4 Νοε 2019

Ὁ μοναχισμὸς τῶν ἀνατολικῶν θρησκευμάτων στὸν ἀντίποδα τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ

Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη τοῦ μονήρη βίου, τῆς ἀπαρνήσεως τῶν ἐγκοσμίων καὶ τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ κάθε κοινωνικὴ δραστηριότητα. Ἡ ἀπάρνηση αὐτὴ ἐκδηλώθηκε κυρίως ὡς ἀσκητικότητα καὶ ὡς ἀπόλυτη ἀφοσίωση σὲ κάποιο ὑπέρτατο ὄν, συνδέθηκε δὲ μὲ θρησκευτικὰ καὶ φιλοσοφικὰ συστήματα. Στὴν  ἀρχαία Ἑλλάδα συναντᾶμε τέτοια φαινόμενα στὸ θρησκειοφιλοσοφικὸ σύστημα τοῦ Ὀρφισμοῦ, τὸ ὁποῖο θεωροῦσε τὸ σῶμα «φυλακὴ τῆς ψυχῆς» καὶ γενικὰ τὸν ὑλικὸ κόσμο ὡς «κακὸ» καὶ «ἀπαξία». Ὁ Ὅμηρος μᾶς ἀναφέρει πὼς οἱ ἱερεῖς – μάντεις τοῦ Δωδωναίου Διὸς στὴν Δωδώνη, οἱ Τόμοροι, ζοῦσαν αὐστηρὴ μοναχικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή, «χαμεύοντες καὶ ἀνυπτόποδοι», δηλαδὴ ἐκοιμοῦντο στὸ ἔδαφος, περπατοῦσαν ξυπόλυτοι καὶ δὲν ἐπλεναν τὰ πόδια τους. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ πυθαγόρειοι. Περιβόητοι γιὰ τὴν ἀσκητικότητά τους ὑπῆρξαν καὶ οἱ νεοπλατωνικοὶ τῶν ὑστέρων...
χρόνων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀναγάγει ὡς ὕψιστη ἀρετὴ τὴν παραίτηση ἀπὸ τὴν ζωή, δηλαδὴ τὴν αὐτοκτονία, ὡς «λύτρωση» ἀπὸ τὴν «κακὴ» γήινη ζωή. Μοναχικὲς καὶ ἀσκητικὲς τάσεις ἀναπτύχθηκαν καὶ στὸν Ἰουδαϊσμό, μὲ κύριους ἐκπροσώπους τοὺς Ἐσσαίους.

Μονήρη βίο καὶ ἀσκητικότητα συναντᾶμε καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες τοῦ κόσμου, κυρίως στὰ ἀνατολικὰ θρησκεύματα τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, (Ἰνδουισμό, Βουδισμό, Τζαϊνισμό, Σιντοϊσμό, κλπ), τὰ ὁποία, ὅπως θὰ δοῦμε στὴν συνέχεια, στὶς μέρες μας ἀσκοῦν ἰσχυρὴ γοητεία στὶς δυτικὲς κοινωνίες. Ἐκεῖνο ποὺ χαρακτηρίζει τὸν σύγχρονο δυτικὸ ἄνθρωπο καὶ κυρίως τοὺς νέους, εἶναι ἡ στροφή τους πρὸς τὸν Μοναχισμὸ καὶ τὴν ἀσκητικότητα τῶν θρησκειῶν τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, προκειμένου νὰ γεμίσουν, ὅπως νομίζουν, τὰ ὑπαρξιακά τους κενὰ καὶ νὰ δώσουν νόημα στὴν ζωή τους.

