Γράφει ὁ Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος
Μετὰ τὸ τέλος τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου καὶ τὴν κατάρρευση τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ τὴν περίοδο 1989-1991 ἄρχισαν νὰ ξεδιπλώνονται στὴν δυτικὴ καὶ παγκόσμια διανόηση συζητήσεις, οἱ ὁποῖες προέκυψαν ἀπὸ τὶς συνθῆκες τῆς νέας ἐποχῆς ἢ ἔφεραν ξανὰ στὴν ἐπιφάνεια ζητήματα ποὺ εἶχαν θεωρηθεῖ λήξαντα. Ἡ φαινομενικὰ οἰκουμενικὴ ἐπικράτηση τοῦ φιλελευθέρου καπιταλισμοῦ καὶ ἡ συνεχιζόμενη ἐμβάθυνση τῆς εὐρωπαϊκῆς ὁλοκληρώσεως δημιούργησαν ἕνα κλίμα αἰσιοδοξίας γιὰ τὸ μέλλον, ποὺ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀμερικανικὴ μονοκρατορία θὰ ἔφερναν τὸ «τέλος τῆς ἱστορίας», κατὰ τὴν διαβόητο δήλωση τοῦ Francis Fukuyama.Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μία σειρὰ προκλήσεων ἀπασχόλησε τοὺς πολιτικοὺς ἐπιστήμονες, ἱστορικοὺς καὶ φιλοσόφους της δεκαετίας τοῦ 1990. Ἡ ἐπιβάρυνση τοῦ περιβάλλοντος, ἡ παγκοσμιοποίηση, ἡ μετανάστευση καὶ ἡ τρομοκρατία συνιστοῦσαν ἕνα χάρτη προβλημάτων καὶ περιπλόκων καταστάσεων ποὺ ἡ Δύση ἀλλὰ καὶ ὁ πλανήτης σύσσωμος θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσουν. Ἡ θρησκευτικὴ ἀναβίωση στὰ πρώην κομμουνιστικὰ ἐδάφη, οἱ μετασοβιετικὲς ἐθνικὲς συγκρούσεις καὶ ἡ ἄνοδος τοῦ ἰσλαμικοῦ ριζοσπαστισμοῦ ὁδήγησαν σὲ πλῆθος μελετῶν, δημοσιευμάτων καὶ πολιτικῶν φιλονικιῶν πάνω στὴν θεωρία τοῦ ἐθνικισμοῦ, τὴν ἀποεκκοσμίκευση, τὸ μέλλον τοῦ κυριάρχου κράτους κ.α. Ἂν καὶ ἡ φερόμενη ὡς λύση τῆς μελλοντικῆς παγκοσμίου διακυβερνήσεως ἐμοίαζε μονόδρομος γιὰ πολλούς, τὴν πρώτη μεταβατικὴ περίοδο ἦρθε νὰ διαλύσει ἡ 11η Σεπτεμβρίου καὶ ὕστερα ἡ μεγάλη οἰκονομικὴ κρίση τοῦ 2007. Πλέον λίγα πράγματα εἶναι αὐτονόητα, ὁ διάλογος ἔχει ὀξυνθεῖ ἐξαιρετικά, ἐνῶ τὰ θέματα τῆς ἀσφαλείας, τῆς ταυτότητος καὶ τῆς συλλογικῆς νοηματοδοτήσεως βρίσκονται στὸ προσκήνιο, πλέον ὄχι γιὰ νὰ....
ἐξετασθοῦν τὰ προβλήματα τῆς μακρινῆς Γιουγκοσλαβίας καὶ τοῦ Ἰράκ, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιὰ τῶν δυτικῶν μητροπόλεων.
