15 Σεπ 2016

Χωρεῖ οἰκονομία στὰ τῆς Πίστεως;

Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, γραφεῖο ἐπὶ 
τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν παραθρησκειῶν
Ὅσοι μελετοῦν τὰ λεχθέντα, πραχθέντα καὶ ἀποφασισθέντα κατὰ τὴν «Σύνοδο» ποὺ πραγματοποιήθηκε τὸν περασμένο Ἰούνιο στὴν Κρήτη, διαπιστώνουν ὅλο καὶ ἐναργέστερα, ὅτι ὁ πρωταρχικὸς στόχος τῆς πλειονότητας τῶν μελῶν της ὑπῆρξε ἡ μὲ κάθε τρόπο καὶ πάση θυσία προσπάθεια ἀποδοχῆς τοῦ ὄρου «Ἐκκλησία» στοὺς ἑτεροδόξους. Ἡ ἐπιδίωξη αὐτὴ ἦταν, θὰ λέγαμε, ἡ καρδιὰ τῆς «Συνόδου». Γι’ αὐτὸ καὶ πολεμήθηκε μὲ πρωτοφανῆ λύσσα κάθε ἀντίθετη γνώμη, ποὺ ἦταν σύμφωνη μὲ τὴν μακραίωνη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Μένουμε δὲ πραγματικὰ ἔκθαμβοι, βλέποντας τὶς ἀπίστευτες μεθοδεύσεις καὶ  σοφιστεῖες, ποὺ ἐπινοήθηκαν κατὰ τὴν ἐν λόγω «Σύνοδο», προκειμένου νὰ θεμελιωθεῖ «θεολογικὰ» ὁ κεντρικὸ αὐτὸς στόχο της. 
Μία τέτοια εἰσήγηση, πλήρως εὐθυγραμμισμένη στὸ «πνεῦμα» τοῦ  συγκρητισμοῦ, ὑπῆρξε καὶ αὐτὴ τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου Κύκκου καὶ Τηλλυρίας (Κύπρου) κ. Νικηφόρου, ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε στὸ ὑπερπολυτελὲς περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς του «ΕΝΑΤΕΝΙΣΕΙΣ» (τεύχ. Ἰανουάριος – Ἰούνιος 2016). Τίτλος τῆς εἰσηγήσεως: «Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΟΠΩΣ “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ».
Στὴν εἰσήγηση αὐτὴ προσπαθεῖ ὁ Σεβασμιώτατος, ὅπως θὰ καταδειχθεῖ στὴ συνέχεια, μὲ ἱστορικὰ ἅλματα καὶ θεολογικοὺς ἀκροβατισμούς, μὲ μία στρεβλὴ θεώρηση τῆς ἀρχῆς τῆς...
οἰκονομίας καὶ μὲ παρερμηνεῖες ἁγιογραφικῶν καὶ πατερικῶν χωρίων, νὰ φθάσει στὸ συμπέρασμα, ὅτι μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ γίνει δεκτὸς ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» στοὺς ἑτεροδόξους αἱρετικούς.

Κατ΄ ἀρχὴν τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε εἶναι, ὅτι ἡ εἰσήγηση αὐτὴ παρουσιάζει ἕνα μεγάλο θεολογικὸ κενό, ἕνα κενὸ ποὺ δὲν δικαιολογεῖται γιὰ ἕναν Ἐπίσκοπο, ποὺ ἔχει τὴν ἀξίωση νὰ παρουσιάσει μία μελέτη γύρω ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ ὄρου «Ἐκκλησία» στοὺς ἑτεροδόξους σὲ μία πανορθοδόξου ἐμβελείας «Σύνοδο». Τὸ κενὸ ἔγκειται στὸ γεγονός, ὅτι ἀρχίζει τὴν διαπραγμάτευση τοῦ θέματός του ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως, (1986), προσπερνώντας ἔτσι συνοδικὲς ἀποφάσεις ἑνὸς πλήθους Συνόδων Οἰκουμενικῶν, Τοπικῶν καὶ Ἐνδημουσῶν καὶ διαγράφοντας μὲ μία μονοκονδυλιὰ μία Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση 19 αἰώνων.

Ἡ εἰσήγηση θὰ εἶχε θεολογικὴ πληρότητα καὶ ἀντικειμενικότητα, ἐὰν ἔκανε τὸν κόπο νὰ μᾶς παραθέσει, ποιὰ στάση τήρησαν οἱ παρὰ πάνω Σύνοδοι ἀπέναντι στοὺς ἑτεροδόξους. Ἂν δηλαδὴ οἱ ἐν λόγω Σύνοδοι ἀναγνώρισαν αὐτοὺς ὡς «Ἐκκλησίες». Ἡ παράκαμψη ὅλων αὐτῶν τῶν Συνόδων φυσικὰ δὲν εἶναι τυχαῖα καὶ προφανῶς ἔγινε σκόπιμα, διότι ἁπλούστατα οἱ Σύνοδοι αὐτὲς δὲν εὐνοοῦν τὰ συμπεράσματα, ποὺ θέλει νὰ βγάλει ὁ Σεβασμιώτατος. Πράγματι ἂν ρίξουμε μία ματιὰ στὰ πρακτικὰ αὐτῶν τῶν Συνόδων, θὰ δοῦμε ὅτι ὅλες, χωρὶς καμιὰ ἐξαίρεση, θεωροῦν τοὺς ἑτεροδόξους ὡς αἱρετικούς, καταδικάζουν ἀπερίφραστα τὶς αἱρετικές τους διδασκαλίες καὶ οὐδέποτε ἀποδίδουν σ’ αὐτοὺς τὸν ὄρο «Ἐκκλησία». Φυσικὰ περιττὸ νὰ λεχθεῖ, ὅτι ἡ  Γ΄ Προσυνοδικὴ μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ἀφετηρία καὶ βάση γιὰ τὴν ἀπόδοση τοῦ ὄρου «Ἐκκλησία» στοὺς ἑτεροδόξους. Ἀντίθετα μάλιστα  ὀφείλουν οἱ ἀποφάσεις της νὰ κριθοῦν  καὶ νὰ ἀξιολογηθοῦν ἐπὶ τὴ βάσει τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν καὶ Ἐνδημουσῶν Συνόδων. Ἐπειδὴ δὲ ἡ ἐν λόγω Διάσκεψη δὲν ἀκολουθεῖ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση τῶν Συνόδων αὐτῶν, ὀφείλει νὰ ἀπορριφθεῖ στὸ σύνολό της ὡς μία αἱρετίζουσα ψευδοδιάσκεψη. 

