15 Μαΐ 2019

Ἐξευρωπαϊσμὸς σημαίνει ἐκφράγκευση, μετάσταση τοῦ συνόλου ἐθνικοῦ βίου στὸν τρόπο ζωῆς τῆς φραγκικῆς Εὐρώπης

Μὲ ἀφορμὴ τίς εὐρωεκλογές, δημοσιεύουμε γιὰ προβληματισμό, ἄρθρο τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, γι τὴν συνάντηση Ῥωμηοσύνης καὶ Εὐρώπης, ἐξευρωπαϊσμοῦ καὶ ἐκφράγκευσης.
Τὸ πολιτικὸ πρόβλημα τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ
Ἡ θεμελίωση
Κρισιμότατη καμπὴ γιὰ τὴ ῥωμαίικη - ἑλληνορθόδοξη πραγματικότητα ὑπῆρξε ἡ συνάντηση μὲ τὰ δυτικὰ φῶτα. Ὁ Διαφωτισμός, ὡς πνευματικὴ καὶ κοινωνικὴ πλημμυρίδα, ποὺ εἶχε κατακλύσει τὴν Εὐρώπη, ἦλθε νὰ ἀναταράξει καθολικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ποὺ ἐκινεῖτο μέσα στὸ ὀρθόδοξο - ἐκκλησιαστικὸ πλαίσιο μὲ τὶς καθιερωμένες πρακτικές του. Ὁ διαφωτιστικὸς - γνωσιολογικὸς καὶ κοινωνικοπολιτικὸς - ριζοσπαστισμὸς εἰσέδυσε στὴν ἑλληνικὴ διανόηση, ἀναπροσαρμόζοντας τὰ συστατικά τῆς ἑλληνικῆς ἰδεολογίας καὶ ἀναπροσανατολίζοντας τοὺς στόχους της. Τὸ αἴτημα, ἄλλωστε, τῆς «μετακένωσης» ἐπέβαλε τὴ μεταφορὰ τῶν εὐρωπαϊκῶν θεσμῶν καὶ δομῶν -αὐτούσιων μάλιστα- στὴν «καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολήν». Οἱ κοραϊκὲς ὅμως προϋποθέσεις τῆς «μετακένωσης» βαρύνονται ἀπὸ τὸ τερατῶδες λάθος, ὅτι ἡ εἰσαγόμενη στὴν ὀρθόδοξη...
Ἀνατολὴ «Εὐρώπη» οὔτε «κλασικὴ» Ἑλλάδα ἦταν, οὔτε «ῥωμαίικη», ἀφοῦ ἡ μὲν ἑλληνικότητά της εἶχε περάσει μέσα ἀπὸ τοὺς ἀλλοτριωτικοὺς μηχανισμοὺς τοῦ φράγκικου σχολαστικισμοῦ, ἡ δὲ Ὀρθοδοξία μέσα στὸν παπικὸ συγκεντρωτισμὸ καὶ τὴν προτεσταντικὴ πολυδιάσπαση εἶχε χαθεῖ γι’ αὐτὴν ἀμετάκλητα.

Τὸ κοινωνικοπολιτικὸ ἐντούτοις μοντέλο, ποὺ εἶχε διαμορφωθεῖ στὴ φραγκικὴ Εὐρώπη, μεταφυτεύθηκε σταδιακὰ καὶ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, τουλάχιστον ἀπὸ τοὺς διαφωτιστὲς ἐκείνους, ποὺ δὲν εἶχαν ἐσωτερικὴ σχέση μὲ τὴν προγονική τους παράδοση. Καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ εὐρωπαϊκὰ δομημένο καὶ πρὸς τὴν «καθολική μας μητρόπολη» -κατὰ τὸν Κ. Μοσκὼφ- μόνιμα προσανατολισμένο ἐθνικὸ κράτος.

