5 Σεπ 2012

Ὁ Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης καὶ ἡ μαθητεία του στὸν Γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή.

Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ἔμενε τότε στὸν Ἅγιο Βασίλειο, τὸ ὑψηλότερο ἀσκητικὸ μέρος πάνω ἀπὸ τὰ Κατουνάκια, παράλληλο σὲ ὑψόμετρο μὲ τὴν Κερασιά. Κυρίαρχος Μονὴ τῶν ἀσκητικῶν αὐτῶν περιοχῶν εἶναι ἡ Μεγίστη Λαύρα. Σὲ αὐτὰ τὰ ἐρημικὰ μέρη ἡσύχαζε ὁ Γέροντάς μας. Ἐκεῖ τὸν γνώρισε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Ἐφραίμ.
Τὸν ἐπισκέφθηκαν μὲ τὸν Γέροντα Νικηφόρο, ποὺ εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στὸν Γέροντα Ἰωσήφ. Ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ ἴδιος, τοῦ προκάλεσε συγκίνηση καὶ θαυμασμὸ ἡ ἐρώτηση τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ πρὸς τὸν Γέροντά του, ποὺ ἔγινε κατὰ τὴν πρώτη συνάντησή τους. Δὲν ἀναφερόταν στὸ ἐργόχειρο ἢ τὴν ἱκανότητα τοῦ ὑποτακτικοῦ στὶς διάφορες ἐργασίες τῆς καλύβης.
Ὁ Γέροντας ρώτησε: « Κάνει, παπὰ Νικηφόρε, ὁ Ἐφραὶμ ὑπακοή;». Ὁ πάπα Ἐφραὶμ μᾶς ἔλεγε γι’ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση κατὰ τὴν πρώτη συνάντησή τους. « Αὐτὸ μὲ συγκλόνισε. Αἰσθάνθηκα ὅτι μέσα σὲ αὐτὸν τὸν Γέροντα ὑπάρχει ζωὴ καὶ Χάρις, γιατί αὐτὴ τὴν ἐρώτηση ἀπὸ κανένα ἄλλον δὲν τὴν εἶχα ἀκούσει. Εὐτυχῶς ποὺ ὁ πάπα Νικηφόρος δὲν μὲ ἐμπόδιζε νὰ ἐπισκέπτομαι καὶ νὰ διδάσκομαι ἀπὸ αὐτὸν τὴν Πατερικὴ παράδοση».
Ὅλα τὰ ἐρωτήματά του, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἡ ἀπειρία τοῦ προκαλοῦσε, θὰ εὕρισκαν τώρα ἀπαντήσεις καὶ ἑρμηνεία. Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν...
γνωριμία καὶ τὸν σύνδεσμό του μὲ τὸν Γέροντα Ἰωσήφ. Πολὺ σύντομα διδάχθηκε τὸ νόημα τοῦ πνευματικοῦ νόμου καὶ τὴν εὐμέθοδο πάλη τοῦ ἀοράτου πολέμου, ποὺ τοῦ ἔγιναν ἰσόβια καθήκοντα καὶ ἔπαθλα τοῦ ζήλου καὶ τῆς εὐλαβείας του.
Μᾶς ἔλεγε ὅτι εἶχε λογισμοὺς νὰ φύγει ἀπὸ τὸν Γέροντά του, γιατί δὲν βρῆκε τίποτε πνευματικό. Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ τὸν συμβούλευσε νὰ μὴν φύγει, ἀλλὰ νὰ παραμείνει μὲ ταπεινὸ φρόνημα καὶ θὰ τὸν βοηθοῦσε αὐτὸς πνευματικά. « Ἔβλεπε μέσα μου, ὅλο τὸν ἑαυτό μου. Μὲ λεπτομέρειά μου ἑρμήνευε τὸ τί θὰ μοῦ συμβεῖ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου. Τώρα ποὺ τὰ βλέπω, καταλαβαίνω τί σημαίνει ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, τί σημαίνει ἅγιος».