Παρὰ κάτω ὁμιλεῖ γιὰ τὴν Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τὴν ὁποία ταυτίζει μὲν μὲ τὴν Ὀρθόδοξη, ἀλλὰ παράλληλα τονίζει ὅτι «οἱ ποιμένες της οὔτε εἰς μίαν ἐκ τῶν πολλῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν ὑποβιβάζουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὴ θεωρία τῶν κλάδων τὴν ἐντάσσουν». Ἐδῶ ὁμιλεῖ περὶ «πολλῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν». Ρωτᾶμε τὸν Σεβ. Κύκκου: Ποῦ βρήκατε γραμμένο αὐτὸ τὸν ὄρο, «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», Σεβασμιώτατε; Ἀπὸ ποῦ τὸν δανειστήκατε; Ἀπὸ ποιὸ συνοδικὸ κείμενο Οἰκουμενικῆς, Τοπικῆς, ἤ Ἐνδημούσης Συνόδου, ἤ ἔστω ἀπὸ ποιὸ Πατερικὸ κείμενο; Ὅσο καὶ ἂν ψάξουμε στὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Συνόδων, ἀλλὰ καὶ στὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων, πουθενὰ δὲν θὰ βροῦμε τὸν ὄρο αὐτό.

Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, (Βλ. Α  Κανὼν Μεγ. Βασιλείου, Πηδάλιον σελ. 587) οἱ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ὑποχρεωτικὰ ἐντάσσονται σὲ τρεῖς κατηγορίες, αὐτὴ τῶν αἱρετικῶν, τῶν σχισματικῶν καὶ τῶν παρασυναγώγων. Ἡ κατηγορία τῶν «ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν» εἶναι ἄγνωστη στὴ Κανονικὴ καὶ Πατερική μας Παράδοση. Εἶναι, μία ἀνύπαρκτη κατηγορία, μία ἐφεύρεση ποὺ ἐπινοήθηκε στὴ φαντασία μόνον τῶν οἰκουμενιστῶν, ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τὸν σκοπό τους, νὰ ἀποδώσουν δηλαδὴ ἐκκλησιαστικότητα στοὺς ἑτεροδόξους αἱρετικούς. Ὁ ὅρος αὐτὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο λέξεις «ἑτερόδοξος» καὶ «Ἐκκλησία» ποὺ ἡ μία ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη, ἡ μία γρονθοκοπεῖ τὴν ἄλλη. Ὅσο ἀληθινὸ εἶναι νὰ ὀνομάσουμε μία πόρνη παρθένο, ἄλλο τόσο νὰ ὀνομάσουμε μία ἑτερόδοξη κοινότητα Ἐκκλησία. Ὁ ἑτερόδοξος ταυτίζεται μὲ τὸν αἱρετικὸ ἐπειδὴ πιστεύει σὲ ἄλλα δόγματα, ἔχει ἄλλη πίστη, «ἑτέρα δόξα», ἀπὸ αὐτὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχουν πολλὲς πίστεις, ὅπως δὲν ὑπάρχουν καὶ πολλὲς Ἐκκλησίες μὲ διαφορετικὰ δόγματα, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου: «εἰς Κύριος, μία πίστις, ἐν βάπτισμα» (Ἔφ.4,5).

Ἐπίσης κάνει μία ἀπαράδεκτη διάκριση μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν «πολλῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν». Δηλαδὴ κατὰ τὸν Σεβ. Κύκκου ὑπάρχει ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τοποθετεῖται σὲ ὑψηλότερο ἐπίπεδο ἐκκλησιαστικότητος καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ «πολλὲς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», οἱ ὁποῖες βρίσκονται ὑποβιβασμένες σὲ χαμηλότερο ἐπίπεδο. Εἰσάγει δηλαδὴ ἀνεπαίσθητα, πλὴν σαφέστατα, τὴν ἔννοια διαφόρων διαβαθμίσεων ἐκκλησιαστικότητος. Ἡ θεωρία τῶν διαβαθμίσεων ἐκκλησιαστικότητος, ἡ διαφορετικοῦ βαθμοῦ ἐκκλησιαστικῆς πληρότητος, ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἐκκλησιολογικὲς διδασκαλίες (=πλάνες) τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Πρόκειται γιὰ μία θεωρία, ἡ ὁποία βέβαια δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Παρὰ κάτω ὁμιλεῖ γιὰ τὴν Οἰκονομία: «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀκριβείας γνωρίζει καὶ τὴν ὁδὸ τῆς Οἰκονομίας, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα δικό της πανάρχαιο προνόμιο». Παρουσιάζει ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη ὡς «παράδειγμα πρακτικῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀρχῆς τῆς Οἰκονομίας» τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἐπικαλεῖται τὰ χωρία ἀπὸ τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ (9, 19-22): «Ἐλεύθερος γὰρ ὧν ἐκ πάντων πάσιν ἐμαυτὸν ἐδούλωσα, ἴνα τοὺς πλείονας κερδήσω· καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἴνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, ἴνα τοὺς ὑπὸ νόμονκερδησω· τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὧν ἄνομος Θεῶ, ἀλλ’ ἔννομος Χριστῷ, ἴνα κερδήσω ἀνόμους·…». Προφανῶς ἐδῶ ὁ Σεβασμιώτατος στὴν προσπάθειά του νὰ ἐφαρμόσει τὰ παρὰ πάνω χωρία τοῦ Ἀποστόλου στοὺς  ἑτεροδόξους, δίδει μία στρεβλὴ  ἑρμηνεία τῶν χωρίων αὐτῶν, ἡ ὁποία  ὡστόσο εἶναι σαφέστατη.

