16 Σεπ 2016

Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος Α΄ Ἐπίσκοπος Σόλων

Τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου
Αὐξίβιος ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Σόλων καὶ φωτιστῆς τῆς θεοσώστου ἐπαρχίας Μόρφου, πατρίδα του εἶχε τὴ μεγαλούπολη τῆς Ρώμης. Οἱ γονεῖς αὐτοῦ ἤσαν πλούσιοι στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἰδωλολάτρες ὅμως στὴ θρησκεία. Ὁ ἅγιος εἶχε ἀδελφὸ καὶ τ’ ὄνομα αὐτοῦ Θεμισταγόρας.
Ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἦταν ὡραῖος στὴν ὄψη, πράος στὸ πνεῦμα καὶ σώφρονας στὸν λογισμό. Ὅταν, λοιπόν, ἔφτασε σ’ ἔννομο ἡλικία, ἠθέλησαν οἱ γονεῖς του νὰ τὸν συζεύξουν μὲ γυναίκα. Ὁ νέος στὴν ἡλικία καὶ γέροντας στὸ φρόνημα Αὐξίβιος ἔχοντας νοῦν ἔνθεο καὶ τέλειο λογισμό, στὸν ἔρωτα τῆς σαρκὸς ἀπαντοῦσε μὲ ἔρωτα θεῖο. ΄Ἠκουεν περὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ πόθον εἶχε μεγάλο νὰ γενεῖ χριστιανός.
Βλέποντας, λοιπόν, τὴν προαίρεση τῶν γονέων του, νὰ τὸν δεσμεύσουν μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ γάμου, τὸν ἔκαναν ν’ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴ Ρώμη γιὰ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς. Διέπλευσε τὴ Ρόδο, τὸ πέλαγος τῆς Παμφυλίας καὶ ἔφθασε στὴν Κύπρο, στὴν κώμη τοῦ Λιμνίτη. Τὸ χωρίον αὐτὸ εὑρίσκεται παρὰ τὴν θάλασσα, ἀπέχει δὲ ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Σόλων τέσσερα σημεῖα (στάδια).
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ Βαρνάβας ἦλθε στὴν πατρίδα του τὴν Κύπρο μαζὶ μὲ τὸν ἀνιψιὸ του Μάρκο κατὰ τὴ δεύτερή του περιοδεία, ἀφοῦ χωρίστηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο. Περιερχόμενοι ὅλη τὴν Κύπρο, ἦλθαν στὴ Σαλαμίνα ὅπου βρῆκαν τὸν Ἠρακλείδιο, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς νήσου. Ὁ Βαρνάβας τέλεσε τὸν καλὸ δρόμο τῆς πίστεως καὶ...
ἐδέχθη τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου στὴν Κωνσταντία. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ἀναζητοῦσαν καὶ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο. Ἀφοῦ κατεδίωξαν αὐτὸν μέχρι τὴ Λήδρα – τὴ σημερινὴ Λευκωσία – ἐκρύβη ὁ Εὐαγγελιστὴς τοῦ Χριστοῦ γιὰ τρεῖς μέρες σ’ ἕνα σπήλαιο. Ἦταν μαζί του οἱ Ἀπόστολοι Τίμων καὶ Ρόδων. Διέβησαν τὰ βουνὰ τοῦ Χιονώδους ὅρους – τοῦ Τροόδους – καὶ ἔφτασαν στὴν παραθαλάσσια κώμη τοῦ Λιμνίτη, ὅπου συνάντησαν ἐκεῖ τὸν μακάριο Αὐξίβιο. Τοὺς ἀποκάλυψε ὁ ἅγιός μας ὅτι πόθον ἔχει νὰ γίνει χριστιανός.

Ὁ Μάρκος βλέποντας ὅτι ὁ Αὐξίβιος εἶναι ἄντρας πλήρης πίστεως καὶ λόγιος, ἀφοῦ τὸν κατήχησε, τὸν βάφτισε στὴν πηγὴ τοῦ τόπου ἐκείνου καὶ τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Σόλων. Τὸν δίδαξε δὲ πῶς νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στὴν πόλη τῶν Σόλων: «Ἐπειδὴ ἡ πόλις εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὸ σκότος τῶν εἰδώλων, δὲν θὰ δεχθεῖ ἀμέσως τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Μὴν φανερώσεις στὴν ἀρχὴ ὅτι εἶσαι χριστιανός, ἀλλὰ νὰ ὑποκριθεῖς τὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων, διαλεγόμενος μαζί τους σὰν νὰ εἶναι νήπια γαλακτοτροφούμενα. Ὅταν γίνουν τέλειοι, τότε νὰ μετάσχουν καὶ τῆς στερεᾶς τροφῆς τῆς πίστεως».

