17 Οκτ 2016

Λόγος δογματικὸς περὶ τοῦ πνεύματος τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης

«Ἀποβαλλόμεθα τοὺς λέγοντας ἐκχεῖσθαι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον οὐκ ἐπὶ τοὺς ἁγίους μόνον ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσεβεῖς, καὶ οὐκ ἐπὶ τούτους μόνον, ….ἀλλ’, ὢ τῆς δαιμονιώδους φρενοβλαβείας, και ἐπ’ αὐτὰ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας» [1].
Τοῦ Ἰωάννη Ν. Μαρκά, πτυχιούχου θεολογίας Α.Π.Θ.
Ο ἔλεγχος ἐπὶ δογματικῶν ζητημάτων ἀποτελεῖ ἐντολὴ καὶ ὄχι ἐπιλογή
Εἶναι πράγματι συγκλονιστικὴ ἡ ὁμιλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὸ 20ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων, ἐκεῖ ὅπου ἀπευθυνόμενος στοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσσου οὐσιαστικά τούς θέτει πρὸ τῶν τεράστιων εὐθυνῶν ποὺ ἀναλαμβάνουν ὡς πηδαλιοῦχοι τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διαμηνύοντάς τους τὰ ἑξῆς: «προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν.» [2] . Δὲν θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ εἶναι πιὸ...
σαφὴς ὁ θεῖος Παῦλος, ὅταν ἱεραρχεῖ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὡς μεγαλύτερο καὶ διαχρονικότερο κίνδυνο στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τὶς αἱρέσεις. Ἕναν κίνδυνο ποὺ δὲν προέρχεται μόνον ἀπὸ τοὺς θύραθεν, ἀλλὰ τὶς περισσότερες φορὲς ἀνακύπτει ἀκόμα καὶ μέσα στὰ σπλάχνα τῆς Ἐκκλησίας, μέσα δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας!

Κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου καὶ πρῶτος Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, προειδοποιεῖ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ βρίσκεται σὲ μία συνεχῆ πνευματικὴ ἐγρήγορση εἰς τρόπον ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει τοὺς «προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου», δηλαδὴ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ του εἶχαν ἀρχίσει νὰ παρουσιάζονται ΄ «παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ΄ ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ᾿ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν· εἰ γὰρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἂν μεθ᾿ ἡμῶν· ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῶσιν ὅτι οὐκ εἰσὶ πάντες ἐξ ἡμῶν.» [3] . Βλέπετε τί λέει ὁ «υἱὸς τῆς βροντῆς»; «Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξῆλθαν», δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας΄ στὴν πραγματικότητα ὄμως «ποτὲ δὲν ἦταν δικοί μας΄ διότι ἐὰν ἦταν δικοί μας, θὰ ἔμεναν μαζί μας»!

Καὶ πότε κάποιος δὲν θεωρεῖται δικός μας στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας; Πρωτίστως, ὅταν ἔχει ἀπολέσει τὴν ὑγιαίνουσα διδασκαλία καὶ πίστη, ὅταν δηλαδὴ κάποιος φρονεῖ ἀντίθετα ἀπὸ κάτι ἢ ὅλα ὅσα παρήγγειλε ὁ Χριστὸς νὰ τηροῦμε μὲ ἀκρίβεια μέχρι τῆς Συντελείας τῶν Αἰώνων. Αὐτὸς ποὺ ἀποστατεῖ λοιπὸν ἀπὸ τὶς παραδεδομένες ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, αὐτομάτως καθίσταται ἀπέναντί Του, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς τὸν ἀποκαλεῖ «ἀντίχριστο». Ταυτοχρόνως δὲ (ὁ ἀποστάτης) τοποθετεῖ τὸν ἑαυτὸ του «ἐκτὸς Ἐκκλησίας», ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ συνειδητὰ πλέον παύει νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές. Κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἰσχυρίζεται πὼς πιστεύει στὸν Κύριο, ὅταν δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολὲς Του΄ διότι «ὁ λέγων, ἔγνωκα αὐτόν, καὶ τὰς ἐντολᾶς αὐτοῦ μὴ τηρῶν, ψεύστης ἐστι, καὶ ἐν τούτω ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν·» [4].

Βλέπουμε λοιπὸν πὼς οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅπως θὰ δοῦμε λίαν συντόμως, μᾶς ἐφιστοῦν τὴν προσοχὴ καὶ μᾶς δίδουν τὰ «κλειδιὰ» ἐκεῖνα εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἀναγνωρίζουμε μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας πότε κάποιος εἶναι «δικός μας», δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ πότε κάποιος εἶναι «προβατόσχημος λύκος». Τὸ νὰ ἔχουμε ἑπομένως ἐκκλησιολογικὰ κριτήρια καὶ ὑγιῆ ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία ἀποτελεῖ ἐντολὴ ποὺ πρωτογενὼς δόθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο΄ «προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δὲ εἰσι λύκοι ἅρπαγες.» [5] . Καὶ ἀλλοῦ εἶπε: «ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται.» [6] .

Συνεπῶς ἔχουμε ρητὴ ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ ἀνακρίνουμε ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ τὰ θέματα τῆς πίστεως, μάλιστα δὲ νὰ βρισκόμαστε σὲ καθεστὼς πνευματικῆς ἐγρήγορσης καὶ ὁμολογίας. Ὄχι γιὰ νὰ καλλιεργήσουμε ἀσφαλῶς τὴ ψευδαίσθηση πὼς ἐμεῖς θὰ σώσουμε τὴν Ἐκκλησία (κάτι ποὺ ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία ὡς Ἁγιοπνευματικὸς θεσμὸς δὲν τὸ ἔχει ἀνάγκη, ἀφοῦ ἡ Ἴδια δὲν χρήζει σωτηρίας, ἐμεῖς χρήζουμε), ἀλλὰ διότι μέσα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἑτοιμότητα ποὺ ἐνδεχομένως ἐπιδείξουμε θὰ ὠφεληθοῦμε προσωπικὰ καὶ θὰ ἀναβαθμιστοῦμε σωτηριολογικὰ κατὰ τὸν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου ποὺ ἀναφέρει, «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς·.» [7] .