Ἂς σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι μεταξὺ ὅλων τῶν παρὰ πάνω μορφῶν ἀσκητικότητος ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς Ὀρθοδόξου μοναστικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας ἀφ’ ἑτέρου ὑπάρχουν ἀρκετὲς ἐξωτερικὲς ὁμοιότητες, ἔτσι ὥστε εὔλογα νὰ γεννῶνται σὲ πολλοὺς τὰ ἐρωτήματα: Ποὺ ἄραγε βρίσκεται καὶ πῶς βιώνεται ἡ γνήσια καὶ αὐθεντικὴ μοναστικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἐξ’ αὐτῆς ἀπορρέουσα πνευματικὴ τελειότης; Καὶ ἐν πάσει περιπτώσει ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καὶ  τῶν ἄλλων μορφῶν μοναστικῆς ζωῆς;

Ἐπειδὴ δὲ τὰ τελευταία χρόνια καλλιεργεῖται σκόπιμα ἀπὸ νεοεποχίτικους κύκλους, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Μοναχισμὸς καὶ ἡ ἀσκητικότητα τῶν ἀνατολικῶν θρησκευμάτων σὲ τίποτα δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό, μέχρι σημείου μάλιστα νὰ πιστεύεται ὅτι οἱ δύο Μοναχισμοὶ ταυτίζονται μεταξύ τους καὶ ὅτι δῆθεν εἶναι τὸ ἴδιο ἐπωφελὲς νὰ ἀσκοῦνται καὶ οἱ δύο μορφὲς Μοναχισμοῦ καὶ ἀσκητικότητας, σκεφτήκαμε πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ζήτημα αὐτό, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ σχετικὸ δημοσίευμα στὴν ἐφημερίδα «Documenta» (4-8-2019), τοῦ δημοσιογράφου κ. Γιώργου Ἀλλαμανῆ μὲ τίτλο: «Ἀρνοῦνται τὴ νεότητα καὶ τὸν κόσμο».

Στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν θὰ παραθέσουμε κατ’ ἀρχὴν μὲ πολλὴ συντομία, ποιὸς εἶναι ὁ Τζαϊνισμὸς καὶ ὁ Μοναχισμός του καὶ στὴν συνέχεια ποιὰ εἶναι ἡ σχέση του μὲ τὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό, ἔτσι ὥστε νὰ γίνει σαφὴς διάκριση μεταξὺ τῶν δύο Μοναχισμῶν, νὰ ἐπισημανθοῦν οἱ χαώδεις μεταξὺ των διαφορὲς καὶ νὰ ἀποφευχθοῦν συγχύσεις καὶ παρεξηγήσεις.   

Στὸ δημοσίευμα γίνεται λόγος γιὰ μαζικὴ στροφὴ πολλῶν καὶ μάλιστα νέων σὲ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἀκραῖες μορφὲς Μοναχισμοῦ, τὸν Τζαϊνισμό, στὴν ἀχανῆ Ἰνδία: «Ὅλο καὶ περισσότεροι νέοι καὶ νέες στὴν Ἰνδία, μέλη τῶν τζαϊνιστῶν, τῆς ἕκτης μεγαλύτερης ὀργανωμένης θρησκείας στὴν ἀχανῆ χώρα, γυρνοῦν τὴν πλάτη στὰ ἐγκόσμια καὶ γίνονται μοναχοὶ καὶ μοναχές. Ἐπιλέγουν νὰ περπατοῦν ξυπόλυτοι, νὰ μὴ λούζονται ποτέ, νὰ τρῶνε ὅ,τι τοὺς προσφέρει ἡ ἐλεημοσύνη τῶν ξένων καὶ νὰ μὴ χρησιμοποιοῦν τὴν τεχνολογία». Παρὰ κάτω ἀναφέρει ὅτι κάποιος νέος ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Ἰνδία ὁ Χὲτ Ντόσι ἡλικίας μόλις 12 ἐτῶν δήλωσε τὰ ἑξῆς συγκλονιστικά: «‘Ὁ γκουρού μου λέει ὅτι σὲ τοῦτο τὸν κόσμο δὲν ὑπάρχει τίποτε καλό. Κι ἐμένα δὲν μοῦ ἀρέσει τίποτε στὸν ὑλικὸ κόσμο. Θέλω νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὸ κάρμα μου, ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου. Θέλω τὴ δική μου ντέεκσα, (τελετὴ ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὴν Ὀρθόδοξη μοναχικὴ κουρά). Ὁ γκουρού μου λέει ὅτι πρέπει νὰ τὸ κάνω γρήγορα. Θὰ τὸ κάνω πρὶν κλείσω τὰ 15 λέει στὴν ρεπόρτερ τοῦ BBC Πριγάνκα Παδάκ, ἡ ὁποία σημειώνει ὅτι ὁ νεαρὸς ‘ξεστομίζει λέξεις τὶς ὁποῖες μετὰ βίας δείχνει νὰ καταλαβαίνει’».