Καὶ ὁ μὲν Εὐαγγελιστὴς Μάρκος ἀπέπλευσε γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ὁ δὲ Αὐξίβιος ἀνεχώρησε γιὰ τὴν πόλη τῶν Σόλων.Ὁ σοφὸς Αὐξίβιος ὅταν ἔφτασε στοὺς Σόλους, ἐπέλεξε ὡς τόπο κατοικίας του τὴν ἔξω τῆς πόλεως περιοχὴ τοῦ Διός. Ἐφιλοξενεῖτο στὸν οἴκου τοῦ ἱερέως τῶν εἰδώλων, ὑποκρινόμενος τὴ θρησκεία ἐκείνου. Πέρασε ἱκανὸς χρόνος καὶ μὲ τὴν προσευχή του καὶ τὴ διάκρισή του, ἐκατανύχθη ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων καὶ ἐφωτίσθη πρῶτος τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τοῦτον τὸν τρόπο συνέχισε ἀρκετὸ χρόνο καὶ σὲ ἄλλους κατοίκους τῆς πόλεως, ἕως ἔφτασε ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς νήσου Ἠρακλείδιος. 

Ἐκεῖνες τὶς μέρες περιήρχετο ὁλόκληρη τὴ νῆσο ὁ ἁγιότατος Ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς Ἠρακλείδιος καὶ ἐγκαθιστοῦσε ἐπισκόπους στὶς πόλεις κατόπιν γραπτῆς ἐντολῆς τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου. Τὸ μὲν Ἐπαφρὰ στὴν Πάφο, τὸν δὲ Τυχικὸν στὴ Νεάπολη – Λεμεσό. Εἰς τοὺς Σόλους δὲν ἔπρεπε νὰ χειροτονήσει τὸν Αὐξίβιο, γιατί αὐτὸς κατηξιώθη τῆς ἀρχιεροσύνης ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Μάρκο. Ὁ ἅγιος Ἠρακλείδιος παρώτρυνε τὸν ἱεράρχη Αὐξίβιο Αὐξίβιο νὰ εἰσέλθει στὴν πόλη καὶ νὰ φανερώσει τὴν ἀλήθεια σὲ ὅλους τούς κατοίκους. Ἐκεῖ ὁ Ἠρακλείδιος «διεχάραξεν τύπον ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς γῆς». Μικρὰ στὸ μέγεθος, μεγάλη ὅμως σὲ χάριν τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ τὸν δίδαξε κάθε ἐκκλησιαστικὸ κανόνα, ὅπως αὐτὸς διδάχθηκε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, τὸν ἀσπάσθηκε «ἐν φιλήματι ἁγίῳ» καὶ ἐπορεύθη στὴ δική του πόλη.

Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος εὐθέως, χωρὶς ν’ ἀμελήσει, ἄρχισε τὴν οἰκοδομὴ τῆς ἐκκλησίας. Μετὰ τὴν τελείωση αὐτῆς εἰσῆλθε καὶ ἔρριψε τὸν ἑαυτὸ του εἰς τὸ ἔδαφος καὶ ἄρχισε νὰ βοᾶ στὸν Χριστὸ μετὰ δακρύων: «Δέσποτα Θεὲ Παντοκράτωρ, δυνάμωσον καὶ ἐμὲ τὸν σὸν οἰκέτην καὶ δὸς μοι μετὰ παρρησίας ἀφόβως κηρύξαι τὸν σὸν λόγον. Ἔμβαλε, Δέσποτα, εἰς τὴν καρδίαν τοῦ λαοῦ τούτου τὸν φόβον σου, φώτισον αὐτοὺς τῇ σῇ χάριτι, ὅπως ἐπιστρέψαντες ἐκ τῆς πλάνης τοῦ διαβόλου ἐπιγνώσουσιν δὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν. Καὶ ὂν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν...