Ἕνα ἀπὸ τὰ σχήματα ποὺ προκάλεσε ἔντονες συζητήσεις καὶ διαφωνίες κατὰ τὴν μεταψυχροπολεμικὴ ἐποχὴ ἦταν ὁ διαχωρισμὸς τῆς ἀνθρωπότητος σὲ μεγάλους πολιτισμούς. Αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ καινοτομία. Ἡ διάκριση καὶ ὁμαδοποίηση τῶν κοινωνιῶν σὲ πολιτισμοὺς εἶναι πολὺ παλαιά, ἐνῶ τὸν 20ο αἰώνα ἀξιοποιήθηκε στὸ ἔργο ἱστορικῶν ὅπως ὁ Toynbee καὶ ὁ Spengler. Τὴν ἐξεταζόμενη περίοδο αἴσθηση ἔκανε τὸ βιβλίο τοῦ Ἀμερικανοῦ πολιτικοῦ ἐπιστήμονος Samuel Huntington «Ἡ Σύγκρουση τῶν Πολιτισμῶν» (1996). Στὸ ἐν λόγω ἔργο ἡ ἀνθρωπότητα χωρίζεται σὲ μία σειρὰ μεγάλων πολιτισμῶν, οἱ ὁποῖοι περιλαμβάνουν πολλὰ ἔθνη: ὁ δυτικός, ὁ ὀρθόδοξος, ὁ ἰσλαμικός, ὁ ἀφρικανικὸς κ.ο.κ. Ο Huntington ἐξετάζει τὰ αἴτια τῆς «ἰσλαμικῆς ἐπιθετικότητος», ἐρευνᾶ τὴν θέση τῶν διχασμένων πολιτισμικὰ χωρῶν (ὅπως τὸ Μεξικό, ἡ Τουρκία, ἡ Νότιος Ἀφρικὴ καὶ ἡ Οὐκρανία), ἐνῶ δίνει μοτίβα ἀλληλεπιδράσεως τῶν πολιτισμῶν – οἱ ὁποῖοι ἔχουν συχνὰ κάποιο κράτος-πυρήνα μὲ μεγάλη ἐπιρροή, ὁρισμένα σύνορα καὶ συγκρούσεις δὶ’ ἀντιπροσώπων ἐναντίον τῶν πολιτισμικῶν ἀνταγωνιστῶν τους. Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο τὸ βιβλίο δέχθηκε πολύπλευρη κριτική, ἀπὸ κατηγορίες γιὰ ἀμερικανικὸ ἰμπεριαλισμὸ μέχρι γιὰ ἀγνόηση τῆς δυνατότητος εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καὶ συνεργασίας τῶν διαφορετικῶν πολιτισμῶν. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ ἐπιρροὴ τοῦ ὑπῆρξε μεγάλη ,κυρίως στὸ ὅτι ἀναίρεσε τὴν ὡς τότε αἰσιοδοξία γιὰ τὴν ἀναπόφευκτο παγκοσμιοποίηση.
Γιὰ τὸν ὀρθόδοξο πολιτισμὸ ὁ Huntington δὲν ἐμβαθύνει ἰδιαίτερα, πέρα ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ στὴν ἀνταγωνιστικότητά του μὲ τὸ Ἰσλὰμ καὶ τὴ Δύση καὶ τὸν κυρίαρχο ρόλο τῆς Ρωσίας. Τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτοῦ του πολιτισμοῦ δὲν ἀναλύονται, πέραν ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴ Βυζαντινὴ πολιτικὴ παράδοση, μαζὶ μὲ τὴν ἄντληση στοιχείων ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη (σὲ δευτερεύοντα βαθμὸ ὅμως, στὰ ἴδια ἐπίπεδα μὲ τὸ Ἰσλὰμ – ἡ σύγχρονη Δύση εἶναι κατὰ τὸν Huntington ὁ κατ’ ἐξοχὴν φορέας της). Σὲ τί συνίσταται ἡ βυζαντινὴ παράδοση καὶ ποὺ εἶναι οἱ θεμελιώδεις διαφορὲς τῆς ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὸ δυτικὸ χριστιανισμὸ – καὶ πὼς ἀποτυπώνονται στὴν κοινωνία καὶ τὴν πολιτική; Ποιὲς χῶρες θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν κομμάτι τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου, διακριτὰ ἀπὸ τὴ Δύση; Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Huntington νὰ τοποθετήσει τὴν Ἑλλάδα στὸν ὀρθόδοξο πολιτισμὸ ἔγινε δεκτὴ στὸ ἐγχώριο σκηνικὸ μὲ προφανῆ ἀπογοήτευση, εἰδικὰ σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἡ προσήλωση στὸ διαφαινόμενο ὡς λαμπρὸ μέλλον τῆς ΕΕ μεσουρανοῦσε στὴν ἑλληνικὴ διανόηση καὶ τὸν πολιτικὸ λόγο (ἂς σημειωθεῖ ὅτι ἡ περίοδος πρὶν καὶ μετὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς χιλιετίας εἶδε τὴν ἄνθιση τοῦ ἐκσυγχρονιστικοῦ ρεύματος μὲ προεξάρχοντα τὸν πρωθυπουργὸ Κώστα Σημίτη, σὺν τὸ κατὰ Κωστόπουλον πολιτιστικὸ «ξεβλάχεμα» τῶν Ἑλλήνων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς λαοσυνάξεις τοῦ Μακαριστοῦ Χριστοδούλου καὶ τὰ συλλαλητήρια γιὰ τὴν Μακεδονία).