Τὸ νὰ κρίνουμε λοιπόν, ἐὰν τὸ «δέντρο» εἶναι καλὸ ἢ σαπρό, ἂν παράγει δηλαδὴ καρπὸ πίστεως ἢ ἀπιστίας, αὐτὸ εἶναι ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἐπιλογὴ δική μας. Ἡ τήρηση αὐτῆς τῆς ἐντολῆς μᾶς διατηρεῖ ἑνωμένους μὲ τὸν Χριστὸ ὡς ὀργανικὰ καὶ ὑγιῆ κλαδιὰ τῆς ἀμπέλου καὶ ἔτσι δὲν κινδυνεύουμε νὰ ἐκπέσουμε ἀπὸ αὐτὴν καὶ νὰ βληθοῦμε εἰς τὸ πῦρ. Αὐτὴ ἡ κρίση δὲν πρέπει σὲ καμμία μὰ σὲ καμμία περίπτωση νὰ συγχέεται μὲ τὴν κατάκριση. Σὲ θέματα πίστεως κατάκριση δὲν ὑπάρχει, σὲ θέματα ζωῆς ὅμως ἀσφαλῶς καὶ ὑπάρχει καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ Κύριός μας ἔχει δώσει ἀκριβῶς τὴν ἀντίθετη ἐντολὴ΄ «μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε·» [8]. Βλέπετε λοιπὸν τὴν πανσοφία τοῦ Κυρίου; Ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ ἐκδηλώσουμε τὴν ἀγάπη μας γιὰ Ἐκεῖνον καὶ τὴν Ἐκκλησία Του μᾶς δίδει αὐστηρὴ ἐντολὴ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ ἐλέγχουμε καὶ ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ δείξουμε κατανόηση στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀκόμη κι ἂν ζημιωνόμαστε προσωπικά, μᾶς δίδει αὐστηρὴ ἐντολὴ νὰ μὴν κρίνουμε καὶ νὰ μὴν ἐλέγχουμε.

Στὴν παροῦσα ἐργασία λοιπὸν θὰ ἐπιχειρήσουμε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸ πρῶτο΄ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ ἐλέγξουμε ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου δογματικῆς θεολογίας τὸ «πνεῦμα» ποὺ ἔπνευσε στὴν πρόσφατη πολυδιαφημιζόμενη «Σύνοδο» ποὺ διεξήχθη στὴν Κρήτη καὶ ποὺ οἱ διοργανωτὲς της τὴν ἀποκάλεσαν ἀτελώνιστα καὶ ἀφρόνως «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο». Ἀφορμὴ τῆς συντάξεως τῆς παρούσης ἐργασίας στάθηκαν οἱ δηλώσεις ὁρισμένων ἱεραρχῶν ποὺ συμμετεῖχαν στὶς ἐργασίες τῆς «Συνόδου», πὼς στὴ συγκεκριμένη σύναξη «ἐβίωσαν τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» [9]. 

Ἐμεῖς ἐδῶ ἑπομένως δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε τόσο μὲ τὶς λεπτομέρειες τῆς «Συνόδου», ἄλλωστε οἱ ἀποφάσεις της εἶναι γνωστὲς καὶ ἔχουν στηλιτευθεῖ ἀπὸ δεκάδες ἐξαιρετικὲς κριτικὲς-θεολογικὲς ἐργασίες. Ἐμεῖς ἐδῶ θὰ ἐπιμείνουμε στὸ νὰ ἐρευνήσουμε, πάντοτε ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου δογματικῆς, ἐὰν ὄντως ἔπνευσε κάποιο «πνεῦμα» στὶς ἐργασίες τῆς «Συνόδου», ἂν αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι ἱεράρχες, τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε πὼς βιώνουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποιὲς εἶναι δηλαδὴ οἱ ὀντολογικὲς προϋποθέσεις μετοχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐὰν τὶς ἐκπληρώνουν οἱ συγκεκριμένοι ἱεράρχες καὶ ἐὰν ὄχι, τότε ὑπὸ ποίου πνεύματος διακατέχονται.

Οἱ ὀντολογικὲς προϋποθέσεις μετοχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Ἐν ἀρχὴ νὰ διευκρινίσουμε πὼς ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ μέθεξη ἢ βίωση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οὐσιαστικὰ κάνουμε λόγο περὶ μίας «ἀσχέτου σχέσεως» ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος κοινωνεῖ κατὰ τρόπο χαρισματικὸ μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Βέβαια αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο κοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἡ ἄκτιστη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι ἀπρόσιτη καὶ ἄρα ἀμέθεκτη, ἀλλὰ ἡ ἄκτιστη ζωοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μερίζεται «ἀμερίστως» στοὺς πιστοὺς ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὶς προϋποθέσεις, ἀκριβῶς ὅπως συνέβη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μὲ τὶς διαμεριζόμενες πύρινες γλῶσσες στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ΄ «καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν» [10].

 Ἡ ὑπερφυὴς αὐτὴ κατάσταση ἀποτελεῖ ἕνα πνευματικὸ βιωματικὸ γεγονός, οὐσιαστικὰ ὅμως πρόκειται γιὰ τὸν ἀρραβώνα τῆς μέλλουσας βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή. Μάλιστα, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ἡ πρόγευση τῆς μελλούσης βασιλείας «ἐδῶ καὶ τώρα» μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀρραβώνα, δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐφικτή, ἀλλὰ καὶ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ γευτεῖ ὁ πιστὸς τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὴν πληρότητά της «ἐκεῖ καὶ ὕστερα» [11]. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἡ ὁποία «διὰ μέσω τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίω Πνεύματι», προσλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῆς Χάριτος, ἐκπληρώνοντας ἔτσι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ΄ «καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας.»[12].

