3 Ιαν 2019

Θλιβερὰ παρεπόμενα στὴν ἐτήσια «θρονικὴ ἑορτὴ» τοῦ Φαναρίου

Ἀρχιμανδρίτου Παύλου Δημητρακοπούλου, Θεολόγου - συγγραφέως
Καὶ τὴ φετινὴ χρονιὰ τηρήθηκε ὁ ἀπὸ ἐτῶν καθιερωμένος θεσμός, τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς λεγομένης «θρονικῆς ἑορτῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου», στὴν ὁποία τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο σὲ πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα τίμησε τὴ μνήμη τοῦ ἰδρυτοῦ του, Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου. Κατ’ ἀρχὴν τὸ νὰ τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ ἰδρυτοῦ μίας Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἀξιοκατάκριτο, ἀλλὰ καὶ ἐπιβεβλημένο. Ἐδῶ ὅμως, στὴν προκειμένη περίπτωση, ἔχουμε τὴν καθιέρωση ἑνὸς θεσμοῦ στὸν ὁποῖο οὐσιαστικὰ ἔχουμε τὸν ἑορτασμὸ δύο ἑορτῶν. Διότι παράλληλα μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, ἔχει εἰσαχθεῖ στὸ Φανάρι ἐδῶ καὶ δεκαετίες μία δεύτερη ἑορτή, ἡ λεγόμενη «θρονικὴ ἑορτὴ τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου», ποὺ εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν ταυτίζονται...
οἱ δύο αὐτὲς ἑορτές, διότι ὁ ἅγιος Ἀνδρέας δὲν ἵδρυσε κάποια «θρονικὴ ἑορτή». Τοπικὴ Ἐκκλησία ἵδρυσε. Πρόκειται γιὰ ἕνα θεσμὸ οὐσιαστικὰ ξένο πρὸς τὴν ἐκκλησιαστική μας Παράδοση, παντελῶς ἄγνωστο, ὄχι μόνο στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ στὴν πρόσφατη ἐκκλησιαστική μας ἱστορία. 

Ὁ θεσμὸς τῶν «θρονικῶν ἑορτῶν» εἶναι παπικῆς ἐμπνεύσεως, ποὺ καθιερώθηκε ἐδῶ καὶ δεκαετίες στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ τονιστεῖ ἡ ψευδὴς παράδοση, ὅτι δῆθεν ὁ ἱδρυτὴς τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ὁ «πρίγκιπας τῶν ἀποστόλων» Πέτρος, στὴν καθέδρα καὶ στὸν θρόνο τοῦ ὁποίου κάθεται, «θείῳ δικαίῳ», ὁ μοναδικὸς διάδοχός του, Πάπας τῆς Ρώμης. Καθιερώθηκε καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, προφανῶς γιὰ νὰ τονιστεῖ ἡ θέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς «πρώτου τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ κατ’ ἐπέκταση νὰ τονιστεῖ ἡ κακόδοξη θεωρία ποὺ ἐπεκράτησε τὰ τελευταία χρόνια σὲ οἰκουμενιστικοὺς κύκλους τοῦ Φαναρίου, ἡ θεωρία τοῦ «πρώτου ἄνευ ἴσων» στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Δυστυχῶς δὲν εἶναι μόνον ἡ καινοφανὴς καθιέρωση αὐτῆς τῆς ἑορτῆς, (αὐτὸ θὰ ἦταν τὸ λιγότερο), ἀλλὰ τὰ κατ’ ἔτος λεγόμενα καὶ πραττόμενα σ’ αὐτήν, θλιβερὰ ὄντως καὶ ἀξιοδάκρυτα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔχουμε ἀσχοληθεῖ κατ’ ἐπανάληψη σὲ προηγούμενες δημοσιεύσεις μας. Ἀπὸ τὰ ἐκτενῆ δημοσιεύματα καὶ τὰ πλούσια φωτογραφικὰ στιγμιότυπα, εἴδαμε καὶ φέτος νὰ ἐπαναλαμβάνεται τὸ ἴδιο περίπου σκηνικό, οἱ ἴδιες συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικοὺς καὶ μάλιστα μέσα στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἡ ἴδια ἀπαράδεκτη κατάσταση. Φυσικὰ δὲν πρόκειται νὰ ἐπανέλθουμε καὶ πάλι σὲ ὅσα ἤδη ἔχουμε ἐπισημάνει, (δὲν ἔχει ἄλλωστε κανένα νόημα), ἀφοῦ καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνημερωθεῖ ἐπαρκῶς, καὶ οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὰ ὅσα ἀπαράδεκτα διαδραματίζονται κάθε χρόνο, παραμένουν ἀμετανόητοι. Θὰ περιοριστοῦμε ἁπλῶς νὰ σχολιάσουμε ὁρισμένα μόνο σημεῖα τῆς προσφωνήσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στὴν ἐπίσημη ἀντιπροσωπεία τῶν Παπικῶν, ὑπὸ τὸν Καρδινάλιο Κοὺρτ Κόχ, Πρόεδρο τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου γιὰ τὴν Χριστιανικὴ Ἑνότητα.

