, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ ὅλους τους πιθανοὺς τρόπους, ἐγκολπώθηκε τὸ βιβλίο τοῦ Μαζάουερ ὡς ἕνα ἐργαλεῖο γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς πολιτικῆς καὶ πολιτισμικῆς ἡγεμονίας ἀπὸ τὶς ἐκσυγχρονιστικὲς ἐλὶτ στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα γενικότερα.

ardin

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.