Τὸ ἐρώτημα τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων περὶ τῆς θέσεως τῶν ἐντὸς ἢ ἐκτός του δυτικοῦ κόσμου (ἱστορικά, πολιτισμικά, πολιτικὰ) ὑπάρχει πρὶν τὴν ἀπελευθέρωση τῶν προπατόρων μας ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Ἡ διχοτομία μεταξὺ δυτικοφίλων καὶ ἀνατολικῶν, ἐκσυγχρονιστῶν καὶ παραδοσιακῶν, ἀρχαιότητος (=πρόγονος τῆς Δύσεως) καὶ «Βυζαντίου» (=Ὀρθοδοξία) χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα, μὲ τὴν κάθε πλευρὰ νὰ φορτίζει μὲ διαφορετικὸ τρόπο τὶς ἔννοιες αὐτές.
Δὲν ἔχει μόνο ἡ Ἑλλάδα ὅμως τὸ ἴδιο ζήτημα ταυτότητος. Οὔτε μόνο ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ ὅλες τὶς ἀνατολικὲς χῶρες σχημάτισε τὴν σύγχρονη ἐθνική της συνείδηση πέριξ της Ὀρθοδοξίας. Κάπου ἐδῶ λοιπὸν ἔρχεται τὸ βιβλίο ποὺ θὰ ἐξετάσουμε σήμερα.
Francois Thual, «Ἡ κληρονομιὰ τοῦ Βυζαντίου: Γεωπολιτική της Ὀρθοδοξίας», ἐκδόσεις Ροές, Ἀθήνα 1999. Σελίδες 256, τιμὴ 14 €.
Ὁ συγγραφέας (ἀπὸ τὴν παρουσίασή του στὸ βιβλίο)
Ὁ Φρανσουὰ Τυὰλ (γ. 1944), ἱστορικὸς καὶ κοινωνιολόγος, εἰδικὸς σὲ θέματα γεωπολιτικῆς καὶ γεωστρατηγικῆς, συνεργάστηκε μὲ πολλὲς κυβερνήσεις τῆς χώρας του καὶ διετέλεσε σύμβουλος διεθνῶν καὶ στρατηγικῶν ὑποθέσεων στὴν ὁμάδα τῆς Γαλλικῆς Γερουσίας ποὺ πρόσκειται στὰ κόμματα τοῦ Κέντρου. Διετέλεσε διευθυντὴς τοῦ Ἰνστιτούτου Διεθνῶν Σχέσεων καὶ δίδαξε γεωστρατηγικὴ σὲ ἀνώτατο ἐπίπεδο (College Intermres de Defense, Ecole Pratique des Hautes Etudes).