Σύμφωνα μὲ τὴν εἰδησεογραφία, (βλ. ἰστολόγιο «Βῆμα Ὀρθοδοξίας») στὴν προσφώνησή του ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναφέρθηκε καὶ πάλι στὸν Θεολογικὸ διάλογο μεταξὺ Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Ὀρθοδόξων ποὺ διεξάγεται ἀπὸ τὸ 1980 καὶ ἐντεῦθεν: «Τὰ νέα ὑπὸ ἐξέταση θέματα, [τοῦ Διαλόγου], θὰ δώσουν ἰσχυρὰ ὤθηση στὴ συνέχιση τῆς προσπάθειας ἀντιμετώπισης τῶν ζητημάτων ποὺ διαιροῦν τὶς δύο Ἐκκλησίες. Ὁ ἐπίσημος Θεολογικὸς Διάλογος εἶναι ὁ ἕτερος πυλῶν τῶν σχέσεων μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀδιανόητος χωρὶς τὸν παράλληλον διάλογον τῆς ἀγάπης…. Ἐξ ἄλλου, αἱ δυσκολίαι εἰς τὸν Θεολογικὸν Διάλογον συνδέονται μὲ τὴν πολυπλοκότητα τῶν συζητουμένων θεμάτων, τὰ ὁποία, ἐπὶ αἰώνας, ἀπησχόλουν καὶ διήρουν τὰς Ἐκκλησίας ἠμῶν». Ἐδῶ ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἴδια δογματικὴ πλάνη τῆς θεωρήσεως τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ὡς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὅμως εὑρίσκεται ἐν διαιρέσει μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» ἀσχολήθηκε στὸ παρελθὸν μὲ τὴν ἐν λόγω οἰκουμενιστικὴ θεωρία περὶ Μιᾶς, (σύμφωνα μὲ τὸ σύμβολο τῆς Πίστεως) καὶ ταυτόχρονα διηρημένης Ἐκκλησίας, σὲ θεολογικὴ μελέτη μὲ τίτλο «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καὶ ἐπίκαιρα ὁμολογιακὰ κείμενα», ποὺ δημοσιεύθηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2015, καὶ παραπέμπουμε ἐκεῖ τὸν ἀναγνώστη. Ἐμεῖς τοῦτο μόνον τὸ ἐρώτημα θὰ θέλαμε νὰ θέσωμε στὸν Παναγιώτατο, χωρὶς βέβαια νὰ ὑπάρχει ἐλπίς, ὅτι θὰ λάβωμε ποτὲ ἀπάντηση:

Πῶς συμβαίνει, Παναγιώτατε, νὰ ὁμιλεῖτε περὶ Διαλόγου μὲ τοὺς ἑτεροδόξους αἱρετικοὺς καὶ νὰ ἐπιζητεῖτε μὲ κάθε τρόπο νὰ συνεχισθεῖ ὁ Διάλογος, καθ’ ὂν χρόνον ἀρνεῖσθε τὸν Διάλογο μὲ τὴν ὁμόδοξο ἀδελφὴ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας μὲ ἀφορμὴ τὸ φλέγον καὶ καυτὸ οὐκρανικὸ ζήτημα, πού συγκλόνισε πρόσφατα ὁλόκληρο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο; Πῶς ἐσεῖς ὁ  θερμὸς ὑπέρμαχος τοῦ Διαλόγου, δὲν θελήσατε τουλάχιστον νὰ λάβετε ὑπ’ ὄψιν σας, οὔτε ὑποχωρήσατε μπροστὰ στὶς θερμὲς ἐκκλήσεις καὶ παρακλήσεις πολλῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες σᾶς ὑπέδειξαν ὡς τὸν μόνο ἐνδεδειγμένο τρόπο ἐπιλύσεως τοῦ οὐκρανικοῦ ζητήματος τὸν Διάλογο καὶ μάλιστα ἐν Συνόδῳ μὲ πανορθόδοξο συμμετοχὴ ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν; Δὲν εἶναι αὐτὸ ὑποκρισία;  