Σύμφωνα μὲ τὸ δημοσίευμα οἱ ρίζες τοῦ Τζαϊνισμοῦ χάνονται στὴν προϊστορία, στὴν ἐποχὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τῶν Ἰνδοευρωπαίων στὴν περιοχή. Οἱ ὀπαδοὶ του ἀριθμοῦν περὶ τὰ 4,5 ἑκατομμύρια, οἱ πεποιθήσεις τους ἔχουν τὶς ρίζες τους στὶς Βέδες καὶ ὁρίζονται ἀπὸ τὶς διδαχὲς 24 φωτισμένων δασκάλων, μὲ στόχο τὴν μακαριότητα τῆς νιρβάνας, τῆς ἀνώτατης κατάστασης τῆς ψυχῆς.

Ἀπὸ τὴν διαδικτυακὴ ἐγκυκλοπαίδεια «Wikipedia» πληροφορούμαστε ὅτι: «Ὁ Τζαϊνισμός, ἢ Ζαϊνισμός, (ἐκ τοῦ ἰνδικοῦ Τζάιν Ντάρμα, δηλαδὴ Νόμος τοῦ Τζάιν) ἀποτελεῖ θρησκεία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἰνδία καὶ ἱδρυτὴς της φέρεται ὁ Κύριος Ρισάμπα, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἀναφέρεται στὶς Βέδες καὶ θεωρεῖται ἀπὸ ὁρισμένους Ἰνδουιστὲς ὡς μία ἀπὸ τὶς εἰκοσιτέσσερις ἐνσαρκώσεις τοῦ θεοῦ Βισνοῦ. Τὸ ἔργο του συνεχίσθηκε διαχρονικὰ ἀπὸ 23 ἀκόμη φωτισμένους δασκάλους ‘Τιρθάνκαρα’. Ὁ 24oς καὶ τελευταῖος Τιρθάνκαρα ἦταν ὁ Βαρνταμάνα ποὺ ἔγινε γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Μαχαβίρα (μεγάλος ἥρωας) ἐπειδὴ νίκησε τὰ ἐσωτερικὰ πάθη καὶ ὑπῆρξε σύγχρονος τοῦ ‘Σακιαμούνι’ (Βούδα).

Ὁ Τζαϊνισμὸς ἔχει δύο κύριες ἀρχαῖες ὑποπαραδόσεις, τοὺς Ντιγκάμπαρα καὶ Σβετάμπαρα, καὶ ἀρκετὲς μικρότερες ὑποπαραδόσεις ποὺ ἀναδύθηκαν στὴν 2η χιλιετία μ.Χ. Οἱ Ντιγκάμπαρα καὶ Σβετάμπαρα ἔχουν μικρὲς δογματικὲς διαφορές, διαφορετικὲς ἀπόψεις στὶς ἀσκητικὲς πρακτικές, καὶ στὸ ποιὰ τζαϊνιστικὰ κείμενα μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν κανονικά. Οἱ Ντιγκάμπαρα μοναχοὶ εἶναι γυμνοὶ καὶ ἔχουν αὐστηρότερο κώδικα, ἐνῶ οἱ Σβετάμπαρα φοροῦν λευκὰ ροῦχα».