Ἡ μεθοδευμένη μάλιστα καὶ συστηματικὰ καλλιεργούμενη στροφὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὡς πολιτιστικὴ πηγὴ τῆς Εὐρώπης, λειτούργησε ὡς συνειδησιακὸς καταλύτης μὲ ἄμεσα ἀποτελέσματα στὴν ἀποστροφὴ πρὸς τὸ ἐθναρχικὸ κέντρο τῆς Ῥωμηοσύνης, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, καὶ τὸν προσανατολισμὸ στὸ στενὸ - κλειστὸ «κράτος», στὰ ὅρια τῆς ἀρχαίας ἐπαρχίας τῆς Ἑλλάδας καὶ μὲ κέντρο ὄχι πιὰ τὴν Πόλη, ἀλλὰ μονιστικὰ τὴν Ἀθήνα, γιὰ τὴν ὁριστικὴ λήθη τῆς Ὀρθόδοξης Αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης, τῆς ἑλληνορθόδοξης Ρωμανίας.

Μὲ τοὺς δυτικότροπους (γιατί ὑπῆρχαν καὶ παραδοσιακοὶ) Διαφωτιστὲς καὶ τὰ ὁράματά τους ἔπεσε τὸ Γένος στὴν καλοστημένη παγίδα τῆς Φράγκικης Εὐρώπης καὶ τοῦ ἀνθελληνισμοῦ τῶν ἀπογόνων τοῦ Καρλομάγνου, ὥστε νὰ δομηθεῖ τὸ ἑλληνικὸ Κράτος ὄχι πάνω στὰ παραδοσιακὰ θεμέλιά του, ἀλλὰ ἀντιγράφοντας τὰ προϊόντα τῶν εὐρωπαϊκῶν μακραίωνων ἐξελίξεων, ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένα στὴν ῥωμαίικη - ἑλληνορθόδοξη ἱστορικὴ σάρκα καὶ διαμετρικὰ ἀντίθετα πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ὥστε καμιὰ συμφωνία καὶ σύμπτωση ἀνάμεσά τους νὰ εἶναι δυνατή.

Τὸ αἴτημα τῶν Διαφωτιστῶν γιὰ ἑλληνικὸ κράτος εὐρωπαϊκοῦ τύπου, ποὺ θὰ πραγματώσει τοὺς ὁραματισμούς τους, θὰ γίνει μὲ τοὺς Βαυαροὺς πραγματικότητα, ἔστω κι ἂν χρειάσθηκαν περισσότερα ἀπὸ 150 χρόνια, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὸ κράτος αὐτὸ τὶς διαφωτιστικὲς προσδοκίες. Δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ κατανοήσουμε τὶς σημερινὲς σχέσεις, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ ἀναζητήσουμε κάποιες ἀναγκαῖες βασικὲς ἰσοῤῥοπίες, πέρα ἀπὸ καιροσκοπικοὺς συμβιβασμούς, ἂν δὲν λάβουμε ὑπόψη, πῶς ὀργανώθηκε τὸ ἑλληνικὸ κράτος μέσα στὴ Βαυαροκρατία.

Καρπὸς τῆς εὐρωπαϊκῆς - κοραϊκῆς ἰδέας τὸ κράτος αὐτό, θὰ θέσει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς μέτρο τῆς ἀνάπτυξής του τὸν καθολικὸ ἐξευρωπαϊσμό του, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθεῖ χωρὶς περιθωριοποίηση καὶ ἐγκατάλειψη τοῦ ῥωμαίικου - ὀρθόδοξου πλαισίου ζωῆς καὶ ὅλων τῶν παραμέτρων του. Ἡ πολιτειακὴ φιλοσοφία τῶν Βαυαρῶν, σὲ σχέση μὲ τὸν Διαφωτισμό, ἐκφράσθηκε μὲ μία ἀριστοτεχνικὰ σχεδιασμένη καὶ ἔκτοτε κατὰ κανόνα συνεχιζόμενη παραλλαγή. Φαινομενικὰ εὐνόησε (ὑπερτροφικὰ γιὰ πολλοὺς) τὴ Θρησκεία, δίνοντας τὴν ἐντύπωση μάλιστα ἐπιστροφῆς στὴ συντήρηση. Καὶ πράγματι στράφηκε στὴ συντήρηση, ἀλλὰ ὄχι στὴν παράδοση! Μὲ τὴν ἀποκοπή της ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ - Ῥωμαίικο πλαίσιο, ἡ Ἐκκλησία (1833), ἀπὸ ἐθναρχικὸ σῶμα γίνεται ἕνας κρατικὸς θεσμός, ὑποβοηθητικὸς τῶν σκοπῶν τοῦ Κράτους. Οἱ Βαυαροί, βέβαια, συνεδύασαν τὶς εὐρωπαϊκὲς πολιτειακὲς κατευθύνσεις μὲ τὴν προτεσταντικὴ πολιτειακὴ ἀντίληψη, ποὺ περιέκλειε καὶ τὴν ἔννοια τῆς κρατικῆς θρησκείας (σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχή: cujus regio, eius religio). Καὶ αὐτὸ οὐσιαστικὰ ὑπηρετοῦσε τὸ πραξικοπηματικὸ αὐτοκέφαλο τοῦ 1833 (Staatskirchentum).

Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ὀργανισμὸς γίνεται τώρα μία κρατικὴ θρησκευτικὴ ὑπηρεσία, ποὺ θὰ δίνει μὲν ἕνα θρησκευτικὸ χρῶμα στὴν σύνθεση τῆς κοινωνίας -ἐρεθιστικὸ γιὰ τοὺς Διαφωτιστὲς- ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχει ἀποφασιστικὸ ῥόλο στὴν πραγμάτωση τοῦ Ἕλληνα ἀνθρώπου καὶ στὴν πορεία τοῦ Ἔθνους. Ἀντίθετα, μπορεῖ νὰ γίνει ἄνετα λόγος γιὰ ἀποεκκλησιοποίηση τοῦ κοινωνικοῦ χώρου, παρὰ τὴν φαινομενικὴ θρησκευτικότητα, μὲ τὴν αὐταπάτη τῶν δημόσιων θρησκευτικῶν τελετῶν, ποὺ ἁπλούστατα ἐνισχύουν ἔκτοτε τὴν κρατικὴ ἰδεολογία. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικότητα, ὡς καθολικὴ θεονομία, ἔπεσε τὸ ΄Ἔθνος στὴν κρατικὴ θρησκευτικότητα, ὡς νεοειδωλολατρία.

Ἡ ἑλληνικὴ Πολιτεία, διαφωτισμένη καὶ προτεσταντίζουσα, θὰ βλέπει τὴν παραδοσιακὴ πίστη τοῦ Λαοῦ καὶ τὴν θεσμικὴ ἐκπροσώπησή του, τὸν Κλῆρο - Ἱεραρχία, ὡς μέρος τῆς κρατικῆς μηχανῆς καὶ θὰ τὸ «χρησιμοποιεῖ», ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα. Τὸ πλαίσιο, συνεπῶς, διαμόρφωσης τοῦ Ἕλληνα δὲν θὰ εἶναι πιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα μὲ τὴν παράδοσή του, ἀλλὰ ἡ Πολιτεία, στὴν συντηρητικότητα ἢ προοδευτικότητά της, ποὺ κι αὐτὲς θὰ προσδιορίζονται ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τῆς Εὐρώπης, ὡς εὐρωπαϊκὸς συντηρητισμὸς ἢ εὐρωπαϊκὴ προοδευτικότητα. Στὰ δεκαεπτὰ χρόνια τοῦ σχίσματος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας (1833-1850) κυοφορήθηκε κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ ὅλη ἡ μεταγενέστερη Ἑλλάδα. Στὰ κατοπινὰ χρόνια θὰ πραγματοποιηθοῦν (μὲ κάποιες παλινδρομήσεις λόγω τῆς παθητικῆς ἀντίστασης τοῦ ἀνυποψίαστου Λαοῦ), ὅλες οἱ εἰλημμένες ἤδη γιὰ τὸν ἐξευρωπαϊσμὸ μας ἀποφάσεις.

Ἡ πραγμάτωση
Ἐξευρωπαϊσμὸς σημαίνει ἀναγκαστικὰ ἐκφράγκευση, μετάσταση δηλαδὴ συνόλου τοῦ ἐθνικοῦ βίου στὸν τρόπο ζωῆς τῆς φραγκικῆς καὶ μεταφραγκικῆς Εὐρώπης. Σ’ αὐτὴν δὲ τὴν διαδικασία, ὅσον ἀφορᾶ στὸν πολιτικό μας χῶρο, ἐξευρωπαϊσμὸς σήμανε πρῶτα, μεταφύτευση τῶν ἀρχῶν καὶ μηχανισμῶν τῆς δυτικῆς κοινωνίας στὴν Ἀνατολή, ποὺ ἦταν ἑπόμενο νὰ συνοδευθεῖ ἀπὸ τὴν μεταφορὰ καὶ τοῦ ῥιζοσπαστκότερου σκέλους τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, τοῦ μαρξισμοῦ, στὸν ὁποῖο κορυφώθηκε ἡ μακραίωνη διαλεκτικὴ πολιτικὴ διαδικασία τῆς Δ. Εὐρώπης.

Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὰ τὰ εἰσαγόμενα στὴν ἐθνικὴ ἰδεολογία καὶ ζωὴ στοιχεῖα εἶναι ὁλότελα ξένα πρὸς τὴν ἐγχώρια παράδοση, ἦταν ἑπόμενο μόνο μὲ τὴν περιθωριοποίηση τῆς παραδόσεως νὰ μποροῦν νὰ ἐπικρατήσουν. Γι’ αὐτὸ ἡ μὲν «προοδευτικὴ» παράταξη θὰ ἀντιμάχεται μόνιμα ὅ,τι εἶναι –ἢ φαίνεται– ὡς παράδοση, ἡ δὲ πολιτικὴ συντήρηση θὰ ἀνέχεται στοιχεῖα τῆς παραδόσεως, ἀλλὰ στὸ χῶρο τῶν μουσειακῶν ἐπιβιώσεων ἢ ἐκθεμάτων λαογραφικοῦ χαρακτήρα, καὶ ὄχι ὡς ζωτικὰ καὶ ζωοποιητικὰ συστατικά τῆς ἑλληνικῆς ὕπαρξης.

Τὸν λόγο τοῦ Κ. Μοσκὼφ «ἡ ὀρθοδοξία παραμένει στὰ πλατύτερα στρώματα λαϊκὴ» (Εἰσαγωγικὰ στὴν Ἱστορία τοῦ κινήματος τῆς ἐργατικῆς τάξης…, Ἀθήνα 1985, σ. 93) ἕνας ἐκκλησιαστικὸς τὰ καταλαβαίνει μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ πλατειὰ λαϊκὴ βάση διασώζει ἀνεπίγνωστα τὶς παραδοσιακὲς ἡσυχαστικὲς πρακτικὲς – καὶ ὄχι μόνο στὰ πνευματικὰ ζητήματα – ἀλλὰ σὲ ὅλο τὸ φάσμα τῆς ζωῆς. Καὶ εἶναι αὐτὸ τὸ πλαίσιο ζωῆς, ποὺ ἄλλαξε καὶ ἀλλάζει συνεχῶς ἡ εὐρωπαϊκὴ ἀλλοτρίωση τοῦ λαοῦ μας, ἡ ὁποία τὰ τελευταία χρόνια εἰσδύει στὸ ἐθνικὸ σῶμα νομικὰ κατοχυρωμένη καὶ κατευθυνόμενη. Θὰ σταθοῦμε δειγματοληπτικὰ σὲ κάποιες εὔγλωττες περιπτώσεις δυτικοποίησης:

Ἕνα Λαό, ποὺ ὁρίζει στὸν καθημερινό του λόγο τὴν ἀπαξία κάποιου μὲ τὴν ἡσυχαστικῆς προέλευσης φράση: «δὲν ἔχει Θεὸ μέσα του» (ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι ὀρθόδοξα ἡ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου)· ἕνα Λαὸ ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα διασώζει τὴν πίστη του στὸ θαῦμα, στὴν παρουσία δηλαδὴ καὶ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ δέχεται τὴν προτεραιότητα τῆς Χάρης, ζητοῦμε νὰ τὸν ἐγκλωβίσουμε στὰ στεγανὰ κάποιου συστήματος καὶ στὴν ὀρθολογικότητά του. Σ’ ἕνα Λαό, ποὺ εὔχεται ἀκόμη στὰ γλέντια του γιὰ «καλὴ καρδιά», δηλαδὴ «καθαρὴ –ἀπὸ πάθη– καρδιά», ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὴ λατρεία τοῦ «ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν…» καὶ «ξαγορεύεται», γιὰ νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τοὺς ἀδελφούς τους καὶ νὰ κάμει Ἀνάσταση («συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει καὶ οὕτῳ βοήσωμεν, Χριστὸς ἀνέστη…»), μεταφέρεται ὁ δυτικὸς ἰδεολογικὸς διχασμὸς μὲ τὶς κομματικές του συγκρούσεις, ξένες ὁλότελα, ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό τους στὴν ἑλληνικὴ νοοτροπία, ποὺ δὲν ἀγνοεῖ βέβαια συγκρούσεις, ἀλλὰ μέσα στὰ δικά της ἑνιαία πλαίσια.