Θεματολογία καὶ σκοπὸς τοῦ βιβλίου
Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ μία συγκέντρωση καὶ συστηματοποίηση σειρᾶς σεμιναρίων ὅπου ἐδίδασκε ὁ κ. Τυὰλ στὴν Ecole Pratique des Hautes Etudes (Πρακτικὴ Σχολὴ Ἀνωτέρων Σπουδῶν) ἀπὸ τὸ 1996. Βασικὴ θεματικὴ αὐτῶν τῶν σεμιναρίων ἦταν ἡ διαδικασία τῆς γεννήσεως καὶ διαμορφώσεως τῶν ἐθνικῶν συνειδήσεων, μέχρι τὴν σύσταση ἑνὸς νεωτερικοῦ ἐθνικοῦ κράτους. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ὁ συγγραφέας ἀναζητᾶ τὴν σχέση ἀνάμεσα στὸν αὐτοπροσδιορισμὸ καὶ τὴν γεωγραφικὴ περιοχή, ἐν προκειμένω στὶς ὀρθόδοξες ἐθνότητες, οἱ ὁποῖες τὸν 19ο αἰώνα ἐξῆλθαν ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς αὐτοκρατορικοὺς χώρους καὶ χρειάστηκε νὰ μεταβοῦν ἀπὸ τὴν κατηγοριοποίηση κατὰ θρησκείαν στὸν δυτικὸ τύπου ἐθνικισμό. Στὸ βιβλίο, πρὶν ξεκινήσει ἡ διακριτὴ ἐξέταση κάθε ἐθνότητος, παρατίθεται (κέφ. 1) λεξιλόγιο ὅρων, ὅπου ἐξηγοῦνται ἀφ’ ἑνὸς οἱ διάφοροι ὄροι πέριξ του ἐθνικοῦ καὶ ἐθνικιστικοῦ φαινομένου, ἀφ’ ἑτέρου τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας διαρθρώσεως. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι καθὼς ὁ κ. Τυὰλ ἐρευνᾶ τὸν «ὀρθόδοξο κόσμο», συμπεριλαμβάνει ὄχι μόνον τοὺς κατ’ ἐξοχὴν ἀνατολικοὺς ὀρθοδόξους, ἀλλὰ καὶ τοὺς «παλαιορθοδόξους» ἀντιχαλκηδονίους, τοὺς νεστοριανοὺς καὶ τοὺς οὐνίτες (τοὺς τελευταίους ὡς τὴν πρὸς τὴν Δύση ἀτενίζουσα συνιστώσα τῶν τριῶν πρώτων). Τὸ 2ο κεφάλαιο ἐκθέτει τὶς ἀντιλήψεις διαφορετικῶν ἐρευνητῶν τοῦ ἐθνικισμοῦ, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ξεχωρίζει ὁ Ἕλληνας κ. Γιῶργος Πρεβελάκης.
Κριτικὴ
Μὲ τὴν διαδοχικὴ ἐξέταση τῶν ἀνατολικῶν χριστιανικῶν ἐθνοτήτων, τῆς ἱστορίας τους, τῆς διαμορφώσεως τῆς ταυτότητος τῶν καὶ τοῦ ρόλου τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ αὐτό, ὁ κ. Τυὰλ προσφέρει πλῆθος σημαντικῶν πληροφοριῶν στὸν ἀναγνώστη, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἐξοικειωμένος μὲ τὶς συνθῆκες σὲ τόσες πολλὲς χῶρες. Ἡ ἱστορία κάθε ἔθνους εἶναι πολὺ διαφορετική, ὅπως καὶ οἱ ἑκάστοτε δυνάστες του, οἱ γείτονές του, οἱ σχέσεις του μὲ τὴν Δύση καὶ ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας του στὴν σύμπηξη ἐθνικοῦ συναισθήματος καὶ τὴ σύσταση μία κρατικῆς ὀντότητος βασισμένη σὲ αὐτό. Γιὰ τὴν διαλεκτική, σύγκρουση καὶ ἐν τέλει σύνθεση Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας, εἴτε μιλᾶμε γιὰ τὸν 4ο εἴτε γιὰ τὸν 19ο αἰώνα, ἔχουν χυθεῖ ποταμοὶ μελάνης. Ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν τὴν ἀνάπτυξη τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας καὶ τὸν θρησκευτικὸ-ἐκπαιδευτικὸ ἀνταγωνισμὸ κατὰ τὸν Μακεδονικὸ Ἀγώνα – ἐσχάτως μάθαμε γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ χάος τῆς Οὐκρανίας. Στὴν μελέτη τῆς Ρωσικῆς ἱστορίας προκύπτει ἡ διαμάχη εὐρωπαϊστῶν καὶ σλαβοφίλων κ.ο.