Ἀπὸ ἄλλη πηγὴ πληροφορούμαστε ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Μαχαβίρα συνέταξε μία προφορικὴ ἐπιτομὴ τῆς διδασκαλίας τοῦ Μαχαβίρα. Ὅλες μαζὶ ἔγιναν γνωστὲς ὡς «δωδεκαμελὲς καλάθι». Τὸ ἀρχαιότερο κείμενο ποὺ ἀποδέχονται οἱ Ντινγκάμπαρα εἶναι «ἡ γραφὴ σὲ ἔξι μέρη», ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ ἀσκητῆ Νταρασένα, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὸν 2ο μ.Χ. αἰώνα. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς τζαϊνιστικῆς διδασκαλίας ἀσχολεῖται μὲ τὴν φύση τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ κάθε εἴδους δεσμά. Κάθε ζωντανὸ πλάσμα ἔχει ψυχὴ ποὺ εἶναι παγιδευμένη στὸ σαμσάρα, στὸν συνεχῆ κύκλο τῆς γέννησης, τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναγέννησης, ποὺ δεσμεύει τὴν ψυχὴ στὴν ἐπίγεια ὕπαρξή της. Ἡ ψυχὴ δεσμευμένη στὸ σαμσάρα ὑποφέρει, διότι δὲν ἔχει συνείδηση τῆς ἀληθινῆς της φύσεως, ἡ ὁποία ἔγκειται στὴν πανσοφία καὶ τὴν ἀπόλυτη μακαριότητα.

Ὅταν ἡ ψυχὴ φθάσει σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἀπελευθερώνεται καὶ γίνεται μία ἐλεύθερη ψυχή, (ἀρχάτ), ποὺ δὲν ὑπόκειται πιὰ σὲ ἄλλες μετενσαρκώσεις, δὲν ὑποφέρει ἀπὸ καμιὰ παγίδευση, φθάνει δηλαδὴ σὲ κατάσταση «νιρβάνα». Ὅταν τὸ φυσικὸ σῶμα μέσα στὸ ὁποῖο εἶναι ἐνσαρκωμένη μία ἀπελευθερωμένη ψυχὴ πεθάνει, ἡ ψυχὴ ἐπιτυγχάνει τὸ λεγόμενο «μόκσα», κατάσταση ἀπόλυτης καθαρότητας καὶ τελειότητας, καὶ ὀνομάζεται «σίντα». Οἱ «σίντα» δὲν ἔχουν φυσικὰ σώματα, ἐνοικοῦν στὸ ὑψηλότερο σημεῖο τοῦ σύμπαντος καὶ ἀπολαμβάνουν μία κατάσταση μακαριότητος.

Οἱ Τζαϊνιστὲς δὲν πιστεύουν σὲ κάποιο προσωπικὸ Θεό, δημιουργό τοῦ σύμπαντος. Τὸ σύμπαν εἶναι αἰώνιο καὶ ἀδημιούργητο, ἀποτελούμενο ἀπὸ συνείδηση καὶ ἀπὸ ὅ,τι δὲν ἔχει συνείδηση. Δὲν πιστεύουν ὅτι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον ἐξωτερικὸ λυτρωτὴ καὶ σωτήρα. Ὀφείλουν μόνοι τους νὰ ἀναλάβουν προσωπικὰ τὴν ἀποκάθαρσή τους ἀπὸ τὸ κάρμα καὶ τὴν ἀπελευθέρωσή τους ἀπὸ τὸ σαμσάρα, ἐφαρμόζοντας τὶς διδαχὲς τοῦ Μαχαβίρα καὶ τῶν μαθητῶν του. Ἡ διαδικασία τῆς ἀπελευθερώσεως περιλαμβάνει 14 σταθμοὺς καθαρότητος, μέσω τῶν ὁποίων πρέπει νὰ περάσει ἡ ψυχὴ στὴν πορεία της πρὸς τὸ «μόκσα». Βασικὲς ἠθικὲς ἀρχὲς τῆς διδασκαλίας τους εἶναι ἡ μὴ ἄσκηση βίας, ἡ φιλαλήθεια, ἡ ἀποδοχὴ πραγμάτων μόνον ὅταν δίνονται ἐλεύθερα, ἡ ἀγαμία, (ἢ ἡ συζυγικὴ πίστη ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν λαϊκῶν Τζαϊνιστῶν), καὶ ἡ μὴ προσκόλληση σὲ ἐγκόσμια ἀγαθά.  