Εἰσάγεται δηλαδὴ ὁ Λαός μας στὴν πόλωση τῶν παρατάξεων, ποὺ ἀλληλοαναιροῦνται, ἔστω καὶ ἂν ἡ μία εἶναι παραλλαγὴ τῆς ἄλλης. Ἕνα Λαό, ποὺ ἡ ἱστορική του παρουσία δέθηκε μὲ τὴν αὐτοθυσία καὶ τὴν ὑπέρβαση τῆς ἀτομικότητας (π.χ Κούγκι, Ζάλογγο, Ἀρκάδι, 1940, Ἀντίσταση, Κύπρος), τὸν ἐγκλωβίζουμε στὰ «ἀτομικὰ δικαιώματα καὶ τὶς νομικὲς διεκδικήσεις, τὴν προτεραιότητα δηλαδὴ τοῦ νεκροῦ γράμματος τοῦ Νόμου. Ἴσως γι’ αὐτὸ ὁ Ῥωμηὸς - Νεοέλληνας αἰσθάνεται ἡδονὴ παραβαίνοντας τὸ νόμο. Γιατί οἱ περισσότεροι νόμοι ἔγιναν, γιὰ νὰ φυλακίζουν τὴν ἐλευθερίαν του μέσα στὸ «σύστημα». Κι αὐτὸ ποὺ λέμε δὲν ἔχει καμιὰ ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν γνωστὴ ἀναρχία, γιατί κι αὐτή, μὲ τὴ μορφὴ ποὺ κυκλοφορεῖται στὸν τόπο μας, πάλι ξενόφερτη εἶναι. Ὁ λόγος εἶναι γιὰ τὴν ἀναρχία τὴν κλεφτουριᾶς καὶ τῶν Ὀρεινῶν τῆς Τουρκοκρατίας, τῆς ἡρωικῆς δηλαδὴ παρακοινωνίας, ποὺ ἡ ὕπαρξή της ἁπλωνόταν στὰ ὅρια Κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου, στὸ θεονόμο ἦθος τοῦ «πειθαρχεῖν Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5, 29)

Τὸ δράμα ὅμως τῆς νεώτερής μας ἱστορίας εἶναι, ὅτι ὅλες οἱ ἀλλαγὲς στὴν ἐθνικὴ παράδοση γίνονται ἐρήμην του Λαοῦ, ἐπιβαλλόμενες ἀπὸ τὴν Διανόηση καὶ τὴν Πολιτικὴ Ἡγεσία. Ἀρκεῖ νὰ ὑπενθυμίσω τὸ συνταγματικὰ μὲν καθιερωμένο, ἀλλ’ οὐδέποτε ἐφαρμοζόμενο δημοψήφισμα γιὰ θέματα ὑψίστης ἐθνικῆς σημασίας. Ἔτσι λειτούργησε ἡ διαδικασία τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ ἀπ’ τὸ ξεκίνημά της. Ἔπρεπε νὰ ἀποξενωθεῖ ὁ Λαὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική του παράδοση, γιατί τὸ ἤθελαν οἱ Εὐρωπαῖοι καὶ ὁ Φαρμακίδης, ὑποκαθιστώντας την μὲ ἕνα κατασκεύασμα - σύγκραση Διαφωτισμοῦ, Ἰωσηφινισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ καὶ εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς. Τὸ ἐρώτημα εἶναι, βέβαια, πόση σχέση εἶχε ὁ Φαρμακίδης καὶ ὅλοι οἱ συνεχιστές του μὲ τὴν παράδοση, ποὺ ζητοῦσε νὰ ὑποκαταστήσει.