Παρὰ κάτω δὲν παρέλειψε ὁ Παναγιώτατος νὰ στραφεῖ καὶ μάλιστα μὲ ὑβριστικοὺς χαρακτηρισμούς, ἐναντίον ὅλων ἐκείνων ποὺ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀγωνίζονται κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν ἀντορθοδόξων ἀποφάσεων τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, στηλιτεύοντας καὶ ἀνατρέποντας, μὲ βάση τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες μας, ὅσα κακόδοξα γράφονται καὶ λέγονται καὶ ὅσα κατὰ παράβαση τῶν Ἱερῶν Κανόνων διαπράττονται.

Εἶπε τὰ ἑξῆς: «Εἰς δὲ τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ ἀντιοικουμενικοῦ καὶ ἀντιδιαλογικοῦ φονταμενταλισμοῦ, λέγομεν, μετ΄ ἐμφάσεως, ὅτι ὄχι μόνον δὲν εἶναι οἱ αὐθεντικοὶ ὑπερασπισταὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, ὡς οἱ ἴδιοι θεωροῦν τὸν ἑαυτὸν των, ἀλλὰ ὅτι παρερμηνεύουν καὶ παραποιοῦν τὴν γνησίαν Παράδοσιν, καὶ διὰ τοῦ οὐ κατ΄ ἐπίγνωσιν ζήλου των, διχάζουν τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἀπεφάνθη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, “κοινός” καὶ “ἐνιαίος” σκοπὸς εἰς πάντας τοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους, τοὺς ὁποίους διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἶναι “ἡ τελικὴ ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ τῇ ἀγάπῃ ἐνότητος” (Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον, § 12). Τὸ κοινὸν ποτήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας προϋποθέτει τὴν κοινὴν πίστιν, τὴν πλήρη συμφωνίαν εἰς τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως».

Τὸν εὐχαριστοῦμε πολὺ γιὰ τὸν ὑβριστικὸ χαρακτηρισμό: «ἀντιδιαλογικοὶ φονταμενταλιστές», καὶ δοξάζουμε τὸν Κύριο ποὺ μᾶς ἀξίωσε γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ νὰ ὑβριστοῦμε γιὰ τὴν ἀγάπη του, γιὰ τὸν μικρό μας ἀγώνα ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ μιμηθοῦμε ἔτσι ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστο τούς ἁγίους Πατέρες μας. Θὰ θέλαμε ὅμως νὰ πληροφορήσουμε τὸν Παναγιώτατο, ὅτι κατ’ ἐπανάληψη στὸ παρελθόν, σὲ παλαιότερες δημοσιεύσεις μας ζητήσαμε νὰ ἔχουμε διάλογο μαζί του. Δὲν λάβαμε δυστυχῶς καμία πρόσκληση, οὔτε καν ἀπάντηση. Δὲν ἀρνούμεθα  ἐμεῖς τὸν διάλογο μαζί του. Ἐκεῖνος τὸν ἀρνεῖται. Λυπούμεθα ἐπίσης διότι ἀπορρίπτει συλλήβδην ὅσα κατὰ καιροὺς γράψαμε, χαρακτηρίζοντας αὐτὰ ὡς ἔκφραση φονταμενταλισμοῦ. Γιατί ὅμως; Εἶναι φανατισμὸς τὸ νὰ ἐλέγχουμε τὴν κακοδοξία καὶ τὴν πλάνη; Ὁ ἔλεγχος τῆς αἱρέσεως μὲ σκοπὸ τὴν προφύλαξη τοῦ ποιμνίου μας ἀπὸ αὐτὴν δὲν ἐντάσσεται μέσα στὰ ποιμαντικά μας καθήκοντα; Δὲν μᾶς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος; «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν», (Ματθ. 7,15). Ἢ μήπως ὅσα γράφουμε, ἀποτελοῦν δικές μας ἰδεολογίες καὶ ἀντιλήψεις; Δὲν στηρίζουμε ὅλα ὅσα γράφουμε στὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδική μας Παράδοση; Ἂς μᾶς ὑποδείξει ὁ Παναγιώτατος ἔστω καὶ ἕνα ἰσχυρισμό μας, ἔστω καὶ μία ἐπισήμανσή μας, χωρὶς τὴν ἀντίστοιχη βιβλικὴ καὶ πατερικὴ θεμελίωση.