Μία μέρα μετὰ τὴν Λειτουργία τὸν κράτησε κοντά του καὶ τοῦ εἶπε: « Ξέρω τοὺς λογισμούς σου καὶ ὅλη τὴν κατάστασή σου. Μὴν φοβᾶσαι. Δὲν θὰ σὲ ἀφήσω μόνο». Ἄρχισε νὰ τοῦ ἑρμηνεύει περὶ πράξεως καὶ θεωρίας, εἰδικὰ δὲ τοὺς καρποὺς τῆς νηπτικῆς ἐργασίας, ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐσωστρέφεια.
« Ἡ θεία Χάρις ποὺ ἤδη ἐνδημεῖ στὴν ψυχή σου θὰ αὐξηθεῖ ὅπως Αὐτὴ γνωρίζει καὶ θὰ σοὺ γίνεται “ τὰ πάντα ἐν πάσι”. Στὶς ἀπότομες δυσκολίες θὰ μορφοποιεῖται σὲ εἰκόνες καὶ σχήματα καὶ θὰ σὲ βοηθεῖ. Θὰ σὲ εἰρηνοποιεῖ στὶς ταραχές, θὰ σοὺ ἀνοίγει τὸν νοῦ νὰ καταλαβαίνεις τὰ μυστήρια τῆς θείας Προνοίας, ποὺ θὰ συναντᾶς».
Τοῦ ὅρισε ἕνα πρόγραμμα ὡς πρώτη ἀρχή. « Θὰ ἀρχίσεις νὰ λὲς τὴν εὐχὴ “ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ” γιὰ μία ὥρα. Νὰ τὸ πεῖς ὅμως στὸν Γέροντά σου γιὰ νὰ μὴν θεωρηθεῖ δικό σου θέλημα». Ὁ Γέροντάς του, ἁπλὸς ὅπως ἦταν, δὲν κατάλαβε τί σημαίνει αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ἐμπόδισε.
Ὅταν ξαναπῆγε γιὰ Λειτουργία, τὸν ρώτησε ὁ Γέροντας Ἰωσήφ, ἂν κράτησε τὸ πρόγραμμα. Αὐτὸς ἀπάντησε: « Γέροντα, μὲ αὐτὴν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὰ μάτια μου τρέχουν ποτάμι τὰ δάκρυα καὶ μέσα μου αἰσθάνομαι σὰν ἀναβρασμό. Μία φωτιὰ καίει στὴν καρδιά μου γιὰ τὸν Χριστό». Ἀπὸ τότε μὲ τὴν συμπαράσταση τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ ἄρχισε νὰ μυεῖται στὰ μυστήρια τῆς νηπτικῆς ἐργασίας. Αὐτὴ ἡ ἐργασία προκαλεῖ τὴν κάθαρση τῆς καρδίας καὶ τὸν θεῖο φωτισμό. Ἔτσι ἀναδείχθηκε ἀθωνικὸς φωστήρας γιὰ παρηγοριά μας στοὺς τὰ «τέλη τῶν αἰώνων καταντήσαντας».
Ὡς ἱερέας, ὁ πάπα-Ἐφραίμ, εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἐπισκέπτεται πιὸ συχνὰ τὸν Γέροντά μας Ἰωσήφ. Τρεῖς ἢ τέσσερεις φορὲς τὴν ἑβδομάδα ἀνέβαινε γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Ἀπὸ τὰ Κατουνάκια πρὸς τὸν Ἅγιο Βασίλειο ἦταν ἀρκετὴ ἀνηφόρα. Ἡ νεανικὴ ἡλικία καὶ ὁ πνευματικὸς ζῆλος τοῦ πάπα-Ἐφραὶμ τὰ ὑπερέβαιναν. Μάλιστα οἱ διηγήσεις τῶν παλαιῶν Πατέρων μας, τὸν ἐρέθιζαν πρὸς φιλοπονία, τὴν περιεκτικὴ ἐνέργεια τῆς προκοπῆς.
Πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸ ζῆλο του νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸν “ δάσκαλό” του, ἔτσι ὀνόμαζε τὸν Γέροντα, πήγαινε νωρίτερα καὶ καθόταν στὸ πεζούλι περιμένοντας νὰ τοῦ ἀνοίξουν. Τὸ τυπικό του Γέροντος Ἰωσὴφ ἦταν αὐστηρὸ καὶ ἀπαραβίαστο. Τὸ τηροῦσαν μὲ ἀκρίβεια καὶ ἱκανοποιοῦσε τὸν νέο ἱερομόναχο ἀθλητὴ στὴν ἀρχικὴ πορεία τοῦ ζήλου του, ἀφοῦ ἄμαθε τὴν σημασία τῆς φιλοπονίας, στὴν ὁποία ὑπάρχει τὸ πλήρωμα τῆς ἄρσεως τοῦ σταυροῦ.