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, στὸ μέτρο ποὺ αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει, οἱ ἔνοικοι αὐτῆς τῆς ἁγιοπνευματικῆς καταστάσεως δὲν βιώνουν μία κτιστὴ πραγματικότητα, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως τοὺς ἀπογειώνει συναισθηματικὰ ἢ διανοητικά, ἀλλὰ βιώνουν μία κατάσταση «ἑτέρου γένους». Καὶ τοῦτο διότι, ὅπως θὰ μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶναι φαντασιώδη ἀναπαράσταση, οὔτε δύναμη ποὺ βρίσκεται στὰ χέρια μας, οὔτε μία κατάσταση-πράγμα ποὺ ἄλλοτε ὑπάρχει καὶ ἄλλοτε δὲν ὑπάρχει. Ἀλλὰ εἶναι μία ὀντολογικὴ κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία οἱ μέτοχοί της, δὲν βελτιώνονται ἁπλῶς κατὰ τὴ φύση, ἀλλὰ προσλαμβάνουν αὐτὴν ταύτην τὴν θεία ἐνέργεια, τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεύμα [13]. Πρόκειται περὶ «τελείας ἔλλαμψις τοῦ πνεύματος», ὅπως συμπληρωματικὰ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Μακάριος, ἡ ὁποία δὲν ἐξαντλεῖται μόνο στὴν ἀποκάλυψη κάποιων ὑψηλῶν νοημάτων, δὲν ἔχει δηλαδὴ μόνο ὑψηλὸ γνωσιολογικὸ χαρακτήρα,  ἀλλὰ εἶναι κυρίως ἡ παντοτινὴ λάμψη ὑποστατικοῦ φωτὸς στὶς ψυχὲς τῶν μετόχων [14].

Ἡ ὅλη κατάσταση ποὺ περιγράψαμε μέχρι τώρα, δηλαδὴ ἡ μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, σαφῶς καὶ δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη, πολὺ περισσότερο δὲν ἔχει ἔρεισμα σὲ φαιδρὲς δηλώσεις σὰν αὐτὲς τῶν ἱεραρχῶν ποὺ μετεῖχαν στὴ «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη ἐμπειρία καὶ παράδοση ἡ χαρισματικὴ ἕνωση ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, δὲν ἔχει νὰ κάνει οὔτε καν μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν κτίση, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐξ ἀπορρήτων προσωπικὴ κοινωνία-σχέση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Κι αὐτὸ συμβαίνει μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει διέλθει ἐπιτυχῶς τὸ στάδιο τῆς καθάρσεως τῶν παθῶν, ἀφοῦ αὐτὸ ἀποτελεῖ βασικὴ καὶ ἀπαρέγκλιτη προϋπόθεση γιὰ νὰ ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ Θεὸ΄«ῷ γὰρ ἐμπαθεῖ νῷ ἑνωθῆναι τὸν Θεὸν, ἀδύνατον.» [15], θὰ μᾶς πεῖ ἐμφατικὰ ὁ ἅγιος Θεσσαλονίκης Παλαμᾶς.

Συνεπῶς αὐτὴ ἡ χαρισματικὴ μετοχὴ στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνεται μὲ δύο κυρίως τρόπους ἐκ μέρους τῶν πιστῶν: α) μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ ὑπακοὴ στὰ δόγματα Ἐκκλησίας, καὶ β) μὲ τὴν ἀγαπητικὴ τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο πὼς πρῶτος ὁ Κύριός μας ἐνέταξε μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο τῆς ἀγαπητικῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν΄ «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με·» [16]. Πρὸς ἐπίρρωσιν, ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τονίζει χαρακτηριστικὰ σὲ κείμενό του πως «ἡ πρὸς Θεὸν ἀφομοίωση καὶ ἕνωση τελεῖται μόνο διὰ τῆς ἀγάπησεως καὶ ἱερουργίας τῶν θείων ἐντολῶν» [17]. Ἐνῶ σὲ συναφὲς μὲ τὸ προηγούμενο κείμενο ἐξηγεῖ πώς «σκοπὸς τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας εἶναι ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ἀφομοίωση καὶ ἕνωση, ἀφοῦ ὁ Θεὸς καταστήσει τοὺς θιασῶτες του θεία ἀγάλματα, διαυγέστατα καὶ ἀκηλίδωτα, δεκτικά τῆς ἀρχιφώτου καὶ θεαρχικῆς ἀκτίνας» [18]. 

Βλέπετε λοιπὸν πῶς τοποθετεῖται ὁ πρωτοκορυφαῖος καθηγητὴς τῆς μυστικῆς θεολογίας; Οὐσιαστικὰ τεκμηριώνει τὸν μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου στὴν ἐπὶ ὅρους ὁμιλία, λέγοντάς μας πὼς τὸν Θεὸ τὸν βλέπουν, ποὺ σημαίνει τὸν βιώνουν ἢ μετέχουν στὴν ἄκτιστη δόξα Tου, μόνον οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ΄ «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.» [19]. Σὲ αὐτοὺς καὶ μόνον σὲ αὐτοὺς ποὺ διατηροῦν καθαρὸ τὸ νοῦ τους, ὡσὰν ἕναν καθαρὸ καθρέπτη, ἀντανακλᾶται ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὑπὸ τὴ μορφὴ τοῦ θαβωρείου φωτός, χωρὶς ταυτοχρόνως ὁ Θεὸς νὰ ἐμφανίζεται καθ’ ἑαυτὸν (δηλαδὴ κατ’ οὐσίαν) [20].