Σύμφωνα μὲ τὴν διαδικτυακὴ ἐγκυκλοπαίδεια, ἡ «νιρβάνα», «υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὸν Βουδισμὸ καὶ τὸν Τζαϊνισμό. Χαρακτηρίζει μία κατάσταση ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἄσκηση καὶ ἐξαλείφει τὸν πόνο (ποὺ ὀφείλεται στὸ κάρμα) τῆς γέννησης καὶ τοῦ θανάτου στὸν κύκλο τῶν ἀναγεννήσεων τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ νιρβάνα διαπιστώνεται στὴν ἀφύπνιση, ἢ φώτιση (μπόντι), μὲ τὴν ὁποία ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς ὕπαρξης φαίνονται καθορισμένα καί, κατὰ συνέπεια, δὲν ἔχουν λόγο ὕπαρξης, ἀκόμα καὶ τὸ ἐγὼ ἀποκαλύπτεται ὡς μία ἀπατηλὴ συνένωση πέντε ὁμάδων ψυχομορφικῶν στοιχείων, (σκάντα).

Στὸν ἀρχέγονο Βουδισμό, ἡ νιρβάνα ἰσοδυναμοῦσε κυρίως μὲ τὴν ἐκμηδένιση καὶ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ πόνου (ντούχκα) ποὺ εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴν ἐπίγεια ζωὴ τῶν αἰσθητῶν ἀντιλήψεων, τῆς ἐπιθυμίας (κάμα) καὶ τῆς δίψας (τρίσνα) τῆς ἐμπειρίας. Ὁ βουδισμὸς μαχαγιάνα θεωρεῖ τὴν νιρβάνα ὡς μία ἀπόλυτη κατάσταση, στὴν ὁποία τὸ ἀρχέγονο φῶς τῆς Συνείδησης (πραμπασβάρα-τσίττα) μοιάζει νὰ ἔχει προέλθει ἀπὸ τὸ κενὸ (σούνια), πέρα ἀπὸ τὴν διαφοροποίηση τοῦ εἶναι καὶ τοῦ μὴ εἶναι. Ἡ νιρβάνα ἀποτελεῖ τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ διαλογισμοῦ καὶ θεωρεῖται μία ἀρκετὰ ἀφηρημένη καὶ ἀμφίσημη ἔννοια, γιὰ τὴν ὁποία οἱ βουδιστὲς τοῦ ρεύματος μαχαγιάνα πρεσβεύουν ὅτι γίνεται κατανοητὴ μόνο ὅταν βιωθεῖ. Σύμφωνα μὲ τὸ φιλοσοφικὸ λεξικὸ τοῦ Ἀνδρούτσου ὁ ὅρος αὐτὸς χαρακτηρίζει τὴν βουδιστικὴ ἀπάρνηση κάθε ἐγκόσμιας ἐπιθυμίας, παντὸς γήινου, καὶ κατὰ συνέπεια καὶ ἡ ἐξαφάνιση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου στὸ μηδὲν διὰ τῆς ὁποίας καὶ ἐπέρχεται ἡ ἀπολύτρωση ἀπὸ τὰ δεινά τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου»  (https://el.wikipedia.org/wiki/).

Ἂς ἔρθουμε τώρα στὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό. Θὰ παραθέσουμε ἐλάχιστα μόνον χαρακτηριστικὰ γνωρίσματά του, γιὰ νὰ φανοῦν οἱ χαώδεις μεταξὺ τῶν δύο Μοναχισμῶν διαφορὲς καὶ ἡ ἀσύγκριτη ὑπεροχὴ τοῦ δευτέρου σὲ σχέση μὲ τὸν πρῶτο.

Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός, ὡς προφητικός, ἀποστολικὸς καὶ μαρτυρικὸς βίος, ὡς ἀγγελομίμητος πολιτεία  συνεχοῦς μετανοίας καὶ ἀφιερώσεως, ἀνάγει τὴν ἀρχὴ του σ’ αὐτὸ τοῦτο τὸ Θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας, ὁ Ὁποῖος ἔζησε ὡς παρθένος, ἀκτήμων καὶ κατὰ πάντα ὑπήκοος στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός του, ἐνσαρκώνοντας στὸ πρόσωπό Του τὶς τρεῖς βασικὲς καὶ θεμελιώδεις ἀρετὲς τοῦ Μοναχισμοῦ, τὴν  παρθενία, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν ὑπακοὴ καὶ βρίσκει τὴν πλήρη καταξίωσή του στὸ πρόσωπο τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας.