Ὅταν ὁ Ἀπόστολος ἔλεγε τοὺς παρὰ πάνω λόγους, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε ὅτι ἔπαιζε τὸν καραγκιόζη καὶ ἀναλόγως τῶν περιστάσεων, ἄλλοτε παρίστανε τὸν Ἰουδαῖο, παρασυρόμενος ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ ἄλλοτε τὸν ἐθνικό, παρασυρόμενος ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία καὶ ἀπαρνούμενος τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ἀλλοίμονο ἂν φθάσουμε στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ Ἀπόστολος ἦταν «κάλαμος ὑπὸ ἀνέμων σαλευόμενος». Ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία τῶν παρὰ πάνω χωρίων σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες εἶναι ἡ ἑξῆς: Ὁ Ἀπόστολος, ἂν καὶ θεωροῦσε τὴν περιτομὴ καὶ τὶς τελετουργικὲς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ὡς δυσβάστακτο ζυγό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο μᾶς ἀπελευθέρωσε ὁ Χριστός, [βλ. Γαλ. 5,1: «Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε»], ἐν τούτοις σὲ πολλὲς περιπτώσεις συμμορφωνόταν πρὸς αὐτές, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ διευκολύνεται ἡ ἀποδοχὴ τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων.

Κλασικὸ παράδειγμα ἔχουμε τὴν περιτομὴ τοῦ Τιμοθέου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολο, (βλ. Πράξ. 16,3). Ὁ ἀπόστολος προσάρμοζε τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα καὶ τὶς τοπικὲς παραδόσεις τῶν ἀνθρώπων, εἴτε αὐτοὶ ἦταν ἰουδαῖοι, εἴτε ἐθνικοί, ἐφ’ ὅσον τὰ ἔθιμα αὐτὰ καὶ οἱ παραδόσεις δὲν ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ εὐαγγέλιο καὶ τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε προσθέτει παρὰ κάτω: «μὴ ὧν ἄνομος Θεῶ, ἀλλ’ ἔννομος Χριστῷ». Ὑποχωροῦσε καὶ συμμορφωνόταν μὲ ὅλα αὐτά, προσέχοντας πάντοτε νὰ μὴν ἀθετήσει οὐδέποτε τὴν πίστη καὶ τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ μὴν παραβεῖ τὸν νόμο τοῦ εὐαγγελίου γιὰ νὰ ἀρέσει στοὺς ἀνθρώπους: «εἰ γὰρ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον, Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἂν ἤμην» (Γαλ. 1,10).

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς δράσεώς του, κάθε φορᾶ ὁμιλοῦσε ἀνάλογα μὲ τὸ ἀκροατήριο ποὺ εἶχε μπροστά του. Διαφορετικὰ ὁμιλοῦσε στὶς συναγωγὲς τῶν ἰουδαίων καὶ διαφορετικὰ ὁμίλησε στὸν Ἄρειο Πάγο. Στὰ θέματα τῆς πίστεως ὅμως ἦταν ἄτεγκτος καὶ ἀνυποχώρητος. Δὲν δεχόταν καμία παραχάραξη, ἤ δογματικὴ ἀλλοίωση τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γάλ.1,9). Δὲν διστάζει νὰ ἀναθεματίσει, δηλαδὴ νὰ ἀποκόψει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἐκεῖνον, ποὺ θὰ τολμήσει νὰ διδάξει κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως, ποὺ παρέλαβαν οἱ Γαλάτες.

Ὅπως καταλαβαίνει κανείς, τὰ παρὰ πάνω λόγια του Ἀπόστολου, τὰ ὁποία ἐπικαλεῖται ὁ Σεβ. Κύκκου (Α΄ Κορ. 9,19-22), δὲν μποροῦν νὰ ἐφαρμοσθοῦν στοὺς ἑτεροδόξους, διότι ἐδῶ δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἤθη καὶ ἔθιμα, ἀλλὰ μὲ δογματικὲς πλάνες καὶ αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν ἑτεροδόξων. Δὲν καλούμεθα δηλαδὴ νὰ ὑποχωρήσουμε καὶ νὰ συμμορφωθοῦμε μὲ ἤθη καὶ ἔθιμα τῶν Δυτικῶν, ἀλλὰ νὰ ἀναγνωρίσουμε τοὺς ἑτεροδόξους ὡς «Ἐκκλησίες», χωρὶς αὐτοὶ νὰ ἔχουν ἀποβάλει τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τους. Στὴν προκειμένη περίπτωση ἑπομένως, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ …» (Γαλ. 1,9).