Κατ’ ὅμοιον τρόπο ἐκφράζεται καὶ ὁ οὐρανοφάντωρ μέγας Βασίλειος διαβεβαιώνοντας ὄτι «μόνον στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἄνθρωπος καθαρθεῖ ἀπὸ τὸ αἶσχος τὸ ὁποῖο τοῦ ἔχει ἀποτυπωθεῖ διὰ τῆς κακίας καὶ ἐπανέλθει στὸ φυσικὸ κάλλος καὶ ἀποδώσει πάλι τὴν ἀρχαία μορφὴ ὡς ἕνα βασιλικὸ ἄγαλμα, τότε μόνον εἶναι δυνατὸ νὰ προσελκύσει τὸν Παράκλητο» [21]. Ἡ κάθαρση λοιπὸν τῶν παθῶν ἀποτελεῖ βασικὸ προαπαιτούμενο εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἐνοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντὸς ἠμῶν. Καὶ ἡ ἐνοίκηση αὐτὴ γίνεται ἀκριβῶς λόγω αὐτῆς τῆς καθαρότητας ποὺ συναντᾶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς ἀξίους, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀποκαλεῖ τοὺς φορεῖς τοῦ Πνεύματος ὁ θεῖος Βασίλειος. Οὐσιαστικά, οἱ ἄξιοι, ποὺ ἔχουν τὸ μοναδικὸ προνόμιο νὰ κοινωνοῦν μὲ τὸ Θεό, εἶναι αὐτοὶ ποὺ καταπάτησαν καὶ ὑπερέβησαν τὰ γήινα καὶ ἡ ὅλη ζωὴ τους μαρτυρεῖ τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος [22]΄ εἶναι δηλαδὴ οἱ ἅγιοι.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἔρχεται νὰ ὑπερθεματίσει ἔντονα ὁ κορυφαῖος ἡσυχαστὴς καὶ Θεολόγος τῆς δεύτερης χιλιετίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ νὰ ὑποστηρίξει μὲ ἀπόλυτο καὶ σαφῆ τρόπο πὼς μόνον οἱ ἅγιοι μετέχουν τοῦ Θεοῦ, μόνον αὐτοὶ γίνονται ἔνθεοι καὶ θεοειδεῖς. Καὶ τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο μετέχουν τῆς Χάριτος Θεοῦ, ἀλλὰ τὴν μεταδίδουν κιόλας, δὲν λαμβάνουν ἁπλῶς γνώση τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ τῶν μεγαλύτερων μυστηρίων τῆς δημιουργίας, δὲν ζοῦν μόνο, ἀλλὰ καὶ ζωοποιοῦν! Ἀποκτοῦν δηλαδὴ ἰδιότητες, οἱ ὁποῖες δὲν ἀνήκουν στὴν κτιστὴ δύναμη [23].

Τό πνεῦμα τῆς πλάνης καὶ τῆς πονηρίας κυριάρχησε στὴ «Σύνοδο» τῆς Κρήτης
Ἐπὶ τῇ βάσει ὅσων ἐξετάστηκαν ἀνωτέρω ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου δογματικῆς, ἐρχόμαστε τώρα στὸ σημεῖο νὰ ἐξετάσουμε τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν ἱεραρχῶν τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης ποὺ δήλωσαν μὲ ἀπίστευτη εὐκολία καὶ ἐλαφρότητα πὼς στὸ συνεδριακὸ κέντρο τοῦ Κολυμπαρίου «βίωσαν καὶ εἶχαν πλήρη αἴσθηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Γιὰ νὰ ἐλέγξουμε ὅμως αὐτὸ τὸν ἰσχυρισμὸ καὶ γιὰ νὰ ἀποφανθοῦμε περὶ τοῦ πνεύματος τῆς συγκεκριμένης «Συνόδου», θὰ πρέπει προηγουμένως νὰ δώσουμε ἕνα μικρὸ περίγραμμα τῶν ἀποφάσεων αὐτῆς τῆς «Συνόδου». 

Οὐσιαστικὰ καὶ γιὰ λόγους συντομίας, θὰ περιοριστοῦμε νὰ σταθοῦμε στὸ κορυφαῖο γεγονὸς ποὺ στιγμάτισε τὶς ἐργασίες αὐτῆς τῆς «Συνόδου», τὸ ὁποῖο ἦταν οὔτε λίγο-οὔτε πολὺ ἡ ἀνατροπὴ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Εἶναι γεγονὸς ἀδιαμφισβήτητο πὼς ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ὑπῆρξε ἡ πρώτη συνοδικὴ ἀπόπειρα ποὺ ἐμμέσως πλὴν σαφῶς νομιμοποίησε τὴν αἱρετικὴ κίνηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὄχι μόνο διὰ τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως τῶν θεσμικῶν της ὀργάνων (βλ. Π.Σ.Ε.), ἀλλὰ κυρίως μὲ τὴν ἀναγνώριση τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων τῆς Δύσης ὡς ἐκκλησιῶν, διευρύνοντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιολογίας ἐντελῶς αὐθαίρετα καὶ ἀπροκάλυπτα.

Τὸ νέο αὐτὸ εἶδος συνόδου, κατὰ τὴν αὐθόρμητη παραδοχὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας, κ. Ἀναστάσιου [24], ὄντως δὲν ἔχει προηγούμενο στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία (μιλᾶμε πάντα γιὰ τὴν ὀρθόδοξη), διότι ὄχι μόνο ὑπῆρξε ἡ πρώτη σύνοδος ποὺ δὲν καταδίκασε αἱρέσεις, ἀλλὰ ἀντιθέτως νομιμοποίησε ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ αὐτές, ὅπως ἐπιτάσσει τὸ πρωτόκολλο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 

Ἔτσι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπιτεύχθηκε διὰ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ ἀνάμειξη τῆς ἀλήθειας μὲ τὸ ψεῦδος, τῆς ὀρθῆς πίστεως μὲ τὴν πλάνη τοῦ διαβόλου, τῆς εὐωδίας μὲ τὴ δυσωδία. Αὐτὴ ἡ πρακτικὴ ἐπαναλαμβάνουμε εἶναι παντελῶς ξένη πρὸς τὴν πρακτικὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι κινούμενοι ἐν Ἁγίω Πνεύματι οὔτε ποὺ διανοοῦνταν ποτὲ νὰ διευρύνουν τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιθέτως φρόντιζαν πάντοτε μὲ αἴσθημα ὑψηλῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης νὰ τραβοῦν τὶς διαχωριστικὲς γραμμὲς ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα κάθε ἐποχῆς ποὺ ἐπιχειροῦσαν καὶ τότε, ὅπως καὶ σήμερα, τὴν ἀνατροπὴ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας.

Στὸ συνεδριακὸ κέντρο τοῦ Κολυμπαρίου, οἱ μετέχοντες στὴ «Σύνοδο» τῆς Κρήτης ἀγνόησαν ἐπιδεικτικὰ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων, δὲν στοιχήθηκαν πίσω ἀπὸ αὐτούς, ἀρνήθηκαν νὰ ἐκτελέσουν καὶ νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, αὐτονομήθηκαν καὶ προσχώρησαν στὸ στρατόπεδο τῆς πλάνης καὶ τῆς πονηρίας, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν διαφύλαξαν τουλάχιστον τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὡς ἐκ τούτου, σὲ μία τέτοια βλάσφημη σύναξη ἱεραρχῶν, εἶναι προφανὲς πὼς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι παρών, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ συγκοινωνεῖ μὲ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα τῆς πονηρίας καὶ τῆς πλάνης, ποὺ εἰσηγήθηκαν τὴν ἀμνήστευση τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν ἀναγνώρισή τους ὡς «ἐκκλησίες». 