Πράγματι ὁ Κύριός μας γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο μητέρα καὶ ἔζησε ὡς παρθένος, μακρυὰ ἀπὸ οἰκογενειακὲς μέριμνες καὶ φροντίδες. Ἦταν ἀκτήμων, «μὴ ἔχων ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνη», (Ματθ.8,20), καὶ ἔπαιξε τὸν ρόλο τοῦ ἀπολύτου ὑποτακτικοῦ, ὑποτασσόμενος κατὰ πάντα στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός Του: «ἐμὸν βρῶμα ἐστιν ἴνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον», (Ἰω.4,34). Ὁ κύκλος τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου μας ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο κοινόβιο στὴν ἱστορία καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ δὲ μακαρισμοὶ καὶ γενικότερα ἡ ἐπὶ τοῦ Ὅρους ὁμιλία Του ἀποτελοῦν τοὺς πρώτους κανόνες τοῦ Μοναχισμοῦ. Οἱ μοναχοὶ εἶναι οἱ «ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἡ «διηνεκὴς βία τῆς φύσεως» κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Σιναΐτη, οἱ «μάρτυρες τῇ προαιρέσει» κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, οἱ «συνεχιστὲς τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας» κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο, «ἡ κόμη ποὺ κοσμεῖ τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας» κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, «οἱ εὐαγγελικῶς ζῶντες» κατὰ τὸν Εὐάγριο τὸν Ποντικό.

Μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Τζαϊνισμοῦ καὶ κατ’ ἐπέκταση μεταξὺ τῶν ἀντιστοίχων σ’ αὐτοὺς μορφῶν μοναστικῆς ζωῆς ὑπάρχουν θεμελιώδεις καὶ ἀγεφύρωτες διαφορὲς τόσο ὡς πρὸς τὸν τρόπο θεωρήσεως τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τῶν παρόντων καὶ τῶν μελλόντων, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὸν τρόπο ἑρμηνείας τοῦ νοήματος τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τοῦ αἰωνίου προορισμοῦ του. Μ’ ἄλλα λόγια πρόκειται γιὰ δύο τελείως διαφορετικὰ καὶ ἀνόμοια μεγέθη, στὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχει μέτρο συγκρίσεως, ἀφοῦ ἡ Ὀρθοδοξία διαφέρει οὐσιωδῶς ἀπὸ τὸν Τζαϊνισμὸ καὶ ὡς πρὸς τὴν κοσμολογία καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπολογία καὶ ὡς πρὸς τὴν σωτηριολογία καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐσχατολογία καὶ ὡς πρὸς τὴν ἠθικὴ διδασκαλία. Οἱ δὲ οὐσιώδεις μεταξὺ αὐτῶν δογματικὲς διαφορὲς διαφοροποιοῦν, ὅπως εἶναι ἑπόμενο, τὶς δύο ἀντίστοιχες μορφὲς Μοναχισμοῦ. 

Κατ’ ἀρχὴν ὁ Ρισάμπα, καὶ στὴν συνέχεια ὁ Μαχαβίρα οἱ ἱδρυτὲς τοῦ τζαϊνιστικοῦ Μοναχισμοῦ, ἀλλὰ καὶ μεταγενέστεροι διδάσκαλοί του ὑπῆρξαν ἁπλοὶ καὶ θνητοὶ ἄνθρωποι, δοῦλοι τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἦταν Θεάνθρωπος καὶ ὁ ὁποῖος νίκησε μὲ τὴν ἀνάστασή του τὸν θάνατο. Ὁ Μαχαβίρα διετύπωσε κάποιες θεωρίες, χωρὶς ὅμως νὰ μπορεῖ νὰ τὶς ἀποδείξει μὲ θαύματα, ἢ ἄλλα ἔκτακτα ὑπερφυσικὰ ἔργα. Ἀντιθέτως ὁ Κύριός μας ἀπέδειξε τὴν αὐθεντικότητα καὶ γνησιότητα τῆς διδασκαλίας του μὲ ἄπειρα θαύματα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του.

