Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς Δάσκαλος, Κιλκὶς
Στὰ «ταλαίπωρα» τὰ
λεξικὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας κάποιες λέξεις διατηροῦν ἀκόμη τὴν εὔσημο θετικὴ
σημασία τους, ἐνῶ, ὅταν δραπετεύουν ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη σελίδα τους, χάνουν
ἐντελῶς τὴν σημασία τους, καταντοῦν ἀγνώριστες, κακοσημες, στὰ ὅρια τῆς
βλασφημίας. Παράδειγμα ἡ χιλιοβασανισμένη λέξη «ἐκσυγχρονιστής». Ἡ
λεξικογραφική της σύσταση εἶναι ἐξαιρετική. Διαβάζουμε γιὰ ὑγιεῖς
μεταρρυθμίσεις καὶ προσαρμογὴ στὶς νέες συνθῆκες καὶ ἀπαιτήσεις καὶ λοιπὰ ἠχηρὰ
παρόμοια. Προσωπικῶς, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ὅταν θέλω νὰ προσβάλω κάποιον
«ἀσυστόλως» καὶ «βαθέως», τὸν χαρακτηρίζω …«ἐκσυγχρονιστή». Ἕτερον παράδειγμα.
Ἂν τολμήσεις καὶ πεῖς
τὴν φράση «Ἑλληνικὴ Δημοκρατία», οἱ πάντες χαχανίζουν. Καλύτερα
«λωποδυτοκρατία». Ἀγορεύει ἀπὸ τὸ βῆμα τῆς Βουλῆς, πελιδνὸς καὶ ἀξιοδάκρυτος, ὁ
φερόμενος ὡς πρωθυπουργὸς καὶ ὁμιλεῖ γιὰ «ἀνάπτυξη». Ἀνάπτυξις ἢ ἀναπτυσις,
ὅπως θὰ ἔλεγαν οἱ καθαρολόγοι; Ὑπάρχει τὸ οὐσιαστικὸ «πτύξις», ποὺ σημαίνει
δίπλωση ἢ πτυχή, ἄρα ἀνάπτυξη εἶναι τὸ ξεδίπλωμα, ἡ αὔξηση, τὸ μεγάλωμα, καὶ
ἔχουμε τὸ οὐσιαστικὸ «πτύσις», ποὺ εἶναι τὸ φτύσιμο. Ἄρα «ἀναπτυσις» εἶναι τὸ....
ξαναφτύσιμο.
ξαναφτύσιμο.
Βεβαίως καὶ ἡ
ἑκάστοτε ἐξουσία ἐφευρίσκει καινούργιες, κούφιες λέξεις, ποὺ ἀναθρώσκουν
ἀνάλαφρες σὰν φυσαλλίδες ἀέρος, «κελύφη ἔρημα ἐννοίας» ὅπως θὰ ‘λέγε ὁ Ροϊδης,
μὲ τὶς ὁποῖες «βαφτίζει» πράγματα, ποὺ ὁ λαὸς ἀπεχθάνεται μὲ τὶς παλιές τους
ὀνομασίες. Νεολογισμοί, κυρίως, ποὺ ἀποκλείουν δυσάρεστους συνειρμούς. Μιλάει
«ὁ στουρναρόγιαννος» γιὰ ἀνάγκη «διαρθρωτικῶν ἀλλαγῶν», καὶ σκέφτεσαι ποιοὺς
ἑτοιμάζουν γιὰ τὴν ἀνεργία (Μὲ πόση ἐπιπολαιότητα καὶ σκληροκαρδία μιλοῦν
κάποιοι γιὰ τὴν «ἀναγκαιότητα» τῶν ἀπολύσεων, λὲς καὶ πρόκειται γιὰ ζῶα καὶ ὄχι
ἀνθρώπους μὲ οἰκογένεια καὶ παιδιά. Μόνιμοι κατὰ συμβασιούχων. Ἰδιωτικοὶ κατὰ
μονίμων. Κανιβαλισμὸς καὶ ἀναλγησία. Καὶ τὰ κομματικὰ καθάρματα χασκογελοῦν μὲ
τοὺς ἀνόητους καὶ ἀφελεῖς.