Ἄραγε οἱ ἱεράρχες ἐκεῖνοι πού δήλωσαν πώς «βίωσαν» τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν γνωρίζουν τί ἀναφέρει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς; Ὅτι δηλαδὴ«ἡ πλάνη δὲν χαρίζει τὸ ἀπλάνευτο φῶς, τὸ ἄτρεπτον εἰς τὸν αἰώνα τοῦτον΄»; Ἂν δὲν τὸ γνωρίζουν, τότε ἂς μάθουν καὶ ποὺ τοὺς κατατάσσει ὁ ἅγιος Θεσσαλονίκης΄ «διότι ὁ λέγων τοῦτο (σσ. αὐτὸς ποὺ ἰσχυρίζεται δηλαδὴ ὅτι κοινωνεῖ μὲ τὸ Πνεῦμα, ἐνῶ εἶναι φορέας τῆς πλάνης) ἀνήκει εἰς τὴν μερίδα τῶν λύκων» [25]!

Ὅλοι αὐτοὶ λοιπὸν οἱ προβατόσχημοι λύκοι μποροῦν νὰ κοροϊδέψουν καὶ νὰ παραπλανήσουν τὸν σημερινὸ ἀκατήχητο λαό, δὲν μποροῦν ὅμως νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὸν διαχρονικὸ ἔλεγχο τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦν πάντοτε καὶ σὲ κάθε ἐποχὴ ὡς θεματοφύλακες τῆς πίστεώς μας. Αὐτοὶ εἶναι (οἱ Πατέρες δηλαδὴ) ποὺ δὲν ἀνέχτηκαν οὔτε τὸ νὰ μὴν μᾶς ἀνακοινώσουν, ποιὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τῆς ἀλήθειας καὶ ποιὰ τῆς πλάνης. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μακάριο γιὰ παράδειγμα, ἡ πλάνη ἀκόμα κι ἂν ὑποκρίνεται τὸ πρόσωπο τοῦ ἀγαθοῦ, ἀκόμα καὶ ἂν περιβάλλεται μὲ λαμπρὲς ἐμφανίσεις, δὲν θὰ μπορέσει νὰ παράσχει ἀγαθὴ ἐνέργεια. Δὲν θὰ μπορέσει δηλαδὴ νὰ παράσχει μίσος γιὰ τὰ κοσμικὰ πράγματα, περιφρόνηση δόξας καὶ τιμῶν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐπιθυμία τῶν οὐρανίων, χαρά, εἰρήνη, ταπείνωση, κατάπαυση ἡδονῶν καὶ παθῶν, ἄριστη διάθεση τῆς ψυχῆς. Διότι αὐτὰ εἶναι τὰ ἐνεργήματα τῆς Χάριτος, τὰ ἀντίθετα τῶν ὁποίων εἶναι τὰ ἐνεργήματα τῆς πλάνης [26].

Ποιὸς μπορεῖ, ἀπὸ ὅσους συμμετεῖχαν στὴν βλάσφημη «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, νὰ ἀμφισβητήσει τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Μακαρίου; Ποιὸς δύναται ἄραγε ἐκ τῶν συμμετεχόντων νὰ ἀντειπεῖ στὸν ἅγιο πώς τὰ ἐνεργήματα τῆς «Συνόδου» δὲν ἤσαν ὅμοια μὲ αὐτὰ τῆς πλάνης; Ἐκεῖ ποὺ οἱ τιμὲς καὶ οἱ βραβεύσεις, τὰ συμπόσια, τὰ θέατρα καὶ οἱ συναυλίες, καθὼς καὶ τὰ πολυτελῆ ξενοδοχεῖα καὶ τὰ δρακόντεια μέτρα ἀσφαλείας ἔδιναν καὶ ἔπαιρναν. Γιὰ νὰ μὴν ὁμιλήσουμε γιὰ τὶς προαποφασισμένες συνεδρίες καὶ τὰ «μαγειρεμένα» ἀνακοινωθέντα. 

Ἄρα, εἶναι τουλάχιστον ἀστεῖο νὰ λέει κανεὶς ἔτσι αὐθαίρετα καὶ ἀφηρημένα «βιώσαμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα» καὶ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ βίωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ τραγικὸ δὲ εἶναι ὅτι αὐτοὶ ποὺ τὸν βλέπουν καὶ τὸν ἀκοῦν, ἐξ ὁρισμοῦ δὲν τὸ εἰσπράττουν αὐτὸ ποὺ μὲ ἔπαρση ἰσχυρίζεται, δὲν λαμβάνουν δηλαδὴ τὰ ἐνεργήματα τῆς Χάριτος, ὅπως συμβαίνει ὅταν ἔρχεται κανεὶς σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ χαρισματούχους, ἀλλὰ λαμβάνουν ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα καὶ τὰ ἀντίθεα.

Εἶναι τουλάχιστον φαιδρὸ ἑπομένως, ἱεράρχες τοῦ καιροῦ μας, οἱ ὁποῖοι εἶναι σεσημασμένοι ἀντιησυχαστὲς (εἰδικότερα ὡς πρὸς τὴν προσωπική τους βιοτὴ) καὶ νεοβααρλαμίτες, ποὺ εἰσηγοῦνται ἐπισήμως καὶ ξεδιάντροπα τὴν «ὑπέρβαση τῶν Πατέρων», νὰ ἰσχυρίζονται πὼς μετέχουν τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα βλασφημοῦν «ἐν παντὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ» κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτοὶ οἱ ἱεράρχες, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ [27] , εἶναι φανερὸ πὼς ἔφτασαν στὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς μανίας καὶ ὅτι ὄντως ἐμωράνθησαν ὡς πρὸς τὴ σοφία, διότι καπηλεύονται μὲ φυσικὴ σκέψη καὶ σαρκικὴ αὐθαιρεσία, πράγματα παντελῶς ἄγνωστα γιὰ τοὺς ἴδιους, τὰ ὁποία ὅμως εἶναι γνωστὰ στοὺς χαρισματούχους, δηλαδὴ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν πραγματικὰ νοῦν Χριστοῦ καὶ ὄχι σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἐνδιαφέρονται πὼς θὰ κάνουν δημόσιες σχέσεις ἀκόμα καὶ μὲ τὸν διάβολο.