Ἰσχυρίζεται ἀκόμη ὅτι παρερμηνεύομε καὶ «παραποιοῦμε τὴν γνησία Παράδοση» καὶ «διχάζουμε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ». Καὶ αὐτὲς οἱ κατηγορίες πολὺ βαριὲς καὶ ἀσήκωτες. Διότι ἂν ἀληθεύουν τότε ἐμεῖς ὡς παραχαράκτες τῆς γνησίας Πατερικῆς Παραδόσεως βρισκόμαστε σὲ πλάνη καὶ αἵρεση. Καὶ ἀκόμη ὡς ὑπαίτιοι διαιρέσεως καὶ σχίσματος εἴμαστε ἔνοχοι βαρύτατου ἁμαρτήματος, ποὺ δὲν ξεπλένεται οὔτε μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Ἀλλὰ ποῦ καὶ πῶς καὶ πότε παραχαράξαμε καὶ παρερμηνεύσαμε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες μας; Δὲν ἔκανε τὸν κόπο ὁ Παναγιώτατος, νὰ ἀποδείξει καὶ νὰ τεκμηριώσει τοὺς ἰσχυρισμούς του. Περιορίστηκε ἁπλῶς νὰ ἐπισημάνει: «Ὡς ἀπεφάνθη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, “κοινός” καὶ “ἐνιαίος” σκοπὸς εἰς πάντας τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, τοὺς ὁποίους διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἶναι “ἡ τελικὴ ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ τῇ ἀγάπῃ ἐνότητος”». Ἀλλὰ ποῦ βρίσκεται αὐτὴ ἡ «ὀρθὴ» πίστη; Ἡ «ὀρθὴ» πίστη εἶναι κάτι τὸ ζητούμενο, τὸ ὁποῖο καλούμεθα νὰ ἀνακαλύψουμε μέσω τῶν Διαλόγων; Δὲν βρίσκεται στὴ Μία καὶ μόνη ἀληθῆ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ συνεπῶς δὲν μπορεῖ νὰ βρίσκεται ταυτόχρονα καὶ στὸν Παπισμό; Θὰ παρακαλούσαμε τὸν Παναγιώτατο νὰ διακηρύξει ξεκάθαρα, ποῦ, κατὰ τὴν γνώμη του, βρίσκεται ἡ «ὀρθὴ» πίστη, ἐφ’ ὅσον ἀποδέχεται ὡς ἀληθεῖς καὶ πλήρεις Ἐκκλησίες τόσο τὸν Παπισμό, ὅσο καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.

Θὰ θέλαμε ἀκόμη νὰ θέσωμε τὸ ἐρώτημα στὸν Παναγιώτατο: Μήπως ἄραγε μεταξὺ τῶν μὴ αὐθεντικῶν ἐκφραστῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, θὰ πρέπει νὰ συγκαταριθμήσουμε καὶ μία σειρὰ ἀπὸ μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, πού καταπολέμησαν τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ; Ἀναφέρομε μερικούς, ὅπως τὸν Μέγα Φώτιο, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης, τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό, τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, τὸν ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς, τὸν ἅγιο Νικόλαο Ἀχρίδος, κ.α. Μήπως θὰ πρέπει νὰ τοὺς χαρακτηρίσουμε ὡς «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως»; Ὅπως εἶναι γνωστό, αὐτοὶ ὑπῆρξαν πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς αὐστηροὶ στὰ θέματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἔγραψαν πολὺ πιὸ αἰχμηρά, ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς σύγχρονους «φονταμενταλιστές», συγγράμματα, καταδικάζοντας τὶς αἱρέσεις καὶ στηλιτεύοντας τὴν ἀμετανοησία τῶν αἱρετικῶν καὶ κυρίως τῶν παπικῶν!