Τὸ πρόγραμμα τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ συνοπτικὰ ἦταν τὸ ἀκόλουθο. Τέλεση Ἑσπερινοῦ μὲ κομποσχοίνι. Ἐπίσημο γεῦμα καὶ μετὰ ξεκούραση μὲ ὕπνο. Ἔγερση, μικρὴ περισυλλογὴ καὶ ἕνας καφές. Μετὰ ὁ καθένας ἀποσυρόταν καὶ ἄρχιζε τὴν ἀγρυπνία μὲ κομποσχοίνι, μέχρι τὰ μεσάνυκτα. Στὴν συνέχεια ἄρχιζε ἡ θεία Λειτουργία, μὲ ἡσυχία καὶ γαλήνη, αὐτὴν ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἐσωστρέφεια.
Τὸ βάθος αὐτοῦ του μυστηρίου τῆς «ἐν πνεύματι καὶ ἡσυχία» λατρείας, ποὺ τελειοποιοῦσε ἡ θεία Λειτουργία, πάντοτε μὲ συγκίνηση καὶ ἔξαρση προσπαθοῦσε νὰ μᾶς μεταδώσει, νὰ μᾶς πληροφορήσει, ἐπειδὴ πάντοτε τὸ “ἔπασχε” ὁ ὀσιώτατος Γέροντάς μας.
Ἐπειδὴ ἡ ζωὴ στὴν περιφέρεια τοῦ Ἁγίου Βασιλείου δὲν ἦταν ὑποφερτή, μετακινήθηκαν σὲ χαμηλότερα μέρη, στὴν Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, παίρνοντας μαζί τους τὰ μηδαμινὰ ὑπάρχοντά τους.[...] Στὴν Μικρὴ Ἁγία Ἄννα παρέμεινε σχεδὸν δύο μῆνες ὁ πάπα Ἐφραὶμ κοντὰ στὸν Γέροντα καὶ μυήθηκε στὰ μυστικότερα τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καὶ τὰ μυστήρια τοῦ πνευματικοῦ νόμου. Μᾶς τόνιζε, ὡς σημαντικὸ γεγονὸς στὴν ζωή του, τὴν πληροφορία καὶ αἴσθηση τῆς Χάριτος, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντος σὲ αὐτὸ τὸ διάστημα ποὺ παρέμεινε κοντά του. Πόσο μᾶς προκαλοῦσε τὴν λαχτάρα καὶ ἄναβε τὸν πόθο νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἴδια εὐλογία, ἀφοῦ πάντοτε προσπαθούσαμε στὶς ἴδιες γραμμὲς καὶ στόχους, μάλιστα ὅταν οἱ ἀποδείξεις τῶν συνασκητῶν μᾶς ἦταν τόσο βέβαιες καὶ φανερές;
Χωρὶς κόπο πειθαρχοῦσε στὶς ὑποδείξεις τοῦ δασκάλου στὴν ζωὴ τῆς “πρακτικής”, κατὰ τοὺς Πατέρες. Αὐτὴν ἀκολουθεῖ ἡ “θεωρία”, τὸ ὑψηλότερο ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρωπίνης προσπαθείας μὲ συνεργασία τῆς θείας Χάριτος, καὶ στὴν ὁποία ὡς βραβεῖο δίδεται ὁ ἁγιασμός. Ἡ πεμπτουσία τῆς εὐλογημένης πρακτικῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ παραδείγματος τοῦ Κυρίου μας, εἶναι ἡ μὲ ἐπίγνωση ὑποταγὴ καὶ ὑπακοὴ καὶ αὐτὸς ἦταν πλέον ὁ σκοπὸς ὅλων τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ νέου ἀθλητοῦ.
Μὲ κύριο μέσο τὴν ὑποταγὴ καὶ ὑπακοὴ ἔφθασε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ στὸν θρίαμβο τοῦ ἁγιασμοῦ. « Ὑπακοὴ ζωή, παρακοὴ θάνατος», συνεχῶς ἐπαναλάμβανε. [...]
Αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο, πολὺ νωρὶς συνέλαβε ὁ νεαρὸς ἀθλητής, μοναχὸς καὶ ἱερέας Ἐφραὶμ καὶ τὸ ἐφάρμοσε ὡς μόνιμο καθῆκον, χωρὶς νὰ παραμελεῖ τὰ ὑπόλοιπα καθήκοντά του πρὸς τὸν Γέροντα Νικηφόρο. Ἔχοντας πλήρη γνώση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς παρακοῆς καὶ τῆς ἀμελείας τοῦ προγράμματος, κρατοῦσε τὴν ἀκρίβεια τῆς συνειδήσεως, πολλὲς φορὲς σὲ βαθμὸ αὐτοθυσίας καὶ μαρτυρικῆς ἀθλήσεως, ποὺ ἦταν χαρακτηριστικό της ζωῆς του. Ἡ παρουσία τοῦ μόνο προκαλοῦσε στοὺς προσεκτικοὺς τὴν ἀφύπνιση καὶ ἐγρήγορση. Στὴν εὐτέλειά μου, ἔδειχνε πάντοτε ἀγάπη καὶ αὐτὸ ἦταν ἀφορμὴ προσοχῆς καὶ θάρρους στὶς διάφορες ἀποθαρρύνσεις τῆς νεανικῆς ἀπειρίας μου.[...]
Ἀφοῦ συνειδητοποίησε, ὁ ὀσιώτατος Γέροντας, τὴν σημασία καὶ τὸ νόημα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τὴν λεπτομέρεια, ποὺ οἱ Πατέρες μᾶς ἔζησαν σὲ ὅλη τὴν ζωή τους, δὲν ἔδωσε κατὰ τὸ ψαλμικὸ λόγιο «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ ἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις» ( Ψάλ. 131, 4) μέχρις ὅτου καὶ αὐτὸς πρακτικὰ ζήσει τὶς θεῖες ἀντιλήψεις καὶ δωρεὲς τῆς Χάριτος, ποὺ διαπιστώναμε προσωπικὰ καὶ ἐμεῖς νὰ συμβαίνουν στὴν ζωή του. Περισσότερο ὅμως, μᾶς συγκινοῦσε ἡ αὐστηρότητα τῆς μαρτυρικῆς φιλοπονίας του.[...]
Τὰ πρῶτα μαθήματα ἄρχισαν στὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐφημερία στὸν Γέροντα Ἰωσήφ. Ἔγιναν συστηματικὰ ἀποδίδοντας πνευματικοὺς καρποὺς ὅταν μεταφέρθηκε ὁ Γέροντάς μας στὴν Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, ὅπου παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ δύο μῆνες μαζί του ὁ πάπα-Ἐφραίμ. Ὅταν τὸν ρωτούσαμε γιὰ νὰ γνωρίσομε τὰ στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς προκοπῆς, μᾶς ἔλεγε: « Δύο μῆνες ποὺ κάθησα στὸν γέρο Ἰωσὴφ ἦταν ἀρκετοί, γιὰ νὰ βρῶ τὴν χάρη, ὅπως οἱ Πατέρες μᾶς περιγράφουν. Ἡ προσεκτικὴ ζωὴ εἶναι ἀπαραίτητος ὅρος καὶ εἰδικὰ ἡ συντριβὴ τοῦ θελήματος, κυρίως ὅμως ἡ καθαρὴ προσευχή. Ὅπως ἔμαθα ἀπὸ τὸν Γέροντα νὰ συγκεντρώνω τὸν νοῦ μου, προσευχόμουν μόνος στὸ κελλί μου. Ξαφνικὰ αἰσθάνθηκα σὰν νὰ ἄνοιξε μπροστά μου τὸ ἀπέναντι μέρος καὶ παρουσιάστηκαν τρεῖς μορφές. Τόση ἀγάπη πλημμύρισε τὴν ψυχή μου, ποὺ αὐθόρμητα ἀγκαλίασα τὴν μεσαία. Ἡ αἴσθησή μου μὲ ἔπειθε ὅτι ἦταν ὁ Χριστὸς μὲ δύο ἀγγέλους. Δὲν μπορῶ ὅμως νὰ περιγράψω τί συνέβη ἢ τί αἰσθάνθηκα. Ἡ λύση στὴν ἀπορία μου ἀσφαλῶς δινόταν ἀπὸ τὸν Γέροντα στὸν ὁποῖον πήγαινα μόλις περνοῦσε ἡ θεία ἐπίσκεψη. Ἀνέβηκα στὸν δάσκαλο, ἂν καὶ ἦταν μεσάνυχτα, γιὰ νὰ μάθω τὴν σημασία τοῦ μυστηρίου, ποὺ γιὰ πρώτη φορά μου συνέβη». Ὅταν μᾶς τὸ διηγόταν αὐτὸ ἦταν σὰν νὰ τὸ ξαναζοῦσε καὶ μᾶς ἔπειθε ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι «πιστὸς Κύριος ἐν πάσι τοῖς λόγοις Αὐτοῦ» (Ψάλ. 144, 13).