Παρὰ κάτω ἐπικαλεῖται τὸν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος τηροῦσε μία στάση ποιμαντικῆς οἰκονομίας ἀπέναντι στοὺς Πνευματομάχους καὶ ἀπέφευγε νὰ χρησιμοποιεῖ ρητὰ καὶ δημοσίως τοὺς ὅρους «Θεὸς» καὶ «Ὁμοούσιος» γιὰ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν φίλο του ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, νὰ διαφωνήσει μαζί του καὶ νὰ τὸν ἐπιτιμήσει γιὰ τὴν στάση του αὐτή, ἐνῶ ἐξ ἀντιθέτου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τὸν ὑπερασπίστηκε, θεωρώντας τὴν στάση του σοφὴ καὶ συνετὴ καὶ ἐπιβεβλημένη γιὰ λόγους ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας. Κατ’ ἀρχὴν ὁ Μέγας Βασίλειος παντοῦ στὶς ἐπιστολές του καὶ στὴ διδασκαλία του ἐτόνιζε, ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὀνομάζουμε κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Γιὰ παράδειγμα στὴν ἐπιστολή του μὲ τίτλο: «Τοῖς ἐν Ταρσῶ πρεσβυτέροις» γράφει: «Ἐπείουν πολλὰ στόματα ἤνοικται κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου καὶ πολλαὶ γλῶσσαι ἠκόνηνται εἰς τὴν κατ’ αὐτοῦ βλασφημίαν, ἀξιοῦμεν ὑμᾶς, ὅσον ἐστὶν ἐφ’ ὑμίν, εἰς ὀλίγον ἀριθμὸν περιστῆσαι τοὺς βλασφημοῦντας, καὶ τοὺς μὴ λέγοντας κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, δέχεσθαι εἰς κοινωνίαν». (Ἐπιστολὴ 113, PG 32, 527-528).

Ἐπίσης θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ μᾶς ἐξηγήσει ὁ Σεβ. Κύκκου, πὼς συμβαίνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀπὸ τὴ μία μεριὰ νὰ ἐπαινεῖ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἴδιος νὰ μὴν ἀκολουθεῖ τὴν ὁδὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας πού ἀκολουθοῦσε ὁ Μέγας Βασίλειος; Διότι ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης: «Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος… κατεδίκασεν αὐτοὺς [τοὺς πνευματομάχους] συνοδικῶς δὶς ἐν Ἀλεξανδρεία κατὰ τὰ ἔτη 361-363». Γι’ αὐτοὺς μάλιστα ἔγραψε καὶ ἐπιστολὴ στὸν αὐτοκράτορα Ἰοβιανὸ ὅτι «οἱ Πνευματομάχοι ἐβλασφήμουν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν τῷ φάσκειν αὐτοὺς κτίσμα εἶναι καὶ ποίημα διὰ τοῦ Υἱοῦ γεγονός». (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, «Τὰ δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», Τόμ.1, Ἀθήνα 1960, σέλ.69).

Πῶς συμβαίνει δηλαδὴ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος νὰ συγκαλεῖ δύο φορὲς Τοπικὴ Σύνοδο στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν ὁποία ἀνακηρύσσει δημοσίως, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο εἶναι «Θεὸς» καὶ «Ὁμοούσιος» μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ καταδικάζει ἐπισήμως καὶ συνοδικῶς τοὺς Πνευματομάχους ὡς βλασφήμους καὶ αἱρετικούς; Γιατί ἄραγε δὲν ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς ποιμαντικῆς οἰκονομίας, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος; Κατ’ ἐπέκτασιν θὰ θέλαμε νὰ μᾶς ἐξηγήσει, γιατί οἱ ἅγιοι Πατέρες πού συγκρότησαν τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, δὲν ἀκολούθησαν τὴν ὁδὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, πού ἀκολουθοῦσε ὁ Μέγας Βασίλειος;

Γιατί μ’ ἄλλα λόγια δὲν ἀποσιωποῦσαν τὴν Θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλ’ ἀπεναντίας μάλιστα θεώρησαν χρέος τους νὰ συγκροτήσουν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ νὰ διακηρύξουν δημοσίως, ἐπισήμως καὶ συνοδικῶς τὴν Θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος; Ἀπὸ τὴν στάση αὐτὴ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς συμπεραίνουμε, ὅτι οὐδέποτε ἡ γνώμη καὶ ἡ  στάση ἑνὸς Πατρός, (ὅσο μεγάλος καὶ ἂν εἶναι αὐτός), σὲ κάποιο συγκεκριμένο θέμα ἀποτέλεσε γνώμονα καὶ κανόνα καὶ γραμμὴ πλεύσεως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὐδέποτε ἐδέσμευσε τὴν Ἐκκλησία νὰ λάβει τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις, ποὺ θεώρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ λάβει, σχετικὰ μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ὑπεράνω της αὐθεντίας τῶν ἁγίων Πατέρων βρίσκεται ἡ αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἑπομένως ὁ Σεβασμιώτατος θὰ ἔπρεπε στὸ συγκεκριμένο ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας νὰ ἔχει ὡς γνώμονα καὶ κανόνα καὶ κριτήριο ὄχι τὴν στάση οἰκονομίας ἑνὸς ἁγίου, ἀλλὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἐπεκτείνοντας ἀκόμη περισσότερο τὴν σκέψη μας, ρωτᾶμε τὸν Σεβασμιώτατο: Εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ μεταφέρουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα καὶ ἐπικαλούμενοι αὐτὸν νὰ ἀποδώσουμε ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση στοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ ὀνομάσουμε αὐτοὺς «Ἐκκλησίες»; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καταφύγουμε στὴ στάση οἰκονομίας ἑνὸς πατρός, ἡ ὁποία οὔτε στὴν ἐποχὴ του ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο Τοπικές τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὡς γραμμὴ πλεύσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ διαγράψουμε μὲ μία μονοκονδυλιὰ μία πλειάδα Συνόδων, Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν, ποὺ καταδικάζουν ἀπερίφραστα τούς ἑτεροδόξους ὡς αἱρετικοὺς καὶ οὐδεμία ἀπὸ αὐτὲς ἀπέδωσε σ’ αὐτοὺς τὸν ὄρο «Ἐκκλησία»;

Ἀναφέρουμε ὁρισμένες ἐνδεικτικά. Ὁ Μονοφυσιτισμὸς ἔχει καταδικαστεῖ ἤδη ἀπὸ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς μεταγενέστερες. Ὁ Παπισμὸς (καὶ κατ’ ἐπέκτασιν καὶ κατὰ μείζονα λόγον, ὁ Προτεσταντισμὸς) ἔχει καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴ ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, ἀπὸ τὶς Συνόδους τοῦ 1341-1351 ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (Θ΄ Οἰκουμενική), ἀπὸ τὴν ἐνδημοῦσα Σύνοδο τοῦ 1722 ἐν Κωνσταντινουπόλει, (Βλ.  Ι. Καρμίρη, «Τὰ δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα…», τόμ.2, σελ. 821), τὴν ἐνδημοῦσα Σύνοδο τοῦ 1838 ἐν Κωνσταντινουπόλει, (Βλ.  Ἰω. Καρμίρη, «Τὰ δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα…», τόμ.2, σελ. 893-902) καὶ ἄλλες.       