Καὶ τὸ χειρότερο; Στερούμενοι ἐμφανῶς καὶ παντελῶς τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀκτίστου, μὲ τὴν προκλητική τους στάση υἱοθετοῦν καὶ ἐκφράζουν οὐσιαστικὰ μὲ ἕνα τρόπο συγκεκαλυμμένο τὴ ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία περὶ κτιστῆς χάριτος, μία καὶ ὅλα τὰ ἐπιχειρήματά τους περιγράφουν μία κτιστὴ-συναισθηματικὴ κατάσταση, ποὺ δὲν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν Πατέρων. Ἐπιπλέον, ἡ παρουσίαση ἐκ μέρους τους τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὰν μία εὐκαιριακὴ κτιστὴ ἐμπειρία, ποὺ παραπέμπει περισσότερο σὲ μία φυσικὴ ἕξη καὶ μίμηση, ἀποτελεῖ εὐθεία προσβολὴ πρὸς τοὺς χαρισματούχους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τους [28].

Αὐτοὶ οἱ ἱεράρχες λοιπόν, συνεχίζει ὁ ἅγιος Παλαμᾶς, εἶναι ἄξιοι θρήνου, ὄχι μόνο γιατί (τελικῶς) εἶναι ἐντελῶς ἀνέραστοι τοῦ θείου Φωτός, ἀλλὰ διότι  ἐπιπλέον δὲν θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τοὺς ἁγίους, ἔχοντας καλλιεργήσει τὴν ψευδαίσθηση ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό τους πὼς ἐπειδὴ φέρουν τὸν τίτλο τοῦ ἐπισκόπου, αὐτομάτως αὐτὸ τοὺς καθιστὰ ἰσάξιους μὲ τοὺς Πατέρες. Τὸ λέει κάπου πολὺ ὡραία ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «ἐὰν μὲν διὰ τοῦτο κεκαθαρμένον ἐαυτὸν λογίσηται, πλανᾶται ἑαυτοῦ καταψευδόμενος, καὶ διά τῆς οἰήσεως, τᾤ πλανᾄν ἀεὶ ἐπιχειροῦντι θύραν ἀνοίγουσι καθ’ ἑαυτοῦ μεγάλην.»[29].  

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως οἱ ἱεράρχες αὐτοὶ φέρνουν ἑαυτοὺς κατὰ κρημνῶν, ἐπιχειρώντας νὰ συμπαρασύρουν καὶ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ὑπακούουν, ὥστε νὰ ἔχουν ὁπωσδήποτε συντρόφους ὅταν «ἰδοῦν ὡς πῦρ», αὐτὸ τὸ ὁποῖο δὲν γνώρισαν ὡς φῶς, ἀλλὰ καπηλεύτηκαν μὲ περισσὴ αὐθάδεια [30]. Στὸ τέλος λοιπὸν καθίστανται κληρονόμοι τοῦ «οὐαί», κυρίως λόγω αὐτῆς τῆς ἀνεπανόρθωτης βλάβης ποὺ προκαλοῦν στοὺς ἀκροατές τους, διότι ὅπως βεβαιώνει ὁ προφήτης Ἀββακούμ, «οὐαὶ εἰς τὸν ποτίζοντα τὸν ἀδελφὸν δηλητηριῶδες ποτὸν» [31].

Επίλογος
Ἀπὸ ὅλα ὅσα μελετήθηκαν στὴν παροῦσα δογματικὴ ἐργασία καθίσταται σαφὲς αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος Μακάριος, ὅτι δηλαδὴ ὁ κάθε πιστός, ἀκόμα κι ἂν βρίσκεται στὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου, ἐφόσον στερεῖται τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς εἶναι ἐντελῶς ἀμύητος μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ δὲν δύναται νὰ ἐννοήσει τὸ παραμικρὸ αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας [32]. Ἑπομένως τὸ νὰ ὁμιλεῖ κανεὶς γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔχει γευτεῖ, ὁμοιάζει μὲ ἕναν τυφλὸ ἄνθρωπο ποὺ μπορεῖ νὰ ἀκούσει καὶ νὰ πιστέψει ὅτι ἡ λαμπρότητα τοῦ ἡλίου ὑπερβαίνει τὰ μέτρα τῶν αἰσθητῶν ὀφθαλμῶν, δὲν ἔχει ὅμως τὴν ἐμπειρία τοῦ βλέποντος. Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι φύσει ἀδύνατο ὁ μὴ βλέπων νὰ μετέχει καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὶς ἰδιότητες τοῦ φωτὸς τοῦ ἡλίου, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς πεπειραμένους τῆς ὑγιοῦς ὀράσεως [33]. 

Ἐπιπροσθέτως, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω, ἡ μέθεξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μόνο ἀπροϋπόθετη δὲν θὰ πρέπει νὰ λογίζεται. Καὶ τοῦτο διότι ὁ ἄνθρωπος καθίσταται δεκτικός τῆς Χάριτος, μόνον ὅταν παρουσιάζει τὸν ἑαυτό του ὡς καθαρὸ σκεῦος ἀπέναντι στὸν Θεό, κάτι ποὺ προϋποθέτει τὴν ἀγαπητικὴ τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν καὶ τὴ συστηματικὴ ἀποχὴ ἀπὸ πάσης φύσεως ἁμαρτία. Κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, ὁ ἀπελευθερωμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος προσφέρεται ἐξολοκλήρου στὸ Χριστὸ παραιτούμενος ἀπὸ τὴν «αὐτονομία τῆς γνώμης» του [34]. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐπαίρεται γιὰ τίποτα καὶ δὲν διαφημίζει στοὺς γύρω του πὼς βιώνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀντιθέτως γίνεται ἀκόμα πιὸ ταπεινὸς καὶ νηπτικὸς εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴν ἀπολέσει αὐτὴ τὴν ὑπερφυὴ κατάσταση ποὺ ἀληθῶς βιώνει. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔχει ἐγκολπωθεῖ τὴ γνωστὴ ρήση τοῦ μεγάλου ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «πᾶν γὰρ εἶδος ἀρετῆς ἐν ἡμῖν, ἐνεργοῦντος τοῦ Θεοῦ ἡμῖν προσγίνεται΄ τοῦ Θεοῦ δὲ μὴ ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τὸ παρ’ ἡμῶν γινόμὲνον» [35].