Καὶ συνέχισε νὰ ἀφηγεῖται:
« Ἂν καὶ ἦταν ἀκατάλληλη ἡ ὥρα τῆς ἐπισκέψεως καὶ ἀπαιτήσεώς μου, μὲ δέχθηκε ὁ Γέροντας, μὲ ἀγκαλίασε μὲ χαρὰ καὶ μοῦ εἶπε: Αὐτή, παιδί μου, εἶναι ἡ Χάρις ποὺ σὲ δίδασκα καὶ ἤθελες νὰ γνωρίσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη βαθμίδα, τὸ γνήσιο πρῶτο ξεκίνημα. Ἀπὸ ἐδῶ θὰ ἔρθουν τὰ ὅσα περιγράφαμε καὶ ἐμεῖς καὶ οἱ Πατέρες μας, ποὺ διάβαζες καὶ μὲ ρωτοῦσες. Πόσοι τὸ ζήτησαν αὐτὸ μέσα στὴν ἱστορία καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὸ βρῆκαν ἀργότερα ἢ μετὰ ἀπὸ ἔμπονη προσπάθεια καὶ σὺ τὸ βρῆκες τόσο σύντομα καὶ τόσο καθαρά. Τώρα, ἄλλη αἴσθηση, ἄλλοι κόσμοι καὶ τροφὴ πνευματική, ἄλλο ἐπίπεδο προσευχῆς, ποὺ εἶναι μᾶλλον ἡ αἴσθηση τῆς ἀγχιστείας “ὅσων ἔλαβον Αὐτόν” καὶ μὲ ἐξουσία μπαίνουν στὸ χῶρο τῆς υἱοθεσίας».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ μας προκαλοῦσε, ὥστε νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ ἐπιμένουμε στὴν προσευχή.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔγινε ἀχώριστη ἡ παρουσία του στὸν Γέροντα καὶ συνεχῶς τὸν προκαλοῦσε. «Ὄχι μόνος σου Γέροντα νὰ γεύεσαι τὰ κεράσματα». Ὁ μακάριος Γέροντας μᾶς Ἰωσὴφ συνήθιζε νὰ ἀγκαλιάζει τὸ κεφάλι τῶν μαθητῶν του καὶ νὰ προσεύχεται, ὅταν αἰσθανόταν τὴν ὥρα τῆς μεταδόσεως κάποιας θείας εὐλογίας.
Κάποτε, μᾶς ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος, ὅταν ἐπισκέφθηκε τὸν Γέροντα τὸν βρῆκε σὲ κατάσταση ἐκστάσεως, σὲ ὥρα προσευχῆς. Κρατώντας τὸ κεφάλι του, τὸ ἀκούμπησε στὸ στῆθος του. Προσευχόταν σὰν νὰ βρισκόταν σὲ θεωρία. Ὅταν συνῆλθε τοῦ εἶπε μὲ πολλὴ χαρά.
« Ἐσύ, παιδί μου δὲν ἔχεις μόνο καθαρότητα καὶ εὐθύτητα ψυχῆς. Ἔχεις τὴν ἁγνεία, τὸν χῶρο καὶ τὴν ἕδρα τῆς Χάριτος. Αὐτὰ ὅλα ποὺ εἶδες καὶ γεύτηκες εἶναι πληροφορίες, ποὺ πάντοτε σὲ ἀπασχολοῦσαν. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς δικῆς μας προσφορᾶς, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τὰ θεία χαρίσματα. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς πράξεως, ποὺ εἶναι ἡ ἐπίβασις τῆς θεωρίας».