Παρὰ κάτω ἀναφέρει  τὴν ἀπόφαση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νὰ δεχθεῖ «πίσω στὴν Ἐκκλησία ὄχι μόνον τοὺς μεταμεληθέντας ἐκείνους εἰκονομάχους ἐπισκόπους ποὺ δὲν ἐβαρύνοντο μὲ ἐγκλήματα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπ’ αὐτῶν χειροτονηθέντας». Κατ’ ἀρχὴν ὁ Σεβ. Κύκκου παραθεωρεῖ κάτι πολὺ βασικό: Ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς δὲν ἔκαναν δεκτούς τούς εἰκονομάχους ἀπροϋπόθετα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι μετενόησαν καὶ ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία ἐγκαταλείποντας τὴν κακοδοξία τους, νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καθ’ αὐτά, χωρὶς δηλαδὴ τὴν προϋπόθεση τῆς μετανοίας.

Τὸ λέμε αὐτὸ καὶ τὸ τονίζουμε, διότι στὸ κείμενο: «Σχέσεις Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον», ποὺ ψηφίστηκε στὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος γιὰ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ σημερινὴ τραγικὴ πραγματικότης εἶναι ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι, παρὰ τοὺς ἐπὶ δεκαετίες μέχρι σήμερα γενομένους Διαλόγους, δὲν μετανοοῦν, ἀλλὰ ἐξακολουθοῦν νὰ ἐπιμένουν πεισματικὰ στὶς πλάνες των. Οἱ ἐλάχιστες μεμονωμένες περιπτώσεις ἑτεροδόξων ποὺ μετανόησαν καὶ ἐπέστρεψαν στὴν Ὀρθοδοξία, δὲν ἐπέστρεψαν ἐξ’ αἰτίας τῶν Διαλόγων, ἀλλ’ ἐξ’ αἰτίας τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου ἁγίων Γερόντων, ὅπως τοῦ π. Ἐφραίμ, Προηγουμένου στὴν Ἀριζόνα τῶν Η.Π.Α., ὁ ὁποῖος ὀρθότατα ὡς θεοφώτιστος πατήρ, τοὺς ἔκανε δεκτοὺς μὲ κανονικὸ βάπτισμα, διότι ὅπως εἶναι γνωστὸ οἱ Δυτικοὶ δὲν τηροῦν τὸν ἀπαραίτητο ὄρο τῆς τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως, ποὺ θέτουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες 7 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς καὶ 95 τῆς Πενθέκτης.  

Παρὰ κάτω ἐπικαλεῖται καὶ πάλι τὸν Μέγα Βασίλειο: «Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Βασίλειος δὲν διστάζει νὰ χρησιμοποιήσει τὸν ὄρο ‘Ἐκκλησία’ καὶ γι’ αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς Ἀρειανόφρονες λέγοντας: οἶμαι προσήκειν μίαν ταύτην εἶναι σπουδὴν τοῖς γνησίως καὶ ἀληθῶς δουλεύουσι τῷ Κυρίω, τὸ ἐπαναγαγεῖν πρὸς ἕνωσιν τὰς Ἐκκλησίας τὰς πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἀπ’ ἀλλήλων διατμηθείσας». Θαυμάζει κανεὶς καὶ ἐκπλήσσεται, ὅταν διαπιστώνει τὸ μέγεθος τῆς ἀλλοιώσεως, ποὺ ἐπιχειρήθηκε στὸ παρὰ πάνω χωρίο καὶ μάλιστα ἀπὸ ἕναν  Μητροπολίτη. Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶναι παρμένο ἀπὸ μία ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου μὲ τίτλο «Τοῖς ἐν Ταρσῶ περὶ Κυριακόν».

Ἂν διαβάσει κανεὶς ὁλόκληρη τὴν ἐπιστολή, ἀμέσως διαπιστώνει, ὅτι ἐδῶ δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἀρειανόφρονες ὅπως, προφανῶς σκοπίμως, ἰσχυρίζεται ὁ Σεβασμιώτατος. Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ ἅγιος ἀναφέρεται  σὲ μία ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, ἡ ὁποία λόγω τῆς συγχύσεως ποὺ ἐπικρατοῦσε τότε, δὲν ἦταν σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες. Τὴν κοινότητα αὐτὴ ἐπισκέφτηκε ὁ ἅγιος καὶ διαπίστωσε τὴν γνησιότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τῶν πιστῶν ποὺ ἀνῆκαν σ’ αὐτήν, πρὸς τοὺς ὁποίους μάλιστα πλέκει ἐγκώμια γιὰ τὴν πίστη καὶ τὸ ἦθος των:

«Συντυχῶν τοῖς ἀδελφοῖς καὶ θεασάμενος αὐτῶν πολὺ μὲν τὸ φιλάδελφον καὶ τὸ περὶ ὑμᾶς ἀγαπητικόν, πολλῶ δὲ ἔτι πλέον τὸ φιλοχριστὸν καὶ τὸ περὶ τὴν πίστιν ἀκριβὲς τὲ καὶ εὔτονον, καὶ ὅτι πολλὴν ἀμφοτέρων ποιοῦνται σπουδὴν τῆς τὲ ὑμετέρας ἀγάπης μὴ χωρίζεσθαι καὶ τὴν ὑγιαίνουσανπιστιν μὴ καταπροδοῦναι». Μεταφράζουμε: Ἀφοῦ πῆγα καὶ συνάντησα αὐτοὺς τοὺς ἀδελφοὺς διαπίστωσα, τὴν φιλαδελφία καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχουν σ’ ἐσᾶς, [τοὺς ἐν Ταρσῶ ἀδελφούς], καὶ πολὺ περισσότερο πόσο φιλόχριστοι εἶναι καὶ πόση ἀκρίβεια ἔχουν στὴν πίστη καὶ πόσο ἰσχυροὶ καὶ νευρώδεις εἶναι στὴν πίστη καὶ ὅτι ἔχουν μεγάλη φροντίδα καὶ ἐπιμέλεια ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ μὴν χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν ἀγάπη σας, καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ μὴν καταπροδώσουν τὴν ὑγιαίνουσα πίστη.

Στὴ συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς ὁ ἅγιος ἐγγυᾶται προσωπικὰ ὁ ἴδιος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη αὐτῶν καὶ παρακαλεῖ τοὺς ἐν Ταρσῶ νὰ τοὺς δεχθοῦν σὲ πλήρη κοινωνία «ἡνωμένους γνησίως, καὶ πάσης ἐκκλησιαστικῆς φροντίδος κοινωνούς». Νομίζουμε ὅτι τὸ παρὰ πάνω ἀπόσπασμα τὰ λέει ὅλα καὶ δὲν χρειάζεται νὰ προσθέσουμε τίποτε. Ὁ καθένας  μπορεῖ νὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ ἅγιος δὲν ἀναφέρεται σὲ ἀρειανούς, ἀλλὰ σὲ Ὀρθοδόξους μὲ «ὑγιαίνουσαν πίστιν»!

Ἐπικαλεῖται ἀκόμη καὶ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, ὁ  ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τὸν ὄρο Ἐκκλησία γιὰ τοὺς δυτικούς. Ἐδῶ θὰ ἐπαναλάβουμε αὐτὸ ποὺ εἴπαμε προηγουμένως. Ὑπεράνω τῆς αὐθεντίας τῶν ἁγίων Πατέρων βρίσκεται ἡ αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διότι οἱ ἅγιοι δὲν ἦταν ἀλάθητοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ποὺ δογμάτισαν ἀλαθήτως καὶ θεοπνεύστως. Ἀνθρώπινες αὐθεντίες προβάλουν οἱ αἱρετικοὶ παπικοί, μὲ τὴν περὶ «ἀλαθήτου» κακοδοξία τους καὶ οἱ προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι ἀνάγουν τὸν κάθε αἱρεσιάρχη σὲ «αὐθεντία».

Κλείνοντας τὴν εἰσήγησή του ὁ Σεβ. Κύκκου, δὲν διστάζει νὰ ἐξαπολύσει κεραυνοὺς καὶ μύδρους ἐναντίον ὅλων ἐκείνων ποὺ ἐλέγχουν τὶς πλάνες τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ  ἀγωνίζονται, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ κρατήσουν ἀνόθευτη καὶ ἀπαραχάρακτη τὴν πίστη τῶν ἁγίων Πατέρων μας: «Ἡ ὀρθόδοξη πίστη ποτὲ δὲ παρουσιάστηκε “νὰ κρατᾶ μάχαιρα καὶ νὰ πειθαναγκάζει μὲ αὐτὴ τοὺς παντες”. Οἱ μεσαιωνικοὶ φανατισμοὶ καὶ οἱ ἀφορισμοὶ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ σταυροῦ, ἐπὶ προφάσει τηρήσεως, ἤ δῆθεν  προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας,….»!

Ἀλλά, θέλει νὰ ἀγνοεῖ, πὼς αὐτοὶ ποὺ κρατοῦσαν μαχαίρια, δὲν ἦταν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀλλὰ οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες Λατινόφρονες, ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος (1275-1283), ποὺ αἱματοκύλισε τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἀνέδειξε τοὺς ἁγίους Ὁσιομάρτυρες, ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους, γιατί δὲν δέχθηκαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ψευδοσυνόδου τῆς Λυών, (1274), καὶ ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας (1334-1347), ὁ ὁποῖος φυλάκισε τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά, τέσσερα χρόνια στὶς φυλακὲς τοῦ παλατιοῦ καὶ βέβαια οἱ Λατίνοι ποὺ ἔκαψαν ζωντανούς τούς 13 Ὀσιάθλους Ἁγίους Πατέρες τῆς ἐν Καντάρα τῆς Κύπρου Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Παναγίας, ἐπειδὴ ἀρνοῦνταν τὰ ἄζυμα!

Ἄξιοι συνεχιστὲς τῶν Λατινοφρόνων ἐκείνων εἶναι καὶ οἱ σημερινοὶ διάδοχοί τους, οἱ ὁποῖοι δὲν δίστασαν νὰ καρατομήσουν μὲ ἀφορισμὸ καὶ ἄνευ δίκης (!) ἕναν ἄξιο ἐργάτη τοῦ εὐαγγελίου καὶ κορυφαῖο θεολόγο τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἀγωνίστηκε, ὅσο λίγοι, ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καὶ μάλιστα ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸν ἀοίδιμο Νικόλαο Σωτηρόπουλο.