Ἰδιαίτερη ἀναφορὰ ἔκανε ἀκόμη καὶ στὸ ἐπίμαχο οὐκρανικὸ ζήτημα. Εἶπε: «Ἐνῶ εἰς τὸν Θεολογικὸν ἠμῶν Διάλογον, ἐπὶ τῆς ἀρχῆς ταύτης καθορίζεται ἡ σχέσις ἑνότητος ἐν τῇ πίστει καὶ εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, δυστυχῶς, εἰς τὴν ἐν ἐξελίξει διαδικασίαν χορηγήσεως Αὐτοκεφαλίας εἰς τὸν ἐν Οὐκρανίᾳ λαὸν τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τοῦ καθ΄  ἠμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὡς ἐγένετο καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν εἰς ἀντιστοίχους περιπτώσεις, μὲ σκοπὸν νὰ ἐπέλθη εἰρήνευσις ἐν Οὐκρανίᾳ, νὰ προληφθοῦν περαιτέρω διασπάσεις, νὰ ἀναπαυθῇ ὁ ἐμπερίστατος Οὐκρανικὸς λαὸς καὶ νὰ ἐνισχυθῇ ἡ ἑνότης καὶ ἡ εὐστάθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ἀδελφὴ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας, ἀντιδρώσα εἰς τὸ Οὐκρανικὸν Αὐτοκέφαλον, διέκοψε τὴν εὐχαριστιακὴν κοινωνίαν μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου… Ἡ στάσις αὔτη τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στερεῖται θεολογικοῦ καὶ ἐκκλησιολογικοῦ θεμελίου, καὶ ἀντίκειται πρὸς τὴν Παράδοσιν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».

Οἱ παρὰ πάνω λόγοι τοῦ κ. Βαρθολομαίου, κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, πόρω ἀπέχουν ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτυπώνουν τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων. Ὅπως εἶναι γνωστὸ ἡ δρομολόγηση χορηγήσεως Αὐτοκεφάλου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τοὺς τελευταίους μῆνες, δημιούργησε μία ἄνευ προηγουμένου κρίση στὶς σχέσεις του μὲ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρωσίας. Κυριολεκτικὰ συντάραξε ὅλη τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη Ὀρθοδοξία καὶ δημιούργησε σχίσμα, τὸ ὁποῖο θεωρήθηκε ἀπὸ πολλοὺς ὡς τὸ μεγαλύτερο σχίσμα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 1054.

Ἡ αὐθαίρετη καὶ ἀντικανονικὴ εἰσπήδηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ κανονικὸ ἔδαφος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὅπου ἀπὸ αἰώνων σταθερὰ ἀνῆκε τὸ Κίεβο, ἐκτὸς κάποιων ἀνωμάλων περιόδων ξενικῶν κατακτήσεων, πυροδότησε μία σειρὰ ἁλυσυδωτῶν ἐξελίξεων, μὲ ἀποτέλεσμα τὰ περισσότερα Πατριαρχεῖα καὶ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες νὰ πάρουν θέση πάνω στὸ θέμα καὶ νὰ ἐκφράσουν τὴν κάθετη διαφωνία τους πρὸς τὶς ἐνέργειες τοῦ Φαναρίου καὶ νὰ ζητήσουν τὴν σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ θέματος. Πλὴν ματαίως, διότι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δυστυχῶς ἀδιαφόρησε, ἀρνήθηκε τὸν Διάλογο καὶ μάλιστα ἐν Συνόδῳ. Γύρω ἀπὸ τὸ ὅλο ζήτημα ἀσχολήθηκαν διακεκριμένες προσωπικότητες καὶ εἰδικοὶ ἐρευνητές, ὅπως ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ. Σεραφεὶμ καὶ ὁ πρωτοπρ. π. Θεόδωρος Ζήσης, ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., οἱ ὁποῖοι σὲ μελέτες καὶ δημοσιεύσεις τους μᾶς ἔδωσαν τὶς πραγματικὲς διαστάσεις τοῦ οὐκρανικοῦ ζητήματος.