Τὸ 1997 εἶχα διαβάσει
τὸ βιβλίο τῆς Βιβιᾶν Φορεστὲρ «Ἡ οἰκονομικὴ κρίση». Τότε μου φάνηκαν οὐτοπικὰ
τὰ ὅσα ὑποστήριζε. Τώρα τὰ κατάλαβα. Ἀντιγράφω μία παράγραφο:
«Βλέπουμε καθημερινὰ
νὰ προσλαμβάνονται, νὰ ἀπολύονται ἄντρες καὶ γυναῖκες, μέσα σὲ μία ἀγορὰ
ἐργασίας ποὺ μεταβάλλεται, συρρικνώνεται, γίνεται ὅλο καὶ πιὸ φανταστική, μία
ἀγορὰ ἀπὸ τὴν ὁποία αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐξαρτῶνται, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξαρτᾶται ἡ
ζωῆς τους, ἐνῶ ἐκείνη δὲν ἐξαρτᾶται πιὰ ἀπὸ αὐτούς. Βλέπουμε ἤδη, τόσο συχνά,
ὅτι δὲν τοὺς προσλαμβάνουν πιὰ καθόλου, δὲν θὰ τοὺς προσλάβουν ποτέ. Καὶ τότε,
ἰδιαίτερα οἱ νέοι, φυτοζωοῦν μέσα σὲ ἕνα τεράστιο κενὸ ποὺ παρουσιάζεται σὰν
ἐξευτελιστικό, καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο θεωροῦνται ὑπεύθυνοι οἱ ἴδιοι. Βλέπουμε πώς,
ξεκινώντας ἀπὸ ἐκεῖ, ἡ ζωὴ τοὺς κακοποιεῖ καὶ ἡ κοινωνία τὴ βοηθᾶ νὰ τοὺς κακοποιεῖ.
Βλέπουμε ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχει καὶ κάτι χειρότερο:
ἡ ἀπουσία ὁποιασδήποτε ἐκμετάλλευσης. Πῶς νὰ μὴν τρέμουν αὐτὰ τὰ πλήθη, ποῦ δὲν
εἶναι ἐκμεταλλεύσιμα, ποῦ δὲν εἶναι οὔτε καν ἐκμεταλλεύσιμα, ποῦ δὲν εἶναι πιὰ
καθόλου ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐκμετάλλευση; Ἄλλωστε κι ἡ ἴδια ἡ ἐκμετάλλευση
γίνεται πιὰ περιττή. Πῶς νὰ μὴν τρέμουν αὐτὰ τὰ πλήθη κι ὅλα τὰ ἄτομα ποῦ τὰ
ἀπαρτίζουν;
Ἑπομένως, σὰν ἠχώ,
καὶ πάλι τὸ ἐρώτημα: εἶναι «χρήσιμο» νὰ ζῆ κανεὶς ἂν δὲν εἶναι ἐπικερδὴς γιὰ τὸ
κέρδος; Κι αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ἀποτελεῖ τὴν ἠχὼ ἑνὸς ἄλλου: πρέπει κανεὶς ν’
«ἀξίζει» νὰ ζῆ, γιὰ νὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ζῆ; Καὶ μ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα
ἐκφράζεται ὁ κρυφὸς φόβος, ἡ ἀόριστη ἀλλὰ δικαιολογημένη φρίκη ὅτι, σύντομα, θὰ
θεωρεῖται περιττὸς ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἀνθρώπων ἢ καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀριθμός.
Ὄχι πολίτες δεύτερης κατηγορίας οὔτε καν ἀπορριπτέοι: περιττοί…. Καὶ κατὰ
συνέπεια ἐπιζήμιοι. Καὶ κατὰ συνέπεια…». (σέλ. 25-26, ἔκδ.
«Λιβάνης»)
Τὴν ἴδια πνευματικὴ
ἀδιαθεσία καὶ ἀνατριχίλα αἰσθάνεσαι, ὅταν ἀκούγαμε, γιὰ παράδειγμα, τὴν κ.
Διαμαντοπούλου νὰ ἀπειλεῖ τὴν Παιδεία ὑποσχόμενη τὸ «Νέο Σχολεῖο», ὅπερ
σημαίνει ἀφιλοπατρία, ἐκκλησιομαχία καὶ κατασυκοφάντηση τῆς ἐθνικῆς ἱστορίας
μας καὶ παράδοσης.