Ἀπὸ τότε ὁ νέος ἀθλητὴς μὲ περισσότερο ζῆλο σήκωνε τὸν περιεκτικὸ σταυρὸ τῆς φιλοπονίας δίνοντας ἰδιαίτερη βαρύτητα στὴν ὑπακοή, τὴν πραγματικὴ βάση τῆς προκοπῆς. Τὰ ἔργα καὶ οἱ λόγοι τοῦ ὀσιωτάτου Γέροντος Ἐφραίμ, ὅλη ἡ ζωή του, ὅλος ὁ στόχος καὶ σκοπὸς ἦταν ἡ ὑποταγὴ καὶ ὑπακοή.
Μᾶς ἔλεγε κάποτε: « Ἀφοῦ, σχεδὸν μὲ περιέργεια, συνάντησα τὸν γερὸ-Ἰωσὴφ καὶ μοῦ ἀποκάλυψε ποιὸς ἤμουν, δὲν φανταζόμουν ὅτι θὰ ἑνωθῶ μαζί του, θὰ συνεχίσω τὴν δική του παράδοση καὶ θὰ γευθῶ αὐτὰ ποὺ διαβάζουμε στοὺς Πατέρες. Ὁμολογῶ, ὅτι κανέναν ἄνθρωπο δὲν ἀγάπησα τόσο, οὔτε φοβήθηκα, ὅσο αὐτὸν τὸν Γέροντα, ποὺ ἔγινε καὶ ἔμεινε τὸ ἴνδαλμα ὅλης της ζωῆς μου, καὶ ὅταν ζοῦσε καὶ ὅταν ἔφυγε. Ἔγινε τὸ σωσίβιό μου, ἡ μνήμη του καὶ μόνο μὲ ἀνέσυρε ἀπὸ τὰ λάθη καὶ μὲ προήγαγε σὲ προκοπὴ σὲ ὅλη τὴν ζωή μου».
Κάποτε ποὺ ἔκανε κάποιο λάθος καὶ ἄργησε νὰ πάει στὴν Λειτουργία τὴν κανονικὴ ὥρα, τὸν ἐπέπληξε καὶ τὸν ἐδίωξε ἀπὸ τὸ κελλί του. Τὸν κράτησε μακριά του γιὰ τρεῖς ἡμέρες, ὅσο καὶ ἂν μὲ δάκρυα ζητοῦσε συγχώρηση. Ὅταν τὸν δέχθηκε κατάλαβε, ὅτι ἦταν μία δοκιμασία πρακτικῆς ἐμπειρίας, γιὰ νὰ τονίσει τὴν σημασία τῆς ἀκρίβειας, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ πνευματικὴ πρόοδος ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ τὴν πράξη στὴν θεωρία.
Ἡ μόνιμη προσπάθεια καὶ ἐργασία τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ ἦταν, ὅπως διδάχθηκε ἀπὸ τὸν Γέροντά μας Ἰωσήφ, ἡ ἀκριβὴς τήρηση τοῦ προγράμματος. Προσπαθοῦσε νὰ ἀντιγράφει τὸν Γέροντα Ἰωσὴφ στὶς ἀγρυπνίες, στὶς προσευχές, ὅσο ἐπέτρεπε τὸ τυπικό τους στὰ Κατουνάκια. Τὴν ἀγρυπνία κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύκτας τὴν τηροῦσε μὲ ὅση δύναμη εἶχε. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ καλοκαιριοῦ, μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο, ἀποσυρόταν σὲ μία ἄκρη τῆς καλύβης τους μὲ ἕνα μικρὸ σκαμνάκι καὶ σχεδὸν μέχρι τὰ μεσάνυκτα προσευχόταν. Τὸν χρόνο τὸν μετροῦσε μὲ τὴν ἀνατολὴ τῶν ἄστρων μέχρις ὅτου ἔφταναν σὲ ὁρισμένο ὕψος.