Τελείωσεν τὴν προσευχή του καὶ ἐπορεύθη σὲ δημόσιον τόπον τῆς πόλεως καὶ ἄρχισε νὰ διδάσκει τὴν καλὴν αὐτοῦ διδασκαλία. Ἐδόθη δὲ σ’ αὐτὸν ἡ χάρις τῆς ἰάσεως τῶν ἀσθενῶν καὶ ἐξεδίωκεν τ’ ἀκάθαρτα πνεύματα. Ὅσοι δὲ εἶχον ἀρρώστους, τοὺς ἔφερον πρὸς αὐτὸν καὶ τοὺς ἐθεράπευε μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Ἐξῆλθε ἡ ἁγία φήμη του εἰς τὰ περίχωρα τῶν Σόλων καὶ μετέφερον τοὺς ἀσθενεῖς τῶν χωρίων εἰς τὴν πόλη καί, ἀφοῦ τοὺς ἐθεράπευε τὰς νόσους, ἐπίστευαν καὶ τοὺς ἐβάπτιζε εἰς τ’ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἕνας τέτοιος ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ χωριὸν Σολοποτάμιον, ποὺ ὀνομάζετο καὶ αὐτὸς Αὐξίβιος, ἦλθε καὶ ἔρριψε τὸν ἑαυτό του στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου, ζητώντας του τὴ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ. Ἐβαπτίσθη, ἐφωτίσθη καὶ ἔμεινε γιὰ πάντα στὸν Ἐπίσκοπό του, προκόπτοντας σὲ σοφία καὶ χάρη, μιμούμενος κατὰ πάντα τὸν διδάσκαλό του. Ἀργότερα, ἡ κατὰ Θεὸν προκοπὴ τοῦ νεότερου Αὐξιβίου, φανερώθηκε στὸν μεγάλο ἱεράρχη μὲ τοῦτο τὸ σημεῖο. 

Ἐνῶ ὕπνωσε στὸ ὕπαιθρο ὁ νεότερος νὰ ξεκουρασθεῖ στὴ σκιὰ ἑνὸς δέντρου, πέρασε ὁ Ἐπίσκοπος Αὐξίβιος καὶ εἶδε πλῆθος μυρμήγκων νὰ ἔχουν σχηματίσει ἕνα φωτοστέφανο γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ νεότερου Αὐξιβίου. Ἐθαύμασε ὁ ἱεράρχης τὸ γεγονὸς καὶ ἀντελήφθη ὅτι ὁ στέφανος τῶν μυργήκων προεμήνυε τὴν ἀξία τῆς ἱεροσύνης, ὅτι ἔμελλε ὁ μαθητὴς νὰ καθίσει εἰς τὸν θρόνο τοῦ καλοῦ διδασκάλου. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἔφτασαν ἀπὸ τὴ μεγάλη πόλη τῆς Ρώμης ὁ Θεμισταγόρας – ἀδελφός τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου – μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του τὴ μακαρία Τιμῶ.

Ἀφοῦ τοὺς βάπτισε καὶ αὐτούς, τοὺς χειροτόνησε καὶ τοὺς δύο διακόνους τῆς Ἐκκλησίας. Σχεδὸν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν Σόλων ἐπίστευσαν στὸν Θεὸν τοῦ Αὐξιβίου καὶ ἔβλεπε ὁ ἅγιος ὅτι ὁ πρῶτος ναὸς ἦταν μικρὸς γιὰ τὸ μεγάλο του ποίμνιο. Συνεργοῦντος τοῦ Θεοῦ, ἀνήγειρε ναὸ μέγα καὶ θαυμαστό, ποὺ ἔγινε ὀνομαστὸς σ’ ὁλόκληρη τὴν Κύπρο. Ἀφοῦ ὅλα καλῶς τὰ ἔκανε καὶ τὴν ἀρχιεροσύνη ἐτίμησε γιὰ πενήντα ὁλόκληρα χρόνια, ἔφτασε ὁ Μέγας Αὐξίβιος στὸ τέλος τοῦ βίου του. 

Ὁ μεγάλος φωτιστῆς τῆς ἐπαρχίας τῶν Σόλων καὶ κατοπινῆς Θεομόρφου – Μόρφου, ἐκάλεσε κοντὰ του τὸν θεοτίμητο Αὐξίβιο, τὸν πιστὸ μαθητή του, στὸν ὁποῖο ἀνέθεσε τὴν ἐπισκοπὴ τῶν λογικῶν προβάτων λέγοντας: «Σὲ ἐξελέξατο ὁ θεὸς ἱερέα. Σὺ ἔση ποιμαίνων τὴν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ».Τὴν Τρίτη ἡμέρα «ἀκοὴ ἐγένετο εἰς πάσαν τὴν πόλιν ὅτι Αὐξίβιος ὁ πατὴρ ἠμῶν μέλλει καταλύειν τὸν ἀνθρώπινον βίον». Συναθροίσθησαν ὅλοι στὴν Ἐπισκοπὴ μετὰ κλαυθμοῦ καὶ ὀδυρμοῦ μεγάλου καί, ἀφοῦ ἀσπάσθηκε ἕναν ἕκαστο, ἐν εἰρήνη παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Κύριον καὶ Θεὸ του Ἰησοῦ Χριστό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.