[1] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔκθεσις δυσσεβημάτων, ΕΠΕ, τόμ. 3, σελ. 524 (μτφ. «Ἀποβάλλουμε τοὺς λέγοντας ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἐκχέεται μόνον στοὺς ἁγίους ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀσεβεῖς, καὶ ὄχι μόνον σὲ αὐτούς, …ἀλλά, ὢ τῆς δαιμονικῆς φρενοβλάβειας, καὶ σ’ αὐτὰ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας»).
[2] Πράξ. κ΄ 28-30 (μτφ. «Προσέχετε τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὅλο τὸ ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιό σας ἔθεσε ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἀπόχτησε μὲ τὸ αἷμα τὸ δικό του. Ἐγὼ ξέρω ὅτι θὰ εἰσέλθουν σ’ ἐσᾶς μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου λύκοι ἄγριοι, ποὺ δὲ θὰ λυποῦνται τὸ ποίμνιο, καὶ ἀπὸ ἐσᾶς τοὺς ἴδιους θὰ σηκωθοῦν ἄντρες μιλώντας διεστραμμένα, γιὰ νὰ ἀποσποῦν τοὺς μαθητὲς πίσω τους.»).

[3] Α΄ Ἰω. β΄ 18-19.
[4] Α΄ Ἰω. β΄ 4.
[5] Ματθ. ζ΄ 15.
[6] Ματθ. ιβ΄ 33.
[7] Ματθ. ι΄ 32.
[8] Ματθ. ζ΄ 1.

[9] Συγκεκριμένα στὴν ἀντίληψή μας ὑπέπεσαν οἱ δηλώσεις δύο Μητροπολιτῶν. Τοῦ Μητροπολίτου Ἀτλάντας, κ. Ἀλεξίου ποὺ δήλωσε πώς «στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο βιώσαμε τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καὶ τοῦ Μητροπολίτου Δημητριάδος, κ. Ἰγνατίου ποὺ δήλωσε πώς «ὅσοι βιώσαμε τὸ γεγονὸς (σσ. ἐννοεῖ τῆς «Συνόδου») …εἴχαμε πλήρη αἴσθηση τοῦ Ἅγιου Πνεύματος».
Βλ. ἐδῶ γιὰ τὸν πρῶτο https://www.pemptousia.gr/video/stin-agia-ke-megali-sinodo-viosame-ti-parousia-tou-agiou-pnevmatos/
καὶ ἐδῶ γιὰ τὸν δευτερο http://www.dogma.gr/ellada/dimitriados-agio-pneyma-itan-paron-stin-panorthodoxi/37091/
[10] Πράξ. β΄ 3 (Σημ.: γιὰ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὸ πῶς μερίζεται κάτι «ἀμερίστως», ἀρκεῖ νὰ φέρει στὸ νοῦ του τὸ παράδειγμα μὲ τὸ κερὶ ποὺ μοιράζεται τὴ φλόγα του μὲ ἄλλο κερί. Τὸ πρῶτο κερὶ διατηρεῖ ποσοτικὰ καὶ ποιοτικὰ τὴ φλόγα του, παρότι τὴ μεταλαμπάδευσε, ἐνῶ καὶ τὸ δεύτερο κερὶ ἔχει ἀκριβῶς τὴν ἴδια φλόγα μὲ τὸ πρῶτο.).  

[11] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 10, PG 151, 112B.
[12] Ἰω. ιζ΄ 22-23.
[13] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περὶ μεθέξεως, ΕΠΕ, τόμ. 3, σέλ. 214.
[14] Ἁγίου Μακαρίου, Περὶ ἐλευθερίας νοὸς 22, PG 34, 956D-957A.
[15] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περὶ προσευχῆς καὶ καθαρότητας 1, PG 150, 1117C.
[16] Ἰω. ιδ΄ 21.
[17] Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 2, PG 3, 392A.
[18] Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας 3, 2, PG 3, 165A.
[19] Μάτθ. ε΄ 8.
[20] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1, 3  , ΕΠΕ, τόμος 2, σελ. 168.
[21] Μεγάλου Βασιλείου, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 9, 23, PG 32, 109AB.
[22] Μεγάλου Βασιλείου, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος 22,53, PG 32, 168C.
[23] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περὶ μεθέξεως, ΕΠΕ, τομ. 3, σελ. 240.
[24] Βλ. ἐδῶ https://www.holycouncil.org/-/opening-archbishop-anastasios
καὶ ἐδῶ http://www.kathimerini.gr/863672/article/epikairothta/ellada/ar8ro-anastasioy-sthn-k-epivevlhmenh-h-agia-kai-megalh-synodos
[25] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1, 3  , ΕΠΕ, τόμ. 2, σελ. 252.
[26] Ἁγίου Μακαρίου, Περὶ ὑπομονῆς 13, PG 34, 876BC.
[27] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1, 3  , ΕΠΕ, τόμ. 2, σέλ. 176.
[28] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περὶ μεθέξεως, ΕΠΕ, τόμ. 3, σελ. 214.
[29] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περὶ προσευχῆς καὶ καθαρότητας 1, PG 150, 1120D.
[30] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1, 3  , ΕΠΕ, τόμ. 2, σελ. 172.
[31] Ἀββακ. 2, 15.
[32] Ἁγίου Μακαρίου, Ὁμιλία 18, 2, PG 34, 636.
[33] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2, 3  , ΕΠΕ, τόμ. 2, σελ. 522.
[34] Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Δ΄, PG 150,621B.
[35] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 33, PG 151, 416D-417A

2 σχόλια:

  1. Ο σχολιασμός αναφέρεται στον συντάκτη του κειμένου. Εάν όμως ο ίδιος το επιθυμεί, ας το κοινοποιήσει.
    Η έκφραση "δογματικός Λόγος" μπορεί να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους. Πάντως, για να αποδείξεις το πνεύμα που ενέπνευσε αυτή τη Σύνοδο, οφείλεις να αποδείξεις γιατί (κατά τη γνώμη σου) υπάρχει "ανατροπή της ορθοδόξου εκλησιολογίας". Αυτό δεν φαίνεται πουθενά στο κείμενό σου και ως εκ τούτου η μοναδική σου προϋπόθεση πάνω στην οποία στηρίζεις τα συμπεράσματά σου είναι αστήρικτη, αίολη και κυριολεκτικά ασαφής. Για να σου καταδείξω δε ότι τελείς υπό κάποια σύγχιση σου παραθέτω δύο σημεία του κειμένου σου, τα οποία είναι μεταξύ τους εντελώς αντιφατικά, καίτοι αποτελούν δύο συνεχόμενες προτάσεις!!! "... θα πρέπει ... να δώσουμε ένα μικρό περίγραμμα των αποφάσεων αυτής της «Συνόδου». Ουσιαστικά και για λόγους συντομίας, θα περιοριστούμε να σταθούμε στο κορυφαίο γεγονός που στιγμάτισε τις εργασίες αυτής της «Συνόδου», το οποίο ήταν ούτε λίγο-ούτε πολύ η ανατροπή της ορθοδόξου εκκλησιολογίας." Στον προφορικό λόγο είναι ανεκτή μία τέτοια αντίφαση. Στο γραπτό όμως κείμενο δεν επιτρέπεται. Γράφεις ότι θα δώσεις ένα μικρό περίγραμμα των αποφάσεων και αμέσως μετά γράφεις ότι θα περιοριστείς στην αναφορά μόνο ενός γεγονότος. Σου αναφέρω αυτό το μικρό παράδειγμα για να καταλάβεις ότι το κείμενό σου είναι "λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος ἀτάκτως ... ἐρριμμένα". Πήρες πατερικά χωρία, τα ένωσες με δικές σου σκέψεις και μετά χάρηκες ότι έγραψες "λόγο" και μάλιστα "δογματικό". Αγαπητέ μου Ιωάννη, η συρραφή και η παράθεση κειμένων διαφέρει από την παραγωγή λόγου, όσο διαφέρουν τα υλικά σε μία μάντρα οικοδομών από ένα ολοκληρωμένο σπίτι. Αυτό εξάλλου πιστοποιείται και από το γεγονός ότι ενώ στο κείμενό σου γράφεις για Άγιο Πνεύμα, μετοχή σε Αυτό κλπ κλπ, σε όσα τμήματα καταγράφεις τις δικές σου απόψεις, χρησιμοποιείς οξύτητα, προσβολές, απαξίωση και άλλα πολλά που δεν έχω σκοπό να αναλύσω. Πες μου σε παρακαλώ, σε ποιό πατερικό χωρίο προβλέπεται να καταδικάζεις τους αρχιερείς ως "σεσημασμένους αντιησυχαστές" και μάλιστα να μέμφεσαι την "προσωπική τους βιωτή";!!! Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κατηγορεί αιρετικούς, και καλά κάνει, χρησιμοποιώντας βαριές εκφράσεις, αλλά και έχοντας (ως επίσκοπος) το δικαίωμα να το κάνει, μια που είναι ποιμένας και θα δώσει λόγο στο Θεό. Εσύ, πώς χρησιμοποιείς τέτοιες εκφράσεις για ορθοδόξους αρχιερείς; Θα μου πεις ότι με αυτά που ψήφισαν στην Κρήτη είναι αιρετικοί. Μπορεί δηλαδή, κατά το δοκούν, ο κάθε λαϊκός να καταφέρεται με τέτοιον τρόπο εναντίον αρχιερέων; Και μάλιστα γενικά, αόριστα και αφοριστικά; Αυτά τα γράφεις εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα; Ξυπνάει ένα πρωί ο κάθε ένας που έχει αποφοιτήσει από την θεολογική σχολή (του γνωστού επιπέδου!), διαβάζει άρθρα σε μερικά σάϊτ, "φορτώνει" μέσα του την "κατά Θεόν οργή", βρίσκει από 10 βιβλία παραπομπές και μετά γράφει και αυτός τα δικά του; Αρκετοί κανόνες περιέχουν επιτίμια εναντίον αυτών που αμαρτάνουν εις βάρος αρχιερέων, χωρίς να αναφέρονται δικαιολογίες του τύπου: "...αλλά εάν ψηφίσει κάτι που σου φαίνεται λάθος, τότε χτύπα αλύπητα, διότι είσαι η δίκαιη χείρα του Θεού". Βέβαια, θα μου πεις, "σε εμένα βρήκες να ξεσπάσεις ρε φίλε;". Εάν κάνεις μία βόλτα και μιλήσεις με απλούς ανθρώπους (και όχι τους θαμώνες συγκεκριμένων σάϊτ του ίντερνετ ,) θα δεις ότι ο κόμπος έφθασε στο χτένι. Εμείς οι μετριοπαθείς έχουμε πολλή υπομονή, σε βαθμό παρεξηγήσεως. Σας αφήσαμε χώρο (μη απαντώντας), αλλά πρέπει να το σεβαστείτε. Είμαστε και εμείς πτυχιούχοι θεολογίας, με τίτλους και αναζητήσεις, αλλά προσπαθούμε να ελέγξουμε τον εγωισμό μας, σκύβοντας κάτω από το πετραχείλι του πνευματικού μας. Μέχρι στιγμής μόνο ένα κείμενο σοβαρό έχω δει, το οποίο είναι γραμμένο από κάποιον μοναχό, και το οποίο κρίνει την Εγκύκλιο της Συνόδου της Κρήτης. Εσείς οι υπόλοιποι φαίνεται, από τα γραφόμενά σας, ότι ή δεν την έχετε διαβάσει ή ότι (ακόμα χειρότερα) την αγνοείτε εντελώς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χρήστος Ελευθεριαδης10 Νοεμβρίου 2016 στις 3:41 π.μ.

    συγχαρητήρια Ιωάννη όσο για τον κύριο Παντελεήμων ξέρουμε ότι η παναίρεση του οικουμενισμου άλωσε και τις θεολογικες σχολές ας ευχηθούμε να μετανοήσει

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.