κ. Ὅμως πόσο πιὸ ἀπρόσιτα εἶναι γιὰ τὸν μέσο φιλίστορα ἢ ἕναν ἀρχάριο μελετητὴ τὰ ἀντίστοιχα δεδομένα γιὰ τὴν Γεωργία, τὴν Ρουμανία ἢ τὶς ποικιλώνυμες χριστιανικὲς κοινότητες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς; Μέσα σὲ λίγες σχετικὰ σελίδες δίνεται ἕνα σχεδιάγραμμα τῆς πορείας κάθε ἐθνότητος, ἀπὸ ὅπου ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος μπορεῖ νὰ βγάλει συμπεράσματα καὶ νὰ κάνει συγκρίσεις, ἢ ἀκόμη νὰ συνεχίσει ἐμβαθύνοντας στὸν τομέα ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει. Στὶς τελευταῖες σελίδες δίνεται βιβλιογραφία γενικὴ καὶ ἐξειδικευμένη ἀνὰ λαό, τὸ μεγαλύτερο μέρος στὰ γαλλικά. Γενικὰ τὸ βιβλίο ἐντάσσεται στὸ ὅλον ἔργο τοῦ Φρανσουᾶ Τυάλ, τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς γεωπολιτικῆς ἀνὰ περιοχὲς καὶ θρησκεῖες (ἔχει γράψει γιὰ τὸν ἰουδαϊσμό, τὸ βουδισμό, τὸ σιιτικὸ Ἰσλάμ, τὴν περιοχὴ τοῦ Καυκάσου, ὡς καὶ γιὰ τὸν ἐλευθεροτεκτονισμὸ) μὲ τὴν μορφὴ μικρῶν ὀδηγὼν πρὸς τοὺς ἐνδιαφερομένους, μελετητὲς καὶ ἀξιωματούχους.
Εἶναι βεβαίως δύσκολο νὰ μελετήσει καὶ νὰ κατέχει εἰς βάθος τὴν ἱστορία τόσων πολλῶν κοινωνιῶν. Σὲ ἀρκετὰ σημεῖα, τουλάχιστον σὲ ὅσα μπορεῖ νὰ κάνει παρατηρήσεις ὁ Ἕλληνας ἀναγνώστης, ἐμφανίζονται ἀνακρίβειες καὶ παραβλέψεις. Γιὰ παράδειγμα ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ πραξικοπήματος τοῦ Σαμψῶν κατὰ τοῦ Μακαρίου τὸ 1974 ὡς ἐπίθεση τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὴν Κύπρο, μὲ τὴν Τουρκικὴ εἰσβολὴ ποὺ ἀκολούθησε νὰ ὁδηγεῖ στὴν «ἵδρυση μίας Κυπριακῆς Δημοκρατίας» (σέλ. 72), ἂν δὲν ἀποτελεῖ ζήτημα κακῆς μεταφράσεως ἢ κακῆς διατυπώσεως ἀπὸ τὸ συγγραφέα, οὐσιαστικῶς «ξεπλένει» τὸν Ἀττίλα. Ὅταν ἡ ἀφήγηση φτάνει στοὺς Βλάχους (Ἀρουμάνους), ἐκεῖνοι παρουσιάζονται ὡς ἕνα ἔθνος τοῦ ὁποίου ἡ ταυτότητα ἔχει διαλυθεῖ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὰ ἄλλα Βαλκανικὰ κράτη, ἐνῶ ἔβρισκε καταφύγιο στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Γίνεται ἐκτενὴς ἀναφορὰ γιὰ τὴν ἐξαιρετικὰ μικρὴ μερίδα Βλάχων ποὺ τάχθηκε μὲ τὸν ρουμανικὸ ἐθνικισμό, ἀνέπτυξε μειονοτικὴ συνείδηση καὶ εἴτε μετανάστευσε στὴ Ρουμανία εἴτε συνεργάστηκε μὲ τοὺς Ἰταλοὺς φασίστες στὴν Κατοχή, ἀπουσιάζει ὅμως ἐντελῶς ἡ μεγάλη μάζα τους ποὺ τάχθηκε μὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἐνίωθε ἀπολύτως ἑνωμένη μὲ τὸ κύριο κορμὸ τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, χωρὶς νὰ νιώσει ποτὲ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀκολουθήσει πολιτικὴ συνειδησιακῆς διαφοροποιήσεως. Γίνεται ἀναφορὰ στὸν πρωτοπόρο του κινήματος τῶν ρουμανοφρόνων Βλάχων, Ἀπόστολο Μαργαρίτη ἀπὸ τὴν Βλάστη Κοζάνης, ἀλλὰ ὄχι π.χ. στὸν Ρήγα Φεραῖο (σέλ. 138-140). Τὸ δὲ χωρίο γιὰ «ἀλβανικὴ μειονότητα» στὴν Ἑλλάδα ἡ ὁποία «δὲ δημιουργοῦσε προβλήματα, ἐπειδὴ εἶχε λίγο-πολὺ ἀπορροφηθεῖ» μετὰ τὸ Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (σέλ. 146) πιθανῶς ὑπαινίσσεται κάποια σοβαρότατη παρανόηση σχετικὰ μὲ τὴν ταυτότητα καὶ τὴ θέση τῶν Ἀρβανιτῶν ἐντός του Ἑλληνισμοῦ.