Ὁ λόγος τοῦ Κ. Οἰκονόμου εἶναι ἐδῶ καταλυτικός: «Ἱερομόναχος τῆς ἐν λόγοις μὲν παιδείας ἐγκρατής (…) ἀλλ’ εἰς οὐδὲν ἀνήκων μοναστήριον ἢ Ἐκκλησίαν οὐδεμιᾶς τοῦ Κράτους ἐπισκοπῆς». Ἄλλο ἀνάλογο τραγικὸ σύμπτωμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μιμητισμοῦ –παπὰς καὶ αὐτὸς– ἦταν ὁ ἀκραῖος διαφωτιστὴς Θεόφιλος Καΐρης, ποὺ ἀντὶ γιὰ μία (ἀναγκαία) ἀνανέωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, κατασκεύασε τὸ «δικό» του εὐρωπαΐζον σύστημα μίας ἱεροκρατικῆς κοινωνίας, θεμελιωμένης στὸν (ἀστικὸ) τεκτονισμὸ καὶ τὸν εὐσεβισμό, καὶ ὡς ἕνα βαθμὸ στὸ ἰδεολογικὸ πλέγμα τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης. Καὶ οἱ δύο εἶναι χαρακτηριστικὰ παραδείγματα γιὰ τὸ πῶς λειτουργεῖ ὁ ἐκδυτικισμὸς στὸν τόπο μας.

Στὴ διαδικασία ὅμως τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ ἔλαβε μέρος καὶ ἡ «ἐπίσημη» ἐκκλησιαστικὴ παράταξη, μὲ πρώτη τὴν ἀκαδημαϊκή μας Θεολογία. Ἐπηρεασμένη ἡ τελευταία ἀπὸ τὴν διαφωτισμένη εὐρωπαϊκὴ θεολογία, δὲν μπόρεσε στὸ σύνολό της νὰ ἀγαπήσει τὴ λαϊκὴ εὐσέβεια καὶ ἰδεολογία τῶν Κολλυβάδων, τοῦ Μακρυγιάννη καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἀλλ’ ἐνῶ κατὰ κανόνα ἡ ἀκαδημαϊκὴ Θεολογία, μέσα στὸν «ἐπιστημονισμό» της, προτεσταντίζει, ἡ ἐκκλησιαστικὴ Ἡγεσία, ἐγγυστωμένη στὴν συντηρητικότητά της, κατὰ κανόνα παπίζει, λειτουργεῖ δηλαδὴ δεσποτικά. Ὁ παπικὸς - δεσποτικὸς συντηρητισμός, ποὺ συμβαδίζει στὴν Ἀνατολὴ μὲ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Βααρλαμικοῦ Ἀντιησυχασμοῦ, στηρίζεται ὄχι στὸ Πνεῦμα καὶ τὴ Χάρη, ἀλλὰ στὴν ὑλικὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία. Τὸ «σκοτάδι» (Ματθ. 6, 23) γίνεται πυκνότερο, ὅταν στὰ ἐπείσακτα δυτικὰ πλαίσια ζωῆς δὲν ἀντιπαρατάσσεται ἡ παράδοση, ἀλλὰ μία συντήρηση, ποὺ θέλει νὰ διαλεχθεῖ μὲ τὴν ἀντιπαράδοση, προβάλλοντας μία δυτικοποιημένη ψευδοορθοδοξία, κυμαινόμενη ἀνάμεσα στὸν παπικὸ δεσποτισμὸ καὶ τὸν προτεσταντικὸ εὐσεβισμό.

Μία ἀπὸ τὶς ὀδυνηρότερες ὄψεις αὐτῆς τῆς σύγχυσης εἶναι ἀκριβῶς ἡ τοποθέτηση τοῦ προβλήματος τῶν σχέσεων «Ἐκκλησίας - Πολιτείας», μονίμου πονοκεφάλου τῆς πολιτικῆς μας ἐξουσίας.