Ἐντρυφοῦσε ἐπίσης στὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, ἰδιαίτερα τῶν ἀσκητῶν καὶ τῆς Φιλοκαλίας. Ἀποστήθιζε ὁλόκληρα κείμενα, ποὺ ἀναφέρονταν στὴν ἐσωστρέφεια καὶ τὰ μυστικὰ τῆς θείας Χάριτος.
Ἡ εὐλάβειά του ἐκδηλωνόταν ἰδιαίτερα στὴν θεία Λειτουργία καὶ λειτουργοῦσε καθημερινὰ μέχρι τὰ γεράματά του, ὅσο τὸ ἐπέτρεπαν οἱ δυνάμεις του. Συνεχῶς σκεπτόταν τὴν αὐριανὴ Λειτουργία καὶ προσευχόταν γιὰ νὰ ἔχει αἴσθηση Χάριτος. Σὲ αὐτὴν φανέρωνε ὅλο τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, ποὺ ἔπασχε τὰ θεία. Ὡς λειτουργὸς ἦταν μετάρσιος καὶ ἐπέμενε στὴν μνημόνευση ὅσων γνώριζε καὶ θυμόταν καὶ ὅσων κατὰ καιροὺς τοῦ ζητοῦσαν πνευματικὴ βοήθεια. Ἰδιαίτερα ὅμως μεριμνοῦσε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, γιατί ἔφυγαν καὶ ἴσως ἦταν ξεχασμένοι. Πολλὲς φορές, ὅπως μᾶς ἔλεγε, εἶχε πληροφορία γιὰ τὴν κατάσταση αὐτῶν ποὺ μνημόνευε. Ὅταν κάποτε ξεχνοῦσε νὰ μνημονεύσει μερικούς, αἰσθανόταν ὅτι τοῦ ἔκαναν παράπονο. Ἀπαιτοῦσε πάντοτε μετὰ τὴν Λειτουργία νὰ ὑπάρχουν κόλλυβα γιὰ Τρισάγιο.
Τὸ πὼς θὰ ψάλλει τὰ τῆς θείας Λειτουργίας διδάχθηκε ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰωσήφ. Χαιρόταν τόσο πολὺ ὁ μακάριος Γέροντάς μας ἀπὸ τὶς Λειτουργίες, ποὺ ἔκανε ὁ μακαριστὸς ἀδελφός μας καὶ ἔλεγε: « Δὲν πιστεύω νὰ γίνεται στὸ Ἅγιον Ὅρος καλύτερη θεία Λειτουργία».
Σὲ ὅλη τὴν ἱερατικὴ διακονία τοῦ ἔκανε Σαρανταλείτουργα. Εἶχε ὅμως πολλὴ ἀκρίβεια στὶς ἀμοιβές, καὶ οὐδέποτε δεχόταν χρήματα γι’ αὐτά, ἂν δὲν ἦταν βέβαιος, ὅτι θὰ τὰ τελέσει. Δὲν δεχόταν ἐπίσης δωρεές, ἂν δὲν μποροῦσε νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τοὺς δωρητές. Τὰ περισσότερα δὲ χρήματα μοίραζε στοὺς φτωχοὺς πάντοτε μυστικά.
Ἑπόμενο εἶναι φυσικὰ σὲ ὅσους γεύτηκαν τὶς θεῖες δωρεὲς νὰ μὴν τοὺς συγκινεῖ ἢ ἀπασχολεῖ ὁ μάταιος αὐτὸς κόσμος. Στὸν Γέροντα, ἦταν φανερὴ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὰ πράγματα αὐτοῦ του κόσμου καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὰ χρήματα. Ἔμαθε ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰωσὴφ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τῆς πίστεως, αὐτὴν ποὺ οἱ Πατέρες ὀνομάζουν «πίστιν τῆς θεωρίας», καὶ μὲ τὴν βοήθεια αὐτῆς ἀμεριμνοῦσε, ἀφοῦ ὅλα τὰ ἀνέθετε στὴν θεία Χάρη, ποὺ ἐν αἰσθήσει πάντοτε ἔπασχε.
(Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, «Ὁ χαρισματοῦχος ὑποτακτικός. Γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης», Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινὰ 12, σ. 41-57- ἀποσπάσματα.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.