Ἴσως ἡ μεγαλύτερη ἔνσταση γιὰ τὸ βιβλίο νὰ προκύπτει ἀπὸ τὰ ἐπιλεγόμενά του, μαζὶ μὲ μία γενικότερη ἐπισκόπηση τοῦ ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ὁλοκληρωμένης ἀναγνώσεως. Ὁ κ. Τυὰλ ἀναφέρεται διαρκῶς στὴ βυζαντινὴ κληρονομιά, παραθέτει σημαντικοὺς ὅρους ὅπως ἡ «Βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία» (Obolensky) καὶ «μεταβυζαντινὸ Βυζάντιο» (Jorga), ἀλλὰ δὲν μπαίνει ποτὲ στὴ διαδικασία νὰ τοὺς ἐξηγήσει στὸ κοινό του. Ποιὰ ἦταν τέλος πάντων αὐτὴ ἡ βυζαντινὴ κληρονομιά, τὶς δομές, θεσμοὺς καὶ ἀξίες ἄφησε πίσω της, πὼς διαμόρφωσε τὴν κοσμοθεωρία καὶ τὸν χαρακτήρα τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, σὲ τί διαφοροποίησε τὴν σκέψη καὶ τὴν πρακτική τους σὲ σχέση μὲ τὴ Δύση; Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα βιβλίο βυζαντινῆς ἱστορίας στὴ βιβλιογραφία! Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ εἶναι ἰδιαιτέρως πιεστικὰ καθὼς ὅπου ἐμφανίζεται ὁ βυζαντινὸς παράγων στὸ κείμενο, οὐκ ὀλίγες φορὲς γίνεται μαζὶ μὲ κάτι ἀρνητικό. Ἀναρωτιέται ἐὰν θὰ ἐξαφανιστοῦν ποτὲ τὰ σύνορά της ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς μὲ «μία Εὐρώπη ποὺ ἔχει εἰρηνεύσει καὶ βαδίζει στὸ δρόμο πρὸς τὴν ἕνωση» ἢ ἂν «ἡ κληρονομιὰ τοῦ Βυζαντίου… ἔχει σπείρει γιὰ πάντα ἀνεξάλειπτες (γιὰ νὰ μὴν πεῖ κανεὶς ἀνεξίλαστες) διαφορὲς ἀνάμεσα στὰ ποικίλα μέρη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κόσμου».
Συνεχίζει, θρηνώντας γιὰ τὴν ἀλληλοσφαγὴ ποὺ γνώρισαν τὰ Βαλκάνια τὴ δεκαετία τοῦ 1990:
«Μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ πὼς τὸ παραμικρὸ σκίρτημα, ἡ παραμικρὴ πνοὴ ἀνέμου ποὺ διατρέχει τὸν κόσμο τῆς βυζαντινῆς κληρονομιᾶς, εἶναι δυνατὸν νὰ μεταβληθεῖ σὲ παγκόσμιο γεωπολιτικὸ κυκλώνα… Ἡ βυζαντινὴ κληρονομιὰ βαραίνει στὴ σύγχρονη ἱστορία, ὄχι μὲ τὸ δικό της βάρος , ἀλλὰ ἐπειδὴ γέννησε πολιτικὸ-αὐτοπροσδιοριστικοὺς χώρους ἰδιαίτερα ἐκρηκτικούς, ἐξαιτίας τῆς ἐθνικῆς καὶ ἐδαφικῆς τους ἀστάθειας. Ἡ κληρονομιὰ τοῦ Βυζαντίου δὲν εἶναι πιὰ ἐκείνη ἡ αἴσθηση τῆς οἰκουμενικότητας ποὺ ἔκανε μεγάλο τὸ βυζαντινὸ πολιτισμό. Ἄφησε στὴ θέση τῆς ἕνα ἄθροισμα ἐθνικῶν ἀνταγωνισμῶν καὶ ἐγωπαθειῶν ποὺ παράγουν μίση… Ἡ ἀποστασιοποίηση τῶν κληρονόμων τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη ἦταν μία ἀπ’ τὶς ἀτυχίες τῆς Ἱστορίας. Ὁ ἐπακόλουθος σκοτεινὸς καὶ συχνὰ ἐπιθετικὸς ἐγκλεισμὸς τῶν κληρονόμων στὸν αὐτοπροσδιορισμό τους δὲν ἦταν παρὰ ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν δύο διαδικασιῶν» (σέλ. 245-246).
Οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ καλοῦνται νὰ ἐπανειλημμένα νὰ μειώσουν τὸ χάσμα μὲ τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη καὶ νὰ ἀναπτύξουν, ὅπως τὰ ἔθνη ἐκείνης, «μία μὴ ἐπιθετικὴ καὶ μὴ ἀγχώδη ἀντίληψη τῆς ταυτότητάς τους, καὶ σὲ μία εἰρηνικὴ ἐδαφικὴ συμβίωση».
Ἂν θυμηθοῦμε τὸ πότε γράφτηκε τὸ βιβλίο – 1998, στὸ ἀπόγειό του Εὐρωπαϊσμοῦ, μετὰ τὸν πόλεμο τῆς Βοσνίας καὶ πρὶν τὸν βομβαρδισμὸ τοῦ Κοσόβου – τότε αὐτὴ ἡ στάση ἐξηγεῖται. Ἔχουμε ἐνώπιόν μας ἄλλη μία φορὰ τὸ δίπολο προοδευμένης Δυτικῆς Εὐρώπης καὶ καθυστερημένης, ἀνώριμης Ἀνατολῆς, ἡ ὁποία πρέπει ἁπλὰ νὰ τὴ μιμηθεῖ. Διότι αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ κ. Τυάλ, ὅταν ζητᾶ τὴν ἐπαναπροσέγγιση τῶν Εὐρωπαίων, μία κίνηση μονομερῆ ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ πρὸς τὰ δυτικά. Βεβαίως, ποιὸς θὰ ἀμφισβητήσει τὴν ὑλικοτεχνική, διαχειριστικὴ καὶ οἰκονομικὴ ὑπεροχὴ τῶν δυτικῶν χωρῶν ἔναντι τῶν μετασοβιετικῶν; Οὐδείς, ὅμως ἐδῶ ἡ σύγκριση γίνεται μὲ ὅρους σχεδὸν ἠθικούς. Τὰ ἀνατολικὰ ἔθνη εἶναι ἀνώριμα, δὲν ἔχουν πάρει τὸ μάθημα ποὺ πῆραν τὰ δυτικὰ μετὰ τοὺς δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Ἁπλὰ πρέπει νὰ μάθουν, νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρους τους, ποὺ πεφωτισμένοι πλέον ἔμαθαν ἀπὸ τὰ λάθη τοὺς – τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει στὴ βυζαντινὴ κληρονομιὰ εἶναι ἡ οἰκουμενικότητα, οὐσιαστικὰ ἑρμηνευμένη ὡς προπομπὸς τῆς φιλελευθέρου παγκοσμιοποιήσεως.