Οἱ δυτικοὶ ἢ δυτικίζοντες ρυθμιστὲς τῆς ἐθνικῆς μας πορείας δὲν μποροῦσαν – ἢ καὶ δὲν μποροῦν – νὰ συλλάβουν τὴν ὀρθόδοξη παράδοση τῶν σχέσεων τῶν δύο αὐτῶν μεγεθῶν ὡς «συναλληλίας» καὶ «συμφωνίας». Ἀντίθετα, μετέφεραν καὶ ἐδῶ ἀκέραιο τὸν δυτικὸ προβληματισμὸ τῶν σχέσεων αὐτῶν καὶ ἐπιδιώκουν μία δυτικὴ λύση, ἀγνοώντας τὴν φυσικὴ καὶ αὐτονόητη γιὰ τὴν παράδοσή μας συνύπαρξη καὶ συμπόρευση τῶν δύο ῥωμαίικων διακονιῶν τοῦ ἴδιου λαοῦ, τῆς «βασιλείας» (πολιτικῆς διακονίας) καὶ τῆς «ἱερωσύνης» (πνευματικῆς διακονίας). Μέσα σ’ αὐτὴ τὴ σύγχυση, πάλι, γίνεται κατανοητὸ τὸ -φράγκικο καὶ αὐτὸ- αἴτημα τοῦ «χωρισμοῦ» Ἐκκλησίας - Πολιτείας, ὄχι ὡς ἐλευθερία βέβαια τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας, ἀλλὰ ὡς περιθωριοποίηση καὶ φίμωσή της, γιὰ νὰ μὴν ἔχει λόγο στὴν πορεία τοῦ ἔθνους καὶ ἀποσύνδεση τῆς παραδοσιακῆς ὀρθοδοξίας ἀπὸ ὅλες τὶς δομές του. Τὸ ἐπιχείρημα τῶν βερμπαλιστικῶν προκλήσεων ἡγετικῶν μορφῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου δὲν εἶναι παρὰ πρόφαση. Μὲ μία πρόχειρη ἀνατομία τῆς ἐπιδίωξης αὐτῆς τῆς πολιτικῆς μας ἡγεσίας, μπορεῖ εὔκολα νὰ διαπιστωθεῖ, ἡ πιστὴ ἀντιγραφὴ τῶν εὐρωπαϊκῶν («δυτικῶν») προτύπων καὶ καταστάσεων γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἀναίρεσης τῆς μακραίωνης παράδοσης αὐτοῦ τοῦ τόπου, ποὺ ἔπνιγε ὡς τώρα τὴν ταυτότητά του.

Μολονότι ἀπευθυνόμαστε σὲ καλοὺς γνῶστες τῆς Ἑλληνικῆς πραγματικότητας θὰ ἐπιτραπεῖ νὰ ὑπενθυμίσουμε, ὅτι ὁ ἀπὸ τινῶν ἐτῶν σκανδαλώδης τονισμὸς τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν μειονοτήτων τῆς Χώρας μας καὶ ἡ συνεχιζόμενη ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα ἀμφισβήτηση τῆς ἔννοιας τῆς «ἐπικρατούσης θρησκείας» στοχεύουν στὴ δημιουργία συνείδησης θρησκευτικῆς πολυμορφίας καὶ πολυφωνίας στὸν σύγχρονο Ἑλληνισμό, ὥστε νὰ καταστεῖ καὶ ἐδῶ δυνατὴ ἡ ἐφαρμογὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἢ ἀμερικανικῆς λύσεως τοῦ «ἂ-θρησκου» κράτους ἢ καὶ τοῦ «ἀθέου» κράτους, ἂν τὸ ἐπιτρέψουν κάποτε οἱ Μεγάλοι μας Προστάτες. Οἱ Ἕλληνες πολιτικοὶ θὰ πρέπει νὰ ἔχουν γίνει πρῶτα «πολὺ δυτικοί», γιὰ νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν τὴν Ἐκκλησία τόσο εὐρωπαϊκά… Γι’ αὐτὸ θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ δώσω μία προέκταση στὴν ἐπικρατοῦσα ἔννοια τῆς «ξενοκρατίας», ὡς ἐπέμβασης τῶν Ξένων στὴ χάραξη τῆς ἐθνικῆς πολιτικῆς καὶ τὴ μεταβολὴ τοῦ κράτους σὲ μεταπρατικὸ χῶρο, τονίζοντας καὶ τὴν ὄψη τῆς κυριάρχησης τοῦ «ξένου» στὴ συνείδηση καὶ τὸ φρόνημα ὅλων τῶν ἀποξενωμένων ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση, ποὺ ἔχουν τὴ δύναμη νὰ χαράσσουν τὴν πολιτικὴ τῆς Χώρας.