Ἂς κάνει τὸν κόπο νὰ ρίξει μία ματιὰ ἐπίσης ὁ Σεβασμιώτατος νὰ δεῖ: Ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, πού «ἀκονίζουν τὰ μαχαίρια τους» μετὰ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης; Ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐξαπέλυσαν διωγμὸ στὸ Ἅγιον Ὅρος; Ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐδίωξαν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Χιλανδαρίου τέσσερις μοναχούς, ἐπειδὴ δὲν δέχτηκαν τὶς ἀποφάσεις «Συνόδου» τῆς Κρήτης καὶ ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἀπέπεμψαν τὸν π. Σάββα Λαυριώτη ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ προϊσταμένου; Τοὺς  «μεσαιωνικοὺς φανατισμοὺς» ἂς ψάξει νὰ τοὺς βρεῖ ἀλλοῦ καὶ ὄχι στοὺς ἁγίους Πατέρες μας καὶ σ’ ὅσους βαδίζουν σήμερα στὰ χνάρια τους! 

Περαίνοντας, ἐκφράζουμε τὴ βαθειὰ λύπη μας καὶ τὴν πλήρη ἀπογοήτευσή μας γιὰ τὶς ἀπαράδεκτες αὐτὲς καινοφανεῖς θεωρίες, οἱ ὁποῖες, σοφιστικῷ τῷ τρόπῳ, εἰσέρχονται δολίως στὴν Ἐκκλησία, ὡς νέα «ἐκκλησιαστικὴ παράδοση», ἡ ὁποία ἐπιχειρεῖ τὴν πλήρη ἐκτόπιση τῆς Πατερικῆς μας Παραδόσεως. Λυπούμαστε διότι δὲν βρέθηκε οὔτε ἕνας Ἐπίσκοπος ἀπὸ τοὺς 156, νὰ ἐλέγξει εὐθαρσὼς τὸν Σεβ. Κύκκου γιὰ τὰ παραπάνω κακόδοξα ποὺ εἰσέφερε στὴ «Σύνοδο»! Στὸ βωμὸ τῆς σκοπιμότητας θυσιάζονται τὰ ἱερὰ καὶ τὸ ὅσια τῆς ἀμωμήτου Πίστεῶς μας, τώρα καὶ «συνοδικῶς»! Ἡ προωθούμενη «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» βαίνει ἀκάθεκτη, ὡς ὁδοστρωτήρας μεγατόνων, συνθλίβοντας τὴν σώζουσα Ὀρθόδοξη Πίστη, μὲ ὁδηγούς, δυστυχῶς,  Ἐπισκόπους!

Ἐκ τοῦ Γραφείου ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν

6 σχόλια:

  1. "για τις απαράδεκτες και καινοφανείς θεωρίες" περί "μολυσμού" και περί "συγκοινωνούντων δοχείων" που διακινούν οι διάφοροι "αποσχιστές" όπως ο π. Σάββας Λαυριώτης πότε θα μιλήσει η Ι.Μ. Πειραιώς;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ΕΣΥ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΚΑΘΗΣΕ ΠΡΟΣΚΥΝΑ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΑΣΕ ΚΑΤΑ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ ΝΑ ΟΡΘΟΤΟΜΟΥΝ !!!!!

      Διαγραφή
    2. "Τό «Ἀποτείχιση τώρα», πού εἰσηγοῦνται κάποιοι Ὀρθόδοξοι μέ βάση τόν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, καί μάλιστα μέ τή λογική τῶν «συγκοινωνούντων δοχείων», φρονοῦμε ταπεινά ὅτι εἶναι λάθος καί θά πρέπει νά ἐπανεξετασθεῖ. Τί σημαίνει λογική τῶν «συγκοινωνούντων δοχείων»; Ὑποστηρίζουν κάποιοι κληρικοί, ἀπό ὀρθόδοξο ζῆλο, ὅτι θά πρέπει νά διακοπεῖ τό μνημόσυνο ἀκόμη καί τῶν καλῶν καί παραδοσιακῶν ἐπισκόπων, ἐπειδή καί αὐτοί «μολύνονται» συγκοινωνώντας μέ τόν ἀποκλίνοντα ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστη Οἰκ. Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο καί τούς ὁμόφρονές του. Αὐτό, νομίζουμε, εἶναι λάθος, τοὐλάχιστον σέ αὐτή τή χρονική στιγμή. Μέ αὐτή τή λογική καί οἱ Ρῶσσοι, Ἀντιοχειανοί, Γεωργιανοί καί Βούλγαροι (καί κυρίως οἱ δύο τελευταῖοι, πού εἶναι πιό παραδοσιακοί καί στήν εὐαισθητοποίηση τῶν ὁποίων πρέπει νά προσβλέπουμε γιά τήν ἀνατροπή τῶν ἐσφαλμένων ἀποφάσεων τῆς Συνάξεως τοῦ Κολυμπαρίου), «μολύνονται» καί αὐτοί, ἐφ᾽ ὅσον δέν διακόπτουν τήν κοινωνία μέ τό Φανάρι καί ὅσους ἄλλους ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις τοῦ Κολυμπαρίου. Ὅπερ ἄτοπον". (περιοδικό του αντιοικουμενιστικού αγώνα «Παρακαταθήκη»)