Συγκεκριμένα ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας ἐπισημαίνει τὰ ἑξῆς πολὺ σημαντικά: «Κατὰ ταῦτα τὸ Σεπτὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δύναται νὰ χορηγήσει αὐτοκεφαλία σὲ ἐκκλησιαστικὴ δομὴ ποὺ τὸ ζητεῖ καὶ ποὺ πληροὶ τοὺς κανονικοὺς ὅρους, ἀλλὰ στὴν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Οὐκρανίας ἐγείρεται τὸ θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονικὴ ἐκκλησιαστικὴ δομὴ τῆς χώρας, ποὺ μὲ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου τοῦ Δ΄  ἀπὸ τὸ 1686 διοικεῖται ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας δὲν ἐπιθυμεῖ καὶ δὲν ἐπιδιώκει σήμερα τὴν ἀνακήρυξή της σὲ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Τὴν αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιδιώκουν ὁ δυτικόφιλος οὐνίτης Πρόεδρος τῆς χώρας Πέτρο Ποροσένκο, τὸ κοινοβούλιο τῆς χώρας καὶ δύο σχισματικὲς ἐκκλησιαστικὲς δομές, ἡ ‘Οὐκρανικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία - Πατριαρχεῖο Κιέβου’, ποὺ ἀποσπάστηκε τὸ 1992 ἀπὸ τὸ Ρωσικὸ Πατριαρχεῖο μὲ σκληρὲς ἐπιθέσεις καὶ ἀναθέματα κατὰ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν καθηρημένο καὶ ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου μοναχὸ Φιλάρετο (Ντενισένκο) καὶ ἡ ‘Οὐκρανικὴ Αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία’, ποὺ δημιουργήθηκε τὸ 1921 ἀπὸ τὶς Σοβιετικὲς Ἀρχὲς καὶ ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μὲ τοὺς Ναζὶ κατακτητὲς τῆς χώρας κατεδιώχθη καὶ συνέπτυξε ‘ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν’ καὶ μετὰ ταῦτα ἀνεβίωσε τὸ 1980 ἀπὸ τὸν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς ‘Πατριάρχη’ Μοστισλὰβ ποὺ ζοῦσε στὴ Δύση καὶ σήμερα διοικεῖται ἀπὸ τὸν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς ‘Μητροπολίτη Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας’ Μακάριο Μαλέτιτς.

Τὸ Σεπτὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε δύο ἐξάρχους γιὰ τὴν διερεύνηση τοῦ θέματος καὶ ἀπεφάσισε Συνοδικῶς νὰ χορηγήσει αὐτοκεφαλία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἀπροσδιορίστως πρὸς τὸ παρὸν καὶ βέβαια ὄχι στὴν ἀναγνωριζομένη ὑπὸ πάντων καὶ ὑπὸ τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κανονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Ὀνούφριο ποὺ κανονικῶς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας ποὺ δὲν τὸ ἐπιθυμεῖ καὶ δεύτερον ἀπεκατέστησε στὴν κανονικὴ τάξη τὶς δύο σχισματικὲς ‘Ἐκκλησιαστικὲς’ δομὲς μὲ τοὺς ἐπικεφαλῆς των, τῶν ὁποίων τὴν κανονικὴ κατάσταση οὐδεμία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε. Εἰδικώτερα ὁ μοναχὸς Φιλάρετος Ντενισένκο, κληρικὸς τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τὸ 1992 καθηρέθη ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καὶ μετὰ ταῦτα ἀνεθεματίσθη γιὰ τὴν πρόκλησι σχίσματος ἀλλὰ καὶ γιὰ ἑτέρας ἀντικανονικᾶς αὐτοῦ ἐνεργείας, ὁ δὲ ἕτερος οὐδεμία κανονικὴ χειροτονία κέκτηται προερχόμενος ἐξ ‘Ἱεραρχίας’ μίας μορφῆς ‘ζώσης Ἐκκλησίας’ τοῦ Σοβιετικοῦ Καθεστῶτος ποὺ συνεστήθη τὸ 1921» (18.10.2018).