Πρόσφατο παράδειγμα.
τὸ καλλιτεχνικὸ ψευδώνυμό της Βουλῆς εἶναι «ναὸς τῆς Δημοκρατίας», ἐκεῖ
ὑποτίθεται ὅτι ἀνθίζει ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου, ἐξυμνεῖται ὁ σεβασμὸς τῆς γνώμης
καὶ ἕτερα καρυκεύματα καὶ εὔπεπτα μπαχαρικὰ πρὸς λαϊκὴν κατανάλωσιν. Τὸ βράδυ
ποὺ ψηφίζονταν τὰ ξανὰ «νέα μέτρα» -«καρφιὰ» στὸ «φέρετρο» τῆς Πατρίδας μᾶς-
κάποιο συμπολιτευόμενοι βουλευτὲς ἀρνήθηκαν τὸν ρόλο τοῦ «νεκροθάφτη» καὶ
«δημίου». Ὁ ψευτοβενιζέλος καὶ ὁ φερόμενος ὡς πρωθυπουργὸς τοὺς διέγραψαν ἐν
ριπὴ ὀφθαλμοῦ. Τὸ ὀρθότερον, λοιπόν, εἶναι ναὸς τῆς δειμοκρατίας, καὶ ὄχι
δημοκρατίας. (Κατὰ τὴν μυθολογία ὁ Δεῖμος εἶναι γιὸς τοῦ Ἄρη καὶ τῆς Ἀφροδίτης.
Δεῖμος σημαίνει τρόμος. Μὲ τὸν ἀδελφό του Φόβο κλονίζουν τὶς πυκνὲς φάλαγγες
τῶν στρατὼν κατὰ τὴν μάχη).
Θὰ μπορούσαμε νὰ
συνεχίσουμε τὴν ἀπαρίθμηση τῶν λέξεων, ποὺ τὶς «ἕντυσαν» οἱ κρατοῦντες μὲ
καινούργιο «φόρεμα», γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρίζονται, ὅπως ἡ «διαθεσιμότητα», ἀντὶ
γιὰ ἀπόλυση, ἡ «ἀπασχολησιμότητα» καὶ πολλὲς ἄλλες κουφότητες καὶ κακότητες.
Καὶ νὰ μὴν λησμονήσω καὶ τοὺς «Εὐρωπαίους ἑταίρους», τὰ λυσσασμένα τὰ σκυλιά,
τὶς ὕαινες, ποὺ ὀσμίστηκαν «πτῶμα» καὶ ἐπέπεσαν νὰ τὸ διαμελίσουν. Ἀκοῦς,
Εὐρωπαῖοι; Τέτοια βρισιά, λέω στοὺς μαθητές μου, νὰ μὴν καταδεχτεῖτε νὰ σᾶς τὴν
ποῦν.
(Ὁ Θουκυδίδης στὸ Γ’,
82,4 ἀναφέρει κάτι παρόμοιο ποὺ συνέβαινε στὴν ἐμφυλιοσπαρασσόμενη Κέρκυρα:
«….καὶ τὴν εἰωθυίαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἒς τὰ πράγματα ἀντήλλαξαν τὴν
δικαίωσιν». Μεταφράζει ὁ Βενιζέλος, ὁ παλιός, ὁ πραγματικός, καὶ ὄχι ὁ νέος
ψευτοβενιζέλος: «…καὶ κατήντησαν νὰ μεταβάλλουν αὐθαιρέτως τὴν καθιερωμένην
σημασίαν τῶν λέξεων, διὰ τῶν ὁποίων δηλοῦνται τὰ πράγματα». Παρακάτω θὰ βροῦμε
ἐκεῖνο τὸ περίφημο «τὸ σῶφρον του ἀνάνδρου πρόσχημά ἐστι», τὸ ὁποῖο τηρεῖ μὲ
εὐλάβεια καὶ ζηλευτὴ λεπτότητα ὁ «κύριος Τίποτε» ἔναντί της Τουρκίας).
Θὰ ἐπιστρέψω, ὅμως,
στὰ «πετράδια» τῶν λέξεων ποὺ κατάντησαν …«πέτρες καὶ ἄνθρακες». Ἡ λέξη
συνδικαλιστὴς -«μὲ τὸ συμπάθειο»- ποὺ ἔλεγαν καὶ οἱ παπποῦδες μας. Πρὶν
«σακατευτεῖ» ἀπό τους ….συνδικαλιστές, τὴν λέξη τὴν συνόδευε ὡραία ἑρμηνεία.