      Διαγραφή
  2. Όντως, δεν επιτρέπεται να γίνουν αποδεκτές αιρετικές διδασκαλίες από την Εκκλησία. Άλλο αυτό, όμως, και άλλο η ανοχή που ―όπως μαρτυρεί η εκκλησιαστική ιστορία― έδειχνε πάντα η Εκκλησία απέναντι σε αιρετικούς επισκόπους, χαριζόμενη όχι σ’ αυτούς, αλλά στο πλήρωμά της (φοβούμενη σχίσματα). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κακοδοξία του Filioque που διδασκόταν στη Δύση, από τους Πάπες, αιώνες πριν το Σχίσμα του 1054! Αλλά και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης διακηρύσσει ότι χωρεί και στην περιοχή του δόγματος οικονομία, άλλοτε για λίγο και άλλοτε για πολύ («προς καιρόν» και «διηνεκής»). Στην επιστολή του «προς Ναυκράτιο» δίδει τέτοια παραδείγματα, όπως των αγίων Ἀθανασίου, Κυρίλλου καί Μεγάλου Βασιλείου, σημειώνοντας ότι «δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό σ’ αυτό»! Δεν μπορούμε, λοιπόν, εμείς να γινόμαστε πατερικώτεροι των Πατέρων και να εφαρμόζουμε ακρίβεια εκεί όπου η Εκκλησία εφαρμόζει οικονομία. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο απέκοψε η Εκκλησία τους αρχαίους Δονατιστές και Νοβατιανούς (3ο-4ο μ.Χ. αιώνα). Τους μεν πρώτους γιατί δεν δέχονταν την κατ’ οικονομία αποδοχή του βαπτίσματος (εξ ετεροδόξων) που είχε γίνει στο όνομα της Αγίας Τριάδος, τους δε δεύτερους γιατί απέκλειαν από την εκκλησιαστική κοινωνία τούς βαρέως αμαρτάνοντες, όρο, όμως, που δεν είχε θέσει ποτέ η Εκκλησία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ἡ διακοπὴ τῆς μνημόνευσης εἶναι ἕνα μέσο προειδοποίησης τοῦ Πατριάρχη ὅτι ἡ πορεία του ἔχει ἐκτραπεῖ ἐκτὸς τῶν ὁρίων ποὺ θέτουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Δὲν εἶναι λόγος διάσπασης τῶν πιστῶν. Διακόπτοντας τὴ μνημόνευση τοῦ Πατριάρχη δὲν «τιμωροῦμε» ὅσους συνεχίζουν νὰ τὸν μνημονεύουν ἀλλὰ κρούουμε τὸν κώδωνα πρὸς τὸν ἀποκλίνοντα ἀπὸ τὴν ἁγιοπατερικὴ μας παράδοση. Δὲν πρέπει νὰ δώσουμε χαρὰ στοὺς οἰκουμενιστὲς ὅτι ἀπαλλάχτηκαν ἀπὸ τὴν ἐνοχλητική μας παρουσία καὶ τὸν ἔλεγχο τῶν ἀπόψεων καὶ τῶν κινήσεών τους προσχωρώντας σὲ ζηλωτικοῦ τύπου φατρίες ὑποκλεπτόμενοι ἀπὸ τὸν ἐκ δεξιῶν πειρασμό. Ἐξάλλου ὅσοι συνεχίζουν νὰ μνημονεύουν τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, καὶ αὐτοὶ ἀποτελοῦν στὴν παροῦσα φάση τὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία, δὲν σημαίνει ὅτι ὅλοι συμφωνοῦν μὲ ὅσα οἰκουμενιστικὰ ἐκεῖνος πράττει. Μία τέτοια γενίκευση εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀναληθής.

    Ἡ διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ Πατριάρχη ὡς ἐκκλησιαστικὴ πράξη δὲν ἀποτελεῖ ἀπὸ μόνη της τὴν ὁριστικὴ καὶ τελικὴ μάχη ἐναντίον τῆς αἵρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γιὰ τὴν ὁριστικὴ καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπαιτεῖται πνευματικὴ ἐγρήγορση, ἀληθινὴ μετάνοια, ἐκ Θεοῦ ἐπίσκεψη, ἀνάληψη ἐπισκοπικῆς εὐθύνης, ἀφύπνιση τῶν συνειδήσεων τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, συνοδικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος καὶ τελικὰ συνοδικὴ καταδίκη τῆς αἱρέσεως καὶ ὁμολογία τῆς ἀληθοῦς ὀρθοδόξου πίστεως.

    Ἐπειδὴ οἱ οἰκουμενιστὲς γνωρίζουν νὰ κινοῦνται μεθοδικὰ καὶ μὲ σχέδιο, ὅσοι ἀγωνιοῦν γιὰ τὰ ζητήματα τῆς πίστης δὲν θὰ πρέπει ἀντιθέτως νὰ κινοῦνται βιαστικά, χωρὶς περισυλλογὴ καὶ προσευχή, χωρὶς συνεννόηση μεταξύ τους, σπασμωδικὰ καὶ ἀκραία ἀλλὰ μὲ φρόνηση καὶ ταπείνωση ζητώντας πρὸ πάντων τὴ γνώμη ἀνθρώπων τῆς προσευχῆς καὶ ὄχι μόνο μελετώντας πατερικὰ συγγράμματα. Φορεῖς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι οἱ μελετητὲς τῶν ἁγιοπατερικῶν συγγραμμάτων ἀλλὰ ὅσοι ἀπέκτησαν τὴν πείρα καὶ τὸ φρόνημα τῶν ἁγίων Πατέρων. Αὐτῶν τὴ γνώμη θὰ πρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε καὶ γιὰ τὰ κρίσιμα ζητήματα τῆς πίστεως. Διαφορετικὰ ὑπάρχει ὁ κίνδυνος στὴν προσπάθειά μας νὰ πολεμήσουμε τὸν ἐπάρατο οἰκουμενισμὸ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ ἄλλο ἄκρο τοῦ ζηλωτισμοῦ, λόγω ἐγωισμοῦ. Τότε θὰ ἔχουμε ἀστοχήσει ὡς ἀνεκπαίδευτοι νεοσύλλεκτοι τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
    (απόσπαμα από το άρθρο του θεολόγου Ιωάννη Τάτση, από τον Ορθόδοξο Τύπο 29/07/2016)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Oι δονατιστές,οπαδοί του επισκόπου Καρθαγένης Δονάτου δεν θεωρούσαν έγκυρα τα μυστήρια που τελούσαν οι κληρικοί εκείνοι οι οποίοι κατά τον διωγμό του Διοκλητιανού είχαν παραδώσει στους διώκτες τους τα ιερά βιβλία για να τα κάψουν,έστω και αν τεχνηέντως παρέδιδαν αιρετικά βιβλία.Ουδεμία σχέση με ''ετεροδόξους'', όρος άλλωστε ανύπαρκτος την εποχή εκείνη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.