Στὴ συνέχεια διαπραγματεύεται τὸ θέμα, ἐὰν καὶ κατὰ πόσον «ἡ ἀπόφασις τελείας συνόδου προεδρευομένης ὑπὸ Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι ἀνέκκλητος ἢ δύναται νὰ ἐκκληθῆ ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς συνόδου». Ἀποδεικνύει δὲ μὲ ἀδιάσειστες μαρτυρίες ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ὅτι δὲν ὑφίσταται ἐν προκειμένω «ἔκκλητον». Καταλήγει δὲ ἐπισημαίνοντας ὅτι: «Συνεπῶς κανονικὸ δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῆς ὑποθέσεως τοῦ Μοναχοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο μετὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτὸς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μὲ τὸ ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρὸς τὸν Μακαριστὸν Πατριάρχην Μόσχας κυρὸν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων: ‘Εἰς ἀπάντησιν πρὸς σχετικὸ τηλεγράφημα καὶ γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καὶ περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπὶ τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὠδήγησε τὴν Ἱερὰν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῆ, δι’ οὖς οἶδεν αὔτη λόγους, εἰς τὴν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τὰ πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἴνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἠμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τὸ ἀκέραιον τὴν ἐπὶ τοῦ θέματος ἀποκλειστικὴν ἁρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἀποδέχεται τὰ Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περὶ τοῦ ἐν λόγω, μὴ ἐπιθυμοῦσα τὸ παράπαν ἴνα παρέξη οἰανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τὴν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφὴν Ἐκκλησίαν».

Χρειάζεται ἄραγε κάποιο σχόλιο πάνω στὸ τραγελαφικὸ φαινόμενο, νὰ ἀνατρέπει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ἀκυρώνοντας παλαιότερη ἀπόφασή του μὲ νεώτερη; Χωροῦν παιχνίδια καὶ παλινδρομήσεις πάνω σὲ νομοκανονικὴς φύσεως θέματα; 

Περαίνοντας ἐκφράζουμε γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ τὴν πικρία καὶ τὴν ἀπογοήτευσή μας γιὰ ὅσα ἀναληθῆ καὶ ἀνεπίτρεπτα ἐλέχθησαν καὶ ἐπράχθησαν κατὰ τὴν φετινὴ «θρονικὴ ἑορτὴ τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου». Λυπούμαστε, ποὺ οἱ ἰθύνοντες τοῦ Φαναρίου, ἐνῶ ἐκδηλώνουν θερμὸ ζῆλο γιὰ τὴ συνέχιση ἑνὸς χρεοκοπημένου Διαλόγου μὲ τοὺς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Παπικούς, παράλληλα ἀρνοῦνται κάθε Διάλογο μὲ τὴν ἐντὸς Αὐτῆς ἀδελφὴ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Ἂς μὴν ἐλπίζουν ὅτι θὰ ὑπάρξει περαιτέρω ἐπιτυχὴς συνέχιση τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, διότι ἡ ἀδελφὴ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ποὺ ἐκπροσωπεῖ ἀπὸ πλευρᾶς πληθυσμοῦ τὸ ἥμισυ περίπου τῆς παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας, δὲν θὰ συμμετάσχει στὶς Μικτὲς Ἐπιτροπὲς ἐπὶ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου.

 Ματαίως προσπαθοῦν νὰ πείσουν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, ὅτι μὲ τὴν λεγόμενη «Ἑνωτικὴ Σύνοδο», ἡ ὁποία πρόσφατα πραγματοποιήθηκε στὴν Οὐκρανία θὰ ἑνώσουν τὰ διεστῶτα, θὰ «ἐπέλθη εἰρήνευσις ἐν Οὐκρανίᾳ», θὰ «προληφθοῦν περαιτέρω διασπάσεις», καὶ θὰ «ἀναπαυθῇ ὁ ἐμπερίστατος Οὐκρανικὸς λαός», ὅπως ἰσχυρίζονται. Εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι, ὅτι μὲ ὅσα ἔπραξαν ἐπέτυχαν τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο, νὰ ὁδηγήσουν τὸν Ὀρθόδοξο λαὸ τῆς Οὐκρανίας σὲ νέα ἐμφύλια διαμάχη καὶ ἀλληλοσπαραγμό. Εὐχόμαστε ὁ Θεὸς νὰ φωτίσει καὶ τὸν κ. Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς περὶ αὐτόν, ὥστε νὰ ἔρθουν σὲ μετάνοια, προτοῦ νὰ σημάνει ἡ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου, ὥστε νὰ ἐπιτύχουν τὴν σωτηρία τους. Ἀμήν.