Καταλήγουμε, ἔτσι, στὴ διαπίστωση, ὅτι καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ καὶ οἱ (ἀληθινοὶ ἢ ὑποθετικοὶ) ἀντιεκκλησιαστικοὶ συναντώμαστε συνήθως σὲ μία εὐρωπαΐζουσα καρικατούρα μας, ποὺ τὴ θεωροῦμε ὡς (παραδοσιακὴ) Ὀρθοδοξία καὶ ἢ τὴν προβάλλουμε ὡς σωτηρία, ἢ τὴν ἀποῤῥίπτουμε ὡς καταστροφή. Στὸ σημεῖο αὐτὸ λ.χ. μπορεῖ νὰ ἀναφέρει κανεὶς τὸν θεσμὸ τῆς κληρονομικῆς βασιλείας, ποὺ μᾶς ἐπέβαλε πάλι ἡ Εὐρώπη, γιατί ἡ ῥωμαίικη (ὀρθόδοξη) βασιλεία δὲν ἦταν κληρονομική, δηλαδὴ ῥατσιστική. Καὶ ἐνῶ ἡ «πρόοδος» φρίττει καὶ στὸ ἁπλὸ ἄκουσμα τοῦ ὄρου «βασιλέα», ἔστω καὶ ἂν ἡ ἑλληνικὴ παράδοση γνωρίζει ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα βασιλεία, ἀλλὰ αἱρετό, ὁρισμένοι «ἐκκλησιαστικοὶ» πιστεύουν, ὅτι ἡ ἔκπτωση τῆς φράγκικου τύπου βασιλείας στὴ Χώρα μας σημαίνει καὶ ἀπεμπόληση τῆς παραδόσεώς μας!

Μὲ τὶς ἀναφορές, φυσικά, αὐτὲς δὲν ζητῶ νὰ καταλογίσω εὐθύνες, ἀλλὰ νὰ ὑπογραμμίσω τὴν τρομερὴ σύγχυση στὴν ὁποία ζοῦμε, ἀλλὰ καὶ τὴ φρικιαστικὴ ἄγνοια τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Οἱ διαστάσεις αὐτῆς τῆς σύγχυσης ἢ ἄγνοιας γίνονται τραγικές, ὅταν σὲ Συνέδρια ἐπιστημονικὰ γίνεται λόγος, καὶ ἀπὸ ἱστορικοὺς ἀκόμη, γιὰ τὸν «Χριστιανισμὸ» γενικὰ καὶ ἀόριστα, μέσα στὸν ὁποῖο στριμώχνονται μὲ κάθε ἄνεση Ὀρθοδοξία καὶ μὴ Ὀρθοδοξία, Ῥωμηοσύνη κὰ Φραγκοσύνη. Καὶ αὐτὰ ἀπὸ λεγόμενους «συντηρητικούς».

Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως πλευρὰ τὸ φαινόμενο πολλῶν ὀπαδῶν τῆς παραδοσιακῆς Ἀριστερᾶς, ποὺ διατηροῦν στενὲς σχέσεις μὲ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς πρακτικές της, δὲν εἶναι μία ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἀπόσταση, πού χωρίζει ἀκόμη τὸ Λαὸ στὸ εὐρὺ φάσμα ἀπὸ τὴν πολιτικὴ του ἡγεσία;

Ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια, ποὺ μέσα στὴ λαϊκότητά της εἶναι πιὸ αὐθεντικὴ ἀπὸ τὴν πεφωτισμένη θρησκευτικότητα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ συντηρητισμοῦ, ἐπιμένει ἀκόμη νὰ ἀγνοεῖ τὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὰ εἰσαγόμενα στὸ Ἔθνος παράγωγά του. Αὐτὴ ἡ ἀντοχὴ τοῦ Λαοῦ μας, σὲ μία τόσο παρατεινόμενη διάρκεια, μόνο στὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάρης μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ. Καὶ ὁ μόνος, ποὺ τελικὰ εἶναι ἀνεύθυνος γιὰ ὅ,τι σὲ βάρος του συντελεῖται, εἶναι ὁ Λαός, ὁ «πάσχων Χριστὸς» τῆς ἱστορικῆς συνέχειάς μας.

(Πατὴρ Γεώργιος Δ. Μεταλληνὸς, τ. Κοσμήτορας Θεολογικῆς Σχολῆς Παν/μίου Ἀθηνῶν, 
Περιοδικὸ «ΡΕΣΑΛΤΟ» τ. 11 καὶ τ. 12)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.