Ἀγῶνες γιὰ δικαιώματα τοῦ λαοῦ, κατακτήσεις, αὐτονόητες, γιὰ τοὺς ἐργαζομένους,
θυσίες.
Ἀπὸ τὸ ’81, ὅμως,
κυρίως, καὶ ἐντεῦθεν, ὅταν βλάστησαν σ’ αὐτὸν τὸν τόπο οἱ κλαδικὲς τῶν
«πρασινοφρουρῶν» καὶ ποικίλων ἐπιβητόρων τῆς ἐξουσίας καὶ παρεξουσίας -μὲ ἕνα
λόγο τὸ κλίμα σκυβαλοκρατίας καὶ σαλταδορισμού, ποὺ ἡ λαϊκὴ θυμοσοφία συνόψισε
εὐθύβολα στὸ ἀπόφθεγμα «Τὰ λίγα βγαίνουν μὲ κόπο, τὰ πολλὰ βγαίνουν μὲ κόλπο» ἡ
λέξη «ξεφλουδίστηκε», ἀνασημασιοδοτήθηκε, κυλίστηκε στὸν βόρβορο τῆς εὐτέλειας
καὶ τῆς ἀνομίας. (Φρόντισα νὰ διαγραφῶ –μὲ ἤλεγχε ἡ συνείδησή μου- ἀπὸ τὰ
«συνδικαλιστικὰ ὄργανα» τῶν δασκάλων. Μακάρι νὰ τὸ πράξουν ὅλοι. Πόσοι καὶ
πόσοι χασομέρηδες καὶ κηφῆνες, πρώην δάσκαλοι, ἀναρριχήθηκαν, μέσω τοῦ
συνδικαλισμοῦ, στὰ «χρυσοφόρα» ἀξιώματα).
Ὁ νῦν συνδικαλισμὸς
εἶναι «σκωληκοειδὴς ἀπόφυση» τοῦ ΠΑΣΟΚ. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ὁ
συνδικαλιστὴς -ζητωκραυγαστὴς καὶ σφογγοκωλάριος τοῦ ΠΑΣΟΚ –Θεὸς σχωρέσ’ τὸ-
καὶ λοιπῶν «προοδευτικῶν» δυνάμεων τῆς βοσκηματώδους θολοκουλτούρας, μποροῦσε
μὲ κατάλληλους ἑλιγμοὺς νὰ ἀνέλθει σὲ ἀνώτατα ἀξιώματα νὰ γίνει ὑπουργός,
καθηγητὴς πανεπιστημίου, διευθύνων σύμβουλος δημοσίου ὀργανισμοῦ καὶ κατόπιν
ἐπιδιδόταν στὴν λαφυραγωγία, στὴν ρουσφετολογία, μ’ ἕνα λόγο στὴν καταστροφὴ
τῆς Πατρίδας μας. (Γνωστὸ καὶ τὸ ἀνέκδοτο γιὰ τὸ σαλιγκάρι, ποὺ βρέθηκε στὴν
σκεπὴ τοῦ ὑψηλότερου μεγάρου τῆς πρωτεύουσας. «Πῶς βρέθηκες ἐσὺ ἐδῶ πάνω»; τὸ
ρωτοῦν. Καὶ ἐκεῖνο ἐξομολογεῖται «Ἕρποντας, γλείφοντας καὶ μὲ τὰ κέρατά
μου»!…).
Τέλος πάντων …καὶ
διηγώντας τὰ νὰ κλαῖς. Ἡ κρίση ἔχει καὶ κάποια θετικά. Ξεβράζονται τὰ
σαλιγκάρια καὶ λοιπὰ ἑρπετὰ ποὺ μαγάρισαν τὴν Πατρίδα μας. Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι ἡ
Ἑλλάδα θὰ κυβερνηθεῖ κάποτε ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ὄχι ἀπὸ «σιχαμερὲς
ἀνθρωποκάμπιες», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Φώτης Κόντογλου.
για στο στόμα σου Χρυσοστομε.
ΑπάντησηΔιαγραφή