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν
 Ἐν Πειραιεῖ τῇ 3ῃ Ἰανουαρίου 2019

3 σχόλια:

  1. Tα κείμενα των πατέρων της Ι.Μ.Πειραιώς ευωδιάζουν Ορθοδοξία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καταρχήν αγαπητέ μου πάτερ εύχομαι καλή χρονιά. Δεύτερον θα ηθελα να σε διορθωσω σχετικά με την θρονική εορτή της κωνσταντινουπόλεως. Ή εορτή αυτή είχε καθιερωθεί πριν από την άλωση της κωνσταντινουπόλεως. Σταματησε, για να επανέλθει και πάλι στα χρόνια της εποχής του πατριαρχου σαμουηλ χανζερη, τον 16ο αιώνα. Επομένως ή θρονική εορτή δεν είναι κατασκεύασμα της φωνής, αλλα της εκκλησίας και μάλιστα εδώ και αιώνες και όχι των τελευταίων δεκαετιών. Όσο αφορά τον διάλογο, ο πατριάρχης είναι άνθρωπος του διαλόγου. Αν τώρα σε αυτόν τον διάλογο ή μοσχας αρνείται, σε αυτό φταίει ή μοσχας και όχι ή κωνσταντινουπόλη. Είναι γνωστό πάτερ μου ότι το θέμα της αυτοκεφαλιας υπήρχε στην θεματολογία της αγίας και μεγάλης συνόδου, το οποίο ή ίδια ή μοσχας ζήτησε να βγει. Ακόμα ή ίδια ή μοσχας ήταν αυτη που αρνήθηκε να συμμετάσχει στην άγια και μεγάλη συνοδό της κρυφής, την στιγμή που είχε υπογράψει τα προσυνοδικα κείμενα. Επομένως ή μοσχας αρνείται να συνομιλήσει γιατί όλοι μας γνωρίζουμε ότι υστερεί σε θεολογικά επιχειρήματα ενώ ο μόνος λόγος της είναι καθαρά πολιτικός και διπλωματικός. Φτάνει πια πάτερ μου με την ρωσια την μεγάλη πληγή της εκκλησίας, ή οποία το μόνο που κάνει είναι να δίνει χρήματα για να εξαγοράζει συνειδήσεις, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να ανατρέψει την τάξη και την σειρά της εκκλησίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στους αιώνες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Υποστηρίζεις έναν ανάξιο Πατριάρχη που αναίσχυντα διακηρύσσει την αίρεση του Οικουμενισμού, όπως έκανε στη ληστρική σύνοδο της Κρήτης που απέδωσε "εκκλησιαστικότητα" στις αιρετικές παρασυναγωγές της Δύσης, αντίθετα με το Σύμβολο της Πίστεως που ομιλεί για ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Δεν ξέρω αν το Πατριαρχείο Μόσχας στερείται θεολογικών επιχειρημάτων στο ζήτημα της Ουκρανίας, όμως στο δικό σου κείμενο δεν υπάρχει ούτε ένα θεολογικό επιχείρημα υπέρ του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Αντίθετα, διαπρεπείς Ορθόδοξοι κληρικοί, όπως ο Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής π. Θεόδωρος Ζήσης και ο Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ έχουν με κείμενα τους αποδομήσει πλήρως τα δήθεν θεολογικά επιχειρήματα του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στο Ουκρανικό. Τέλος, για το ποιος εξαγοράζει συνειδήσεις, φάνηκε ξεκάθαρα από τις πανηγυρικές δηλώσεις του Υπουργείου Εξωτερικών των (σιωνιστόδουλων) Η.Π.Α. και του αιρετικού Βατικανού υπέρ της "νέας αυτοκέφαλης" "Εκκλησίας" της Ουκρανίας.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.