Ἡ ἐξήγηση τῆς συγχρόνου εἰρήνης στὴ δυτικὴ Εὐρώπη ὡς διαδικασίας ὡριμάνσεως καὶ συναδελφώσεως εἶναι στὴν καλύτερη περίπτωση λειψή. Χωρὶς ἐπ’ οὐδενὶ νὰ μηδενίζουμε τὴ συνεισφορὰ τῆς ΕΟΚ/ΕΕ (ἡ πολιτικὴ συνεργασία καὶ ἡ οἰκονομικὴ ἀλληλεξάρτηση σίγουρα ἀποθαρρύνουν τὸν πόλεμο καὶ δημιουργοῦν μία κουλτούρα καλῆς γειτονίας), ἀγνοοῦνται οἱ παράγοντες τῆς ἰσχύος. Ὁ κ. Τυὰλ μιλᾶ γιὰ τὸ σιδηροῦν χέρι τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τῶν Σοβιετικῶν στὰ Βαλκάνια, ἀλλὰ ὄχι γιὰ τὴν ἀπόλυτη καὶ ἀδιαμφισβήτητη κυριαρχία τῶν ΗΠΑ μετὰ τὸ 1945, ποὺ δὲν ἄφηνε περιθώρια ἀνεξαρτήτου πολιτικῆς τῶν διαφόρων κρατῶν. Ὅπως θὰ παρατηροῦσε ἡ ρεαλιστικὴ θεωρία τῶν διεθνῶν σχέσεων, ἡ στρατιωτικὴ συμμαχία τοῦ ΝΑΤΟ, ἡ μόνιμη ἀπειλὴ τῆς σοβιετικῆς εἰσβολῆς καὶ ὁ κίνδυνος τοῦ πυρηνικοῦ ἀφανισμοῦ ἦταν αὐτὰ ποὺ πρὶν καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα θεμελίωσαν τὴν μακρὰ εὐρωπαϊκὴ εἰρήνη. Οἱ Γάλλοι καὶ οἱ Γερμανοὶ δὲν ἀλληλοσκοτώνονταν τὴν αὐγὴ τοῦ 21ου αἰῶνος, διότι πρὸ πολλοῦ εἶχαν γίνει (ὅσο καὶ ἐὰν τὸ παράδειγμα φανεῖ λίγο ὑπερβολικό), τὸ ἀντίστοιχο τῶν ἑλληνικῶν πόλεων κρατῶν ὑπὸ τὴ Μακεδονία ἢ τὴ Ρώμη: δὲν μποροῦσαν νὰ ἀλληλοσκοτωθοῦν, δὲ γινόταν πιά, δὲν εἶχαν ἐπαρκῆ ἀνεξαρτησία, ἕνας τρίτος δυνάστης ἡγεμόνευε πάνω τους. Ἔκτοτε οἱ δυτικοὶ Εὐρωπαῖοι, μὲ τὴν βαθύτερη πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ συνεργασία, τὶς πολιτιστικὲς ἀνταλλαγὲς καὶ τὴν ἐκπαίδευση γενεῶν πολιτῶν καὶ πολιτικῶν ποὺ διδάχθηκαν τὸ αὐτονόητό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεώς τους, μὲ ὑπερηφάνεια βλέπουν τὴ σταθερότητα ἀνάμεσά τους καὶ τὴ μικρὴ σημασία τῶν συνόρων τους.
Αὐτὴ ἡ αἰσιοδοξία τοῦ Φρανσουᾶ Τυὰλ ὅμως, γιὰ τὴν ἕνωση, τὴν ἐξαφάνιση τῶν συνόρων καὶ τὴν ἐπελαύνουσα παγκοσμιοποίηση, τί ἔχει νὰ μᾶς πεῖ σήμερα; Τὰ προτάγματα τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀκακίας καὶ τῆς καλῆς πίστεως πάντοτε θὰ εἶναι πολύτιμα. Ἐν ἔτει 2019 ὅμως ἔχουμε δεῖ τὶς παρενέργειες, μὲ ἕναν Δυτικὸ κόσμο βυθισμένο στὴν ἀστάθεια, μία σφοδρὴ κρίση ταυτότητος καὶ ἀπόλυτο ἀβεβαιότητα γιὰ τὸ μέλλον – ἐνῶ σημαντικὰ τμήματα τῶν λαϊκῶν μαζῶν ἐξεγείρονται γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως καὶ οἰκονομικῆς κυριαρχίας. Ἴσως αὐτὴ ἡ βιασύνη καὶ ὑπεραισιοδοξία γιὰ τὸ ἑνωμένο μέλλον δὲν ἄφησαν περιθώριο νὰ ἐξετασθοῦν οἱ παρενέργειες. Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ βλέπουμε μπροστά μας.
Αν είσαι άγευστος
ΑπάντησηΔιαγραφήορθοδοξίας
και βλέπεις απλά
"πολιτισμούς"
και
"θρησκευτικά"
φαινόμενα
είσαι καταδικασμένος
μιλώντας
για κάτι
που ουσιαστικά
αγνοείς
να γράψεις
περισπούδαστες
γενικολογιες
που
όπου θέλεις
τις πας
κι ότι σ' αρέσει
πιστεύεις.
Επιστήμη,
η
...νεωτερική
θολοκουλτούρα;