Πέραν αὐτῶν Ὀρθόδοξος μοναχὸς δὲν ἐγκαταλείπει τὸν κόσμο γιατί ὁ κόσμος εἶναι κακὸς ἀπὸ τὴν φύση του, οὔτε γιὰ νὰ φθάσει σὲ μία κατάσταση «νιρβάνα», ὅπου ἔχουμε μία ἐκμηδένιση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος, ἀλλὰ γιὰ νὰ φθάσει στὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση, ἔτσι ὥστε νὰ καταστεῖ πηγὴ πνευματικῆς ὠφέλειας καὶ πνευματικῶν δωρεῶν σὲ ὅλο τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀπαρνεῖται τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν προσλάβει τελικὰ μὲ ἕνα ἄλλο τρόπο καὶ σὲ μία ἄλλη, θεανθρώπινη διάσταση. Μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του ἀκτινοβολεῖ πρὸς πάσα κατεύθυνση, γίνεται ἐμπνευστὴς καὶ διδάσκαλος καὶ παράδειγμα πρὸς μίμηση στοὺς ἐν τῷ κόσμω ἀγωνιζομένους χριστιανούς. Μὲ τὰ θαύματά του παρηγορεῖ, ἐνισχύει, καθοδηγεῖ στηρίζει ἐνῶ μὲ τὴν θεανθρώπινη ἀγάπη τοῦ γίνεται «τοῖς πάσι τὰ πάντα».

Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ἔλεγε σχετικά: «Οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον». Καὶ ὁ μέγας Ἀντώνιος συνεχίζει: «Ἐκ τοῦ πλησίον ἐστι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ἐὰν γὰρ κερδήσωμεν τὸν ἀδελφὸν τὸν Θεὸν κερδαίνομεν. Ἐὰν δὲ σκανδαλίσωμεν τὸν ἀδελφόν, εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνομεν». Δὲν μισεῖ τὴν κοινωνία, ἀλλὰ προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ συμπάσχει μὲ ὅλη τὴν κτίση. Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει σχετικά: «Φίλος γενοὺ πάσιν ἀνθρώποις καὶ μόνος γενοὺ ἐν τὴ διανοία σου. Κοινωνὸς γενοὺ τοῖς παθήμασι τῶν πάντων καὶ τῷ σώματί σου μακρὰν γενοὺ ἐκ πάντων», (Ἀσκητικὰ 239). Δὲν ἀπεχθάνεται τὴν ζωή, τὴν ὁποία θεωρεῖ ὡς ὑπέρτατο δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γενόμενος ὁ ἴδιος μέτοχος τῆς ὄντως ζωῆς, τὴν μεταδίδει σὲ ὅσους τὴν ποθοῦν. Δὲν καταστρέφει τὸ σῶμα του, τὸ ὁποῖο θεωρεῖ ὡς ποίημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ δουλαγωγεῖ διὰ τῆς ἀσκήσεως, ὥστε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ κυριαρχήσει τῶν κατωτέρων σαρκικῶν καὶ κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν.  

Δὲν εἶναι φυγόπονος, ὀκνηρὸς καὶ ράθυμος καὶ δὲν ζεῖ μὲ τὶς ἐλεημοσύνες τῶν ἄλλων, ὅπως συμβαίνει στὸν τζαϊνιστικὸ Μοναχισμό. Ἀντίθετα μάλιστα ἐργάζεται καὶ μάλιστα σκληρά, στὸ ἐργόχειρό του γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὰς πρὸς τὸ ζῆν καὶ νὰ ἀσκήσει καὶ τὴν ἐλεημοσύνη. Στὸ πρῶτο κοινόβιο τοῦ ἅγιου Παχωμίου ὑπῆρχε ἀρτοποιεῖο, μαγειρεῖο βαφεῖο, ξυλουργεῖο ραφεῖο καὶ ἐργαστήρια καλλιγραφίας, ἁγιογραφίας, κατεργασίας χαλκοῦ, δερμάτων καὶ καλαθοποιίας. Στὴν Μονὴ τοῦ Στουδίου λειτουργοῦσαν ἐπὶ πλέον ξενώνας, νοσοκομεῖο, βιβλιοθήκη καὶ ἐργαστήριο ἀντιγραφῆς ἔργων τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων συγγραφέων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ δαπάνες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου ἁγίου Ὅρους κτίστηκε σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Μονὴ καὶ λειτούργησε ἐπὶ μακρὰ σειρὰ ἐτῶν, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ περιβόητη Ἀθωνιάδα Σχολή.

Ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν μοναχῶν προῆλθαν στὴν συντριπτικὴ πλειοψηφία τους οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, κορυφαῖοι ἐπίσκοποι, ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, πολυγραφότατοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, φλογεροὶ ἱεραπόστολοι, γενναῖοι ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, ποὺ μὲ τοὺς ἀντιαιρετικοὺς των ἀγῶνες καὶ μὲ τὸ αἷμα τους διεφύλαξαν ἀνόθευτη καὶ ἀπαραχάρακτη τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῶν αἱρέσεων, μουσουργοί, ποιητὲς καὶ ὑμνογράφοι, ποὺ εἰσήγαγαν τὴν βυζαντινὴ μουσικὴ καὶ τὶς ἀσματικὲς ἀκολουθίες στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τέλος κορυφαῖοι καλλιτέχνες τῆς ἱερῆς τέχνης τῆς ἁγιογραφίας, ποὺ μὲ τὶς ἀπαράμιλλες εἰκονογραφικές τους παραστάσεις κοσμοῦν τὸ ἐσωτερικὸ χῶρο τῶν ναῶν μας καὶ μᾶς ἀνυψώνουν πρὸς τὸν Κύριο.

Ἐπίσης οἱ Γέροντες καὶ οἱ Γερόντισσες στὸν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό, οὐδεμία σχέση ἔχουν μὲ τοὺς γκουροὺ τῶν ἀνατολικῶν θρησκευμάτων καὶ ἐν προκειμένω τοῦ Τζαϊνισμοῦ. Οἱ γκουροὺ κινούμενοι ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ ἰδιοτέλεια, ἐπιδιώκουν νὰ ἀποκτήσουν ὀπαδούς, προκειμένου νὰ τοὺς καταστήσουν πειθήνια ὄργανά τους, ἐνῶ οἱ ἀληθινοὶ γέροντες τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ πολλὴ ὑπομονή, ἀγάπη καὶ ταπείνωση ἀγωνίζονται νὰ χειραγωγήσουν τὰ πνευματικά τους τέκνα στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ἐλευθερία, «ἄχρις οὐ μορφωθεῖ Χριστός», (Γαλ.4,19) σ’ αὐτά.  

Κλείνοντας τὴν ἀναφορά μας στὸν Τζαϊνισμό, θὰ θέλαμε νὰ τονίσουμε γιὰ πολλοστὴ φορὰ τὴν ἀνησυχία μας καὶ τὸν προβληματισμό μας γιὰ τὴν ραγδαία ἐξάπλωση στὸ δυτικὸ κόσμο καὶ φυσικὰ στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας, τῶν ἀνατολικῶν θρησκευμάτων. Νὰ ἐκφράσουμε τὴν λύπη μας γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι κάποιοι, ἐκόντες – ἄκοντες, θέλουν νὰ ταυτίσουν τὸν Ὀρθόδοξο ἁγιοπνευματικὸ Μοναχισμό, μὲ τὸν διακατεχόμενο ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια Μοναχισμὸ τῶν ἀνατολικῶν θρησκευμάτων. Παρακαλοῦμε λοιπὸν τοὺς ἀναγνῶστες μας νὰ εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικοί, διότι στὶς πονηρὲς ἡμέρες μας  τὸ κακὸ προσφέρεται μὲ ἐπικάλυψη τοῦ «καλοῦ», γιὰ τὴν ἀπώλεια καὶ καταστροφὴ ἀνθρωπίνων ψυχῶν!  

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 4ῃ Νοεμβρίου 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.